Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Δέλτα Πηνελόπη

 

Η ζωή της Πηνελόπης Δέλτα μας είναι γνωστή με πάρα πολλές λεπτομέρειες. Πρώτα γνωρίσαμε τα εξωτερικά της στοιχεία, γιατί τόσο η ίδια όσο και πολλά άλλα πρόσωπα του οικογενειακού και του ευρύτερου περιβάλλοντος των φίλων και γνωστών της συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού. Κατόπιν αρχίσαμε να μαθαίνουμε την εσωτερική της ζωή και τη δύσκολη πορεία της ως την ωριμότητα. Τα δυστυχισμένα παιδικά της χρόνια, σε ένα πλούσιο αλλά στερημένο από αγάπη περιβάλλον, λόγω των αυστηρών παιδαγωγικών αντιλήψεων της εποχής, αλλά και οι κατοπινές περιπέτειες της ζωής της, ο απελπισμένος έρωτάς της για τον Ίωνα Δραγούμη, η διαμόρφωση του χαρακτήρα της και των πνευματικών και εθνικών στόχων, για τους οποίους αγωνίστηκε σε όλη της τη ζωή, αποκαλύφθηκαν σταδιακά από τα αυτοβιογραφικά της κείμενα που άρχισαν να εκδίδονται στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τώρα που έγιναν γνωστά αυτά τα γραπτά της χρωμάτισαν τελείως διαφορετικά την εικόνα της, όχι μόνο την ανθρώπινη αλλά και τη συγγραφική, καθώς φανέρωσαν το σταθερό αυτοβιογραφικό πυρήνα στο βάθος όλης της λογοτεχνικής της δημιουργίας.

Έρη Σταυροπούλου, «Πηνελόπη Σ. Δέλτα. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. ΙΑ΄. 1900-1914, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, 78 & 80.

 

 

Τίποτα από τη γλωσσική παιδεία που έλαβε στη νεανική της ηλικία δεν προμηνούσε τη θέση που επρόκειτο να πάρει αργότερα στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό της εποχής της. Μεγαλωμένη στο πλαίσιο μιας ανερχόμενης αστικής οικογένειας, την εποχή της ακμής της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια, ακολούθησε το συνηθισμένο για τα κορίτσια σύστημα διδασκαλίας στο σπίτι: ξένες γλώσσες, γενικές γνώσεις και ελληνικά. […]

Σημαντική είναι η συμβολή του Στέφανου Δέλτα στη γλωσσική της πορεία. Φαναριώτικης καταγωγής, με πλούσια πνευματική παράδοση, βοήθησε τη Δέλτα να καλλιεργήσει τη σχέση της με την ελληνική γλώσσα. Έγραφε ο ίδιος στη δημοτική και δεν του ήταν άγνωστος ο κύκλος των πρώτων δημοτικιστών, με τους οποίους —από το 1905— θα συνδεθεί και η Δέλτα.

[…]

Το 1905 γνωρίζεται με τον Ίωνα Δραγούμη και συνδέεται με τον κύκλο των πρώτων δημοτικιστών, με τον Πάλλη, τον Εφταλιώτη και τον Βλαστό. Το 1907 γνωρίζεται με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που θα τη φέρει σε επαφή με τη νεότερη γενιά των δημοτικιστών, εκπαιδευτικών και συγγραφέων, τον Δελμούζο, τον Γληνό, τον Φ. Πολίτη. Επίσης έγινε μέλος του Αδελφάτου της Πόλης του Φ. Φωτιάδη. […]

Μαριάννα Σπανάκη, Βυζάντιο και Μακεδονία στο έργο της Π.Σ. Δέλτα. Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, Ερμής, Αθήνα 2004, 59- 61.

 

 

Η έναρξη της δημιουργικής περιόδου της ζωής της και η μεταμόρφωσή της σε συγγραφέα σημαδεύονται από τη στροφή στη μελέτη της ιστορίας. Ας κρατήσουμε μια συμβολική χειρονομία ως σημείο εκκίνησης, όταν ο Ίων [Δραγούμης] συνοδεύει την πρώτη ερωτική εξομολόγηση προς εκείνη με δώρο ένα βιβλίο ιστορίας. Ο Ελληνισμός της και οι Έλληνες θα κατακτηθούν μέσα από τον αγωγό της ιστορίας. […] Η αφομοίωση της ιστορίας προηγείται — η πολιτική πράξη έπεται. Η τραγωδία του 1922 θα αποτελέσει μία ακόμη καίρια τομή. Η τελική διαμόρφωσή της συνδέεται άμεσα με ενεργή συμμετοχή της στις ιστορικές πραγματικότητες του Μεσοπολέμου.

Οπωσδήποτε η πίστη της στην πορεία της Φυλής, οι νέες αναγνώσεις και τα νέα αντικείμενα στοχασμού χρονολογούνται μετά το συναπάντημα του 1905. Η συστηματική σπουδή των αρχειακών τεκμηρίων ή ακόμα και αυτή η άκρως επιλεκτική —βλέπε ιδεολογική— χρήση των πηγών απαιτούν σκληρή επιστημονική πειθαρχία που η ίδια θα επιβάλει εκούσια στον εαυτό της.

Πρώτη δεκαετία αναγνώσεων: τα βυζαντινά χρόνια. Μελετά τους τόπους εκείνους όπου αργότερα θα προβληθούν τα μυθιστορηματικά δρώμενα των έργων της — στήνει τα φανταστικά στρατιωτάκια της στο πεδίο μιας λογοτεχνικής μάχης. Δεύτερη δεκαετία αναγνώσεων: η εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τα σύγχρονά της συμβάντα, συλλέγοντας προφορικές διηγήσεις αλλά και έντυπο υλικό για τον Μακεδονικό Αγώνα.

Όχι μόνο η ιστορική ύλη μετατρέπεται σε δεξαμενή που τροφοδοτεί τη γραφή της, αλλά και η επιστήμη της ιστορίας αποκτά στα μάτια της ηθική διάσταση. Όταν το φιλοβενιζελικό κίνημα καταστέλλεται, ο Βενιζέλος έχει πλέον εγκαταλείψει την Ελλάδα και η επί Τσαλδάρη απαλλακτική απόφαση για τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του έχει εκδοθεί, τότε η συγγραφέας θα αναφωνήσει: «ποιος θα γράψει ποτέ την ηθική ιστορία της Ελλάδας με τους ήρωές της και τις λέρες της;»

[…] Το 1905 αποτελεί πολλαπλό ορόσημο· της απελευθερωτικής μετάβασης από τη μαθητεία στη δημιουργία, από το χειρόγραφο στο έντυπο, από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, από την εσωστρέφεια των προσωπικών ημερολογίων στην εξωστρεφή μορφή της έκφρασης. Η νεοαποκτημένη ιστορική γνώση διοχετεύεται στα πρώτα δυο της μυθιστορήματα, με επίκεντρο τα βυζαντινά χρόνια, όπου ο γραπτός λόγος επενδύεται, προγραμματικά, με πατριωτικά σκιρτήματα.

Ιωάννα Πετροπούλου, «Από τον παροικιακό ελληνισμό στην εθνική συνείδηση. Finis Greciae: Η Πηνελόπη Δέλτα και το Μικρασιατικό Ζήτημα». Π.Σ. Δέλτα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στο έργο της, εισαγ.-επιμ. Αλ. Π. Ζάννας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2006, 346-348.

 

 

Όταν η Δέλτα γνωρίζεται και αλληλογραφεί με τους δημοτικιστές, ένα από τα πρώτα της μελήματα είναι το ελληνικό παιδικό βιβλίο. Θυμόταν σίγουρα τα παιδικά της χρόνια: «τα ελληνικά μας βιβλία τα μισούσαμε» γιατί ήταν «δασκαλικά, καθαρευουσιάνικα, ακατάληπτα». Μόνη φυγή το ξένο βιβλίο: «… τ’ αγγλικά μας βιβλία τα καταβροχθίζαμε».

Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει αισθητά είκοσι ή τριάντα χρόνια αργότερα, όταν η Πηνελόπη Δέλτα ανέτρεφε τις κόρες της. Κι έτσι ένιωσε ακόμη πιο έντονα την ανάγκη του ελληνικού παιδικού βιβλίου. […]

Το 1907 θα προτείνει στο Φ. Φωτιάδη να προκηρυχθεί ένας διαγωνισμός για «διασκεδαστικές αναγνώσεις», που να ξεφεύγουν από το μάθημα και που διασκεδάζοντας να μορφώνουν. «Θα ήθελα να βαλθούν πολλοί να γράψουν βιβλία διασκεδαστικά με αγοράκια και κοριτσάκια που παίζουν, μιλούν, κάνουν αταξίες και καλές πράξεις σε ελληνικό περιβάλλον, με ομιλίες και διηγήσεις της ελληνικής σπιτικής μας ζωής […]».

Σ’ αυτό το είδος παιδικού βιβλίου θα στραφεί η Δέλτα πολύ αργότερα, ύστερα από τα «βυζαντινά» της μυθιστορήματα, όταν θα γράψει τον Τρελαντώνη και τον Μάγκα. Και τα δύο ξεκινούν από τις παιδικές της αναμνήσεις. […]

Π.Α. Ζάννας, «Πρόλογος». Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα. Γ΄. Πρώτες Ενθυμήσεις, επιμ. Π.Α. Ζάννας, Ερμής Αθήνα 2000, κβ΄-κγ΄.

 

 

Η Πηνελόπη Δέλτα είναι η γνωστότερη Ελληνίδα πεζογράφος των αρχών του 20ού αιώνα και η μόνη ανάμεσα σε όλους τους λογοτέχνες μας της ίδιας εποχής που το έργο της ήταν αποκλειστικά σχεδόν προσανατολισμένο στο παιδικό αναγνωστικό κοινό, παρόλο που διαβάζεται με ενδιαφέρον και από τους μεγάλους. Τα βιβλία της αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν ιδιαίτερα από πολλές γενιές παιδιών και κυρίως εφήβων, ενώ συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. […]

[…] ο παιδευτικός στόχος είναι έντονος σε όλο το έργο της· η ίδια άλλωστε δεν έκρυψε, αντίθετα πρόβαλε τη διδακτική της πρόθεση. Με τα έργα της θέλησε πρώτα απ’ όλα να δώσει στους αναγνώστες της ήρωες-πρότυπα για τη ζωή τους και να τους εμφυσήσει τις αρχές που η ίδια θεωρούσε σωστές και κύριες: την αγάπη για την πατρίδα, την πίστη στο βασιλιά, την υπακοή στους ανώτερους, την απόλυτη αξία της φιλίας, την εντιμότητα, την ηθική ακεραιότητα, την υποταγή στο καθήκον. […] Ακόμη και στον Τρελαντώνη, που προοριζόταν για μικρότερα παιδιά και είχε περισσότερο ψυχαγωγικό χαρακτήρα, το κύριο χαρακτηριστικό του νεαρού πρωταγωνιστή είναι ότι δεν λέει ψέματα και δεν προδίδει. Στον Μάγκα πάλι, όπου ο πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας είναι ένα σκυλί, το έξυπνο εύρημα σχεδόν καταστρέφεται από την εντονότατα διδακτική διάθεση του τετράποδα ήρωα και των φίλων του.

Έρη Σταυροπούλου, «Πηνελόπη Σ. Δέλτα. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. ΙΑ΄. 1900-1914, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, 84 & 87-88.

 

 

[…] η γενέτειρα πόλη της Δέλτα καταλαμβάνει σχετικά μικρό χώρο στην ελληνοκεντρική συγγραφική της θέαση του κόσμου, καθώς καταχωρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο χώρο της παιδικής μνήμης. Η εικόνα της πόλης διαγράφεται σε αδρές γραμμές στα μυθιστορήματα Τρελαντώνης (1932), με ήρωα τον ζωηρό αδελφό Αντώνη Μπενάκη στο κέντρο του περίγυρου της παιδικής ηλικίας, και Μάγκας (1935), με πρωταγωνιστή το ομώνυμο σκυλί που είχε συνηθίσει στο αλεξανδρινό περιβάλλον, έχει δοθεί όμως εγκυρότερα με άμεσες περιγραφές στα αυτοβιογραφικά κείμενα Ημερολόγιο μιας γυναίκας από το 1898, Αναμνήσεις 1899, και Πρώτες ενθυμήσεις. […]

Η Δέλτα, νεανική συγγραφική συνείδηση του, αδύναμου, εαυτού της μέσα στα πλαίσια της ισχυρής πατριαρχικής οικογένειας, αποτύπωσε κυρίως τη δική της ασφυκτική σχέση με την τοπική κοινωνία, σε ιδιωτικό και σε συλλογικό επίπεδο: «Η ζωή του σπιτιού μας ήταν η συνηθισμένη αλεξανδρινή ζωή, ίσως αρκετά πιο ηθική από τα άλλα σπίτια, πιο πατριαρχική, αλλά καθόλου πνευματική. Ο πατέρας παραδομένος ολότελα στη δουλειά και στα κοινοτικά. Η μητέρα στο νοικοκυριό της, στα φιλανθρωπικά και στα κοινωνικά, επισκέψεις, δεξιώσεις, βεγγιέρες και σπάνιους χορούς. Η ατμοσφαίρα του σπιτιού ήταν αυστηρή, ξερή, έλειπε η γλύκα, η επικοινωνία, η αγάπη» ή «Γύρω μου στην αλεξανδρινή κοινωνία όλα με πλήγωναν και με απέκρουαν. Τη δύναμή μου να τραβήξω σε μένα τη συμπάθεια ή την φιλία του τάδε ή του δείνα, την έκλεια βαθιά μέσα μου, νοιώθοντας τι σκόρπισμα που θα ήταν στο κοσμοπολίτικο αυτό ανθρωπομάζεμα όπου κανένας δεν ξεχώριζε». […]

Δώρα Μέντη, «Η Αλεξάνδρεια της Δέλτα και του Καβάφη», περ. Πάπυροι (Κάιρο), τχ. 6/7 (Φεβρ.-Ιούν. 2010) 175-176 [αφιέρωμα «Ο ελληνισμός στα τέλη του 19ου αιώνα. Ιστορικότητα, βιογραφία, μυθοπλασία και γλώσσα στο έργο της Πηνελόπης Δέλτα»].

 

 

Η γνωριμία της Δέλτα με τους δημοτικιστές συμπίπτει χρονικά με την περίοδο κατά την οποία αναπτύσσεται το ενδιαφέρον τους για το Βυζάντιο. Η Δέλτα έλαβε ενεργό μέρος στις δραστηριότητες των δημοτικιστών, και τα ιστορικά της μυθιστορήματα αποτελούν έμπρακτη εφαρμογή των προβληματισμών και των αναζητήσεών της. Οι αντιλήψεις της διαμορφώνονται μέσα στα πολιτικά δρώμενα των αρχών του 20ού αιώνα. Τα χρόνια αυτά λόγιοι και λογοτέχνες στρέφονται στο Βυζάντιο, άλλοτε με αφορμή την παράδοση της δημοτικής γλώσσας και άλλοτε λόγω του Μακεδονικού Αγώνα. […]

[…] Ειδικότερα, η βυζαντινή παράδοση πρόσφερε στους δημοτικιστές επιχειρήματα εναντίον των καθαρευουσιάνων και υπέρ της προσπάθειάς τους να καθιερώσουν τη δημοτική γλώσσα. Η γλώσσα των βυζαντινών κειμένων αποδείκνυε την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας από τις πολύπλοκες στις απλές φόρμες. […] Η δημοτική αποκτούσε παράδοση, οι οπαδοί της υποστήριζαν πως ήταν προϊόν συνέχειας, πως είχε κειμενική παράδοση και άρα ιστορικό παρελθόν. […]

Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα το Βυζάντιο θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι των παραδόσεων του ελληνικού λαού. […]

Η Δέλτα συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις γύρω από τα ζητήματα της δημοτικής γλώσσας, της πεζογραφίας και της συγγραφής λογοτεχνίας για παιδιά. Τα έργα της είναι απόρροια των διεργασιών της εθνοκεντρικής σκέψης αλλά και της ανάπτυξης του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή ιστορία και το ηρωικό δημοτικό τραγούδι. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων στα περιπετειώδη μυθιστορήματα της Δέλτα έδωσε μια απάντηση στο ζήτημα της σημασίας της εθνικής αναγέννησης στις αρχές του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα κληροδότησε στις επερχόμενες γενιές τα κλασικά έργα της ελληνικής νεανικής λογοτεχνίας, τα οποία συνέβαλαν στην εξοικείωση των νεαρών αναγνωστών με τη βυζαντινή ιστορία. Καλλιέργησε την εικόνα της εθνικής ταυτότητας του ελληνισμού, και τα βιβλία της διαβάστηκαν παράλληλα με τα σχολικά αναγνωστικά και τα εγχειρίδια Ιστορίας που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα.

Μαριάννα Σπανάκη, Βυζάντιο και Μακεδονία στο έργο της Π.Σ. Δέλτα. Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, Ερμής, Αθήνα 2004, 16-18 & 64.

 

 

Τα Μυστικά του Βάλτου είναι ένα βιβλίο όπου το μίσος, η εκδίκηση και το αίμα αφθονούν. Όσο και αν αυτό, πιθανότατα, δεν ήταν στις προθέσεις της Δέλτα, η εποχή του άκρατου εθνικισμού με την οποία καταπιάστηκε, η εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, προσδιόρισε τη μεθόδευση και το τελικό αποτέλεσμα. Οι πληροφορητές και το υλικό που συγκέντρωσε τη μύησαν στο κλίμα της θηριωδίας.

Η Δέλτα μοιάζει να κατάλαβε εν πολλοίς τι ήταν πραγματικά αυτός ο Αγώνας. Και ασφαλώς κατάλαβε τι χρειαζόταν ο Αγώνας αυτός για να επιζήσει ως ηρωική σελίδα στη μνήμη του έθνους, δηλαδή στην ιστορία. Τούτο το δύσκολο έργο ανέλαβε να διεκπεραιώσει προκειμένου να βρει ο Μακεδονικός Αγώνας μια θέση στο εθνικό πάνθεον, ει δυνατόν πλάι στο ’21. Η τεχνική που ακολούθησε στηρίχτηκε στο τρίπτυχο: αποσιώπηση-παραποίηση-κάθαρση, ή αλλιώς […], «ωραιοποίηση και εξευγενισμός». Έτσι θα «στραγγαλίσει» τη γνώση που αποκόμισε, απονευρώνοντας το υλικό της, καθιστώντας το ανενεργό — θυσία στο βωμό του «εθνικού συμφέροντος». […]

Τα Μυστικά του Βάλτου θριάμβευσαν και συνεχίζουν ρωμαλέα την εντυπωσιακή τους πορεία ερήμην της Δέλτα, μολονότι δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνικό έργο ή νεανικό ανάγνωσμα ή ιστορικό ντοκουμέντο/μυθιστόρημα με αξιώσεις. […] Ενδεικτική, άλλωστε, από την άποψη που μας απασχολεί εδώ, είναι η περιθωριακή θέση την οποία κατέχουν τα Μυστικά στις έγκυρες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας (Κ.Θ. Δημαρά, Λ. Πολίτη, M. Vitti).

Ως νεανικό ανάγνωσμα άξιο να συστήνεται από γονείς και δασκάλους δεν θα έπρεπε να θεωρούνται τα Μυστικά, όχι γιατί οι σελίδες του στάζουν αίμα και έτσι θα μολύνουν τις αθώες παιδικές ψυχές. Τα παιδιά, φύσει ανθεκτικότερα, καθώς ο θάνατος δεν χωρά στο νοητικό τους σύμπαν, ελάχιστα πτοούνται από τις περιγραφές των τεμαχισμένων κορμιών. Αντίθετα, είναι ο εκμαυλισμός των συνειδήσεων που συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον έφηβο. Τα Μυστικά τού μαθαίνουν ότι υπέρτατη απόδειξη φιλοπατρίας είναι το μίσος. Μίσος απέναντι στους μη Έλληνες, στους ατυχείς γειτονικούς λαούς, που η μοίρα τούς έταξε να ζουν μολύνοντας τα ιερά και «ανέκαθεν» ελληνικά χώματα. Δεν προσφέρονται, συνεπώς, για το παιδί, επειδή του μαθαίνουν να σκέπτεται με όρους βαρβαρότητας-πολιτισμού, όπου βάρβαροι είναι πάντα οι «άλλοι», οι ξένοι, ενώ παράλληλα το αίσθημα της εκδίκησης δικαιώνεται και η δολοφονία καθαγιάζεται.

Αλλά και ως ιστορική αφήγηση κρινόμενο το έργο της Δέλτα σκοντάφτει. Έργο ιστορικό δεν διατείνεται ότι είναι, και αν ως ιστορικό μυθιστόρημα εκ των πραγμάτων απαλλάσσεται από την υποχρέωση της εξαντλητικής τεκμηρίωσης και τη συμμόρφωση με τους κανόνες της ιστορικής μεθόδου, «το πρόβλημα αρχίζει από τη στιγμή που η προσωπική άποψη γίνεται μυθιστόρημα παρακάμπτοντας την ιστορία»· από τη στιγμή που η επίσημη προπαγάνδα διά του μυθιστορήματος υποκαθιστά την ιστορία, όπως συνέβη στην περίπτωση των Μυστικών.

Αν, όμως, ούτε ως λογοτέχνημα ούτε ως νεανικό ανάγνωσμα ούτε ως ιστορικό ντοκουμέντο/μυθιστόρημα μπορεί επαξίως να λογιστεί, αναδεικνύεται ιδιαιτέρως πολύτιμο ως τεκμήριο της πνευματικής και, εντέλει, κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Γιατί ακριβώς την επιτυχία και τη μακροημέρευσή του την οφείλει στην ανταπόκρισή του στα αιτούμενα μιας κοινωνίας ολόκληρης επί 70 χρόνια, χωρίς ενδείξεις κορεσμού ή αποστροφής.

Σπύρος Καράβας, «Το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα και τα μυστικά του Μακεδονικού Αγώνα». Π.Σ. Δέλτα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στο έργο της, εισαγ.-επιμ. Αλ. Π. Ζάννας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2006, 270-273.

 

 

Η Δέλτα έχει τη βιωματική εμπειρία της ιδιωτικής συγγραφής κειμένων που δεν απευθύνονται σε παιδιά, την εμπειρία της αναμνηστικής γραφής ως διαφυγή, ως εις εμαυτόν μαρτυρία. Φαίνεται όμως πως δεν αποφασίζει την αναγωγή της ιδιωτεύουσας συγγραφικής αυτής δοκιμής σε επεξεργασμένη καλλιτεχνική μορφή εκτεθειμένη δημόσια. Αυτό που εκτίθεται δημόσια […] είναι η διδακτική πρόθεση συγγραφής λογοτεχνίας για παιδιά. Αλλά ό,τι «νιώθει δυνατά» […], ό,τι «ζούσε και έκλαιγε μέσα της» δεν μπορεί να διοχετευτεί στη δημόσια, παιδική της λογοτεχνία. Μπορεί να καταγραφεί σε ιδιωτικά αυτοβιογραφικά κείμενα ή ημερολόγια αποκείμενα σε ένα αρχείο ή να διοχετευτεί διαθλασμένο και προσεκτικά φιλτραρισμένο σε κείμενα με εμφανή αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία παραμένουν αγκυλωμένα με το βαρίδιο της παιδαγωγικής πρόθεσης.

Γνωρίζουμε πως το συγγραφικό ενδιαφέρον της Δέλτα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα δύσκολα παιδικά της χρόνια και την επιθυμία της να συμβάλει στη βελτίωση της καλλιέργειας του παιδιού. Η ταυτότητα της μητέρας συγγραφέα ανταποκρίνεται στην πρόθεση αυτή αφενός με τη σύνταξη παιδικών αναγνωσμάτων αφετέρου με τη σύνταξη κειμένων για τους γονείς προκειμένου να ανταποκριθούν οι τελευταίοι επαρκέστερα στις παιδαγωγικές τους υποχρεώσεις. […]

Και όμως η συγκρότηση αυτής της δημόσιας έμφυλης συγγραφικής ταυτότητας που […] θεμελιώθηκε γερά κατά την τετραετία 1909-1912, αποτελεί μέρος (και μάλιστα αρκετά λειψό ώστε να κρίνεται πολύ διαφορετικό) της ιστορικής ύπαρξης της Δέλτα ως συγγραφέα. Η «κρυμμένη» πλευρά της ιδιωτικής συγγραφικής της παραγωγής ήταν μια ετερόδοξα συγκροτημένη συγγραφική ταυτότητα.

Στην ιδιωτική σφαίρα της συγγραφικής της δράσης που με τόσο ασυνήθιστα στεγανό τρόπο διαχώρισε από το δημόσιο πεδίο των εκδόσεων και δημοσιεύσεών της, ακόμη και από το μισοφωτισμένο χώρο της αλληλογραφίας της, η Δέλτα ξεκινά με νεανικό ποιητικό πάθος και δοκιμάζεται ανεπιτυχώς σε ρομαντικούς στίχους. Πριν από τη δημόσια εμφάνισή της είχε ήδη γράψει προσωπικά ημερολόγια, αυτοβιογραφικά κείμενα και ένα ταξιδιωτικό κείμενο. Μία εκ νέου συγγραφή προσωπικού ημερολογίου ξεκινά μετά τα Νοεμβριανά του 1916 (με τίτλο Turris eburnea, 1917-1940). Στη δεκαετία του 1920 θα εργαστεί πάνω στο αυτοβιογραφικό της κείμενο Αναμνήσεις 1921, όπου περιγράφεται με λεπτομέρειες η σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη. Στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας (περίπου 1931-1932) η Δέλτα συνεχίζει την αυτοβιογραφία της και καταγράφει τα παιδικά της χρόνια (Πρώτες ενθυμήσεις). Ήδη από το 1927 (και για επόμενα 12 χρόνια) επεξεργάζεται και ολοκληρώνει το μέχρι στιγμής αδημοσίευτο μυθιστόρημά της Ρωμιοπούλες το οποίο απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες αναγνώστες με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το τελευταίο αυτοβιογραφικό της κείμενο (Αναμνήσεις 1940) το επεξεργάζεται τους τελευταίους 9 μήνες της ζωής της (1940-1941) και καλύπτει την περίοδο 1908-1911. Τα κείμενα αυτά (με την εξαίρεση του μυθιστορήματος), μολονότι παραμένουν αυστηρά ιδιωτικά και προορίζονται για τις κόρες της, αποσκοπούν στη σταδιακή σύνταξη μιας πολύτομης αυτοβιογραφίας με αποδέκτες πιθανότατα και το ευρύ αναγνωστικό κοινό, μολονότι κάτι τέτοιο δεν δηλώνεται ποτέ ρητά από την ίδια.

Συμβαίνει, λοιπόν, το παράδοξο η Δέλτα να δηλώνει […] ως προς το δημόσιο συγγραφικό της έργο ότι «δεν γράφει για το μέλλον», ενώ αγωνιά για τη μελλοντική τύχη του ιδιωτικού της έργου. Και ενώ στο δημόσιο έργο της απουσιάζει το ερωτικό πάθος, το ιδιωτικό ή λανθάνον δονείται από τη μυθιστορηματική σχέση με τον Δραγούμη. Ενώ το δημοσιευμένο έργο της υποτάσσεται πειθαρχημένο στο καθήκον, στο ιδιωτικό διοχετεύονται τα παθήματα του ψυχικού της κόσμου. Ενώ το δημόσιο έργο είναι αγκυροβολημένο στον παιδαγωγικό του προορισμό, το ιδιωτικό είναι χώρος ελεύθερης δημιουργικής έκφρασης, κάποτε και προβληματισμού, με αυτοαναφορική χροιά, για τον σκοπό και τις δυνατότητες της συγγραφής. Ενώ για το δημόσιο συγγραφικό της έργο δηλώνεται σε κάθε ευκαιρία η απουσία λογοτεχνικής αξίωσης, στον ιδιωτικό της χώρο αφενός επεξεργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα (12 χρόνια) ένα μυθιστόρημα αξιώσεων αφετέρου συντάσσει αυτοβιογραφικά κείμενα τα οποία εκτιμώνται από τη σύγχρονη κριτική και για τη λογοτεχνική τους αξία.

Βασίλης Βασιλειάδης, «Ρητές και λανθάνουσες συγγραφικές προθέσεις στο έργο της Π.Σ. Δέλτα», περ. Πάπυροι (Κάιρο), τχ. 6/7 (Φεβρ.-Ιούν. 2010) 83 & 87-88 [αφιέρωμα «Ο ελληνισμός στα τέλη του 19ου αιώνα. Ιστορικότητα, βιογραφία, μυθοπλασία και γλώσσα στο έργο της Πηνελόπης Δέλτα»].

 

 

[…] Κάποτε νόμιζαν ότι, η Πηνελόπη Δέλτα έγραφε σχεδόν μόνο για παιδιά. Σύντομα πολλοί διαπίστωσαν ότι, έγραφε για τα παιδιά και για την πατρίδα ή καλύτερα για την πατρίδα, απευθυνόμενη στα παιδιά και στους εφήβους. Ύστερα από τη συστηματική δημοσίευση του αρχείου της, πιστεύω ότι, η πιο εύστοχη διατύπωση είναι εκείνη του Πέτρου Χαρτοκόλλη, δηλαδή ότι έγραφε «για τον έρωτα και την πατρίδα». Εγώ θα προχωρήσω λίγο ακόμη περισσότερο και θα ισχυριστώ ότι, η Δέλτα, εκτός, βεβαίως, από τα μεταθανατίως εκδοθέντα κείμενά της σχετικά με τον έρωτά της για τον Δραγούμη, αναδεικνύεται πλέον σε πολιτικό συγγραφέα. Έγραφε ακατάπαυστα για την Πολιτική, με πι κεφαλαίο, για την πολιτική τη σύγχρονή της πάντα, είτε κατέφευγε στην ιστορία της πατρίδας της την πολύ παλαιότερη είτε στην πιο κοντινή της, είτε όταν περιέγραφε εντελώς σύγχρονά της γεγονότα. Και επιπλέον τι πιο πολιτικό από τη συνειδητή παρέμβασή της, σε κρίσιμες χρονικές συγκυρίες, όταν προγραμματικά δηλώνει ότι γράφει για να μορφώνει, να παιδεύει τη νέα γενιά με τις ιδέες που εκείνη πίστευε σωστές.

[…]

Αλλά πολιτική για τη Δέλτα, ιδίως μετά το 1916, σημαίνει Βενιζέλος. Ο πρώτος, έως τον πρόωρο θάνατό του, επιμελητής του αρχείου της Πηνελόπης Δέλτα, ο εγγονός της Παύλος Ζάννας, έστησε με τον Α΄ τόμο του αρχείου, στην κυριολεξία, ένα μνημείο της σχέσης της Δέλτα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η ίδια η έκδοση αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και το βασικότερο ακόμη σημείο αναφοράς για την προσέγγιση της πολιτικής Δέλτα. […]

Νομίζω ότι, σε κανέναν άλλο συγγραφέα της νεότερης λογοτεχνίας μας, άντρα ή γυναίκα, δεν άλλαξε τόσο ριζικά την εικόνα που είχαμε γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν η έκδοση των καταλοίπων από το αρχείο του ή το αρχείο της όσο της Δέλτα. Διαπιστώνουμε ότι, αυτή που έζησε γράφοντας συνεχώς, κάθε μέρα, μας άφησε ένα σημαντικό σε όγκο και ποιότητα έργο, πολύ διαφορετικό (αν και με πολλούς συνδέσμους προς το δημοσιευμένο της) απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από μια συγγραφέα μυθιστορημάτων για παιδιά. […]

Θεόδωρος Ν. Σωτηρόπουλος, «“Μέσα μου γίνεται χαλασμός.” Ιδεολογία και Πολιτική στο έργο της Π.Σ. Δέλτα». Π.Σ. Δέλτα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στο έργο της, εισαγ.-επιμ. Αλ. Π. Ζάννας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2006, 396-398 & 401.

 

Δείτε επίσης και:


Ιστορικό μυθιστόρημα