Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Συμβολισμός

«Τα άνθη του κακού» του Κάρολου Μπωντλαίρ (1857). Σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης
με χειρόγραφες σημειώσεις του ποιητή [πηγή: Wikipedia].
 

 

Με την έννοια που τον μεταχειρίζονται οι ιστορικοί της λογοτεχνίας, […] ο όρος συμβολιστικό κίνημα αφορά συγκεκριμένα μια ομάδα Γάλλων συγγραφέων που ξεκίνησε με τον Charles Baudelaire  (Τα άνθη του κακού [Les Fleurs du mal, 1857]) και κατόπιν συμπεριέλαβε άλλους ποιητές, όπως ο Arthur Rimbaud, ο Paul Verlaine, ο Stéphane Mallarmé  και ο Paul Valéry. Ο Baudelaire στήριξε το συμβολικό τρόπο των ποιημάτων του εν μέρει στο παράδειγμα του Αμερικανού Edgar Allan Poe, αλλά κυρίως στην παλαιότατη πίστη στις ανταποκρίσεις (correspondences) — το δόγμα που πρέσβευε ότι υπάρχουν εγγενείς και συστηματικές αντιστοιχίες ανάμεσα στον ανθρώπινο ψυχισμό και στον εξωτερικό κόσμο, όπως και ανάμεσα στο φυσικό και στον πνευματικό κόσμο. Ο Baudelaire διατύπωσε το δόγμα αυτό ως εξής: «Τα πάντα, μορφή, κίνηση, αριθμός, χρώμα, άρωμα στον πνευματικό όσο και στο φυσικό κόσμο, είναι μεστά σημασίας, αμοιβαία, αντίστροφα, αντίστοιχα». Οι τεχνικές των Γάλλων συμβολιστών (Symbolists), οι οποίοι καλλιέργησαν μια τάξη ιδιωτικών συμβόλων σε μια ποίηση που τη χαρακτηρίζει ο πλούτος των υπαινιγμών και όχι η σαφήνεια της σημασίας, άσκησαν τεράστια επίδραση σε όλη την Ευρώπη, και (ιδίως από τη δεκαετία του 1890 και μετά) στην Αγγλία και στην Αμερική.

M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 460-461.

 

 

[…] το 1891, ο Stéphane Mallarmé […] όρισε το Συμβολισμό ως την τέχνη «του να ανακαλείς βαθμιαία ένα αντικείμενο έτσι ώστε να φανερώσεις μια διάθεση, ή αντίστροφα, του να διαλέγεις ένα αντικείμενο και ν' αποστάξεις από αυτό μια ‘ψυχική κατάσταση’ (état d' âme)» (Oeuvres Completes […]). Αλλά είχε προσθέσει πως αυτή η διάθεση πρέπει να εξαχθεί «με μια σειρά αποκρυπτογραφήσεων» («par une série de dechiffrements») και αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρώτο μισό του ορισμού του λέει ότι η υποβολή του αντικειμένου γίνεται βαθμιαία. Και οι δύο αυτές φράσεις υποδηλώνουν ότι και «το αντικειμενικό σύστοιχο» και η συσχετισμένη με αυτό διάθεση δεν πρέπει να φανερωθούν καθαρά και ξάστερα, αλλά πρέπει απλώς να υπονοούνται. Αυτό ακριβώς είναι ένα σημείο στο οποίο ο Mallarmé δίνει ιδιαίτερη έμφαση αλλού στην ίδια περικοπή, όταν ισχυρίζεται ότι «με το να κατονομάσεις ένα αντικείμενο καταστρέφεις το μεγαλύτερο μέρος της απόλαυσης που προσφέρει ένα ποίημα, αφού η απόλαυση αυτή συνίσταται στη διαδικασία της σταδιακής αποκάλυψης». Όπως ισχυρίζεται, το αντικείμενο πρέπει απλά και μόνο να υποβάλλεται («suggérer, voilà le rêve») και συμπεραίνει ότι η τέλεια χρήση αυτής της μυστηριώδους διαδικασίας αποτελεί το Συμβολισμό («c' est le parfait usage de ce mystère qui constitue le symbole»).

[…]

Μπορούμε λοιπόν να ορίσουμε το Συμβολισμό ως την τέχνη που εκφράζει ιδέες και συναισθήματα όχι όμως με την άμεση περιγραφή τους ούτε προσδιορίζοντάς τα με φανερές παρομοιώσεις ή με συγκεκριμένες εικόνες, αλλά με την υποβολή αυτών των ιδεών και συναισθημάτων, με την ανασύνταξή τους στο νου του αναγνώστη, ανασύνταξη που χρησιμοποιεί σύμβολα που δεν επεξηγούνται.

Αυτή όμως είναι μια μόνο όψη του συμβολισμού, η προσωπική όψη, θα λέγαμε, που παραμένει στο ανθρώπινο επίπεδο. Υπάρχει μια δεύτερη όψη που συχνά ονομάζεται «υπερβατικός Συμβολισμός», στην οποία συγκεκριμένες εικόνες χρησιμοποιούνται όχι ως σύμβολα των προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων του ποιητή αλλά ως σύμβολα ενός ιδεατού κόσμου, απέραντου και γενικού, του οποίου ατελή μόνο απεικόνιση αποτελεί η πραγματικότητα. […] Ο Baudelaire και οι διάδοχοί του ήταν εκείνοι που ανύψωσαν τον ποιητή στη θέση ενός ιερέα, ενός προφήτη, ή αυτού που ο Rimbaud ονόμασε «le poète-voyant» («ο ποιητής οραματιστής»), προικισμένου με την ικανότητα να βλέπει πίσω και πέρα από τα αντικείμενα του πραγματικού κόσμου τις ουσίες που κρύβονται στον ιδεατό κόσμο. Σκοπός της ποίησης ήταν τώρα να δημιουργεί για χάρη του αναγνώστη αυτό τον εξωπραγματικό κόσμο με μια επιδέξια μεταμόρφωση της πραγματικότητας που ξέρουμε. Ο Mallarmé προσδιόρισε αυτό το σκοπό σ' ένα πολύ γνωστό απόσπασμα, όπου δηλώνει ότι έχει δημιουργήσει με την ποίησή του όχι κάποιο πραγματικό λουλούδι, αλλά «l' absente de tous bouquets», το ουσιαστικό λουλούδι που δε βρίσκεται ανάμεσα στα λουλούδια αυτού του κόσμου. Όλος ο σκοπός της ποίησης, είπε σε μια άλλη περίφημη φράση του, είναι να δημιουργεί «sans la gêne d' un proche ou concret rappel, la notion pure» («καθαρές ουσίες, απρόσβλητες από οποιαδήποτε ηχώ της συγκεκριμένης πραγματικότητας που μας περιβάλλει»). […]

Charles Chadwick, Συμβολισμός, μτφ. Στέλλα Αλεξοπούλου, Ερμής, Αθήνα 1981, 9-12 (Η γλώσσα της Κριτικής, 16).

 

 

[…] ποια είναι τα γνωρίσματα που ξεχωρίζουν τον συμβολισμό από τις άλλες ποιητικές τεχνοτροπίες; Οι ίδιοι οι συμβολιστές εύρισκαν ότι το διακριτικό εξαιρετικό προτέρημα που ξεχώριζε την ποιητική τους παραγωγή ήταν η μουσικότητα. Πρώτος στη Γαλλία ο Baudelaire θέλησε να πραγματοποιήσει με τον ποιητικό λόγο επιτεύγματα που μόνο η μουσική έχει τη δυνατότητα να μας χαρίσει. Στην προσπάθεια του αυτή ευρήκε μιμητές τον Mallarmé και τους λοιπούς συμβολιστές. Έτσι, πια, το αίτημα που θεωρεί χρέος του να πραγματοποιήσει ο ποιητής είναι η παραγωγή συγκινησιακών καταστάσεων που έχουν χαρακτηριστικά ανάλογα με τις συγκινήσεις που δημιουργούνται από τη μουσική. Ανατρέχοντας στην εσωτερική μας εμπειρία, εύκολο είναι να πληροφορηθούμε ποιο είναι το γνώρισμα που χαρακτηρίζει τις από την επενέργεια της μουσικής προκαλούμενες συγκινησιακές, καταστάσεις. Οι συγκινήσεις του είδους αυτού έχουν το χαρακτηριστικό της αμεσότητος. Δεν χρειάζεται να παρεμβληθεί για τη γένεσή τους η διανοητική ενέργεια. Οι ήχοι και τα ρυθμικά σχήματα επιδρούν άμεσα στο θυμικό μας. […] Η αισθητική απόλαυση ευρίσκεται σε άμεση επαφή με τα αισθησιακά ηχητικά δεδομένα. Μια ανάλογη αμεσότητα προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν οι οπαδοί του συμβολισμού στην περιοχή του ποιητικού λόγου.

Κ.Δ. Γεωργούλης, «Ο συμβολισμός και ο καθαρός ποιητικός λόγος». Stéphane Mallarmé, Ποίηση και μουσική, επιλογή Αλέξης Ζήρας, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1999, 16-17.

 

 

[…] μία από τις αρχές του Συμβολισμού, του υπερβατικού αλλά και του ανθρώπινου, που βοηθά στον ακριβέστερο ορισμό του, ήταν η εξίσωση της ποίησης με τη μουσική κατά προτίμηση, αντί για την εξίσωση της ποίησης με τη γλυπτική ή με τη ζωγραφική που ήταν διαδομένη στα μέσα του 19ου αιώνα στη Γαλλία. […]

Εξαιτίας αυτής της επιθυμίας για τη ρευστότητα της μουσικής η Συμβολική ποίηση συχνά αρνήθηκε να υπακούσει στους αυστηρούς κανόνες της μετρικής, που, παρά τις προηγούμενες επαναστατικές απόπειρες των Ρομαντικών ποιητών, κυριαρχούσαν ακόμα στη Γαλλία. Το είδος και ο βαθμός της ελευθερίας ποικίλλει, φυσικά, ανάλογα με το άτομο — ο πρώτος από τους Συμβολιστές ο Baudelaire δεν ήταν μεγάλος νεωτεριστής και ο Verlaine δεν τόλμησε να προχωρήσει πέρα από τον «ελευθερωμένο στίχο»-«vers liberés» ως τον «ελεύθερο στίχο» - «vers libres». Ο Rimbaud όμως σύντομα ξεπέρασε αυτές τις διστακτικές προσπάθειες για την απελευθέρωση της γαλλικής ποίησης από τα δεσμά των παραδοσιακών προτύπων της ρίμας και του ρυθμού και υιοθέτησε τη μορφή του πεζού ποιήματος. […]

Charles Chadwick, Συμβολισμός, μτφ. Στέλλα Αλεξοπούλου, Ερμής, Αθήνα 1981, 13-15 (Η γλώσσα της Κριτικής, 16).

 

 

Στον «Συμβολισμό στη ζωγραφική» <«Symbolism in Painting». Πρόκειται για ένα δοκίμιο του 1898. (Σ.τ.Μ.)> προσπάθησα να περιγράψω το στοιχείο του συμβολισμού που υπάρχει στους ζωγραφικούς πίνακες και στη γλυπτική, και περιέγραψα για λίγο τον συμβολισμό στην ποίηση, αλλά δεν περιέγραψα καθόλου τον συνεχή ακαθόριστο συμβολισμό που είναι η ουσία κάθε ύφους. Δεν υπάρχουν στίχοι με πιο μελαγχολική ομορφιά απ' αυτούς του Burns:

«Πίσω από το λευκό το κύμα δύει η λευκή σελήνη,
Κι ο Χρόνος μαζί μου δύει, Ω!»

κι αυτοί οι στίχοι είναι τέλεια συμβολικοί. Αφαιρέστε τους τη λευκότητα της σελήνης και του κύματος που η σχέση της με τη δύση του Χρόνου είναι πάρα πολύ λεπτή για τη διάνοια, και έχετε αφαιρέσει την ομορφιά τους. Όταν όμως όλα βρίσκονται μαζί —σελήνη και κύμα και λευκότητα και δύση του Χρόνου και ύστατη μελαγχολική αναφώνηση— προκαλούν μία συγκίνηση που δεν μπορεί να προκληθεί απ' οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση των χρωμάτων, των ήχων και των μορφών. Αυτό το γράψιμο μπορούμε να το αποκαλέσουμε μεταφορικό, αλλά είναι, προτιμότερο να το αποκαλέσουμε συμβολικό, γιατί οι μεταφορές δεν είναι αρκετά βαθιές ώστε να μας συγκινούν, όταν δεν είναι σύμβολα, και όταν είναι σύμβολα είναι τα πιο τέλεια, αφού είναι τα πιο λεπτά —έξω από τον καθαρό ήχο— και μέσω αυτών μπορεί κανείς ν' ανακαλύψει με τον καλύτερο τρόπο τι είναι σύμβολο.

W.B. Yeats, «Ο συμβολισμός της ποίησης», μτφ. Σπύρος Ηλιόπουλος, περ. Το μικρό Δέντρο, τχ. 3 (Φεβρ. 1982) 35-36.

 

 

Με την ευρύτερη έννοια, σύμβολο είναι οτιδήποτε σημαίνει κάτι· κατ’ αυτήν την έννοια, κάθε λέξη είναι σύμβολο. Στην πραγμάτευση της λογοτεχνίας, εντούτοις, ο όρος «σύμβολο» χρησιμοποιείται μόνο για μια λέξη ή μια έκφραση που σημαίνει ένα αντικείμενο ή ένα γεγονός το οποίο με τη σειρά του σημαίνει κάτι άλλο ή παραπέμπει σε ένα φάσμα αναφορών πέραν του ιδίου. Ορισμένα σύμβολα είναι «συμβατικά» ή δημόσια: έτσι, «ο Σταυρός», «η Γαλανόλευκη» και «ο Καλός Ποιμήν» είναι όροι που αναφέρονται σε συμβολικά αντικείμενα η απώτερη σημασία των οποίων είναι καθορισμένη στο πλαίσιο μιας δεδομένης κουλτούρας. Οι ποιητές, όπως όλοι μας, μεταχειρίζονται τέτοιου είδους συμβατικά σύμβολα· πολλοί ποιητές, ωστόσο, χρησιμοποιούν επίσης «ιδιωτικά» ή «προσωπικά σύμβολα». Συχνά υιοθετούν ευρέως διαδεδομένες συσχετίσεις που συνδέουν ένα αντικείμενο, ένα γεγονός ή μια ενέργεια με μια συγκεκριμένη έννοια, όπως, λ.χ. τη γενική συσχέτιση του παγονιού με την περηφάνια και του αετού με τον ηρωικό αγώνα· του ανατέλλοντος ηλίου με τη γέννηση και του δύοντος ηλίου με το θάνατο· της αναρρίχησης με την προσπάθεια ή την πρόοδο και της καθόδου με την παράδοση ή την αποτυχία. Κάποιοι ποιητές, όμως χρησιμοποιούν επανειλημμένως σύμβολα που η σημασία τους είναι σε μεγάλο βαθμό δικής τους επινόησης, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την ερμηνεία τους.

M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 461-462.

 

 

[…] Μπορούμε τελικά να πούμε ότι ο Συμβολισμός ήταν μια προσπάθεια να διεισδύσει μέσα και πέρα από την πραγματικότητα σ' έναν κόσμο ιδεών, είτε των ιδεών και των συναισθημάτων του ίδιου του ποιητή, είτε των Iδεών με την πλατωνική σημασία που αποτελούν έναν τέλειο υπερφυσικό κόσμο στον οποίο αποβλέπει ο άνθρωπος. Με σκοπό να προχωρήσει πέρα από την επιφάνεια της πραγματικότητας γίνεται συχνά μια συγχώνευση των εικόνων, ένα είδος στερεοσκοπικής εντύπωσης, ώστε να δοθεί μια τρίτη διάσταση. Μεγάλη έμφαση δίνεται επίσης στη μουσική ιδιότητα της ποίησης (που ο Valéry όρισε ως «cette hésitation prolongée entre le son et le sens» – «αυτή η παρατεταμένη ταλάντευση ανάμεσα στον ήχο και το νόημα») και επειδή γίνεται επιθυμητή μια μεγαλύτερη ευλυγισία εγκαταλείπεται, λ.χ., ο κανονικός ρυθμός του αλεξανδρινού δωδεκασύλλαβου και τα επαναλαμβανόμενα πρότυπα των παραδοσιακών μορφών ομοιοκαταληξίας.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια έγινε ο ορισμός του Συμβολισμού, που είχε αρχίσει σιγά σιγά να αποκτά τη δική του ταυτότητα, σε ένα μανιφέστο δημοσιευμένο από το Jean Moréas σε άρθρο της εφημερίδας Le Figaro, στις 18 Σεπτέμβρη 1886. Μέσα σ' αυτό υποστήριζε ότι είχε περάσει η εποχή του Ρομαντισμού καθώς και των διαδόχων του, δηλ. το κίνημα του Παρνασισμού στην ποίηση και του Νατουραλισμού στο μυθιστόρημα και ότι αναμενόταν μια νέα μορφή τέχνης που ήταν και αναγκαία και αναπόφευκτη. Όριζε ότι η καινούρια κίνηση ήταν εναντίον της μετάδοσης πληροφοριών, εναντίον της ρητορείας, εναντίον της ψεύτικης συναισθηματικότητας και εναντίον της αντικειμενικής περιγραφής. Αντίθετα διακήρυσσε ότι σκοπός της νέας κίνησης ήταν η προσπάθεια να δώσει εξωτερική μορφή στις Ιδέες (σαφέστατα εννοεί τον όρο «Ιδέα» με τη σημασία της πλατωνικής φιλοσοφίας) […].

Charles Chadwick, Συμβολισμός, μτφ. Στέλλα Αλεξοπούλου, Ερμής, Αθήνα 1981, 15-16 (Η γλώσσα της Κριτικής, 16).

 

Ο Jean Moréas.
Πορτρέτο του Antonio de La Gandara,
τέλη του 19ου αιώνα [πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Στην Ελλάδα, ο συμβολισμός πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1890 με τις συλλογές Τα μάτια της ψυχής μου (1892) του Κ. Παλαμά και Σονάτες (1892) του Στέφ. Στεφάνου. Τον επόμενο χρόνο, δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Φιλολογική Ηχώ μια σειρά άρθρων του Ι. Γρυπάρη για τον γαλλικό συμβολισμό. Εκτός από τα διδάγματα του παρνασσισμού, ο Γρυπάρης εκμεταλλεύεται και συμβολιστικές τεχνικές στη συλλογή Σκαραβαίοι και τερρακότες (1919). Στο τέλος του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού αι., τα περιοδικά Η Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και Ο Διόνυσος του Δημ. Χατζόπουλου συμβάλλουν στη διάδοση των λογοτεχνιών του βορρά (σκανδιναβική, γερμανική, ρωσική) και των ιδεών του συμβολισμού. Ο Κ. Χατζόπουλος είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του κινήματος στη νεοελληνική λογοτεχνία. […]

Στην πεζογραφία ο συμβολισμός εισάγεται με το μυθιστόρημα του Κ. Χατζόπουλου Φθινόπωρο (1917). […]

Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 2109.

 

 

[…] στη Γαλλία, κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα, το προβάδισμα είχε μια ομάδα ποιητών που ήταν γνωστοί ως Συμβολιστές. Ο γαλλικός Συμβολισμός της περιόδου αυτής είναι ένα πολυσχιδές φαινόμενο. Οι Έλληνες ποιητές των πρώτων χρόνων του εικοστού αιώνα οικειοποιήθηκαν δύο από τις θεμελιώδεις αρχές του: α) ο σκοπός της ποίησης δεν είναι να δηλώνει αλλά να υποβάλλει, δηλαδή να στρέψει το νου και τα αισθήματα του αναγνώστη, υπαινικτικά, με έμμεση υπόδειξη, προς μια υψηλότερη σφαίρα υπερβατικών Ιδεών, και β) ότι ο ίδιος ο ποιητής, αφού διαλάμψει μέσα του το φευγαλέο αυτό όραμα, θεωρεί την ταπεινή πραγματικότητα ως τόπο μελαγχολίας και απελπισίας. Οι αρχές αυτές, και ιδιαίτερα η δεύτερη, εμφανίζονται έντονα στην ελληνική ποίηση, ακριβώς στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και κυρίως στο έργο των: Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912), Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (1868-1920), Ιωάννη Γρυπάρη (1870-1942) και Λάμπρου Πορφύρα (1879-1932), αν και δε θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι συγγραφείς να ονομαστούν απλώς «Συμβολιστές». Η αυστηρή επεξεργασία και η απέριττη μορφή των σονέτων του Μαβίλη οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στον Παρνασσισμό. Αλλά και στη σύντομη ποιητική σταδιοδρομία του Γρυπάρη διαπιστώνεται κάποια εξέλιξη: από τα παρνασσικά σονέτα της συλλογής Σκαραβαίοι και Τερρακότες στα εμφανώς συμβολικά Ελεγεία, που παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Καβάφη. «Ο κισσός» θα μπορούσε να συγκριθεί με τα καβαφικά «Τείχη» και οι «Εστιάδες» με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους».

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 121-122.

 

 

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο συμβολισμός ανανεώνεται και συντήκεται με τον νεορομαντισμό από τους ποιητές της γενιάς του 1920. Επηρεασμένοι από τους Γάλλους συμβολιστές, οι εκπρόσωποι αυτών των τάσεων εκφράζουν με την ποίησή τους ένα αίσθημα απαισιοδοξίας και δυσφορίας, τάσεις φυγής από μια πνιγηρή πραγματικότητα, επιθυμία απομόνωσης και νοσταλγικής αναπόλησης, και επιδιώκουν τη μορφική ανανέωση του στίχου. Οι κυριότεροι εκφραστές του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού είναι: Κ. Ουράνης, Τ. Άγρας, Κλ. Παράσχος, Ρ. Φιλύρας, Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, Ν. Λαπαθιώτης, Κ. Καρυωτάκης, Μ. Παπανικολάου, Ι. Ραφτόπουλος, Γ. Σταυρόπουλος κ.ά.

Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 2109.

 

 

Επηρεασμένος οπωσδήποτε από τις ιστορικές και τις κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες, ο Μετασυμβολισμός διαμορφώνεται όχι μόνο ως ιστορικό αποτέλεσμα ή ως στάση απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά και ως συνέπεια του ποιητικού γίγνεσθαι και ως στάση απέναντί του. Η ποίηση του Παλαμά, του Καβάφη, του Σικελιανού, του Γρυπάρη, του Πορφύρα και του Χατζόπουλου, καθώς και ο Γαλλικός Συμβολισμός καθορίζουν αποφασιστικά τη δημιουργία της μετασυμβολιστικής ποιητικής. Οι Μετασυμβολιστές αφομοιώνουν τρόπους τους οποίους επιλέγουν ως ποιητικούς τους προγόνους (π.χ. ορισμένους Γάλλους Συμβολιστές), αντιλαμβάνονται άλλα ποιητικά έργα ως συγγενικά με το δικό τους παρά τις διαφορές (π.χ. του Καβάφη), στέκονται κριτικά απέναντι σε κυρίαρχες ποιητικές φωνές των αρχών του 20ού αιώνα, όπως του Παλαμά και του Σικελιανού. Παρότι σε σημαντικό μέρος της ποίησης του Παλαμά, κυρίως στα συμβολιστικά του ποιήματα, η παντοδυναμία του λόγου αμφισβητείται και ο ποιητής παρουσιάζεται ως ένας καταραμένος «Αμαρτωλός», η μετασυμβολιστική ποιητική διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ως αντίδραση στην άλλη —και πιο προβεβλημένη— όψη της παλαμικής ποιητικής: τη σιγουριά, την εμπιστοσύνη στον λυτρωτικό χαρακτήρα του λόγου, την αντίληψη του ποιητή ως Μεσσία. Αφομοιώνοντας τεχνικές της παλαμικής ποίησης και συνεχίζοντας ένα από τα θεματικά της νήματα (εκείνο της αμφιβολίας και της αίσθησης ότι ο ποιητής κινείται σε φαύλο κύκλο), οι Μετασυμβολιστές απαντούν άμεσα ή έμμεσα στη «μεγαλοστομία» της και στον «εκκωφαντικόν οίστρο» της. Στην απάντησή τους επιστρατεύουν άλλες ποιητικές φωνές, όπως του Baudelaire, του Verlaine, του Πορφύρα.

Έλλη Φιλοκύπρου, Η γενιά του Καρυωτάκη. Φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009, 217-218.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή), Γενιά του 1920