Parallel Search
Results for: "οξυγονώνομαι"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- οξυγονώνονται (1) [οξυγονώνομαι - :P3p:D3p:T3p]
-
N1988 P005 L007 …πέτρεπε στους πνεύμονές της να οξυγονώνονται αρκετά. Από τότε που οι γονείς…
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
N1988 P005 L007 …πέτρεπε στους πνεύμονές της να οξυγονώνονται αρκετά. Από τότε που οι γονείς…
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |