Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Κλασικισμός

Andrea Appiani, «Παρνασσός» (φρέσκο, 1811)
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Κλασικό(ς), όπως το χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ομιλία, σημαίνει τυπικό(ς), παραδειγματικό(ς) (μια κλασική περίπτωση), κάτι ή κάποιος που είναι στην υψηλότερη βαθμίδα του είδους του, και γι’ αυτό αξίζει μελέτη και μίμηση, στο σχολείο και αλλού· το κλασικό(ς) χρησιμοποιείται κυρίως για τους καλύτερους συγγραφείς της αρχαιότητας (όπως στην κλασική φιλολογία)· κλασικισμός: τρόπος γραφής ή ζωγραφίσματος που τον διακρίνουν ήρεμη ομορφιά, γούστο, συγκράτηση, τάξη και σαφήνεια. Κάποτε, ο όρος νεοκλασικισμός χρησιμοποιείται για να διακριθεί ο νεότερος από τον αρχαίο ελληνικό και λατινικό κλασικισμό. Θα ήταν προτιμότερο […] να κρατήσουμε τον όρο νεοκλασικισμός για την αναβίωση (ή επιβίωση!) του κλασικισμού στον δέκατο όγδοο αιώνα. […]

Dominique Secretan, Κλασικισμός, μτφ. Αριστέα Παρίση, Ερμής, Αθήνα 1983, 13 (Η γλώσσα της Κριτικής, 26).

 

 

Και τα δύο κινήματα που εξετάζουμε [ρομαντισμός, κλασικισμός] έχουν παρελθόν. Ο μελετητής του ρομαντισμού δεν μπορεί να μην αναλογιστεί την επιρροή του Μεσαίωνα και της εποχής του Γοτθικού πάνω στους προρομαντικούς και ρομαντικούς συγγραφείς, και, επομένως, πάνω στο κύριο ρεύμα της αγγλικής λογοτεχνίας που κατ’ ουσία δεν είναι κλασικό. Ο μελετητής του κλασικισμού, από το άλλο μέρος, πρέπει αναγκαστικά να στρέφει το βλέμμα του πίσω στην αρχαιότητα, γιατι εκεί, στην Ελλάδα και τη Ρώμη, ο δέκατος έκτος, ο δέκατος έβδομος και ο δέκατος όγδοος αιώνας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό βρήκαν τις πηγές της έμπνευσής τους. Ο κλασικισμός πάντοτε βλέπει προς τα πίσω, όταν θεωρητικοποιεί και όταν δημιουργεί. […]

Dominique Secretan, Κλασικισμός, μτφ. Αριστέα Παρίση, Ερμής, Αθήνα 1983, 15-16 (Η γλώσσα της Κριτικής, 26).

 

 

Ένα άλλο γνώρισμα των νεοκλασικών ποιητών του δέκατου όγδοου αιώνα είναι η επιτήδευση της ποιητικής τους έκφρασης, η οποία ρυθμίζεται από τις αρχές του ‘ποιητικού ιδιώματος’ (poetic diction). Στοιχεία όπως οι περιφράσεις, οι αρχαϊσμοί, το κοσμητικό επίθετο, οι παρομοιώσεις και οι επιγραμματικές κατακλείδες αποτελούν το ‘ποιητικό ιδίωμα’ των νεοκλασικών, που διέπεται από τις αρχές της συμμόρφωσης και της ευπρέπειας (Decorum), σύμφωνα με τις οποίες κάθε ποιητής έπρεπε να υιοθετεί το ύφος και το λεκτικό το κατάλληλο για κάθε είδος λογοτεχνικό είδος. Τούτο συνέβαινε, γιατί στο δέκατο όγδοο αιώνα η ποίηση ήταν συλλογική τέχνη με την έννοια ότι ο ποιητής δεν ήταν ελεύθερος να γράψει όπως προτιμούσε ο ίδιος σε αντίθεση με την εποχή του ρομαντισμού, όπου η αρχή του ‘ποιητικού ιδιώματος’ υποχώρησε αισθητά αφού επικρίθηκε από τον Wordsworth και τον Coleridge.

Αν η αναλογία για τη ρομαντική σύλληψη του ποιήματος ήταν η σχέση σώματος και ψυχής, για το νεοκλασικισμό η αντίστοιχη αναλογία ήταν αυτή του σώματος και του ενδύματος που αποδίδει και τη διττή λειτουργία του ποιητικού ιδιώματος: την ουσιαστική, που θα ικανοποιούσε τη νεοκλασική απαίτηση για αλήθεια και πιστότητα προς τη φύση και την κοσμητική, που θα ανταποκρίνονταν στο αίτημα για αισθητική ευχαρίστηση. Έτσι προκύπτει και ο διπλός προσανατολισμός της νεοκλασικής ποίησης προς τη φύση, που πρέπει ν’ αναπαριστά και προς τον αναγνώστη, που πρέπει να τον τέρπει ηθικοπλαστικά.

Δημήτρης Τζιόβας, «Νεοκλασικές απηχήσεις και μετωνυμική δομή στις Ωδές του Κάλβου». Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1987, 157-158.

 

Η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και η Βιβλιοθήκη, γνωστά και ως η «Αθηναϊκή τριλογία» των αδελφών Χάνσεν
[πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού].
 

 

  

Στη νεοελληνική λογοτεχνία η συνάντηση του κλασικισμού με τον ρομαντισμό είναι καθοριστική στον Κάλβο (Ωδαί), στις οποίες η νεοκλασικιστική επίδειξη συναισθήματος συνδυάζεται με τη ρομαντική έκφραση της ευαισθησίας, καθώς και η αντίληψη της γλώσσας ως «ενδύματος» της σκέψης συνδυάζεται με την αντίληψή της ως «ενσάρκωσης» της σκέψης.

Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα (1834), οι ανασκαφές ξένων αρχαιολογικών αποστολών, οι οποίες έφεραν στο φως αρχαία μνημεία, και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του νεοσύστατου κράτους ενίσχυσαν την αρχαιολατρία. Η συνειδητή αναδρομή στην αρχαιότητα και η μίμηση αρχαίων προτύπων επηρέασαν όχι μόνο τη γλώσσα και την εκπαίδευση αλλά και την τέχνη, κυρίως την αρχιτεκτονική. Στη λογοτεχνία, η ανάμειξη του νεοκλασικισμού με τον ρομαντισμό προσέδωσε στην Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή τον ιδιότυπο χαρακτήρα της, τον οποίο ο Κ.Θ. Δημαράς αποκάλεσε «ρωμαντικό κλασικισμό». Χαρακτηριστικά δείγματα αξιοποίησης αρχαίων θεμάτων και χρήσης αρχαΐζουσας γλώσσας είναι το ποίημα Διονύσου πλους (1864) του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, οι τραγωδίες Οι κυψελίδαι (1860) και Μερόπη (1866) του Δημήτριου Βερναρδάκη και Γαλάτεια (1872) του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη.

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1095.

 

 

Δείτε επίσης και:


Κάλβος Ανδρέας, Ρομαντισμός