Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: %δοκ%
31 items total [1 - 10]
αγελαδοκομία [ayela∂okomía] η, (L)
  • cattle breeding (syn αγελαδοτροφία) .
αγελαδοκόμος [ayela∂okómos] ο, (L)
  • cattle breeder (syn αγελαδοτρόφος) .
αδόκητα [a∂ócita] adv
  • unexpectedly, in an unforeseen way (syn απροσδόκητα, απρόβλεπτα):
    • την είχα ιδεί ~ και για πρώτη φορά διαχυτική (Terzakis) |
    • (η ίδια ζάλη) τον τυλίγει, σα να δέχτηκε ~ ένα μουγγό χτύπημα (id.) |
    • τα θέματα όσα δανείζεται από το δημοτικό τραγούδι συμπλέκονται ~ και μας ξενίζουν (Dimaras) |
    • (την κατοπινή λαμπρή εξέλιξή του)... τόσο νωρίς και ~ την σταμάτησε ο θάνατος (Tsatsos) |
    • poem ξάφνου πλημμύριζεν ~ η καρδιά του (Sikelianos)

[fr AG ἀδόκητα = ἀδοκήτως]

αδόκητος, -η, -ο [a∂ócitos] (L)
  • unexpected, unforeseen (syn απροσδόκητος, απρόβλεπτος):
    • ~ θάνατος, αδόκητη δολοφονία, αδόκητη επίθεση |
    • αδόκητο πλήγμα |
    • αδόκητη συμφορά |
    • η συγκίνησή μας είναι μεγάλη για τον αδόκητο χαμό του ανθρώπου και φίλου |
    • ξάφνου μια κάποια φράση, μια λέξη αδόκητη, σε κάνει να σταθής άναυδος (Terzakis) |
    • εξέσπασε μία αδόκητη αντιδικία ανάμεσα στον κόσμο των σπουδαστών της Θεολογικής Σχολής και στη συλλογική μας εθνική ηγεσία (Dimaras) |
    • ο νέος παθαίνει κάτι αδόκητο, νοιώθει τώρα τον εαυτό του πιο σιμά στο δάσκαλο (Theodorakop) |
    • poem ω μοναξιά μου, | μοναξιά μου αδόκητη (Sikel) |
    • τώρα ο αχός...| ...| σκει την ψυχή μου...| κι αδόκητο στα σπλάχνα μου ξανοίγει κλονισμό (id.)

[fr AG ἀδόκητος]

αδοκίμαστα [a∂ocímasta] adv
  • without trial or test (syn χωρίς δοκιμή)

[der of αδοκίμαστος]

αδοκίμαστο [a∂ocímasto] το,
  • sth untried:
    • είναι μια φυγή από το γνωστό, από το βιωμένο, προς το ~ (KParaschos).
αδοκίμαστος, -η, -ο [a∂ocímastos]
  • ① untried, unexamined, untested, unattempted (syn ανεξέλεγκτος, ant δοκιμασμένος):
    • αδοκίμαστο αυτοκίνητο, εργαλείο untested car, tool |
    • νέοι αδοκίμαστοι ως ποιητές |
    • ~ ως ικανότητα διοικητική |
    • αχώνευτες και αδοκίμαστες θεωρίες |
    • (η δημοτική γλώσσα) έστεκεν ακόμα σχεδόν αδοκίμαστη στον πεζό λόγο (Palam) |
    • ποιος κλονισμός ~ με συγκλονούσε... (id.) |
    • τι να κάμω πια στον κόσμο, δεν είχε πια καμιά χαρά, καμιά αδοκίμαστη αμαρτία να μου δώση (Kazantz) |
    • έκαναν την εμφάνισή τους στην επίθεση και τ' αδοκίμαστα ακόμα από τον Έλληνα στρατιώτη, τα θρυλικά άρματα μάχης (Terzakis) |
    • (το πουλάρι) κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο (DChatzis) |
    • οι υποψήφιοι μοναχοί κείρονται συνήθως αδοκίμαστοι (Vacalop) |
    • poem κι ας ήμουνα ο στερνός και στο κουπί ~ (Sikel) |
    • κάλλια αδοκίμαστη να μένη η πρώτη αγάπη (Vlastos)
  • ② untasted, of food or drink:
    • φαγητό αδοκίμαστο untasted food |
    • κρασί αδοκίμαστο |
    • το γλυκό είναι ακόμη αδοκίμαστο
  • ③ not fitted, unfitted (syn απροβάριστος):
    • αδοκίμαστο κοστούμι |
    • αδοκίμαστα παπούτσια unfitted shoes |
    • αδοκίμαστα πήρα από το ράφτη τα ρούχα μου

[fr MG αδοκίμαστος ← K, AG]

αδόκιμα [a∂ócima] adv
  • inappropriately, improperly (syn καταχρηστικώς):
    • η λέξη χρησιμοποιείται εδώ ~ the word is used improperly here

[der of αδόκιμος]

αδόκιμος, -η, -ο [a∂ócimos] (L)
  • not approved, unsatisfactory, unacceptable (syn μη δόκιμος, απαράδεκτος, απόβλητος):
    • αδόκιμη γλώσσα, λέξη |
    • αδόκιμες, ανάττικες εκφράσεις not classical expressions |
    • αδόκιμη μετάφραση |
    • αδόκιμα έργα |
    • μέτριο και αδόκιμο μυθιστόρημα |
    • ο στίχος είναι ~ |
    • αδόκιμο ύφος style not approved |
    • ~ τύπος unclassical form |
    • ~ συγγραφέας |
    • υπάρχουν συγγραφείς δόκιμοι και συγγραφείς αδόκιμοι |
    • μερικοί νέοι ηθοποιοί... άπειροι κ' εντελώς αδόκιμοι σχημάτισαν ένα θίασο (Thrylos) |
    • νέοι και άπειροι ακόμη καλλιτέχνες είναι πλούσιοι από εμπνεύσεις, αλλά... από τη φυσικήν αδεξιότητα του αδόκιμου ακόμη τεχνίτη... δεν κατορθώνουν κλ (Papanoutsos)

[fr MG αδόκιμος ← AG]

αδωροδόκητα [a∂oro∂ócita] adv
  • incorruptibly, honestly.
< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go