Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 396 items total [271 - 280] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανακούκουρδα s. ανακούρκουδα.
- ανακουκουρδίζω s. ανακουρκουδίζω.
- ανακουνώ [anakunó] ανακουνάς, aor ανακούνησα, mediop ανακουνιούμαι & ανακουνιέμαι, aor ανακουνήθηκα & ανακουνίστηκα, ppp ανακουνημένος & ανακουνισμένος
- ① act. move sideways, stir, shake:
- ανακούνα τον τέντζερη |
- μην ανακουνάς τα κλαριά, θα πέσουν τ' αχλάδια |
- οι ξαδέλφες τσιβίζουν χαμηλόφωνα ανακουνώντας τα κεφάλια τους (Athanasiadis-N) |
- ανακουνούσε αδιάκοπα το χέρι και φώναζε στους φρουρούς πως ήταν Έλληνας (id.) |
- το ζο ανακούνησε οκνά τ' αφτιά του (Makistos)
- ② mi ανακουνιούμαι & ανακουνιέμαι move about:
- ανακουνήθηκε στον ύπνο του κ' η γριά έσπευσε να ξεμακρύνει να μην τον ξυπνήσει (AGeorgiadis-A)
- ⓐ shake (syn L συνταράσσομαι):
- ανακουνίστηκε η γη από το σεισμό, από το τουφεκίδι
[fr MG ανακουνώ (Kriaras' Lex, s. ανακινώ) ← AG ἀνακινῶ]
- ① act. move sideways, stir, shake:
- ανακούρκουδα [anakúrku∂a] adv (& τανακούρκουδα & ανακούκουρδα)
- ① w. bent knees, in a squatting posture (syn με λυγισμένα γόνατα):
- κάθομαι ~ (syn ανακουρκουδίζω 1) παίζανε καθισμένοι ~
- ② in cross-legged sitting position (syn σταυροπόδι, L οκλαδόν):
- poem είπε και κάθισε ~, σε λογισμούς βυθίστη (Kazantz Od 9.1011)
[fr MG ανακούρκουδα, this possibly fr *ανακώλκυδα, cpd of ανα- & κλωκυδά· το καθήσθαι επ' αμφοτέροις ποσίν Hesych.; or fr ανακούκουδα ← ανακούκουβα (both attested dialectally), the latter cpd of ανα- and κουκούβα. On the form τανακούρκουδα cf αν]
- ① w. bent knees, in a squatting posture (syn με λυγισμένα γόνατα):
- ανακουρκουδίζω [anakurku∂ízo] (& ανακουκουρδίζω)
- ① sit in squatting position (syn κάθομαι ανακούρκουδα)
- ② sit in cross-legged position (Proïa's Lex.) (syn κάθομαι σταυροπόδι) .
- ανακουρκουδισμένος, -η, -ο [anakurku∂izménos]
- seated in crouching position:
- ο θεϊκός πάνθηρας ~ πάνω στον όχτο τανύθηκε και χασμουρήθηκε (Karagatsis)
[ppmi of ανακουρκουδίζω]
- seated in crouching position:
- ανακουρκούδισμα [anakurkú∂izma] το,
- crouch, crouching (syn ανακούρκουδο):
- από το πολύ ~ κόπηκε η μέση μου
[der of ανακουρκουδίζω]
- crouch, crouching (syn ανακούρκουδο):
- ανακούρκουδο [anakúrkuδo] το, s. ανακουρκούδισμα.
- ανάκουστα1 [anákusta] adv
- ① in a low voice, inaudibly (syn χαμηλόφωνα, σιγά, ant ακουστά) or noiselessly (syn αθόρυβα):
- σςς, της ψιθύρισε .. και σαν εζύγωσε ~ σιμά της, της είπε σιγά (Pasagiannis) |
- ψιθύρισε ~ σχεδόν η Λάουρα Kονταρή (Xenop)
- ② in an unheard-of manner (syn ανήκουστα):
- folks. ~ στη φυλακή με τυραγνούν για σένα (Dimitrakos)
[der of ανάκουστος]
- ① in a low voice, inaudibly (syn χαμηλόφωνα, σιγά, ant ακουστά) or noiselessly (syn αθόρυβα):
- ανάκουστα2 [anákusta] τα,
- matters that were not heard:
- poem τη νύχτα ακούει όλα τ' ανάκουστα | στον ατρικύμιστον αέρα (Drosinis).
- matters that were not heard:



