Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Σινόπουλος Τάκης

 

 

[…] σε κανέναν άλλον ποιητή η εμπειρία της δεκαετίας 40-49 δεν άφησε ένα τόσο βαθύ και ανεξάλειπτο τραύμα όσο στον Τάκη Σινόπουλο. Γεννημένος το 1917, ήταν είκοσι δύο χρονών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και τον βρήκε τελειόφοιτο της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στρατεύτηκε και υπηρέτησε ως γιατρός κατά το διάστημα του Αλβανικού πολέμου, στο 6ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λουτρακίου κι αργότερα, στον εμφύλιο, σα γιατρός τάγματος σε διάφορες μαχόμενες μονάδες της γραμμής των πρόσω. Από το πρώτο του βιβλίο (Μεταίχμιο, 1951) […] δεν έχει πάψει να κατατρύχεται από μια φρίκη που έχει κυριέψει αναπότρεπτα ολάκερη την ύπαρξή του.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το πρώτο ποίημα του πρώτου βιβλίου του «Ελπήνωρ», περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό από τις λέξεις, τις εικόνες και τα θέματα, που θα τον απασχολήσουν σε όλη τη μετέπειτα ποίησή του. Η πρώτη του κιόλας φράση («Τοπίο θανάτου»), προσδιορίζει τη σκηνή και υπαινίσσεται τον τίτλο του ποιήματος, που τον επηρέασε περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο: της «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ.

[…]

Ευδιάκριτες είναι οι επιδράσεις, στο πρώτο αυτό βιβλίο, άλλων ποιητών και, ταυτόχρονα, η μεταμορφωτική διάθεση με την οποία τις χρησιμοποιεί ο ποιητής. Υπάρχουν ήχοι από τον Σεφέρη, τον Έλιοτ και τον Πάουντ (μολονότι ο Σινόπουλος δεν διαβάζει αγγλικά), τον Ε.Α. Πόου, τον Σικελιανό, ίσως και τον Παπατσώνη. […]

Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου. Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, μτφ. Νάσος Βαγενάς – Θωμάς Στραβέλης, Κέδρος, Αθήνα 1978, 11-13.

 

 

Ο Σινόπουλος λοιπόν, […], ήταν για μας ένας, ας πούμε, πιο μεγάλος σύγχρονος. Μπορούσε και να μας συνδέει με τα ξένα ρεύματα και με τους μεσοπολεμικούς πατέρες μας, και έτσι να μας περιβάλλει όλους: γέφυρα μεταβατική και περιμετρική μαζί στην κίνηση των τάσεων και των αισθητικών μορφών, από την ευρωπαϊκή προς την ελληνική πραγματικότητα και από την προπολεμική προς τη μεταπολεμική γενιά, όπου δικαιωματικά ως μεταιχμιακός εντάχθηκε.

[…]

Ο «μεταπολεμικός» Σινόπουλος, λοιπόν, αποχαιρετώντας πίσω απ’ τον Σεφέρη τα ελιοτικά και τα παουντικά ενάλια τοπία, έρχεται, απεναντίας, απ’ τη Μέσα Ελλάδα. Στην ελυτική χώρα του Αιγαίου αντιπαραθέτει μια ενδοχώρα από βουνά και ποταμούς: ο Ερύμανθος, ο Λάδωνας, ο Αλφειός και καταποτήρας όλων τους ο ποταμός του κάτω κόσμου. Στη σεφερική, μικρασιατική και απώτερη Ελλάδα, τη μεσοανατολική και της μεγάλης Μεσογείου, αντιπαραθέτει μια ανθρωπογεωγραφία με κλειστά τοπία της γενιάς μας: ύστερα από τις κλεισώρειες του εμφυλίου και τους τοίχους της φανταστικής ζωής του, κατεβαίνει προς τους δρόμους και τις συνοικίες του συνεχιζόμενου μεταπολεμικού μας δράματος.

Και έτσι κατορθώνει αυτός ο ποιητής της ύπαρξης να ευθυγραμμιστεί και να συμπλεύσει και με τα άλλα ρεύματα. Μάλιστα αυτός ο δηλωμένος αντι-υπερρεαλιστής έφτασε να χρησιμοποιεί συχνά μια γλώσσα αντισυμβατική που τείνει να εξαρθρώνει την κρατούσα λογική της γλώσσας […]

 

Γιάννης Δάλλας, «Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος κρίκος μεταβατικός δυο εποχών». Πλάγιος λόγος. Δοκίμια κριτικής εφαρμογής, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989, 178-179, 194-195.

 

 

Ο Σινόπουλος με την Ποίηση της ποίησης, που εγκαινιάζει τη νέα φάση του έργου του — 1960-1980, θέτει σε κρίση την ποιητική του πράξη. Νιώθει βαθιά την ανάγκη να απελευθερώσει το λόγο του, γιατί μόνον έτσι θα καταφέρνει να εκφράσει μια νέα σκληρή εποχή που έρχεται. Το «πνευματικό» στοιχείο βάρυνε τη συνείδηση της γλώσσας του. Χρειάζεται τώρα ένα λόγο επιθετικό (από λέξεις «μαινάδες»), αποσπασματικό και ελλειπτικό (ποιήματα που «ακούγονται καλύτερα μέσα από χάσματα και αποσβέσεις»)· τέλος χρειάζεται μια γλώσσα αιρετική […]. Ίσως μάλιστα στην πιο ακραία της μορφή.

Το ωρίμασμα αυτής της αναζήτησης είπαμε ότι είναι το Χρονικό. Τα έργα που ακολουθούν — Χάρτης και Νυχτολόγιο, συνεχίζουν την ίδια πορεία. Πριν να φτάσει όμως στο Χρονικό, ο ποιητής πέρασε από τη δοκιμασία του Νεκρόδειπνου, έργο γραμμένο ανάμεσα στα 1962 και 1967 και δημοσιευμένο το 1972. Η δικτατορία […] είχε εμποδίσει την έκδοση που επεδίωξε να πραγματοποιήσει ο ποιητής το 1967. Το ποίημα «Νεκρόδειπνος», ένα μέρος της συλλογής με τον ομώνυμο τίτλο, κυκλοφόρησε μόνο του το 1970, σε ιδιωτική έκδοση ενός μικρού φυλλαδίου, από φίλους του ποιητή.

Μαρία Στεφανοπούλου, Τάκης Σινόπουλος. Η ποίηση και η ουσιαστική μοναξιά, Εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 1992, 151.

 

 

Στον «Νεκρόδειπνο», και ακόμη περισσότερο στο «Χρονικό», ο Σινόπουλος έχει απογυμνώσει την ποίησή του ως το κόκαλο, για να επιτύχει, ανάμεσα σε άλλα, κάτι από την αμεσότητα και τον πραγματισμό της πρόζας. Και τα δύο βιβλία είναι γραμμένα σε μακρύ, πεζογραφικό στίχο, ανάλογο μ’ εκείνον με τον οποίο είχε αρχίσει να πειραματίζεται σε ορισμένα μέρη του «Άσματος της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου». […]

Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου. Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, μτφ. Νάσος Βαγενάς – Θωμάς Στραβέλης, Κέδρος, Αθήνα 1978, 69-70.

 

 

Είναι, πιστεύω, η μοντέρνα κινηματογραφική του ανάπτυξη που δίνει στο ποίημα την ιδιότυπη κίνηση και τον ασυνήθιστο ρυθμό του, ο οποίος αποτελεί το κύριο στοιχείο της ταυτότητάς του. Βέβαια ο Νεκρόδειπνος δεν είναι το πρώτο ελληνικό ποίημα όπου βρίσκουμε κινηματογραφικά στοιχεία. Αρκεί να σκεφτούμε τις προδρομικές χρονικές παλινδρομήσεις του Κρητικού, κάποιες εικόνες του Ελύτη ή την «Κίχλη» του Σεφέρη. Ωστόσο είναι το πρώτο ελληνικό ποίημα όπου η κινηματογραφική τεχνική χρησιμοποιείται σε έκταση και με έντονα κινηματογραφικά αποτελέσματα.

Νάσος Βαγενάς, «Σχόλια στον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου». Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή, Αθήνα 1994, 142.

 

 

Μολονότι νεότερος από τον Σεφέρη και τον Ρίτσο, ο Τάκης Σινόπουλος είναι ο πρώτος από τους Νεοέλληνες ποιητές που ανάστησε ρητά τον μύθο του Ελπήνορα  — εν μέρει κεντρισμένος από την μετάφραση Σεφέρη-Πάουντ. Η προτεραιότητα αυτή δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, αν ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό έργο του Σινόπουλου δεν ήταν μια συνεχής «μελέτη θανάτου» ενός «επιζώντος», μια Νέκυια «εν προόδω», με ζωτικό πυρήνα τον Ελπήνορα ή μάλλον αυτό που συντομογραφικά μπορούμε να ονομάσουμε «εμπειρία του Ελπήνορα».

Οπωσδήποτε, γεγονός είναι ότι τον Οκτώβριο 1944 (δηλαδή περισσότερο από ένα χρόνο πριν γίνει προσιτό στο Ελληνικό κοινό το ποίημα όπου ο Σεφέρης επικαλείται το όνομα του Ελπήνορα) ο Σινόπουλος δημοσίεψε το ποίημα «Ελπήνωρ» που εγκαινιάζει επίσημα την ποιητική του πορεία. Και έκτοτε το φάσμα του Ελπήνορα, πρωτεϊκά, στοιχειώνει και συνέχει τις κυριότερες ποιητικές συνθέσεις του ώς Το Χρονικό.

Γ.Π. Σαββίδης, Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990, 31.

 

 

 

Μορφές και πρόσωπα για τα οποία η ιστορία δεν είχε αφιερώσει ούτε «λίγες γραμμές» (για να θυμηθούμε τον «Καισαρίωνα») ούτε σημειώσει καν έστω το «όνομά» τους (για να θυμηθούμε τον «Βασιλιά της Ασίνης»). Αλλά που χάρη σ’ ένα ποίημα-μνημόσυνο, όπως ο Νεκρόδειπνος, οι άσημοι ή και οι ανώνυμοι αυτοί νεκροί αποκτούν και όνομα και θέση στη σύγχρονη συλλογική μνήμη που είναι η «μνήμη των αφανών». Μας γίνονται γνώριμοι και οικείοι: […].

Μπορούμε, δηλαδή, να υποστηρίξουμε ότι, ύστερα από ένα πρώτο στάδιο διαλεκτικής σχέσης με την ποιητική παράδοση που εγκαινίασε και σε τούτο τον τομέα ο Καβάφης —ανατρέποντας μια βασική της σύμβαση, τη σύμβαση της συμβολικής χρήσης των γνωστών ονομάτων της ιστορίας (από τα φωτισμένα, δηλαδή, πρόσωπα της ιστορίας σε μια προσήλωση στα μισοφωτισμένα)—, περάσαμε, κυρίως με τον Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου, σε μια νέα φάση που τη χαρακτηρίζει η συνειδητή ποιητική προσπάθεια για ανάδειξη άσημων ή άγνωστων, επώνυμων είτε και ανώνυμων μορφών από το απόλυτο σκοτάδι της ιστορίας.

Ή, για να το τοποθετήσουμε, καταλήγοντας, σε μιαν άλλη βάση: από την μυθική και την ηρωική σύλληψη του ιστορικού γίγνεσθαι, είχαμε περάσει με πρωτοπόρο τον Καβάφη, και ακολούθως τον Σεφέρη, αλλά προπάντων τον Ρίτσο σε μια φάση αντιηρωικής προσέγγισης της ιστορίας. Για να φτάσουμε με τον Σινόπουλο στην πλήρη εξανθρώπισή της, αλλά, και στην ριζικότερη υπονόμευσή της, αφού με την ώριμη ποιητική του, μας έδειξε ότι η σεμνότερη επιχείρηση για την εκ των ένδον σύνταξη του χρονικού μιας εποχής, βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική της έκφραση απ’ ό,τι η εκ των υστέρων, (ή εκ των άνω), αφαιρετική, δηλαδή εκβιαστική ιστοριοποίησή της.

Μιχάλης Πιερής, Ο ποιητής-χρονικογράφος. Μεταμορφώσεις του αφηγητή στον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου, Ερμής, Αθήνα 1988, 62-64.

 

 

Μη σε πιάνουν μονομανίες για ένα μοτίβο — π.χ. η Ποίηση με κεφαλαίο Π στην ποίηση του Σινόπουλου ή η κλιμάκωση των μεγεθών από τις μεγεθύνσεις ως το βαθμό μηδέν του μεγέθους: τα σκουπίδια. Για όνομα του Θεού, πάψε να ψάχνεις σ’ όλα τα βιβλία πού υπάρχει η λέξη σκουπίδι! Αφού τα βρήκες, πες ότι υπάρχουν σχεδόν παντού σ’ όλα τα τελευταία βιβλία (αλλά και στον Μαξ και το Μεταίχμιο Β΄), κι ότι είναι να χάνεις το νου σου πώς είναι δυνατόν να έγιναν για τον Σινόπουλο σκουπίδια: η μνήμη, η Ιστορία, τα οράματα, οι αισθήσεις, ο χρόνος, ο τόπος, οι θάλασσες, ο ίδιος ο ποιητής, αλλά και πώς ξέφυγε η Ποίηση από το σκουπιδότοπο! Κι αν πρόσεξες, ο σκουπιδότοπος έγινε τόσο απέραντος που όχι μόνο ανέτρεψε το βαθμό μηδέν του μεγέθους, αλλά έγινε κι αυτός ένα μεγάλο μέγεθος! Πρόσεχε κι εσύ τα μεγάλα θέματα: έχουν παγίδες.

[…]

Άσε κάθε θεματογραφία και καταπιάσου με την τεχνική. Έφαγε τη ζωή του ο άνθρωπος παλεύοντας με τις κακοτοπιές και τις δυνατότητες της γλώσσας. Είναι παλιά καραβάνα και σπουδαίος τεχνίτης. Σαν τους παλιούς μαστόρους που χάνονται μέρα με τη μέρα.

Νόρα Αναγνωστάκη, «Μελετώντας Τάκη Σινόπουλο». Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 235-236, 238.

 

 

Όποτε διαβάζω Σινόπουλο με βασανίζει μια έμμονη ιδέα: ότι το έργο του ανήκει, με ένα ορισμένο τρόπο, στην πεζογραφία και, επιπλέον, ότι ο ίδιος επωμίστηκε, ειδικά με τις τελευταίες συλλογές του (από τον Νεκρόδειπνο ως το στερνό Νυχτολόγιο), έναν ιδιότυπο ρόλο μυθιστοριογράφου, που ως κάποιο σημείο θα πρέπει να του ήταν συνειδητός. Βεβαίως, η ιδέα μου δεν μοιάζει και τόσο πρωτότυπη. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην αδιάκοπη παρουσία του αφηγηματικού στοιχείου στο σύνολο της ποίησης του Σινόπουλου, η κριτική υπήρξε ανέκαθεν σαφής: η αφήγηση αποτέλεσε αναντικατάστατο εργαλείο δουλειάς του δημιουργού και προσδιόρισε τόσο την τεχνική, όσο και το ύφος του. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά. Υπαινίσσεται κάτι για τις μορφολογικές αναζητήσεις του ποιητή γενικά, αλλά αφήνει ασχολίαστη την πορεία του προς ένα στάδιο σύνθεσης, που στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη ξεφεύγει από τις συμβατικές διακρίσεις, θέτοντας ερωτήματα ουσίας και ως προς τη σχέση του ποιητικού λόγου με τα άλλα είδη της λογοτεχνίας και, πολύ περισσότερο, ως προς τη δυνατότητά του όχι μόνο να τα ενσωματώνει χωρίς κραδασμούς, αλλά και να τα χρησιμοποιεί για να ενισχύσει τη σημασιοδοτική του λειτουργία.

[…]

Και το Νυχτολόγιο (1978) […]; Τι είναι το Νυχτολόγιο;

Αυτοβιογραφικά στοιχεία, κριτικά σημειώματα, στιγμιότυπα από την επαγγελματική ζωή, ημερολογιακές εγγραφές, ανεκδοτολογικά της λογοτεχνικής συντεχνίας, προσωπικές κρίσεις ή μαρτυρίες τρίτων για τις ποιητικές συλλογές που προηγήθηκαν, περιγραφή της γενέτειρας, απόψεις για την ποιητική γλώσσα, καταγραφές ονείρων. […]

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Τάκης Σινόπουλος: Το ποιητικό χρονικό ενός ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος», περ. Η λέξη, τχ. 185 (Ιούλ.-Σεπτ. 2005) 306-307 & 311.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική ποίηση