Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Αλληγορία

 

Ας αρχίσουμε με ορισμό της αλληγορίας. Όπως συνήθως, οι παλιοί ορισμοί δεν λείπουν, και αρχίζουν από τον πιο στενό για να φτάσουν ως τον πιο πλατύ. Κατά περίεργο τρόπο, ο πιο ευρύς είναι και ο πιο πρόσφατος· τον βρίσκουμε στο βιβλίο του Angus Fletcher Αλληγορία [Allegory], αυτή την πραγματική εγκυκλοπαίδεια της αλληγορίας. «Για να το πούμε απλά, η αλληγορία λέει κάτι και δηλώνει μ' αυτό κάτι άλλο», γράφει ο Fletcher στην αρχή του βιβλίου του (σ. 2). Όπως ξέρουμε, όλοι οι ορισμοί είναι στην πραγματικότητα αυθαίρετοι· αλλά τούτος εδώ δεν είναι διόλου ελκυστικός: με τη γενικότητά του, μεταμορφώνει την αλληγορία σε αποθέτη των πάντων, σε υπέρ-σχήμα.

Στο άλλο άκρο βρίσκεται μια εξίσου καινούρια σημασία του όρου, πολύ πιο περιοριστική, που θα μπορούσαμε να τη συνοψίσουμε ως εξής: η αλληγορία είναι μια πρόταση με διπλή σημασία, όπου η καθαυτό (ή κυριολεκτική) σημασία έχει εξαλειφθεί εντελώς. Έτσι συμβαίνει στις παροιμίες. «Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μια φορά σπάζει» — κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν σκέφτεται, ακούγοντας αυτές τις λέξεις, μια στάμνα, τη βρύση, το σπάσιμο· συλλαμβάνει αμέσως την αλληγορική έννοια: το να μπαίνει κανείς σε πάρα πολλούς κινδύνους είναι επικίνδυνο, κτλ. Επειδή την καταλάβαιναν έτσι, οι νεότεροι συγγραφείς στιγμάτισαν συχνά την αλληγορία ως αντίθετη της κυριολεξίας.

Η ιδέα που είχαν στην Αρχαιότητα για την αλληγορία θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε περισσότερο. Ο Κουιντιλιανός γράφει: «Μια συνεχής μεταφορά εξελίσσεται σε αλληγορία». Με άλλα λόγια, μια μεμονωμένη μεταφορά είναι συνεχής, συνεχιζόμενη, αποκαλύπτει τη σίγουρη πρόθεση να μιλήσει και για κάτι άλλο, πέρα από το πρώτο αντικείμενο του εκφωνήματος. Ο ορισμός αυτός είναι πολύτιμος επειδή είναι μορφικός, δείχνει το μέσον με το οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αλληγορία. Αν, για παράδειγμα, μιλά κανείς αρχικά για το Κράτος σαν να είναι πλοίο, κατόπιν για τον αρχηγό του Κράτους ονομάζοντάς τον κυβερνήτη, μπορούμε να πούμε πως η θαλασσινή εικονοποιία παρέχει μιαν αλληγορία του Κράτους. Ο Fontanier, ο τελευταίος μεγάλος Γάλλος συγγραφέας ρητορικής, γράφει: «Η αλληγορία συνίσταται σε μια πρόταση με διπλή σημασία, με σημασία κυριολεκτική και με σημασία πνευματική ταυτόχρονα» (σ. 114)· και την επεξηγεί με το ακόλουθο παράδειγμα:

Ένα ρυάκι προτιμώ, που πα’ στην άμμο την αβρή
αργά μες σ’ ανθογέμιστο λιβάδι περπατεί,
παρά ξέχειλον χείμαρρο, που, με ροή τρικυμιστή,
χαλίκια ολόγιομος, κυλά στη λασπερή τη γη.

Θα μπορούσαμε να εκλάβουμε τους τέσσερις αυτούς αλεξανδρινούς [στίχους] ως απλοϊκή, αμφίβολης ποιότητας, ποίηση, αν αγνοούσαμε πως οι στίχοι αυτοί ανήκουν στην Ποιητική τέχνη [Art poetique] του Boileau· αυτό στο οποίο αποβλέπει ο Boileau δεν είναι, προφανώς, η περιγραφή ενός ρυακιού, αλλά η περιγραφή δυο υφών, όπως άλλωστε δεν παραλείπει να το εξηγήσει ο Fontanier: «Ο Boileau θέλει να μας κάνει να καταλάβουμε πως ένα διανθισμένο και φροντισμένο ύφος είναι προτιμότερο από ένα ύφος ορμητικό, άνισο και χωρίς κανόνα» (σ. 115). Δεν χρειαζόμαστε, προφανώς, το σχόλιο του Fontanier για να το καταλάβουμε· και μόνο το γεγονός ότι το τετράστιχο βρίσκεται στην Ποιητική τέχνη είναι αρκετό: τις λέξεις θα τις πάρουμε με την αλληγορική τους σημασία.

Ας ανακεφαλαιώσουμε. Πρώτον, η αλληγορία υπονοεί την ύπαρξη δυο τουλάχιστον σημασιών για τις ίδιες λέξεις· μερικές φορές μας λένε πως η πρώτη σημασία πρέπει να εξαφανίζεται, άλλες φορές πως οι δυο σημασίες πρέπει να δίνουν μαζί το παρόν. Δεύτερον, η διπλή αυτή σημασία δηλώνεται μέσα στο έργο με τρόπο ρητό: δεν προκύπτει από την (αυθαίρετη ή μη) ερμηνεία ενός οποιουδήποτε αναγνώστη.

Τσβετάν Τοντορόφ, Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία, μτφ. Αριστέα Παρίση, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1991, 78-80.

 

 

Η καταγωγή της αλληγορίας είναι μάλλον φιλοσοφική και θεολογική, παρά λογοτεχνική· είναι ίσως, πάνω απ' όλα, θρησκευτική. Από πολύ παλιά, ωστόσο, η αλληγορία συνδέεται στενά με την αφήγηση. Όλες οι δυτικές και πολλές ανατολικές θρησκείες βρήκαν την τελειότερη διατύπωσή τους στον μύθο — σε μιαν αφήγηση, δηλαδή ή σε μια σειρά αφηγήσεων, που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία γεγονότων, τα οποία συγκινούν αμεσότερα τον πιστό: όπως οι καιροί, οι εποχές, η συγκομιδή, οι φυλές, οι πόλεις, τα έθνη, η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, οι ηθικοί νόμοι, το συναίσθημα της ανεπάρκειας ή της αποτυχίας και το συναίσθημα των δυνατοτήτων του ατόμου, συναισθήματα που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία του ανθρώπινου γένους.

Οι μύθοι αυτοί μεταδίδονται αρχικά με τον προφορικό λόγο ή με τις τελετουργίες, και τελικά, κάποτε, με τον γραπτό λόγο. Συχνά, είναι μυστήρια και το περιεχόμενό τους αποκαλύπτεται μόνο στο ιερατείο ή σε κάποιο ευρύτατο σώμα μυημένων που πρέπει να κατακτήσει τη γνώση στη διάρκεια μιας πολύπλοκης και, μερικές φορές, επώδυνης ή επικίνδυνης λειτουργίας. Άλλοτε πάλι υπάρχουν βαθμοί μύησης που χαρίζουν την πλήρη φώτιση μόνο σε όσους φτάνουν στον τελευταίο βαθμό. Παραταύτα ο μύθος δεν θα είχε γεννηθεί αν δεν τον συνόδευε μια ερμηνεία, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι από τα προϊστορικά χρόνια ο μύθος και η ερμηνεία συμπορεύονται. Επειδή μια σειρά ιστορικών γεγονότων είχε ίσως ιδιαίτερη σχέση με μια συγκεκριμένη κοινωνία ή με ομάδα ανθρώπων μιας κοινωνίας διόλου δεν αποκλείεται ο μύθος να στηρίζεται σε ένα ιστορικό γεγονός. Όσο πιο μεγάλη είναι η ομάδα τόσο μεγαλύτερη δύναμη έχει ο μύθος.

[…]

Ένας μεταγενέστερος μύθος των κλασικών χρόνων που, κατά πάσα πιθανότητα, ποτέ δεν του προσέδωσαν υλική αλληγορική ερμηνεία, είναι η αναζήτηση του μουσικού Ορφέα στον κάτω κόσμο για να βρει την Ευρυδίκη, τη νεκρή γυναίκα του. Το αποτέλεσμα της αναζήτησης στις παλαιότερες εκδοχές του μύθου ήταν, καθώς φαίνεται, θετικό· σε μεταγενέστερες όμως εκδοχές ο Ορφέας αποτυχαίνει γιατί τη στιγμή ακριβώς που πλησίαζε τον σκοπό του γύρισε να δει πίσω του. Ο μύθος κατέχει κεντρική θέση στις μυστικές και φιλοσοφικές Ορφικές λατρείες της κλασσικής Ελλάδας. Η αλληγορία είναι ψυχική. Ο Ορφέας και η μουσική του αντιπροσωπεύουν τις υψηλότερες νοητικές και λυτρωτικές δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής· η Ευρυδίκη, τις κατώτερες, τις πιο γήινες δυνάμεις που επηρεάζονται από το κακό και τον θάνατο. Τα πάθη του Ορφέα στον επάνω και στον κάτω κόσμο δηλώνουν τις θυσίες που πρέπει να υποστεί οπωσδήποτε η ψυχή για να λυτρώσει τον κατώτερο και αγαπημένο της εαυτό, δίχως τον οποίο δεν μπορεί να βρει σωτηρία. […]

John McQueen, Αλληγορία, μτφ. Κώστας Ιορδανίδης, Ερμής, Αθήνα 1973, 9-12 (Η γλώσσα της Κριτικής, 8).

 

 

Η αλληγορική προσωποποίηση […] είναι γνωστή από την αρχαιότητα, με κορυφαίο παράδειγμα το έργο Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις του Απουλήιου. Ωστόσο συστηματική χρήση της γίνεται για πρώτη φορά τον 5ο αι.: στην Ψυχομαχία του Προυδέντιου, όπου διάφορες αρετές και κακίες παρουσιάζονται ως συνομιλητές σε μια διαμάχη σχετικά με το ποια θα κυριαρχήσει στην ανθρώπινη ψυχή. Η συχνά ηθικολογική και διδακτική πρόθεση των λογοτεχνών του Μεσαίωνα αλλά και της Αναγέννησης κατέστησε την αλληγορία ίσως τον πιο προσφιλή και διαδεδομένο τρόπο σύνθεσης σε αυτές τις περιόδους, όπως αποδεικνύει η παράδοση της μεσαιωνικής μυθιστορίας, η Μυθιστορία του ρόδου, οι Ιστορίες του Καντέρμπουρυ του Geoffrey Chaucer, η Θεία Κωμωδία του Dante, το Δεκαήμερο του Boccaccio και ο Χαμένος Παράδεισος του John Milton. Η δημοτικότητά της διατηρήθηκε μέχρι και τον 18ο αι., οπότε κατέλαβε εξέχουσα θέση μέσα στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Όμως, κατά τον 19ο αι. υποχώρησε σημαντικά, λόγω της επικράτησης του ρομαντισμού στην ποίηση και του ρεαλισμού στην πεζογραφία. Η εμφάνιση του ρομαντισμού σημαίνει ουσιαστικά το τέλος της εποχής της αλληγορίας και την έναρξη της εποχής του συμβόλου, με άλλα λόγια όλης της σύγχρονης ποίησης. […]

Γρηγόρης Πασχαλίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 73-74.

 

 

Στη νεοελληνική λογοτεχνία, η αλληγορική διδακτική ποίηση ήταν πολύ δημοφιλής τον Μεσαίωνα και έδωσε αρκετά αξιόλογα δείγματα (Λόγος παρηγορητικός περί δυστυχίας και ευτυχίας, Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων, Πουλολόγος κ.ά.). Στην Αναγέννηση, αλληγορικό περιεχόμενο είχαν τα ποιήματα του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα. Την αλληγορική μορφή προτίμησαν αρκετοί συγγραφείς του Διαφωτισμού, για να υποβάλουν τις ηθικοδιδακτικές προθέσεις τους (Βοσπορομαχία, 1766· Μ. Περδικάρης, Ερμήλος ή Δημοκριθηράκλειτος, 1817· Ι. Βηλαράς, «Ο Λογιότατος ή ο Κολοκυθούλης» κ.ά.). Αλλά και στον 20ό αι. συγγραφείς όπως ο Γ. Ψυχάρης και ο Ανδρ. Καρκαβίτσας χρησιμοποίησαν την αλληγορία, ο πρώτος για να υποβάλει το αίσθημα μοναξιάς στο Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά (1904), ο δεύτερος για να καταγγείλει τη στείρα προγονοπληξία και τη Μεγάλη Ιδέα στον Αρχαιολόγο (1904).

Γρηγόρης Πασχαλίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 74.