Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: %καλ%
157 items total [41 - 50]
ακαλμάριστος, -η, -ο [akalmáristos]
  • uncalmed, unsoothed (syn αγαλήνευτος, ακατεύναστος, που δεν έχει ηρεμήσει):
    • η θάλασσα είναι ακαλμάριστη ακόμα, έχει κύμα |
    • ο πελάτης είναι ~, έχει πολύ θυμώσει |
    • τα νεύρα του είναι ακαλμάριστα his nerves are unsoothed |
    • ~ θυμός unappeased anger

[cpd w. καλμάρω: ppp καλμαρισ-μένος]

ακαλοκάρδιστος, -η, -ο [akalokár∂istos]
  • not having had happiness in one's life (syn κακοκαρδισμένος, ant ακακοκάρδιστος, καλοκαρδισμένος):
    • μια μάνα τυρρανισμένη κι ακαλοκάρδιστη

[cpd w. καλοκαρδίζω, cf καλοκαρδισ-μένος]

ακαλοπλήρωτος, -η, -ο [akaloplírotos]
  • not deservedly compenstated (syn κακοπληρωμένος) βαριά δουλειά και ακαλοπλήρωτη

[cpd w. καλοπληρώνω, cf ppp καλοπληρω-μένος]

ακαλοσύνευτα [akalosínefta] adv
  • in (still) bad weather:
    • εκίνησε να πάη ~.
ακαλοσύνευτος, -η, -ο [akalosíneftos]
  • ① not cleared-up, not become clearer (ant καλοσυνεμένος, βελτιωμένος):
    • ~ καιρός
  • ② characterized by unimproved weather conditions, also fig.:
    • θά 'ρθη και μέρα ακαλοσύνευτη

[cpd w. καλοσυνεύω, q.v.]

ακαλούπιαστος, -η, -ο [akalúpjastos]
  • ① not fitted into a matrix, made without the use of matrix, mold, or form (ant καλουπιασμένος) ακαλούπιαστες πλίθες, ακαλούπιαστα τούβλα:
    • ακαλούπιαστο καπέλο
  • ② unshaped (syn αδιαμόρφωτος, ασουλούπωτος):
    • ακαλούπιαστο κορμί |
    • poem και κείνα τ' ακαλούπιαστα τ' αθώα τους (sc των παιδιών) λογάκια |
    • | νερά στου βιου μου τη φωτιά (TMelas)

[cpd w. καλουπιάζω; cf ppp καλουπιασ-μένος]

ακαλπονόθευτος, -η, -ο [akalponóθeftos]
  • unrigged, honest (syn ανόθευτος):
    • ακαλπονόθευτες εκλογές δεν έγιναν συχνά |
    • ελεύθερη και ακαλπονόθευτη ψηφοφορία

[cpd w. καλπονοθεύω; cf ppp καλπονοθευ-μένος]

ακάλτσωτος, -η, -ο [akáltsotos]
  • wearing no socks or stockings, stockingless, bare-legged (syn more freq ξεκάλτσωτος, ant καλτσωμένος)
  • ⓐ having no feathers on the legs, of birds:
    • ακάλτσωτο περιστέρι

[cpd w. καλτσώνω; cf ppp καλτσω-μένος & ξε-κάλτσωτος]

ακάλυπτος, -η, -ο [akáliptos] (L)
  • ① not covered, uncovered, open (syn ασκέπαστος, ανοιχτός):
    • ~ χώρος, ακάλυπτες επιφάνεις |
    • τα περισσότερα δάπεδα έμειναν ακάλυπτα most of the floors were left uncovered (in an archeological site) |
    • ~ οχετός open top culvert |
    • ~ υπόνομος open sewer |
    • ακάλυπτο πηγάδι (L φρέαρ) open well
  • ⓐ not hidden, unveiled, uncovered, bare (syn ασκέπαστος, γυμνός):
    • ακάλυπτη κεφαλή |
    • με το ακάλυπτο το κεφάλι bareheaded |
    • είχε το στήθος ακάλυπτο she was topless |
    • ακάλυπτο πρόσωπο unveiled face |
    • γυμνό, ακάλυπτο το ελληνικό τοπίο |
    • φορεί πέπλο και ιμάτιο με ακάλυπτο μόνο το δεξί μέρος του στήθους (Karouzou)
  • ⓑ roofless, unroofed, of building (syn αστέγαστος, ξέσκεπος, χωρίς σκεπή or στέγη):
    • ακάλυπτο σπίτι
  • ② milit without cover, unsupported against the enemy's fire, unprotected by natural or artificial cover, without a protective umbrella, exposed to attack (syn χωρίς προκάλυμμα, χωρίς κάλυψη):
    • η χώρα περίμενε πίσω ακάλυπτη |
    • ακάλυπτο μέτωπο uncovered front |
    • ακάλυπτο πλευρό exposed flank |
    • μια ελληνική μοίρα του ορειβατικού σχεδόν ακάλυπτη |
    • το σύνταγμα προχωρεί ακάλυπτο |
    • ακάλυπτη κίνηση uncovered movement |
    • ακάλυπτη προσπέλαση uncovered or open air approach
  • ③ unshielded, not taken care of:
    • πολλοί υπερασπιστές στέκονταν ακάλυπτοι επάνω στα ερείπια των τειχών (Vacalop) |
    • ο νόμος καλύπτει κατά κάποιον τρόπο όσα ο ιδιώτης αφίνει ακάλυπτα
  • ④ unconcealed, open, direct (syn απροκάλυπτος, ανοιχτός):
    • (οι σάτιρες) συχνά ... έφταναν και ως την ακάλυπτη απειλή (Dimaras)
  • ⑤ based on, or offering, no collateral or guarantee, of debtor:
    • ο οφειλέτης είναι ~
  • ⓒ having insufficient collateral in precious metals, esp gold, of paper money:
    • ακάλυπτο χαρτονόμισμα
  • ⓓ without collateral in assets or in bank deposits (syn χωρίς αντίκρυσμα):
    • ακάλυπτο δάνειο loan on overdraft |
    • ακάλυπτη επιταγή check drawn on insufficient funds, rubber, check, bad check (Brit dud cheque)

[fr AG ἀκάλυπτος, cpd w. AG καλυπτός]

ακαλυτέρευτος, -η, -ο [akalitéreftos]
  • unimproved, whose condition has not been ameliorated:
    • η κατάσταση του αρρώστου παραμένει στάσιμη, είναι ακαλυτέρευτη

[cpd w. καλυτερεύω]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7 ...16   Next >
Go to page:Go