Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲ Γκανάς Μιχάλης

Ο Μιχάλης Γκανάς
[πηγή: Νέοι δρόμοι για την Ιθάκη].
 

 

 

Στη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα (1989) ο Μιχάλης Γκανάς δεν διστάζει να εκδηλώσει τη στοργή του προς τη γυναίκα που αγαπά και στα μικροεπεισόδια που τον δένουν με αυτήν («Προσωπικό»)· πίστη στη ζωή και πίστη στον ερωτικό δεσμό. Οι παρορμήσεις του αισθήματος φέρουν στη μνήμη του Γκανά τους νεκρούς του, από την πρώτη στιγμή. Αντί όμως να πολιορκείται από τις εμμονές του θανάτου (λυρική θεματική που τραβά πολλούς ποιητές), γέρνει με συμπόνια στη μνήμη νεκρών. Η ενθύμηση του πατέρα είναι συνδυασμένη με μια χειμωνιάτικη νύχτα, στο ορεινό σπίτι της Ηπείρου. Το κείμενο που επιγράφεται «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» απολήγει σε ένα δημοτικό νανούρισμα που τώρα ο ποιητής τραγουδά στον πατέρα του, σαν ο πατέρας να ήταν παιδί του. Την ίδια προστατευτική τρυφερότητα νιώθει για τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, μικρότερο αδελφό του, αφού πέθανε νέος («Τα άγρια και τα ήμερα», στα Μαύρα λιθάρια, 1980). Για τη μητέρα του έχει ένα συναίσθημα πιο σπλαχνικό, βιολογικό, αχώριστο από τη μνήμη των αισθήσεων.

Ο τόπος των νεκρών δεν είναι για τον Γκανά ο χριστιανικός, αλλά μάλλον εκείνος που γνωρίζουμε από τα μοιρολόγια, κάποιος χώρος εξορίας από τους τόπους καταγωγής που ανήκει στη μνήμη, κάτι που πλησιάζει την εξορία των ξενιτεμένων (το θέμα της εξορίας επανέρχεται με εμμονή στον Γκανά, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος του πεζού Μητριά πατρίδα, 1981).

Η ποίηση του Γκανά κατακτά την πληρέστερη έκφραση στην Παραλογή (1993), μία σύνθεση από εικοσιεπτά κομμάτια ποικίλης έκτασης μοιρασμένα σε τρία μέρη. Τώρα τα αισθήματα, οι δεσμοί έχουν βρει την πιο αποστεγνωμένη έκφρασή τους, όπως το απαιτεί η εθιμοτυπία της ανάκλησης των νεκρών· ο λόγος εντείνεται. Η λυρική παρόρμηση της εκκίνησης, δίχως κάμψη, αξιοποιεί ένα λεξιλόγιο εν μέρει αντλημένο από τη μεγάλη ποιητική παράδοση, και εν μέρει από τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού. Ο ρυθμός της φωνής συχνά ακολουθεί τον δεκαπεντασύλλαβο ή και άλλα μέτρα. Παρόλη τη δημοτικοφανή υπόκρουση, το έργο ανήκει στην καλλιεργημένη παράδοση της ελληνικής ποίησης, που μαρτυρούν και εκφράσεις όπως «ματιά πανσέληνος» και «ερπετό χορτάρι».

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 571-572.

 

 

 

Αντιπαρατίθενται, λοιπόν, [στην ποίηση του Γκανά] στην ουσία όχι δυο συστήματα ατομικής και συλλογικής ζωής, της πόλης ας πούμε και της επαρχίας, γιατί στο τέλος-τέλος δεν υπάρχουν πια σαφή όρια ανάμεσα στους τόπους, αλλά μάλλον δυο κόσμοι που δεν απέχουν χρονικά και πολύ, μολονότι μοιάζουν με δυο επικράτειες με ριζικά διαφορετικούς όρους ζωής. Ο κόσμος της παλιάς ορεινής Ελλάδας, αυτάρκης, αυστηρός και ηρωικός, μέσα στη λιτότητά του, και ο κόσμος που μέσα του ζει ο ποιητής — διαμελισμένος από τη βίαιη «εξαστικοποίησή του» και ερημωμένος στη μέσα στη ζωή του. […]

Αλέξης Ζήρας, «Μιχάλης Γκανάς. Ακάθιστος δείπνος». Γενεαλογικά για την ποίηση και τους ποιητές του ’70, Ρόπτρον, Αθήνα 1989, 39.

 

 

Ο Μιχάλης Γκανάς εμφανίστηκε στα γράμματα το 1978, «σαν έτοιμος από καιρό», με την ολιγοσέλιδη συλλογή Ακάθιστος δείπνος από τις εκδόσεις «Κείμενα» του αείμνηστου Φίλιππου Βλάχου. Και μόνον από το εξώφυλλο, το βιβλίο σε προδιέθετε για μια μεταφυσική ποίηση, μα εντός συνέβαινε το αντίθετο. Ερχόσουν σε επαφή με μια ποίηση που πατούσε και με τα δυο της πόδια στην πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας, στο ασφυχτικό κλίμα της δεκαετίας του ’60, στη βία της επτάχρονης δικτατορίας και στα πολιτικά της απόνερα. Ένα πλαίσιο που στάθηκε θερμοκοιτίδα για όλες τις φωνές της λεγόμενης γενιάς του ’70. Και δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, όταν «η μισή πατρίδα είχε φύγει για τα ξένα» και η άλλη μισή για την πρωτεύουσα.

Ο αφηγητής, ξεριζωμένος κι αυτός, εσωτερικός μετανάστης που άφησε τα πατρικά χωράφια, το ορεινό χωριό και κατέβηκε στη μεγάλη πόλη.

Η τριβή με τη σκληρή καθημερινότητα της Αθήνας, «οδός Ακαδημίας, οδός των εξουθενωμένων», το κυνήγι του επιούσιου, «αύριο πάλι θα με πριονίσει η δημοσιά», οι πρώτοι έρωτες, «θυμάσαι πόσο σου έλειψε η δίδυμη καρδιά της», σταθερά μοτίβα, όπως και στους περισσότερους ποιητές της εποχής του. Όμως αν κάτι διαφοροποιεί τον Μιχ. Γκανά, είναι η χρήση ενός γλωσσικού ιδιώματος που συγγενεύει με τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, κάτι που θα γίνει ευκρινέστερο ως πρόθεση στις επόμενες συλλογές του, και η θέαση του αστικού κόσμου όχι εκ των έσω, μα πάντα από την απόσταση που του χαρίζει ο τόπος καταγωγής.

Νίκος Δαββέτας, «Πατρίδα από πέτρα», εφ. Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5 Ιαν. 2014.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1970, Μεταπολεμική ποίηση