Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Σαχτούρης Μίλτος

Ο Μίλτος Σαχτούρης
[πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας].
 

 

 

Ο επόμενος χρονικά υπερρεαλιστής ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (μετά τους Παπαδίτσα, Κακναβάτο) είναι ο Μίλτος Σαχτούρης. Παρουσιάζει το 1944 ποιήματα στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα και εκδίδει το 1945 την πρώτη, αναγνωρισμένη, ποιητική συλλογή του Η Λησμονημένη. Η κατάκτηση όμως της προσωπικής του γραφής έρχεται με τη δεύτερη συλλογή του Παραλογαίς. Ξέρομε πιστεύω όλοι τα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια (λ.χ. το τραγούδι «Του νεκρού αδελφού» με τον Κωνσταντίνο και την Αρετή) που ονομάζονται: παραλογές. Ο Σαχτούρης χρησιμοποιεί τον όρο, σ’ ένα βαθμό, καταχρηστικά, πάντως όμως μερικά ποιήματα της συλλογής έχουν μια μορφή αφηγηματική. Ωστόσο είναι επίσης νόμιμο, για έναν υπερρεαλιστή, η λέξη παραλογή να παραπέμπει στο παράλογο, εφόσον αρκετά από τα δημοτικά τραγούδια-παραλογές στηρίζονται στο παράλογο στοιχείο (όπως αίφνης είναι παράλογο να σέρνει ο πεθαμένος Κωνσταντής τη ζωντανή αδελφή του, για να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε, όταν ήταν κι αυτός ζωντανός, στη μάνα του). Και είναι επίσης ενδεικτικό της γνησιότητάς του ότι ο Σαχτούρης, με την (και όχι αποκλειστικά) υπερρεαλιστική αγωγή του, συναντά μόνος του, χωρίς έξωθεν βοήθεια, τις ρίζες του παράλογου στα δημοτικά μας τραγούδια.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός». Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985 (2η έκδ.), 221-222.

 

 

Για τις πρώτες συλλογές μου, που για μένα ήταν σταθμοί, έγινε λόγος αλλού: Η λησμονημένη, ο σημαδιακός έρωτάς μου της Κατοχής. Οι Παραλογαίς, διασταύρωση με τα πρώτα ρεύματα της Απελευθέρωσης. Με το πρόσωπο στον τοίχο, με εμπειρίες της στρατιωτικής μου θητείας. Και εκεί, προτού ξανοιχτώ και κατασταλάξω στα κεντρικά μου μοτίβα, η συλλογή μου Όταν σας μιλώ: μια φτηνή πλακέτα με δέκα ποιήματα όλα κι όλα, γραμμένα ανάμεσα από την αποστράτευση και την αρρώστια της μάνας μου. Έτσι εξηγείται και ο πεσμένος της τόνος. Περιέχει όμως και κρυσταλλωμένα ποιήματα, όπως «Το περιστέρι». Σαν το περιστέρι του Πικασό, που συμβόλιζε την ειρήνη. Περιμέναμε να φέρει το μήνυμα, και όταν φτάνει, η απογοήτευση… Γι’ αυτό το βάζω στο τέλος να ουρλιάζει.

Γιάννης Δάλλας, «Επίμετρο». Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα 1997, 255.

 

  

[…] Ο Σαχτούρης αφομοιώνει ορισμένες μόνον υπερρεαλιστικές αρχές και αυτές σε πολύ γενικές γραμμές […]. Αλλά και η ελληνική υποδοχή του υπερρεαλισμού, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, δεν φαίνεται να τον αφορά ιδιαιτέρως. Ας θυμηθούμε τα γεγονότα. Οι περισσότεροι Έλληνες υπερρεαλιστές συνδύασαν την αμφισβήτηση της λογικής με την προσφυγή στην παράδοση: ο Εμπειρίκος, για να προασπίσει το καλλιτεχνικό και το πολιτικό περιεχόμενο της υπερρεαλιστικής εξέγερσης και για να δώσει υπόσταση στον φροϋδικό προσανατολισμό της ερωτικής του ευφορίας· ο Εγγονόπουλος, για να απαντήσει με τον πολυεθνικό, αλλά ελληνικά ντυμένο Μπολιβάρ στους επικριτές του· ο Ελύτης, εντελώς διαφορετικά, για να πλάσει μια εθνοκεντρική ιδέα και να θέσει τις βάσεις για το ιδεολόγημα της ελληνικότητας· ο Γκάτσος, τέλος, για να ξεφύγει από κάθε πραγματικότητα, ταιριάζοντας έξυπνα στην Αμοργό  δημοτικό τραγούδι και ελεύθερο στίχο.

Ο Σαχτούρης παίρνει απόσταση με την πρώτη κιόλας συλλογή του, τη Λησμονημένη του 1945, από τους προκατόχους του. Συντηρεί κάποια πράγματα από την τεχνική τους, αλλά διαφοροποιείται ριζικά ως προς τη θεματολογία και, το κυριότερο, ως προς την αντίληψή τους. Θέλω να πω το εξής: στα ποιήματά του διακρίνουμε κάτι από το παράλογο, πολυάνθρωπο σκηνικό του Εγγονόπουλου, ξεχωρίζουμε τα θραύσματα της συνειρμικής μεθόδου του Ντόρρου ή της εντατικής φαντασίας του Ελύτη, είναι, ωστόσο, αδύνατον να ταυτίσουμε τους πρωταγωνιστές τους με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που επικρατούν γενικά στα κείμενα του ελληνικού υπερρεαλισμού. […] Ο Σαχτούρης αγνοεί την πολεμική πλευρά του υπερρεαλισμού, εγχώριου και ξένου. Δεν υπερασπίζεται αρχές, δεν προσοικειώνεται διακηρύξεις. Επιλέγει στοιχεία, παραγνωρίζοντας τη σκληρή τους επένδυση και, γενικότερα, τον κορμό ο οποίος τα μεταβάλλει σε εξωστρεφές —δηλαδή μάχιμο— σχήμα.

Ξεστρατίζει από τη ρότα που χάραξε το Θέατρο του Παραλόγου, διστάζει να αποδεχθεί σε μεγάλη κλίμακα τις εφαρμογές των πρωτοπόρων του υπερρεαλισμού, απορρίπτει πλαγίως την ελληνική εκδοχή τους. […]

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης. Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1992, 15-17.

 

 

[…] Αλλά και στην έκφραση δουλεύει με ολοκληρώματα. Το ολοκλήρωμα-φορέας εδώ είναι η εικόνα, «Το ποίημά μου», εξηγεί, «ξεκινά πάντα με μια εικόνα. Η πρώτη αυτή εικόνα είναι συχνά βοηθητική της κύριας που ακολουθεί. Άλλοτε πάλι συμβαίνει αυτή η πρώτη να είναι και η κυρίαρχη εικόνα του ποιήματος». Οι εικόνες του είναι αδρές και μετωπικές, χωρίς φωτοσκιάσεις και αποχρώσεις. Ως φωτοσκιάσεις και αντιθέσεις τους χρησιμεύουν τα κατάλευκα κενά των περιθωρίων των σελίδων (τα λυκαυγή τους όταν ανατέλλουν) και οι σκοτεινές σκιές που αφήνουν ύστερα από το διάβασμα (τα λυκόφωτά τους όταν δύουν)· με μια φράση, η προϊδέαση του ερχομού τους και η εντύπωσή τους που απομένει μέσα στη φαντασία και τη συνείδηση του αναγνώστη. Ονομάζω την εικόνα του Σαχτούρη ιδεο-πλαστική, έτσι με παύλα ανάμεσα στα δυο συνθετικά της, για να τονίσω πως είναι —ισότιμες και γεφυρωμένες— μια ιδέα και μια παράσταση. Είναι η ιδέα και η πλαστική απεικόνισή της.

Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα 1997, 148.

 

 

Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνεται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έχει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις αλλά σε παραστάσεις. Από την πλευρά της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότερο ρητορικός από όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές, ορθόδοξους και αιρετικούς. Ωστόσο το πεδίο που επικαλύπτουν οι λέξεις του είναι επαρκές ώστε να μας δοθεί η παράσταση ενός κόσμου: εφιαλτικού (χωρίς έμφαση), τερατώδους (χωρίς να είναι ανυπόστατος). Τελικά δηλαδή ο κόσμος του Σαχτούρη αναγνωρίζεται. Αποτελείται από θραύσματα του υπαρκτού κόσμου, αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που γεννήθηκε μέσα και μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως, αίφνης, τρομακτικός, παραμορφωμένος, ανάκατος (άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα) είναι ο κόσμος στην «Γκερνίκα» του Picasso. Δεν ανέφερα τυχαία τον Picasso. Νομίζω ότι μέσα στα εμπειριακά δεδομένα του Σαχτούρη ανήκει και η ζωγραφική της avant-garde.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός». Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985 (2η έκδ.), 225-226.

 

 

Ο Σαχτούρης είναι ο ζωγραφικότερος ποιητής που ξέρω. Όχι γιατί είναι «παραστατικές» οι εικόνες του σε σημείο που σχεδόν κάθε του ποίημα μπορεί να αναπαρασταθεί σαν ζωγραφική σύνθεση, αλλά γιατί έχει την αίσθηση του χρώματος και των σχημάτων όπως μόνον οι ζωγράφοι την έχουν. Το σχήμα και το χρώμα είναι όχι διακοσμητικά αλλά  εκφραστικά  μέσα. Βαφτίζει το χρώμα σε λέξεις και αποδίδει χρωματικά τις εννοιολογικές αποχρώσεις των λέξεων. Γι’ αυτόν, το χρώμα είναι ισότιμη πρώτη ύλη με τη λέξη. Στα έξι του βιβλία υπάρχουν πάνω από 150 στίχοι που αναφέρουν κάποιο χρώμα και πάνω από 200 που αναφέρουν πράγματα που υποβάλλουν έντονα ένα ορισμένο χρώμα, π.χ. οι λέξεις αίμα, χιόνι, πίσσα, τριαντάφυλλο, ουρανός. Είναι αδύνατο να οφείλεται σε μια τυχαία σύμπτωση αυτή η χρωματική διάστιξη των στίχων του. Νομίζω πως τα χρώματα για τον Σαχτούρη αντιστοιχούν σε βασικά ζωικά υπόβαθρα, σε διαθέσεις καθορισμένες από τόνους χρωμάτων. Το κάθε χρώμα αντιστοιχεί σε κάποιο κλίμα διάθεσης κι έχει μια σημασία που υποδηλώνει μια ειδική τάση. Κυριαρχούν το κόκκινο, το άσπρο και το μαύρο. Θα μπορούσα να επιχειρήσω μια παρακινδυνευμένη ερμηνεία και να πω πως το κόκκινο είναι το χρώμα κάθε ζωικής αντίδρασης· το μαύρο, της άρνησης· το άσπρο, της απολύτρωσης και του θανάτου.

Νόρα Αναγνωστάκη, «Οι “Δύσκολοι καιροί” μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη». Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 45-46.

 

 

Για τα χρώματα, που αναφέρονται συχνά στα ποιήματά μου. Ιδίως το μαύρο και το κόκκινο του αίματος, το χρώμα της ζωής και των ημερών μου. Μα την αίσθησή τους την είχα πάντοτε μέσα μου. Από δώδεκα χρονών άρχισα και ζωγράφιζα. Τα είδε μια μέρα ο πατέρας μου, δικαστικός αυστηρός που με προόριζε για τα νομικά, και τα ’σκισε: «Τι ζωγράφος θα γίνεις…», μου είπε.

Γιάννης Δάλλας, «Επίμετρο». Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα 1997, 254.

 

 

Επιχειρώντας, στο βαθμό βέβαια που κάτι τέτοιο είναι εφικτό, να προσδιορίσουμε το όραμα που δίνει αμείωτη ένταση, συνοχή και αλήθεια στα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη, θα τολμούσαμε να πούμε ότι έχει άμεση σχέση με τη μοίρα της ποίησης, με τη μοίρα του ίδιου του ποιητή στην εποχή του τεχνικού πολιτισμού και της λογοκρατίας, που παγιδεύουν θανάσιμα τη γλώσσα στη χρηστική σημασία της, κομματιάζοντας αθεράπευτα τον κόσμο των πραγμάτων και των λέξεων. Αν οι δύσκολοι καιροί της πρόσφατης ιστορίας μας έχουν σφραγίσει την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (Νόρα Αναγνωστάκη, «Οι “Δύσκολοι καιροί” μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη»), μια άλλη δυσκολία ακόμη πιο βαθειά και καθοριστική εγγράφεται σ’ αυτά και είναι η καθαυτό δυσκολία της ποίησης, η δυσκολία του ποιητή να υπάρξει στον κομματιασμένο κόσμο. Αυτή η δυσκολία, που αρχίζει να εκδηλώνεται μέσ’ από τους Γερμανούς ρομαντικούς και τον Ρεμπώ για να κορυφωθεί με τις πρωτοπορίες του μεσοπολέμου, ακούγεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά μέσ’ από τη φωνή του Κώστα Καρυωτάκη: «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις / χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. / Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις. / Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./ Μας διώχνουνε τα πράγματα…». Ο Μίλτος Σαχτούρης τη δυσκολία αυτή δεν την ανακοινώνει απλώς, αλλά την κάνει σώμα και αίμα της ποίησής του: οι ολοένα περισσότερο εγκλωβισμένες στις σημασίες τους λέξεις πρέπει να περάσουν μέσ’ από το θάνατό τους για να ξαναγεννηθούν και να υπάρξουν ποιητικά: «Κι εγώ / με την καρδιά βαριά / μαζί μ’ αυτούς / σε δύσκολους καιρούς / μηδενισμένος / ξεσπάω σ’ έναν άσπρο θάνατο / με αίμα» («Πεντάγραμμο» […]).

[…]

Αν ο ποιητής είν’ εκείνος που μαζεύει «ό,τι το καλό / σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο / κινδυνεύει» («Ο συλλέκτης» […]), πάλι είν’ αυτός που βάζει φωτιά, πυροδοτεί τις λέξεις, «κι αυτές με κρότο και με Θεό μαζί … εκρήγνυνται στο αχανές» («Στον Ντύλαν Τόμας» […]). Ο κόσμος του Σαχτούρη γεννιέται μέσ’ από την καταστροφή, το θάνατο, προϋπόθεση κι ανάγκη της ζωής, που είχε προαισθανθεί ο Καρυωτάκης: «Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση…». Ο ποιητής, αποτολμώντας αυτό το συνεχές πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, αυτή τη συνεχή καταστροφή των λέξεων για να τις ξαναπλάσει μέσα στην ποιητική εικόνα, μεταβάλλει το χώρο του θανάτου σε χώρο ποιητικό, μετατρέπει τα τραύματα σε «χρωμοτραύματα».

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη: κάτι επικίνδυνα κομμάτια», περ. Η λέξη, τχ. 4 (Μάης 1981) 275.

 

 

Μαρτυρείται μια συγγραφική προϊστορία πίσω από τη γνωστή ποιητική πορεία του Σαχτούρη. Την αποκαλύπτω σήμερα, στις δύο συνιστώσες της. Πρώτα, πως υπέγραψε τα πρώτα του δημοσιεύματα —που σιωπηλά κατόπιν τα αποκήρυξε— με τη χρήση ενός ψευδωνύμου: Μίλτος Χρυσάνθης. Δεύτερον, αξίζει να σημειωθεί πως πρωτάρχισε τη σταδιοδρομία του ως πεζογράφος. Με πεζά πολιορκούσε τότε, ως την έκρηξη του πολέμου, τα περιοδικά της εποχής. […]

Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα 1997, 117.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική ποίηση