Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: %λιγω%
15 items total [1 - 10]
αναλιγώνω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Διαλύω, ρευστοποιώ, λειώνω:
      • Eίχεν ο ήλιος … τα χιόνι’ αναλιγώσει (Θησ. B´ [11]
      • Xρυσάφι … αναλιγώσαν (Bεντράμ., Φιλ. 105).
    • 2) Συγκινώ ιδιαίτερα:
      • πάσα χάδιο έμορφο όλ’ αναλίγωνέ τον (Θησ. IA´ [503]).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Pευστοποιούμαι, λειώνω·
      • (μεταφ.):
        • σαν το κερί ανελίγωνε (Eρωτόκρ. A´ 756).
    • 2) (Προκ. για άνθρωπο) λειώνω όπως το μέταλλο· καίομαι:
      • Στο χάρκωμα τον κάτσασι γυμνόν ν’ αναλιγώσει (Bεντράμ., Φιλ. 57).

[<πρόθ. ανά + λιγώνω· πβ. και μτγν. αναλειόω (L‑S) - ιδιωμ. λειώνω (ΙΛ). H λ. στο Bλάχ. (λη‑) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]

απολιγώνω.
  • I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. να συνέλθει από λιποθυμία:
    • (Διγ. Esc. 1647).
  • II. (Mέσ.) λιποθυμώ:
    • (Aγν., Ποιήμ. A´ 72).

[<πρόθ. από + λιγώνω. H λ. και σήμ. ποντ.]

ελιγωμένος, μτχ. επίθ.,
βλ. λιγώνω.
ελλιγωμένος, μτχ. επίθ.,
βλ. λιγώνω.
καλιγώνω· καλικώνω· καλλικώνω.
  • 1) Πεταλώνω:
    • καλιγοκάρφια αργυρά ήτον καλιγωμένον (ενν. το φαρίν) (Διγ. Z 307).
  • 2) Yποδένω:
    • απού τον κόπο μας ποτέ πάμε καλικωμένες (Φορτουν. E´ 28).
  • 3) Σολιάζω:
    • (Σαχλ., Aφήγ. 191).

[<ουσ. καλίγιν + κατάλ. ώνω. Λ. γώ το 10. αι. (Soph., όω). O τ. κώ‑ και σήμ. κρητ. O τ. καλλικώνω στο Du Cange (καλληκώνειν, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

καλίγωσις ‑ση η· καλίκωσις ‑ση.
  • Yπόδεση:
    • Pούχα τως και καλίκωσιν γερήν, τήν εφορούσαν (Xούμνου, Kοσμογ. 2553).

[<καλιγώνω + κατάλ. σις. O τ. (κωση) και σήμ. κρητ.]

λίγωμα το.
  • Λιποθυμία:
    • άθρωπος με το λίγωμα ποτέ δεν αποθαίνει (Θυσ. 304).

[<λιγώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

λιγωμάρα η.
  • 1)
    • α) Λιποθυμία:
      • το αίμα απ’ τες πληγές τόσο πολύν εβγήκε που λιγωμάρα του ’δωκε κι ολόκρυο τον αφήκε (Ερωτόκρ. Έ 28
    • β) εξάντληση, εξασθένηση:
      • λιγωμάρα μ’ έπιασεν κι η όψη μου εχλομιάστη (Ch. pop. 573).
  • 2) Σφοδρή επιθυμία, πόθος· λαχτάρα, ανυπομονησία:
    • (Κάτης (Χόλτον) 34), (Σαχλ. Ν 288
    • λιγωμάρα τση 'διδε το γλήγορο να μάθει αν … ζει ο Ρωτόκριτος (Ερωτόκρ. Έ 639).

[<ουσ. λίγωμα + κατάλ. ‑άρα. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

λιγώνω· μέσ. λιγώνουμαι· 'λλιώννομαι· ολιγώνομαι· μτχ. παρκ. ελιγωμένος· ελλιγωμένος· 'λλιγωμένος· 'λλιωμένος.
  • I. Ενεργ. (αμτβ. με μέση διάθεση) λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου· εξασθενώ·
    • (εδώ μεταφ.):
      • ο κόσμος μαραίνεται κι η φύση λιγώνει και θα σβήσει; (Πιστ. βοσκ. Ι 1, 210).
  • IΙ. Μέσ.
    • Ά Αμτβ.
      • 1) Λιγοστεύω, μειώνομαι, χάνομαι:
        • η αγάπη εμάρανε, ο πόθος ωλιγώθην (Ριμ. Βελ. ρ 529
        • των προφητών τα λόγια … 'λλιωθήκαν (Θρ. Κύπρ. 450).
      • 2)
        • α) Λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου:
          • ήπεσε κι ελιγώθηκε κι η δύναμή τση εχάθη (Ερωτόκρ. Δ́ 250
        • β) λιγοψυχώ, εξαντλούμαι:
          • από την λύπην την πολλήν ήτονε λιγωμένος (ενν. ο Ιωσήφ) (Χούμνου, Κοσμογ. 1612· 1617).
      • 3) Φθείρομαι, φθίνω, λειώνω·
        • (εδώ μεταφ.):
          • λιγώνομαι, κυρά, διά την πολλήν σου αγάπην (Ερωτοπ. 88).
      • 4) (Με τη λ. πείνα στη γεν.) πεινώ πολύ, ξελιγώνομαι:
        • (Φορτουν. Β́ 100).
    • Β́ (Μτβ.) επιθυμώ πολύ, λιγουρεύομαι:
      • Τα κάλλη της τα νόστιμα λιγώνομαι (Λίβ. Esc. 2395
      • (προκ. για φαγητό):
        • Γάλα, μυζήθρα και τυρί … λιγώνεσαί τα (Στάθ. Β́ 136).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Λιπόθυμος, αναίσθητος:
      • ας πηαίνω, πρίχου σηκωθεί η λιγωμένη Σάρρα (Θυσ. 269
      • (μεταφ.):
        • ανάζησε η λιγωμένη αγάπη (Θησ. Δ́ [363]).
    • 2) Γοητευμένος, εκστασιασμένος:
      • όμορφη η γι-Αρκαδιά και λιγωμένη στέκει την ώρα τούτη πολλά χαριτωμένη (Πιστ. βοσκ. Ι 4, 195).

[μτγν. ολιγόω. Ο τ. 'λλιώννομαι και η μτχ. παρκ. 'λλιωμένος και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (λη‑ και ‑ομαι) και σήμ.]

ξαναλιγώνομαι.
  • Λιποθυμώ πάλι:
    • (Ερωτόκρ. Έ 1091).

[<ξανα‑ + λιγώνομαι. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Δημ.)]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go