Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Ταχτσής Κώστας

Ο Κώστας Ταχτσής [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
 

 

Η περίπτωση του πεζογράφου Κώστα Ταχτσή παρουσιάζει, οπωσδήποτε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο χώρο της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Κι αυτό γιατί, μολονότι το μικρό σχετικά, σε όγκο, πεζογραφικό έργο του, απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί κριτικούς και μελετητές, η πρώτη εμφάνισή του στα Γράμματα, το 1951, πραγματοποιήθηκε με μια ποιητική συλλογή (Ποιήματα). Το γεγονός, μάλιστα, ότι ακολουθούν άλλες τέσσερις ποιητικές συλλογές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα (Μικρά ποιήματα, 1952, Περί ώραν δωδεκάτην, 1953, Η συμφωνία του Μπραζίλιαν, 1954 και Καφενείον το Βυζάντιον κι άλλα ποιήματα, 1956), δείχνει ότι η ενασχόλησή του με την ποίηση κάθε άλλο παρά επιπόλαιη και ευκαιριακή υπήρξε.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Ζ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 253.

 

 

Μια απομάκρυνση από τα άμεσα θέματα του πολέμου έχουμε στο μοναδικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή (1927-1988) Το τρίτο στεφάνι (1962), όπου μια μικροαστή και η πεθερά της αναθυμούνται την προπολεμική ζωή με τις καθημερινές της εκπλήξεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χάρη στη ζωντανή προφορικότητά της είναι η αναπαραγωγή μιας γλώσσας ελεύθερης από τους περιορισμούς της κανονικής δημοτικής, κάτι που δεν είχε γίνει ως τότε από τους σύγχρονους με τον Ταχτσή πεζογράφους. Με τη γλώσσα αυτή συνυφαίνεται και η νοοτροπία των αφηγητριών, έτσι ώστε και ο απόηχος μεγάλων ιστορικών συμβάντων φτάνει στον αναγνώστη μέσα από τη δική τους περιορισμένη θέαση. […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 528-529.

 

 

Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα αφηγούμενα καλύπτει τις πέντε πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, πράγμα που επιτρέπει στο μύθο να εστιάζεται και να κορυφώνεται, από την άποψη της δραματικότητας, σε σημεία-σταθμούς της νεοελληνικής ιστορίας: Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Καταστροφή, 4η Αυγούστου, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Κατοχή, Δεκεμβριανά, είναι τα εκάστοτε ιστορικά επίκεντρα —κατά τη διάρκεια της αφήγησης— που καθορίζουν, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση, την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία συμβαίνουν τα δρώμενα αλλά και τα απλώς υπονοούμενα του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή.

Ο κεντρικός κορμός της αφήγησης στο Τρίτο στεφάνι αποτελείται από δύο γυναικείες μορφές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Από την Νίνα και την κυρα-Εκάβη, οι οποίες αφηγούνται, διηγούνται σε πρώτο πρόσωπο —η μία στην άλλη χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται ότι συζητούν τα διάφορα καθέκαστα της ζωής τους: έρωτες, γάμους, διαζύγια, εγκαταλείψεις, θανάτους, οικονομικές καταστροφές, οικογενειακά βάσανα ή δράματα κλπ. Οι δύο αυτές διηγήσεις, της Νίνας και της κυρα-Εκάβης (που ως γυναικείες μορφές του πνεύματος του νεοελληνικού μικροαστισμού), φτάνουν, σταδιακά, ως τα παιδικά τους χρόνια, πράγμα που παρέχει τη δυνατότητα να παρελαύνουν, κατά τη διάρκεια των διηγήσεων, πολλά και διάφορα πρόσωπα, μερικά από τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικότατους τύπους της σύγχρονης ζωής.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Ζ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 255.

 

«Το τρίτο στεφάνι», εξώφυλλο της 18ης έκδοσης (1985)
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Τι όμως ήταν αυτό που θεωρήθηκε πρωτότυπο και συνάμα αιρετικό την εποχή που το Τρίτο Στεφάνι πρωτοκυκλοφόρησε; Την απάντηση, νομίζω, έδωσε ένας γνωστός συγγραφέας και κριτικός σε μια κριτική του στη Μεσημβρινή […]. Αφού περιγράφει τη «ζωντάνια και γραφικότητα του κειμένου», τα «ανάμικτα γλωσσικά του στοιχεία» και τον «άναρχο νατουραλισμό του», θα καταλήξει λέγοντας ότι το υλικό του μυθιστοριογράφου «ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλά του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρύζει την οικουμένη ο συγγραφέας.» Φαίνεται ότι τα «μπουγαδόνερα» είναι η αγαπημένη λέξη των επικριτών του βιβλίου. Την επανέλαβε και μια διακεκριμένη λογοτέχνις της Αριστεράς και κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Κάτι σαν λάιτ μοτίβ βαγκνερικής όπερας.

Αυτό που σοκάρισε και στάθηκε και το πρωτοποριακό στοιχείο, είναι ότι ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται σ’ ένα συνεχή μονόλογο δύο γυναικών που η γλώσσα τους και τα ήθη τους ανήκουν στην μικροαστική τάξη. Ποτέ πριν στην νεοελληνική λογοτεχνία ένα μυθιστόρημα δεν χρησιμοποίησε σε αυτή την έκταση και σε αυτό το βαθμό την προφορικότητα της αφήγησης και το καθημερινό ιδιόλεκτο αυτής της τάξης. Υπάρχουν, φυσικά, πάμπολλοι διάλογοι στη λογοτεχνία που αποτυπώνουν τον προφορικό λόγο των ηρώων. Όμως αυτοί οι διάλογοι αποτελούν απλά παρένθεση στην αφήγηση, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, αδιάφορο, και χρησιμεύουν στο να ζωντανέψουν την διήγηση και να προσδώσουν αληθοφάνεια στους ήρωες. Το κυρίως κείμενο γράφεται, κατά κανόνα, σε λογοτεχνική γλώσσα. Οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό. Η διαφορά είναι ακόμα πιο έκτυπη σε συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης. Οι ήρωες εκεί μιλούν λαϊκά και με ιδιωματικό μάλιστα τρόπο, ενώ το αφηγηματικό μέρος γίνεται στην καθαρεύουσα με μεγάλες προτάσεις και με δύσκολη συχνά σύνταξη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους συγγραφείς που έγραψαν στη δημοτική. Οι διάλογοι ζωντανεύουν και στολίζουν την διήγηση, που κυλά σε καλά επεξεργασμένη και στολισμένη πρόζα.

Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. «Που να μη λιώσουν τα κόκαλά σου!», «Θου κύριε φυλακή το στόματί μου», «Αχ, βρε κερατά, θεέ», «Δεν έχεις πια καθόλου τσίπα επάνω σου;», «Σσσ! Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά!», «Μύγα τσε-τσε σ’ έχει τσιμπήσει, κακό χρόνο να ’χεις;», «Σκάσε κτήνος», και άλλα πολλά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος με τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα, αλλά και το ταλέντο, να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. Με την υπερβολή που διέκρινε και τον ίδιον (και χωρίς υπερβολή δεν κάνει κανείς τέχνη), αλλά και τη σοφία να ξέρει τι θ’ αφήσει και τι θα κρατήσει από το υλικό του. […]

Μένης Κουμανταρέας, «Ο τρίτος γύρος». Ξεχασμένη φρουρά. Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010, 89-91.

 

 

[…] Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στομφώδεις χαρακτήρες τείνουν να χρησιμοποιούν στοιχεία της καθαρεύουσας στην ομιλία τους, ενώ η γλώσσα των εφημερίδων, καθώς και η επίσημη γλώσσα της γραφειοκρατίας, παρατίθεται ή ακόμη και παρωδείται. Παρ’ όλο που οι εξελίξεις αυτές έγιναν σταδιακά, τα αποτελέσματά τους υπήρξαν ορατά και πολυσυζητημένα με αφορμή ένα μυθιστόρημα πρωτοδημοσιευμένο το 1962: Το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Η γλώσσα αυτού του βιβλίου έχει συζητηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πλευρά του, και στο πλαίσιο του θέματος που μας απασχολεί αξίζει να θεωρήσουμε Το Τρίτο Στεφάνι σαν ένα κωμικό αριστούργημα, ανάλογο με τα επιτεύγματα του δέκατου ένατου αιώνα στην κωμωδία, η οποία αξιοποίησε χιουμοριστικά το Γλωσσικό Ζήτημα ως στόχο αστεϊσμών. Στα Κορακιστικά και στη Βαβυλωνία το χιούμορ προερχόταν από την ακατάλληλη χρήση του γραπτού ύφους στην προφορική επικοινωνία. Ο Ταχτσής αντέστρεψε αυτή την κωμική εξίσωση για να παραγάγει μια υποθετικά προφορική αφήγηση (δύο μικροαστές γυναίκες λένε τις ιστορίες τους), στην οποία ο λόγος και οι αφηγηματικοί τρόποι των γυναικών είναι γεμάτοι από κλισέ, που έχουν φιλτραριστεί μέσα από την επίσημη γραπτή γλώσσα για να γίνουν ένα αδιάσπαστο κομμάτι της καθημερινής ομιλίας. Το αστείο στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά στη γλωσσική πλευρά, είναι ότι τα στοιχεία αυτά του προφορικού λόγου των μυθιστορηματικών γυναικών δε συνιστούν μιαν αταίριαστη κατάχρηση, αλλά αποτελούν ουσιαστικό μέρος τόσο του κόσμου που κατανοούν όσο και της εξαιρετικά ζωντανής προφορικής ανταπόκρισής τους προς αυτόν. Ο Ταχτσής, σύμφωνα με έναν από τους σημαντικότερους πανεπιστημιακούς κριτικούς, «απελευθέρωσε την ελληνική γλώσσα από την τυραννία της δημοτικής». Το μυθιστόρημα αυτό ασφαλώς παρείχε πειστικά τεκμήρια ότι η πραγματική ζωή δεν μπορούσε να δεσμεύεται από τις τεχνητές κατηγορίες της διγλωσσίας, ενώ παρείχε επίσης μια απόδειξη ότι η αφηγηματική πεζογραφία δε χρειάζεται να ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη μορφή της γλώσσας.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 424-425.

 

 

[…] Όσοι, εκ των υστέρων, επιχείρησαν να μιμηθούν το ύφος του Ταχτσή έσπασαν τα μούτρα τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπόλιασε την κατοπινή πεζογραφία με το παράδειγμά του. Απελευθέρωσε τους νεότερους πεζογράφους από τα δεσμά της καλλιγραφίας και της φιλολογίας. Και σαν τέτοιους θεωρώ πρώτους και καλύτερους τους πεζογράφους της γενιάς του ’80. Τους αποδέσμευσε από την τυραννία της καλλιγραφίας και τη δουλεία της μεταφοράς και της παρομοίωσης. Τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν κι εκείνοι, με τη σειρά τους, μια προφορικότητα προσαρμοσμένη στην ηλικία τους και στην εποχή τους. Σήμερα πια με τη[ν] πληθωριστική τάση να γράφουν όπως μιλάνε, φτάσαμε στο άλλο άκρο, την ευκολία και την προχειρότητα. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η αμεσότητα της γραφής στον Ταχτσή δεν προέρχεται μόνο από τον τρόπο που ο ίδιος μιλούσε, αλλά είναι αποτέλεσμα επίπονης επεξεργασίας. Η πρόζα του δεν είναι απλή απομαγνητοφώνηση κι ας μοιάζει να έχει αποσπαστεί από τα χείλη των ηρώων. […]

Μένης Κουμανταρέας, «Ο τρίτος γύρος». Ξεχασμένη φρουρά. Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010, 94.

 

 

[…] σίγουρα σε σχέση με τον Ταχτσή και το έργο του μπορούμε να μιλάμε για δύο γενιές αναγνωστών: αφενός τους συγχρόνους του που χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια από το Τρίτο στεφάνι για να δουν Τα ρέστα (1972) και εν τέλει τη Γιαγιά μου την Αθήνα (1979), μένοντας με το αίτημα της αυτοβιογραφίας, της «τελευταίας λέξης» σε ένα έργο που έδινε σταθερά την εντύπωση του ίδιου υλικού σε μετάλλαξη (ποίηση-μυθιστόρημα-διηγήματα), ή της μοιραίας καταγραφής μιας μυθιστορηματικής ζωής· και αφετέρου, τους αποδέκτες του μετά θάνατον έργου του που μέσα σε λίγα χρόνια ξεπέρασε —αριθμητικά— το προηγούμενο (Το φοβερό βήμα 1989, Από τη χαμηλή σκοπιά 1992, Συγγνώμη, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; 1993, Τετράδια εκθέσεων Κωνσ. Γρ. Ταχτσή 1994). Ανάμεσα στο λογοτεχνικό του έργο και το άλλο, ή σε όσα εξέδωσε ο ίδιος και όσα άφησε καλά τακτοποιημένα να τα εκδώσει κάποιος άλλος, εκδίδεται Η γιαγιά μου η Αθήνα (συνθετικός τόμος που πέρα από το ομότιτλο, άρτιο λογοτεχνικά κείμενο, περιλαμβάνει και άλλα μικρότερα, ένα ψεδοδοκίμιο για την τέχνη του μυθιστορήματος, όπου ήδη απολογείται για το ότι δεν γράφει ένα ακόμη, και μία συνέντευξη): το γεγονός ότι εκδόθηκε από τον ίδιο την καθιστά έργο-γέφυρα ανάμεσα στις δύο γενιές αναγνωστών του. […]

Σοφία Ιακωβίδου, «Η τέχνη της απόστασης: ο Ταχτσής και η αυτοβιογραφία», περ. Νέα Εστία, 151 (2002) 270-271.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία