Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Βιζυηνός Γεώργιος

Ο Γεώργιος Βιζυηνός
(λιθογραφία, «Ποικίλη Στοά», 1894).
 

 

Ο Βιζυηνός ήταν από τους λίγους συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονταν συστηματικές σπουδές, επιστημονικό έργο, ποιητική και έγκυρη αφηγηματική δημιουργία. Ήταν επίσης από τους πλέον ταξιδεμένους συγγραφείς, αφού, με μικρά διαλείμματα, από το 1875 ίσαμε το 1884, εξακολουθώντας να ενισχύεται οικονομικά από τον Γ. Ζαρίφη, έζησε στις κυριότερες πόλεις της Γερμανίας (Γοττίγγη, Λειψία, Βερολίνο) και επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο.

Αν οι γερμανικές αυτές πόλεις συνδέονται με τις σπουδές στη φιλοσοφία, σε συναφείς επιστήμες της αγωγής και ιδίως στην ψυχολογία, και επίσης με την ποιητική του δημιουργία, το Παρίσι έχει ταυτιστεί αποκλειστικά με τον αφηγηματικό λόγο, αφού, κατά την περίοδο της διαμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα εκδηλώθηκε έμπρακτα η πρόθεσή του να ασχοληθεί με το νέο, για κείνον λογοτεχνικό είδος, το διήγημα. Ας σημειωθεί ότι το πρώτο του διήγημα [Το αμάρτημα της μητρός μου] δημοσιεύτηκε σε παρισινό περιοδικό και στη συνέχεια σε αθηναϊκό.

Είναι η περίοδος που ο ποιητής, έως τότε, Βιζυηνός στρέφεται προς τη συγγραφή διηγημάτων, για να αναδειχθεί έτσι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους. Παράλληλα, ερευνά ή ολοκληρώνει επιστημονικές μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει μερικά χρόνια πριν και πάντως μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, τον Φεβρουάριο του 1881.

Έχει, κατ’ επανάληψη και από παλαιά, διατυπωθεί η άποψη ότι ο Βιζυηνός παροτρύνθηκε να ασχοληθεί με το διήγημα από τον Δημ. Βικέλα. Η παρότρυνση, βέβαια, δεν θα ήταν αρκετή, αν ο ίδιος ο Βιζυηνός δεν ήταν έτοιμος να στραφεί προς την πεζογραφία. Με τη στροφή αυτή γίνονται αντικείμενο λογοτεχνικής μετάπλασης οι παιδικές του αναμνήσεις, οι σπουδές του στην ψυχολογία και τις παρεμφερείς επιστήμες, παράγοντες που τον οδηγούν προς την ψυχογραφία, και βέβαια τα διαβάσματά του από την ξένη λογοτεχνία και ιδίως τη γερμανική. Είναι ωστόσο γεγονός ότι η αναστροφή του Βιζυηνού με τον Βικέλα ήρθε στην πιο κατάλληλη στιγμή, με θαυμαστά για κείνον και τη νεοελληνική λογοτεχνία αποτελέσματα.

Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Γεώργιος Βιζυηνός, Επιστολές, εισ.-σημ.-σχόλια Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, 16-18.

 

 

Το ποιητικό έργο του Βιζυηνού αποτελείται από τα έργα: Ποιητικά πρωτόλεια, Ο Κόδρος, Βοσπορίδες Αύραι (ή Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις), Ατθίδες Αύραι […], καθώς και το χειρόγραφο Λυρικά […].

Κατά γενική αναγνώριση ο Βιζυηνός κατέχει τη θέση του στη νεοελληνική λογοτεχνία χάρη στα διηγήματά του και όχι στο ποιητικό έργο του. Την ποίησή του στο ξεκίνημά της τη σκιάζει το φαναριώτικο κλίμα· […]

Ένα σημαντικό μέρος του ποιητικού έργου του Βιζυηνού αποτελούν τα παιδικά ποιήματα όπου κατορθώνει να δείξει την τρυφερότητα που έτρεφε για το παιδί, συνδυασμένη με τη γνώση που είχε για τον ψυχικό του κόσμο. Ας θυμηθούμε πως η διδακτορική διατριβή του είχε ως θέμα το παιδικό παιχνίδι από παιδαγωγική και ψυχολογική άποψη, αλλά κυρίως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κι ο ίδιος ήταν ως την τελευταία στιγμή του ένα παιδί. Ίσως γι’ αυτό και τα παιδικά του ποιήματα θεωρούνται σαν τα πιο ωραία ανάμεσα στα νεοελληνικά ποιήματα για παιδιά, αλλά […] ίσως και σαν τα γοητευτικότερα από όλα του τα ποιήματα.

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ.Μ. Βιζυηνού». Γ.Μ. Βιζυηνός, Τα διηγήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991 (β΄ ανατ.), 34 & 37 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

 

 

[…] ορισμένες σταθερές του απασχολήσεις (ποιήματα, διηγήματα, η διατριβή του που τυπώνεται στη Λιψία το 1881) μας δείχνουν πως στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του τοποθετείται ο κόσμος του παιδιού. Ανάγκη αποδραματοποίησης και φυγής προς το παρελθόν; Δημιουργία ενός είδους τεχνητού παραδείσου; Επαγγελματικό ενδιαφέρον για την παιδαγωγική; Θα έλεγες πως το παιδί που ζει μέσα του δεν εννοεί να ενηλικιωθεί ή να πεθάνει. […]

Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996 (5η έκδ.), οη΄-οθ΄.

 

 

«Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού — και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Η κεντρική μορφή της μητέρας (της μητέρας του ίδιου του Βιζυηνού), που άθελά της επλάκωσε στον ύπνο της τη μικρή της κόρη και που το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει για όλη της τη ζωή, είναι δοσμένη σε όλη της την τραγικότητα και την ανθρώπινη τρυφερότητα. Και τα άλλα διηγήματα αναφέρονται στις αναμνήσεις του συγγραφέα και αποδίδουν το περιβάλλον του θρακιώτικου χωριού, όπου έναν ιδιαίτερο χρωματισμό δίνει η συνύπαρξη του ελληνικού με το τουρκικό στοιχείο, ακόμα και η θερμή ανθρώπινη σχέση που συνδέει πολλές φορές πρόσωπα από τις δύο φυλές. Λιγοστά σε αριθμό, είναι αρκετά εκτεταμένα και ξεπερνούν πολλές φορές τα όρια του απλού διηγήματος. Έξοχη είναι στα περισσότερα η ψυχολογική διαγραφή των προσώπων, ισχυρότατη η συνθετική ικανότητα και η αφηγηματική χάρη. Η γλώσσα μένει πάντα η καθιερωμένη ακόμη για την πεζογραφία καθαρεύουσα, αλλά ο δημοτικός διάλογος, διανθισμένος μάλιστα με πολλά στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, δίνει μια ιδιαίτερη ζωντάνια.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 202.

 

 

[…] ό,τι σημαδεύει ανεξίτηλα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι μια μνήμη ώριμη να συνθέσει τη «Νέκυιά της», επιστρέφοντας διαρκώς σ’ ένα παρελθόν σφραγισμένο με την παρουσία του θανάτου. Έργο-προσκλητήριο νεκρών: το οικογενειακό κοιμητήρι προσφέρεται πλουσιοπάροχα σε τέτοιες αναδρομές. Όταν εξαντληθούν οι πεθαμένοι συγγενείς (οι δυο μικρούλες αδελφές, ο πατέρας, ο αδικοσκοτωμένος αδελφός Χρηστάκης, ο παππούς), θα έρθει η σειρά των φίλων και γνωστών: του Πασχάλη ή του Μοσκώβ-Σελήμ. […]

Αυτή την παρουσία του θανάτου θα τη βρούμε ακόμη και στους τίτλους των τριών από τα έξι διηγήματα του Βιζυηνού: εδώ αποτελεί αθέλητο παράπτωμα («Το αμάρτημα της μητρός μου»), εκεί υποδηλώνεται με την εικόνα μιας αναχώρησης («Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»), αλλού συγκεκριμενοποιείται με την ανατομία ενός εγκλήματος («Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»). […] Έτσι οι μορφές του Βιζυηνού προχωρούν ανάμεσα στο φως και το σκότος (τις περισσότερες φορές από το φως προς το σκότος). Όταν ο θάνατος δεν προσμένει στο τέλος του ταξιδιού, δηλαδή στο τέλος της αφηγηματικής πράξης, προσμένουν άλλες «λύσεις» ισορροπίας, παραλλαγές του ίδιου αδιεξόδου: το μαρτύριο, η άγνοια, η απουσία, η σκότιση του νου. Όχι, δεν υπάρχει λύτρωση στον κόσμο του δημιουργού μας.

Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996 (5η έκδ.), πε΄-πστ΄.

 

 

Οι πλοκές […] του Βιζυηνού αναπτύσσονται πάνω σ’ ένα σχέδιο που θα άρμοζε σε αστυνομικές ιστορίες: στηρίζουν την ανάπτυξή τους πάνω στους νόμους της έκπληξης και της αγωνίας, χωρίς όμως να περιστέλουν καθόλου την αξίωσή τους για πλήρη αληθοφάνεια. Το μυστήριο που εξυφαίνεται ή, ευρύτερα, οι πηγές της αβεβαιότητας που προκαλούνται μες στις ιστορίες του, εξυφαίνονται πάνω στο φόντο ή προκαλούνται μέσα στα πλαίσια μιας εξωτερικής πραγματικότητας που συχνά στοιχειοθετείται με αυστηρό —δηλαδή αληθοφανή— τρόπο.

Καρπός αυτής της αξίωσης ή προϋπόθεσης της διήγησης του Βιζυηνού είναι ένας ιδιότυπος ρεαλισμός· ένας ρεαλισμός που ενώ από το ένα μέρος σέβεται πλήρως τα αφηγηματικά μέσα και τηρεί τους νόμους του ρεαλισμού —σε βαθμό τέτοιο ώστε να θεωρείται ο Βιζυηνός και ως ένας από τους εκπροσώπους της ελληνικής ηθογραφίας του 19ου αιώνα—, δίνει την εντύπωση από το άλλο μέρος πως προβληματίζεται με τους γενικά αποδεκτούς σκοπούς του ρεαλισμού, ή και πως αμφισβητεί τα νόμιμα όριά του.

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ.Μ. Βιζυηνού». Γ.Μ. Βιζυηνός, Τα διηγήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991 (β΄ ανατ.), 59 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

 

 

Πρώτος ο Παλαμάς, όσο ξέρω, υπογράμμισε επίμονα το δραματικό στοιχείο του συγγραφέα μας. Κάτι περισσότερο μάλιστα: προσπάθησε να βρει συγκεκριμένες αντιστοιχίες με θεατρικά είδη. Έτσι «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» και «Ο Μοσκώβ-Σελήμ» χαρακτηρίζονται ως δράματα, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» ονομάζεται «σαν ονειρόδραμα» και το «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» οικογενειακή τραγωδία. […]

Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996 (5η έκδ.), ϟα΄.

 

 

Όπως και να ’ναι, το κυριότερο επαναληπτικό στοιχείο […] είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Ουσιαστικά, βρισκόμαστε πάντοτε μπροστά σε καθορισμένες ιστορικές επιλογές. Ας λογαριάσουμε ξανά (ποτέ δε θα τα λογαριάσουμε αρκετά) κάποια φαινόμενα που συγκεκριμενοποιούν μερικές αλλαγές γύρω στα 1880: τη σημασιοδότηση της προσωπικής μαρτυρίας (συνδεδεμένη ταυτόχρονα με την απομνημονευματογραφία, τη λαογραφία, το θετικισμό ή τον επιστημονισμό), τη δυναμική του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, την πριμοδότηση του «παρόντος» και του «πραγματικού», το σημαντικό ρόλο προτύπων καθώς ο Λουκής Λάρας κλπ. Με τέτοια δεδομένα, μια ορισμένη εκφορά του λόγου δεν είναι άσχετη από τα ιστορικά της συμφραζόμενα. Αφηγούμαι σε πρώτο πρόσωπο, γύρω στα 1880, σημαίνει: μιλώ για πραγματικά γεγονότα που τα είδα με τα μάτια μου ή που τα άκουσα με τα αφτιά μου, αρνούμαι την παντογνωσία του ιστορικού μυθιστοριογράφου, τα πρωτεία των γραφτών πηγών, την επινόηση και τη φαντασία, αντικαθιστώ την ολότητα με τη μερικότητα που μόνη αυτή συνδέεται με την προσωπική εμπειρία μου, εμπιστεύομαι μόνο στα βιώματά μου και στα βιώματα των συγχρόνων μου κλπ. Έτσι εκφράζεται ο κυρίαρχος λόγος γύρω στα 1880· έτσι εκφράζεται, φυσικά, και ο αφηγηματικός λόγος του Βιζυηνού.

Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996 (5η έκδ.), ϟγ΄.

 

 

[…] Σύζευξη, επομένως, λόγιων και λαϊκών στοιχείων στη γλώσσα των διηγημάτων του, που κινείται παράλληλα με το χαρακτηρισμό και τη θεματολογία του: χαρακτήρες εγγράμματοι και εξευρωπαϊσμένοι συναναστρέφονται χαρακτήρες λαϊκούς και αγραμμάτους· λαϊκοί μύθοι, δεισιδαιμονίες, προφητείες συμφωνούν με τα αποτελέσματα ψυχολογικών αναλύσεων. Η σύζευξη αυτή υπάρχει και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής υιοθετεί λόγο λόγιο, όταν απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη (περιγραφές τοπίων), και λόγο λαϊκό, όταν απευθύνεται έμμεσα σ’ αυτόν (διάλογος χαρακτήρων). Στο επίπεδο της μορφής και της δομής των διηγημάτων, ο δυϊσμός εκφράζεται με την αντιπαράθεση […] διηγημάτων με μορφή αυτοβιογραφική ή ρεαλιστική / νατουραλιστική.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1994, 29-30.

 

 

Στο «Μόνον της ζωής του ταξίδιον» μας παρουσιάζεται η συμπαθέστατη μορφή του παππού, δοσμένη μέσα από τα γεμάτα θαυμασμό μάτια του εγγονού-αφηγητή —του πάππου που ήξερε να λέει τόσες ιστορίες για τόπους απόμακρους και παράξενους, και που ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται, δεν είχε ταξιδέψει πέρα από την κοντινή «τούμπα» του χωριού. Αλλά το αριστούργημα του Βιζυηνού είναι δίχως αμφιβολία η εκτενής ιστορία του «Μοσκώβ Σελήμ», ενός γενναίου Τούρκου, που οι δικοί του (η οικογένεια και οι συμπατριώτες του) τον έχουν ποτίσει μόνο με πικρίες και απογοητεύσεις, και που ανακαλύπτει την ανθρωπιά και την καλοσύνη στους εχθρούς του ίσια ίσια, τους Ρώσους, όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο. Ο συγγραφέας μάς τον παρουσιάζει να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, που τον θεωρεί μισότρελο και του έχει δώσει, για τη ρωσοφιλία του, το κοροϊδευτικό παρατσούκλι Μοσκώβ Σελήμ.  […]

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 202-203.

 

 

«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» είναι το τελευταίο από τα πέντε διηγήματα που δημοσίευσε η Εστία (17 Ιουνίου και 1η Ιουλίου 1884), ενώ ο Βιζυηνός εθεωρείτο ακόμα από την κοινωνία ως ενεργό της μέλος. Είναι επίσης το μόνο από τα διηγήματά του που δημοσιεύθηκε ενώ ζούσε κι εργαζόταν στην Αθήνα· τα προηγούμενα τέσσερα είχαν δημοσιευθεί όταν ο Βιζυηνός βρισκόταν στο Λονδίνο, το δε τελευταίο όταν ήταν έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο. Το θέμα της αφήγησης είναι η εσπευσμένη επιστροφή του εγγονού για να προλάβει τον παππού του πριν πεθάνει. […]

Το διήγημα είναι χωρίς άλλο αυτοβιογραφικό και αυτοαναφορικό, διότι το θέμα του είναι η συγκεκριμένη εμπειρία του θανάτου και το πώς αυτή μετασχηματίζεται σε γραπτό κείμενο, όπως επίσης και η μετατροπή μιας προφορικής παράδοσης (της αφήγησης του παππού), βασισμένης σε ένα γραπτό κείμενο (Ηροδότου Ιστορίαι), σε ένα άλλο γραπτό κείμενο. Αυτοβιογραφικά και αυτοαναφορικά στοιχεία υπάρχουν σε όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού, το συγκεκριμένο όμως είναι καθ’ ολοκληρίαν αφιερωμένο στον προσδιορισμό του λογοτεχνικού χώρου και στην προβληματική της διάρθρωσής του, προσπαθώντας εναγωνίως να κρύψει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και «να ράψη τα νυφιάτικα χωρίς ραφή και ράμμα» […]. «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» αναφέρεται και στον έξω κόσμο και στην οικογένεια, χάρη στο τέχνασμα του χρονικού διαχωρισμού του χαρακτήρα «Γεωργάκη», που είναι και το πρώτο ενικό πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία: ο Γεωργάκης είναι το δεκάχρονο παιδί του παρελθόντος —του «ότε» […] και του «τότε» […]—, που απέχει μεν χρονικά, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο ενήλικος αφηγητής της σήμερον […]. Με το τέχνασμα αυτό η διήγηση του ενηλίκου αποκτά διαφορετικό ειδικό βάρος από τη διήγηση του ενηλίκου κι ας πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1994, 111-112.

 

 

Μελέτη θανάτου λοιπόν «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»; Κάτι περισσότερο ίσως: μελέτη της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της ακρωτηριασμένης ζωής. Όσοι θέλουν μπορούν να βλέπουν φολκλορικές γραφικότητες με καλοκάγαθους γέροντες και ονειροπαρμένα ραφτόπουλα. Το δράμα εδώ παραμονεύει πίσω από το όνειρο, μέσα στο παραμύθι, ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά. Χωρίς κραυγές, δείχνει την απύθμενη άβυσσο. Γιατί το επίτευγμα του Βιζυηνού, ένα από τα σημαντικότερα της διηγηματογραφικής του προσπάθειας, βρίσκεται σ’ αυτό το τραγικό «ονειρόδραμα» όπου, μέσα σε μια ειρηνική ατμόσφαιρα ποιητικής νοσταλγίας, γέροντες και παιδιά μοιάζουν να ονειροπολούν μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, ενώ καταβάθος έχουν εμπλακεί, χωρίς να ξέρουν τις αιτίες ή τις δυνατότητες διαφυγής, σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα ζωής και θανάτου.

Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996 (5η έκδ.), ρκα΄.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή), Ηθογραφία, Ρεαλισμός