Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 242 items total [211 - 220] | << First < Previous Next > Last >> |
- απροσωπόληπτος, -η, -ο [aprosopόliptos] (L)
- not taking sides, impartial, even-handed (syn αμερόληπτος 1):
- ~δικαστής, απροσωπόληπτη παιδεία |
- η κριτική του Ψ. δεν είναι καρπός κρίσης αντικειμενικής και απροσωπόληπτης (Chourmouzios)
[fr kath απροσωπόληπτος ← PatrG ἀπροσωπόληπτος, cpd w. *προσωποληπτός (: προσωποληπτῶ)]
- not taking sides, impartial, even-handed (syn αμερόληπτος 1):
- απροσωποληψία [aprosopolipsía] η, (L)
- impartiality, even-handedness (syn αμεροληψία, ant προσωποληψία):
- έλεγε για την ~του νόμου, για την ισότητα απέναντί του (Kolyva)
[fr kath απροσωποληψία ← PatrG ἀπροσωποληψία, der of ἀπροσωπόληπτος]
- impartiality, even-handedness (syn αμεροληψία, ant προσωποληψία):
- απροσωποποίηση [aprosopopíisi] η, (L)
- act or process of making or becoming impersonal, impersonalization (near-syn αποπροσωποίηση):
- η ~αυτής της βασικής αρχής του συνειδέναι είναι απαράδεκτη, γιατί το σκέπτεσθαι δεν νοείται δίχως την προσωπική μονάδα (Theodorakop) |
- δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ο ένας, ποιος είναι ο άλλος· η ~ συναιρείται με την απανθρωποίηση (Panagiotop)
[fr kath (neol) απροσωποποίησις, der of *απροσωποποιώ (cf der of προσωποποιητικώς)]
- act or process of making or becoming impersonal, impersonalization (near-syn αποπροσωποίηση):
- απρόσωπος, -η, -ο [aprósopos] (L)
- ① lacking personal characteristics or individuality, impersonal, faceless, non-specific (ant προσωπικός):
- ~όγκος, όχλος |
- απρόσωπη αυθεντία, γραφειοκρατία, δύναμη, μάζα, μεγαλούπολη |
- απρόσωπο ιδανικό |
- απρόσωπο καθεστώς |
- απρόσωπο κοινό |
- απρόσωπο κοπάδι |
- απρόσωπο φάντασμα |
- απρόσωπο δωμάτιο ξενοδοχείου |
- απρόσωπη ατμόσφαιρα του καμπαρέ |
- ο ~ ρυθμός της ζωής |
- στις πλαζ το απρόσωπο γυμνό κορμί γυρεύει να πάει κάποιαν άλλη οντότητα (Loukatos) |
- η πολιτεία είναι η απρόσωπη έκφραση του κοινωνικού συνόλου (Panagiotop) |
- συνετέλεσε στη φιλοσοφική οικοδόμηση της ανθρώπινης, απρόσωπης διάνοιας (Lambridi) |
- το απρόσωπο και μαζί προσωπικότατο γένος αγωνίζεται τον μεγάλον αγώνα (Chatzinis)
- ⓐ not referring or belonging to a particular person, devoid of personal involvement, impersonal, detached, neutral (syn απροσωπικός, ant προσωπικός):
- ~λόγος, νόμος, τόνος |
- απρόσωπη επισημότητα, επιστήμη, μαρτυρία, ποίηση, σάτιρα |
- απρόσωπη αναγκαιότητα, δικαιοσύνη, ουδετερότητα |
- απρόσωπο ενδιαφέρον, ύφος |
- απρόσωποι αλγεβρικοί τύποι |
- απρόσωπη ιατροδικαστική αναφορά |
- απρόσωπη ιστορική περιγραφή |
- τήρησε απρόσωπη στάση |
- η νομοθεσία πρέπει να διακανονίζει απρόσωπες σχέσεις (Panagiotop) |
- ο κριτικός θα σταθεί όσο γίνεται πιο αντικειμενικός και ~απέναντι στο έργο (Tsatsos, adapted) |
- δένει σε μιαν εικόνα όλους τους προσωπικούς και τους απρόσωπους καημούς (Terzakis) |
- ο σύντομος έπαινος των νεκρών κρατιέται εντελώς ~και γενικός (Kakridis)
- ② gramm lacking a formal or specific subject, impersonal (ant προσωπικός):
- απρόσωπη έκφραση, σύνταξη |
- απρόσωπο ρήμα |
- απρόσωπες εγκλίσεις impersonal moods (i.e., infinitive, participle etc)
[fr kath απρόσωπος ← postmed (Somavera) απρόσωπος ← PatrG, K, AG ἀπρόσωπος]
- ① lacking personal characteristics or individuality, impersonal, faceless, non-specific (ant προσωπικός):
- αρκουδάνθρωπος [arku∂ánθropos] ο,
- big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκούδα 2, αρκουδόγατος 2):
- οι σπιθαμιαίοι αυτοί αρκουδάνθρωποι, οι Eσκιμώοι, είναι οι σπουδαιότεροι βοηθοί των εξερευνητών του Bορρά (Athanasiadis-N) |
- ο ~, που επιτηρούσε τη διανομή, διαολόστελνε τον κόσμο (TDoxas)
[cpd of αρκούδα & άνθρωπος]
- big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκούδα 2, αρκουδόγατος 2):
- αρρενωπά [arenopá] adv (L)
- in a manly manner (syn ανδροπρεπώς L, αντρίκια 1):
- θα ήθελα γαλήνια, ~,να αντιμετωπίσεις τη νέα σου αυτή δοκιμασία (Palam) |
- στέκεται εκεί, κομψός κι ~ ωραίος (Roufos)
[der of αρρενωπός]
- in a manly manner (syn ανδροπρεπώς L, αντρίκια 1):
- αρρενωπός, -ή, -ό [arenopós] (L)
- ① characteristic of, or befitting, a man, manly, virile (syn ανδροπρεπής 1, αντρίκιος 1, αρρενοπρεπής, ant θηλυπρεπής):
- ~χορός |
- αρρενωπή ελκυστικότητα, ομορφιά, τραχύτητα, χάρη, ωριμότητα |
- αρρενωπό παράστημα, πρόσωπο, χαιρέτισμα |
- επικράτησαν στο Bυζάντιο οι ιδέες του αρρενωπού ιπποτισμού της Δύσης (Evelpidis) |
- ο ελληνικός χορός θέλει προ παντός άνδρες πολύ αρρενωπούς (Stratou) |
- πόσο αρρενωπότερος μπορούσα να γίνω; (Tachtsis)
- ② masculine, manly, vigorous, robust, bold (syn αντρίκιος 2, αρσενικός2 2b, near-syn ρωμαλέος, στιβαρός):
- αρρενωπή γλώσσα, ελληνικότητα, ψυχή |
- αρρενωπό πνεύμα, ποίημα, ύφος |
- ο Kαρκαβίτσας είναι ένας δυνατός, ρωμαλέος και ~ πεζογράφος (Sachinis) |
- τον διαμόρφωσαν οι αρρενωποί και μαζί τόσο ευαίσθητοι εκείνοι χρόνοι (Charis) |
- poem την κιθάρα εμείς τιμούμε | που είναι μάνα αρρενωπών λαμπρόηχων ύμνων (Stavrou Ar)
[fr kath αρρενωπός ← MG αρρενωπός ← K, AG ἀρρενωπός, cpd w. -ωπός; cf ἀμβλωπός, ἀγριωπός, παρθενωπός etc]
- ① characteristic of, or befitting, a man, manly, virile (syn ανδροπρεπής 1, αντρίκιος 1, αρρενοπρεπής, ant θηλυπρεπής):
- αρρενωπότητα [arenopόtita] η, (L)
- ① manliness, virility (syn ανδρικότητα 1, ανδροπρέπεια, αρσενικάδα 1, αρσενικότητα, ant θηλυκότητα):
- η επαναστατικότητα και η ~του Tσε Γκουεβάρα |
- οι παραδοσιακοί χοροί κάνουν εντύπωση για την ~ και την τελετουργική τους προέλευση (Varelas, adapted)
- ② masculinity, vigor, robustness (syn αρσενικάδα 2, near-syn ρωμαλεότητα, στιβαρότητα):
- το φλορεντινό αυτό πνεύμα το χαρακτηρίζει η ~η ισοζυγισμένη με τη χάρη (Ouranis) |
- ο στίχος της I. αποκτά συχνά μιαν ~ (Peranthis) |
- αυτό το φτωχό τοπίο έχει προ πάντων εξυπνάδα και ~ (Fteris)
[fr kath αρρενωπότης ← MG (Manasses), der of αρρενωπός]
- ① manliness, virility (syn ανδρικότητα 1, ανδροπρέπεια, αρσενικάδα 1, αρσενικότητα, ant θηλυκότητα):
- αρχοντάνθρωπος [arxondánθropos] ο,
- ① person of distinguished appearance or manners, lordly man (syn αφεντάνθρωπος, ant χωριάτης):
- ανάμεσα στους χωριάτες Σάξονες, οι Nορμανδοί φάνταζαν σαν ανώτερα όντα, ήμεροι, πολιτισμένοι .. αρχοντάνθρωποι (Kazantz) |
- ο αμαξάς ήταν ένας ~ με αψηλή γυαλιστερή καπελαδούρα (id.) |
- ήτανε .. ένας ~, με ωραίο παράστημα και τέλειο χαρακτήρα (Theotokas) |
- παρασύρθηκε από αυτόν .. τον αρχοντάνθρωπο με το μονόκλ και με τα καταπληκτικά κοστούμια (Petsalis)
- ② open-handed or generous person (syn κουβαρντάνθρωπος)
[cpd w. άνθρωπος]
- ① person of distinguished appearance or manners, lordly man (syn αφεντάνθρωπος, ant χωριάτης):
- ασημοπρόσωπος, -η, -ο [asimoprósopos] poet
- silver-faced:
- poem .. αργά στα ουράνια πλάτια | προβάλλει ασημοπρόσωπη βασίλισσα η σελήνη (Palam)
[cpd w. πρόσωπο]
- silver-faced:



