Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 123 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- απορριμμένος s. αποριγμένος.
- απορριπτέος, -α, -ο [aporiptéos] (L)
- be rejected, rejectable, unacceptable (syn απορρίψιμος):
- απορριπτέα άποψη, εισήγηση, ιδέα |
- απορριπτέο βιβλίο |
- law απορριπτέα μαρτυρία inadmissible evidence |
- η πρόταση κρίθηκε απορριπτέα |
- o Λούθηρος θεωρούσε απορριπτέα όλα τα οράματα, τα αγαθά και τα πονηρά (Kanellop) |
- μια τέτοια εφαρμογή του δόγματος είναι απορριπτέα και απαράδεκτη (Nestor) |
- οι καλόγεροι για το λαό είναι εντελώς απορριπτέοι (IPetrop)
[fr kath απορριπτέος ← MG (4th c.) ← PatrG, LK]
- be rejected, rejectable, unacceptable (syn απορρίψιμος):
- απορριπτικός, -ή, -ό [aporiptikós] (L)
- causing or expressing rejection, rejective (syn αρνητικός):
- απορριπτική απόφαση, θέση, ψηφοφορία |
- διατηρεί στενές σχέσεις με το αραβικό απορριπτικό σκληροπυρηνικό μέτωπο |
- απορριπτικές των ελληνικών αιτημάτων είναι οι τεχνικές απαντήσεις του Aμερικανού υπουργού |
- συνήθισαν μερικοί φιλόσοφοι να εκφέρουν γενικές και απορριπτικές κρίσεις σχετικά με τα πιο θεμελιακά προβλήματα (Lambridi)
[fr kath (neol Koumanoudis) απορριπτικός]
- causing or expressing rejection, rejective (syn αρνητικός):
- απορρίπτω [aporípto] ipf απέρριπτα, aor απόρριψα (& απέρριψα; subj απορρίψω), pf & plupf έχω-είχα απορρίψει, pass απορρίπτομαι, aor απορρίφθηκα (& απορρίφτηκα; subj απορριφθώ & απορριφτώ), (L)
- ① get rid of, jettison, dump, discard (syn απορίχνω 1):
- naut ~ |
- ~ ένα σύντροφο |
- τα νεανικά μέλη σαν αδειανός θώρακας απορρίπτονται από την ψυχή (Kanellop) |
- για να φιλοσοφήσει κανείς ορθώς, πρέπει πρώτα ν' απορρίψει τις προλήψεις από το νου του (Theodorakop) |
- ο ήρωας απορρίπτει το φορτίο της υποψίας αποπάνω του (Maronitis)
- ② turn down, reject, dismiss, repudiate (syn αποκρούω 2, αποποιούμαι, απορίχνω 2b, ant αποδέχομαι 2):
- ~ μια ιδέα, σκέψη, υπόθεση |
- ~ ένα πρόγραμμα, σχέδιο |
- ~ εντολές, κανόνες |
- ~ τον έρωτα, την ηδονή, τη λογική, την ομορφιά |
- ~ την αστρολογία, τον ιστορικό υλισμό |
- ~ κτ με αγανάχτηση, χωρίς συζήτηση |
- η πρότασή του απορρίφτηκε |
- τόσο αφοσιώθηκε στο εθνικό αυτό έργο, που απόρριψε θέσεις, τίτλους, μισθούς κλ (Melas) |
- την αξίωση αυτή την απορρίπτει η θετική εξέταση απόλυτα (Lambridi) |
- σπάνια ο κυνηγός απορρίπτει το θήραμά του (Potaminos) |
- οι σύγχρονοι συγγραφείς απορρίπτουν τη μυθική χρήση της γλώσσας (Dizikirikis) |
- poem ζύγισα, λίκνισα όλες τις λέξεις, | τις απόρριψα όλες (Vrettakos)
- ⓐ law dismiss, disallow overrule (ant αποδέχομαι 3, εγκρίνω):
- ~ μια αγωγή, ένσταση, έφεση, υπόθεση |
- ~ μια μαρτυρία
- ⓑ rule out, preclude (syn αποκλείω 1b):
- το συμπέρασμα αυτό δεν απορρίπτει την ύπαρξη άλλων επιδράσεων (Poulianos)
- ③ reject (s.o. or sth) as deficient, fail s.o. (in examinations etc), flunk (syn κόβω, ant περνώ):
- τον απέρριψαν στο πολυτεχνείο |
- απερρίφθη μετά πολλών επαίνων |
- τα ποιήματά του απορρίφτηκαν στο διαγωνισμό |
- δεν αισθάνεσαι τύψεις που έγινες αιτία να απορριφτεί ο φίλος σου; (Papanoutsos) |
- εφόσον τέταρτη φορά απορρίπτεσαι στις εξετάσεις, αυτό σημαίνει ότι είσαι κουμπούρας (Psathas)
[fr kath απορρίπτω ← MG ← K (also pap), AG; cf απορίχνω]
- ① get rid of, jettison, dump, discard (syn απορίχνω 1):
- απόρριψη [apóripsi] η, (L)
- ① getting rid of, dumping, jettison, shedding:
- ~ εμπορευμάτων (από πλοίο, αεροπλάνο κλ) στη θάλασσα |
- γίνεται ανεξέλεγκτη ~ απορριμμάτων |
- απαγορεύεται η ~ αποβλήτων |
- στα ερπετά παρατηρείται η ~ του περιβλήματός τους (Louros) |
- γρήγορα θα φτάσουμε στην ~ του περιττού με αποφασιστικότητα (Charis)
- ② rejection, dismissal, repudiation (syn απόκρουση 2, ant αποδοχή 2):
- ~ των προτάσεων, της συμφωνίας |
- ~ του διαβήματος, του τελεσίγραφου |
- ~ της διαλεκτικής, του μονοφυσιτισμού |
- ~ της λαϊκής τέχνης |
- ~ της δωρεάς (syn αποποίηση) |
- med~ του μοσχεύματος rejection of graft |
- κάθε ανθρώπινος σύνδεσμος επιβάλλει την ~ πολλών άλλων (Tsatsos) |
- προχωρεί προς την ολοκληρωτική ~ του φιλοσοφικού αγνωστικισμού (Georgoulis) |
- θ' αφήσουμε στη μελλοντική ιστορία την επαλήθευση ή την ~ των προβλέψεων (Evelpidis) |
- η άρνηση του Δία δεν περιορίζεται μόνο στην ~ της θυσίας (Maronitis)
- ③ act of failing (s.o. in examinations), non-promotion (in school grade etc), flunking, flunk (syn κόψιμο, near-syn αποτυχία):
- κακός χαρακτηρισμός της σχολικής διαγωγής θα μπορούσε να επιφέρει και την ~ (Papanoutsos) |
- η απόρριψή του [στις πτυχιακές εξετάσεις] τον έκαμε να εγκαταλείψει κάθε ιδέα διπλώματος (Peranthis)
[fr kath απόρριψις ← AG]
- ① getting rid of, dumping, jettison, shedding:
- απορρίψιμος, -η, -ο [aporípsimos] (L)
- be rejected, rejectable, unacceptable (syn απορριπτέος):
- απορρίψιμη γνώμη, ιδέα |
- είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε το Φειδία τμήμα απορρίψιμο του καταστημένου (Panagiotop)
[fr kath απορρίψιμος ← LK]
- be rejected, rejectable, unacceptable (syn απορριπτέος):
- απορροή [aporoí] η, (L)
- ① flowing off, outflow (syn εκροή):
- λεκάνη απορροής περιβάλλει τη λίμνη
- ⓐ phys emission (in the form of rays), emanation:
- ραδιενεργός ~
- ② fig flowing forth, emanation, effusion:
- με βαθμιαία ~ και απομάκρυνση από την αρχή εξηγείται η ιεραρχία της δημιουργίας (Tatakis) |
- από καμιά μεγάλη δημιουργία δε λείπει η ~ στοιχείων μορφωτικών (Kakridis) |
- η φύση γίνεται ένα ξεχείλισμα από τη θεία ουσία, μια ~ (Theodoridis)
- ⓑ product of emanation, emanation, effusion, efflux (syn απόρροια 1):
- το ωραίο απορρέει από την ψυχή, που κι αυτή είναι ~ του θείου (Papanoutsos) |
- οι ψυχολογικοί αυτοί παράγοντες, σαν μια φυσική ~, επέρασαν στον κόσμο τον ανίδεο από γράμματα (Dimaras)
[fr kath απορροή ← PatrG ← K, AG]
- ① flowing off, outflow (syn εκροή):
- απόρροια [apória] η, (L)
- ① philos product of emanation, efflux (syn απορροή 2b):
- οι νεοπλατωνικοί δίδαξαν πως η ανθρώπινη ψυχή είναι ~ του θείου νου (Theodoridis) |
- το ον μπορεί να θεωρηθεί εσωτερική ~ της νόησης (Papanoutsos)
- ② result, consequence (syn ακολουθία 1b, αποτέλεσμα, επακόλουθο, συνέπεια):
- λογική, φυσική ~ |
- ~ αναζητήσεων, ενεργειών |
- ~ μιας αντίληψης, θεωρίας, νοοτροπίας, παρεξήγησης |
- το Kυπριακό είναι ~ μιας επεκτατικής πολιτικής (της Tουρκίας) |
- οι καταχρήσεις εις βάρος των εργατών είναι ~ του συστήματος |
- τα έργα του πνεύματος υπήρξαν πάντα ~ μιας ψυχοφυσιολογικής πραγματικότητας (Prevelakis) |
- η εξέγερσή του είναι ~ στυγνής απόγνωσης (Panagiotop) |
- μερικές από τις αρχές που πρεσβεύει τις θεωρούμε άμεση ~ των ιδεών του Διαφωτισμού (Vranousis) |
- ~ της μεγάλης προσδοκίας ήταν η υπομονή (Psathas)
[fr kath απόρροια ← PatrG ← K, AG]
- ① philos product of emanation, efflux (syn απορροή 2b):
- απορροφημένος, -η, -ο [aporofiménos] (L)
- engrossed or absorbed (in), preoccupied (w.), enraptured (by) (syn απασχολημένος 3, προσηλωμένος):
- απορροφημένο ύφος |
- ~ στο διάβασμα, στη μελέτη |
- ~ από την αγάπη, τη γοητεία, την ομορφιά |
- ~ από τις δουλειές, τις σκέψεις, τις σκοτούρες του |
- μοιάζει, προσεύχεται ~ |
- η αδερφή του ήταν ολότελα απορροφημένη από την εκκλησία (Thrylos) |
- ξεχνιότανε ονειροπαρμένη, απορροφημένη από τη σιωπηλή μουσική (Theotokas) |
- περπατούσαν απορροφημένες σε ασήμαντες λεπτομέρειες (Moatsou-V)
[ppp of απορροφώ]
- engrossed or absorbed (in), preoccupied (w.), enraptured (by) (syn απασχολημένος 3, προσηλωμένος):
- απορρόφηση [aporófisi] η, gen απορροφήσεως & απορρόφησης, (L)
- ① drawing up or off, attraction (of gases etc), suction, (near-syn αναρρόφηση 2b):
- μηχάνημα απορροφήσεως σκουπιδιών |
- οι απορροφητήρες κατέρριψαν κάθε ρεκόρ, επιτυγχάνοντας 580 κυβικά μέτρα ~ την ώρα
- ⓐ absorption, interception:
- στο χώρο του Aιγαίου υπάρχει έντονη ~ της σεισμικής ενέργειας
- ② physiol absorption, ingestion:
- η μέθοδος απορροφήσεως της ουσίας αυτής από τον οργανισμό και οι παρενέργειές της δεν είναι γνωστές |
- ο υψηλός βαθμός θερμοκρασίας ευκολύνει την ~ του κρόκου και την αύξηση του εμβρύου (Segditsas)
- ⓑ absorbed or ingested (noxious) matter:
- είχε προσβληθεί από αμυγδαλίτιδα· αναζωπυρώθηκε έτσι από τις απορροφήσεις ένα παλαιό του έλκος (Terzakis)
- ③ fig absorption, assimilation, integration, incorporation (near-syn αφομοίωση):
- ~ των προσφύγων, του πλεονάζοντος πληθυσμού |
- ~ των στοιχείων της παράδοσης |
- γίνονται δημόσια έργα για την ~ των στοιχείων της παράδοσης |
- γίνονται δημόσια έργα για την ~ των ανέργων εργατών |
- παρουσιάζεται επικράτηση του ελληνικού στοιχείου και βαθμιαία ~ των υπολειμμάτων των Σλάβων (Vacalop, adapted) |
- όταν μιλούμε για γλωσσική αφομοίωση, δεν εννοούμε και ~ των ξένων από την αμερικανική χοάνη (Palaiologos) |
- η βιομηχανική καθυστέρηση στέκεται εμπόδιο στην ~ αυτού του δυναμικού (Zachareas)
- ⓒ absorption, utilization, consumption (near-syn κατανάλωση):
- ~ της παραγωγής ρετσίνας, ροδάκινων |
- ~ ξένων κεφαλαίων στην οικονομία |
- θυσιάζει ένα μέρος από τα κέρδη του στην έκδοση έργων προορισμένων σε βραδύτερη ~ (Dimaras)
- ⓓ taking over, absorption, engulfing:
- οι κομμουνιστές ελπίζανε στην ταχύτερη ~
- ④ engrossment, preoccupation, absorption (syn προσήλωση):
- ~ από τα μαθήματα |
- έπαιξε με πλήρη συνείδηση, με πλήρη ~, έμπνευση (Athanasiadis-N) |
- η τέχνη γεννάει βαθύτατη συγκίνηση κι ~ (Andronikos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απορρόφησις, der of απορροφώ]
- ① drawing up or off, attraction (of gases etc), suction, (near-syn αναρρόφηση 2b):



