Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: %ευρ%
68 items total [11 - 20]
αλευρικό [alevrikó] το, region. (East Aegean Islands)
  • flour sieve (syn in αλευροκόσκινο)

[recorded also in Somavera, substantiv. n of αλευρικός 'of flour']

άλευρο [álevro] το, (L)
  • flour, meal:
    • άλευρα αρτοποιίας |
    • κάνει εμπόριο με άλευρα |
    • folkt πήγε ... να πάρη λίγο ~ ή κανένα ψωμί να φάνε τα παιδιά του (Loukatos)

[fr K (pap BC & down to 8th c. AD), PatrG (5th c. AD) ἄλευρον, usu pl]

αλευρο- [alevro] 1st me of cpds
  • of άλευρον or αλεύρι.
αλευροβιομηχανία [alevroviomixanía] η,
  • flour industry:
    • η ~ κατά τα 1927 έφτασε να παράγη 75% άσπρο αλεύρι και μόνο 25% πιτυρούχο (Saratsis)

[neol, cpd w. βιομηχανία]

αλευροβιομήχανος [alevroviomíxanos] ο,
  • flour manufacturer, owner of a flour mill (syn αλευροποιός 2):
    • (το κιτρινωπό χρώμα των μακαρονιών από τη γλουτίνη του σιταριού) το προσθέτουν καμιά φορά οι αλευροβιομήχανοι, όταν δεν υπάρχη από φυσικό του (Saratsis)

[cpd w. βιομήχανος]

αλευροδόχη [alevro∂ó i] η,
  • wooden bin in the mill into which the ground flour falls, flour bin (syn αλευροθήκη, αλευρού):
    • poem κ' εφτά σκουληκοπόταμοι κινούν στη μαύρη αλευροδόχη (Kazantz Od 11.159)

[cpd w. -δόχη : δέχομαι; cf αμμοδόχη, καπνοδόχη (K), ουροδόχη etc bes καπνοδόχος, ουροδόχος etc]

αλευροειδής, -ής, -ές [alevroi∂ís] (L)
  • farinaceous, floury (syn αλευρώδης)

[der w. suff -ειδής]

αλευροθήκη [alevroθíci] η, s. αλευροδόχη

[fr MG (Hesychius s. πυελίς) αλευροθήκη, cpd w. θήκη]

αλευρόκολλα [alevrókola] η,
  • paste (syn κόλλα από αλεύρι)
  • ⓐ gluten (syn γλουτένη, γλουτίνη):
    • το σιτάρι έχει μέσα του ... το λεύκωμα, που το λέμε εκεί ~ ή γλουτίνη, και το άμυλο (Saratsis)

[cpd w. κόλλα]

αλευροκόσκινο [alevrokóscino] το,
  • flour sieve (syn αλευρικό, αλευρόσιτα, κρησάρα)

[cpd w. κόσκινο]

< Previous   1 [2] 3 4 5 ...7   Next >
Go to page:Go