Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 396 items total [261 - 270] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανακοινωτικός, -ή, -ό [anacinotikós]
- of, or pertinent to, communication:
- η παραδοσιακή αναπαράσταση του άι-Γιώργη είναι ανακοινωτικό στοιχείο
[neol, der of *ανακοινωτός]
- of, or pertinent to, communication:
- ανακόλλι [anakóli] το, obsol
- plaster (syn έμπλαστρο, μπλάστρι):
- κυρά, το τοίμασες τ' ~; (Palam)
[der of ανακολλώ 'stick together']
- plaster (syn έμπλαστρο, μπλάστρι):
- ανακολουθία [anakoluθía] η,
- inconsistency, inconsequence, incoherence (syn ασυνέπεια, ant λογική συνάρτηση, συνέπεια):
- έντονη, φανερή, χτυπητή ~ |
- τερατώδης ~ |
- πνευματική ~ |
- ~ στις σκέψεις or λογική ~ |
- ~ δυσεξήγητη |
- το έργο παρουσιάζει ανακολουθίες |
- εδώ υπάρχει μια ιδεολογική ~ που ισοδυναμεί με σκάνδαλο (Athanasiadis-N) |
- θα ήταν επιστημονική ~ να μην εκσοσιαλιστεί η οικονομική και ηθική παντοδυναμία του τύπου (id.) |
- πολλοί έχουν χτυπητές αντιφάσεις ή ανακολουθίες επειδή δεν πρόσεξαν τα κείμενά τους ή δεν τα ξαναδιάβασαν (AVlachos) |
- στην κακία ο Σωκράτης έβλεπε την ασυνέπεια και την ~, τη μωρία (Papanoutsos) |
- παραλογισμός .. θα πει ~ ενοφθαλμισμένη στη δομή της ζωής (Terzakis) |
- ~ αποτελούν και οι καμπύλες ως προς τη γεωμετρική κανονικότητα (Michelis)
[fr K ἀνακολουθία, der of ἀνακόλουθος]
- inconsistency, inconsequence, incoherence (syn ασυνέπεια, ant λογική συνάρτηση, συνέπεια):
- ανακόλουθο [anakóluθo] το, (L)
- ① logic inconsequential reasoning, non-sequitur (syn ανακόλουθος or ξεκάρφωτος συλλογισμός):
- ένα ~ υπήρχε στα λόγια των εργατών |
- με συστηματική σκέψη, με αυστηρή λογική, χωρίς ανακόλουθα να περικυκλώσομε το θέμα, ώστε να μας γίνει περισσότερο προσιτό (Theodorakop)
- ② gramm anomalous syntax:
- στο παράδειγμα αυτό έχουμε ~
[fr K το ἀνακόλουθον, substantiv. for -ον σχῆμα]
- ① logic inconsequential reasoning, non-sequitur (syn ανακόλουθος or ξεκάρφωτος συλλογισμός):
- ανακόλουθος, -η, -ο [anakóluθos] (L)
- not agreeing w. oneself, inconsistent, inconsequent, incoherent (syn ασυνεπής, ασυνάρτητος, ξεκάρφωτος, ant συνεπής):
- λόγος ~ incoherent speech |
- logic ~ συλλογισμός inconsequential reasoning (syn ανακόλουθο, ξεκάρφωτος συλλογισμός) |
- ανακόλουθες ιδέες inconsequential ideas (syn παραλογισμοί) |
- ~ άνθρωπος person inconsistent to his principles |
- ~ χαρακτήρας |
- ανακόλουθη συμπεριφορά |
- έκαμε μια πράξη ανακόλουθη |
- έργο στριφνό, κάποτε ανακόλουθο, γεμάτο υπονοούμενα (Dimaras) |
- η εκτέλεση του θεατρικού έργου είναι ιστορικά ανακόλουθη (Athanasiadis-N) |
- τον Lipps τον είπαν ανακόλουθο και αντιφατικό (Papanoutsos) |
- τα γεγονότα τον έδειξαν .. ζώντα μέσα σε μια ασύλληπτη και ανακόλουθη πραγματικότητα (Spandonidis) |
- "συμπληρώσεις" και "βελτιώσεις" στο έργο παρουσιάζουν τον συγγραφέα ανακόλουθο, ασυνεπή στις μεθοδολογικές αρχές του (Papanoutsos) |
- ο Xατζιδάκης στο γλωσσικό ζήτημα ήταν ~ και ασυνεπής προς τον εαυτό του για πολλούς (Tzartzanos)
- ⓐ synt, rhet ανακόλουθο σχήμα το, figure of speech w. changed construction, anacoluthon
[fr K ἀνακόλουθος]
- not agreeing w. oneself, inconsistent, inconsequent, incoherent (syn ασυνεπής, ασυνάρτητος, ξεκάρφωτος, ant συνεπής):
- ανακομιδή [anakomi∂í] η, (L) eccl
- removal and transfer (of relics) (syn μεταφορά σε άλλον τάφο ή άλλο μέρος):
- ~ των οστών or των λειψάνων |
- έκαμαν την ~ του πατέρα τους |
- μερίμνησε για την ~ και τη μεταφορά των λειψάνων στο ναό X. |
- ανακηρύχθηκε σε άγιο από το Πατριαρχείο μετά την ~ των λειψάνων του στην Ύδρα από τη Pόδο, όπου είχε μαρτυρήσει (1800) (Pallas) |
- έγινε με λαμπρή τελετή η ~ των λειψάνων του πατριάρχη Aνθίμου Στ΄ (Vacalop) |
- σε πετσέτες ήταν τυλιγμένα κρανία αποθαμένων, των οποίων είχε γίνει η ~ (Moraitidis)
[fr MG ← K, PatrG ἀνακομιδή ← AG]
- removal and transfer (of relics) (syn μεταφορά σε άλλον τάφο ή άλλο μέρος):
- ανακομίζω [anakomízo] aor ανεκόμισα, pass ανακομίσθηκε, (L)
- remove and transfer (the relics to another place):
- στη μονή Zωοδότου ανακομίσθηκαν τα οστά της Θεοδώρας Tόκκου (που πέθανε το 1429) (MChatzidakis) |
- ο έγγονος του Iωσήφ, ο ηγούμενος, ανεκόμισε τα οστά του παππού του και τα έβαλε σε λάρνακα μέσα στο ναό (Varelas)
[fr MG ανακομίζω ~ K, PatrG ~ AG]
- remove and transfer (the relics to another place):
- ανάκοπα [anákopa] adv (& ανέκοπα region. & Kaz-Kakr)
- without tiredness, effortlessly (syn άκοπα2):
- να παραβγούν τους αντροκάλεσε, και σε όλα τους νικούσε ανέκοπα (Homer Il 4.390 Kaz-Kakr) |
- κι από μακριά ο θεός _ γλυτώνει τον που θέλει (Homer Od 3.231 Kaz-Kakr) |
- .. το σπίτι τούτο τ' όμορφο λέω του Oδυσσέα πως θα 'ναι· | θα το ξεχώριζες και μες σε πλήθος άλλα (ib 17.265)
[cpd of αν- & άκοπα]
- without tiredness, effortlessly (syn άκοπα2):
- ανακοπή [anakopí] η, (L)
- ① curbing, arrest (syn ανάσχεση L, συγκράτηση):
- ~ της πορείας, της ταχύτητος, της προελάσεως του ιππικού, του εχθρικού στρατού |
- ~ του ρεύματος του πλημμυρισμένου ποταμού |
- ~ του μεταναστευτικού ρεύματος προς τις βιομηχανικά υπεραναπτυγμένες χώρες |
- ~ του ρυθμού της προόδου |
- med ο γιατρός διεπίστωσε ~ στην εξέλιξη του καρκίνου |
- η Δήλος δοκίμασε μια μεγάλη ~ στην ιστορία τον 6ο αι. π.X. |
- δούλεψε κατά τη συνήθειά του χωρίς ~ (Prevelakis)
- ⓐ stunting:
- ~ της αναπτύξεως |
- ~ της καλλιτεχνικής εξελίξεως checking (arrest) of the artistic evolution
- ② physiol, med stoppage of an organ's function, arrest:
- ~ της καρδιάς heart stoppage, cardiac arrest |
- καρδιακή ~ από ηλεκτροπληξία |
- υπέστη ~ της καρδίας και έπεσε ημιαναίσθητος
- ③ law caveat, legal notice given by an interested party to an officer not to act until the party is heard in opposition:
- μου εκοινοποίησε ~ |
- κάνω ~ enter a caveat |
- ~ βουλεύματος delay granted on the basis of a caveat
[fr ανακοπή (in part fr kath) ← K, PatrG ἀνακοπή, der of ἀνακόπτω]
- ① curbing, arrest (syn ανάσχεση L, συγκράτηση):
- ανακόπτω [anakópto] ipf ανέκοπτα, aor ανέκοψα & ανάκοψα, subj ανακόψω, pass ανακόπτομαι, aor ανεκόπη & ανακόπηκε, subj ανακοπώ, (L)
- ① head off, hold, check, hamper, arrest, stem (syn αναχαιτίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, περιορίζω):
- του ανακόπτει το δρόμο, την πορεία του |
- η λέσχη δεν ανέκοψε τη δράση της |
- ο θάνατος ανέκοψε το έργο του |
- να μην ανακόπτεται η εξέλιξη του παιδιού |
- ανακόπηκε το κύμα της διαρροής, της φυγής, της διαφθοράς |
- η οικονομική πολιτική της Kυβερνήσεως ίσως ανακόψει το ρεύμα του πληθωρισμού |
- η πληθωριστική φοβία ανέκοψε και αυτήν ακόμη την περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα |
- δεν θα ανακοπεί το ρεύμα του περιηγητισμού, το μεταναστευτικό ρεύμα |
- τίποτε δεν ανέκοψε την πρόοδο της επιχειρήσεως κλ |
- η πρόοδος ανεκόπη με τον πόλεμο |
- η κρίση ανέκοψε την οικονομική πρόοδο της χώρας |
- αντίπαλες δυνάμεις προσπαθούν να ανακόψουν την πρόοδο της εκπαιδεύσεως, την εκπαιδευτική αναγέννηση, αλλά η πρόοδος δεν ανακόπτεται
- ⓐ milit, naut, transportation etc stem:
- ο εχθρός ανέκοψε την προέλασή του |
- η προέλαση του στρατού ανεκόπη |
- το πυροβολικό προσπαθούσε ν' ανακόψει την έφοδο |
- ο λόχος ανάκοψε την ορμή του |
- τα πλοία έπρεπε να ανακόψουν πλουν (Venezis) |
- επάσκισαν ν' ανακόψουνε τη φωτιά (Petsalis-D)
- ⓑ cut, reduce:
- το τραίνο ανακόπτει την ταχύτητα |
- ν' ανακόψεις την ταχύτητα του αυτοκινήτου
- ② law ~ (δικαστικό) βούλευμα enter a caveat of the order (resolution) (syn κάνω ανακοπή του βουλεύματος) ; s. ανακοπή 3 [fr MG ανακόπτω 'hamper, stay, stem' ← K, PatrG àνακόπτω 'check, restrain' ← AG] cf ανακόβω.
- ① head off, hold, check, hamper, arrest, stem (syn αναχαιτίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, περιορίζω):



