Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις. 

Κώστας Κανάκης 

Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] 1996. Σελ. 456.

Εξώφυλλο

Είναι δύσκολο να γράψει κανείς σε λίγες σελίδες μια κριτική παρουσίαση για τη «Γραμματική Τριανταφυλλίδη» - με αυτό το όνομα πέρασε στην ιστορία η Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Και αυτό για δύο λόγους: α) γιατί είναι η πρώτη προσπάθεια συγγραφής νεοελληνικής γραμματικής, «της άγραφης γραμματικής που διαμόρφωσε ο ελληνικός λαός», για εκπαιδευτικούς σκοπούς με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους και β) γιατί το ερώτημα που θέτει ο Τριανταφυλλίδης στα προλεγόμενα -«Θα κατορθώση τάχα η τελευταία αυτή Γραμματική ν' αλλάξη την κατάσταση και να σημειώσει ένα σταθμό;»- έμελλε να έχει θετική απάντηση.[1] Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο, μνημείο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, που αποτελεί προσπάθεια περιγραφής της κοινής νεοελληνικής (ΚΝΕ) αλλά και ρύθμισής της προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της εκπαίδευσης.

Η σύγκρουση που τυπικά συνεπάγεται ο διττός αυτός στόχος αποτυπώνεται γλαφυρά στα προλεγόμενα που ξεπερνούν τις 15 σελίδες, εφόσον η συγγραφική ομάδα[2] καλείται να δικαιολογήσει τις επιλογές της σε μια εποχή που εξακολουθεί να βαραίνει η σκιά του γλωσσικού ζητήματος και η έντονη ιδεολογική πόλωση που αυτό δημιούργησε. Θεωρώ, μάλιστα, ότι τα προλεγόμενα είναι εξίσου σημαντικά με το κυρίως κείμενο και θα ήταν λάθος να τα προσπεράσουμε. Σε αυτά αποτυπώνεται έμμεσα η απόσταση που παίρνουν οι συγγραφείς τόσο από την καθαρεύουσα και την «περιφρόνηση της μητρικής γλώσσας» όσο και από ακραίες μορφές δημοτικισμού που πρέσβευαν τον συστηματικό εξοβελισμό στοιχείων λόγιας προέλευσης. Δεδομένου ότι ο προσανατολισμός τους είναι πρακτικός και εκπαιδευτικός παρά ακαδημαϊκός, επισημαίνουν τις δυσκολίες που συνδέονται με την επιλογή τόσο του «κοινού» γραμματικού τύπου όσο και της ορθογραφίας που περιπλέκεται όχι μόνο από την ιστορία αλλά και από την συνύπαρξη λαϊκών και λόγιων τύπων στην ΚΝΕ, ενώ δεν αποσιωπούν τον ρόλο των γλωσσικών στάσεων του αναγνωστικού κοινού. Το βιβλίο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρύτερου γλωσσικού προγραμματισμού στη σύγχρονη Ελλάδα καθώς και επιλογών που είναι γλωσσικές όσο και πολιτικοκοινωνικές. Παρότι δεν δηλώνεται σαφώς στο κείμενο, θεωρώ ότι άδηλος στόχος ήταν επίσης η θεσμική αντιμετώπιση της γλωσσικής ανασφάλειας αλλά και του αναλφαβητισμού που ευνοήθηκε από την παρατεταμένη διγλωσσία.[3] Η ομάδα αναγνωρίζει την έλλειψη γλωσσικής καλλιέργειας, απότοκο του γλωσσικού ζητήματος, και την πιεστική ανάγκη για μια νηφάλια γραμματική περιγραφή της ΚΝΕ που θα μπορέσει να καλύψει αυτό το κενό. Δεδομένου του περιγραφικού-ρυθμιστικού χαρακτήρα του έργου αλλά και του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται (τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές), δίνεται έμφαση στον περιορισμό της πολυτυπίας αλλά και στο διαφοροποιημένο κύρος κάποιων τύπων που συνυπάρχουν (π.χ. ανάβω-ανάφτω). Ως προς την ορθογραφία, γίνεται νύξη στην πρόταση της επιτροπής για υιοθέτηση όχι μόνον απλούστερης ορθογραφίας αλλά και του μονοτονικού συστήματος, πρόταση που δεν έγινε τελικά δεκτή το 1941. Τέλος, αποσαφηνίζεται η έννοια της ρύθμισης σε σχέση με το περιγραφικό πνεύμα της σύγχρονης γλωσσολογίας αλλά και με την έννοια της γλωσσικής αλλαγής, πάντοτε με γνώμονα την εκπαίδευση - και όλα αυτά με χαρακτηριστική νηφαλιότητα, χωρίς να λείπουν και κάποιες αιχμές. Πρόκειται για έργο στρατευμένα εκπαιδευτικό και όχι στρατευμένα δημοτικιστικό.

Η συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, με την οποία αρχίζει το βιβλίο, περνάει γρήγορα από την πρωτοελληνική και την αρχαία ελληνική στην ελληνιστική (αλεξανδρινή κοινή) που αναγνωρίζεται ως πιο άμεσος πρόγονος της ΚΝΕ, εφόσον τότε άρχισαν να συντελούνται πολλές από τις αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη σημερινή μορφή της ΚΝΕ. Επίσης, σε εκείνη την εποχή τοποθετούνται και οι απαρχές της διγλωσσίας (τότε μεταξύ αττικής διαλέκτου και ελληνιστικής και πολύ αργότερα μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής). Συνεπώς, γίνεται εκτενέστερη αναφορά στον Μεσαίωνα, την τουρκοκρατία και την περίοδο από το 1800 και μετά. Αναφέρεται ότι η προφορική ΚΝΕ διαμορφώθηκε στα κέντρα της Πελοποννήσου, πριν την εξάπλωσή της στη νέα πρωτεύουσα, ενώ η καθαρεύουσα καθιερώθηκε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ως γραπτή γλώσσα (με εξαίρεση τη λογοτεχνία).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εισαγωγή σε ζητήματα φωνητικής όπου αποσαφηνίζεται ο ρόλος της προφοράς σε σχέση με εκείνον της γραφής. Περιγράφονται σύντομα και εύληπτα τα φωνητικά όργανα και οι φθόγγοι της ΚΝΕ βάσει του τόπου και του τρόπου άρθρωσης, και τονίζεται η διάκρισή τους από τη γραπτή αναπαράσταση. Παράλληλα, θίγεται το ζήτημα της διάκρισης μακρών και βραχέων φωνηέντων και επισημαίνεται η απουσία της στην ΚΝΕ. Επιπλέον, εξετάζονται ζητήματα όπως ο τόνος της λέξης αλλά και οι τονικές ενότητες και ο ρόλος της συλλαβής. Η επόμενη ενότητα, που πραγματεύεται τη σχέση φθόγγων και γραμμάτων, συμπληρώνει την πρώτη, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει κοινά φαινόμενα όπως η αφομοίωση (π.χ. σβήνω [zvino] και όχι *[svino]). Ακολουθεί η ενότητα όπου εξετάζονται η συλλαβή και ο τονισμός, στην οποία δίνονται αναλυτικά οι κανόνες χρήσης του πολυτονικού συστήματος, ενώ αποσαφηνίζεται η ιστορική παρά συγχρονική συνάφεια των τόνων και των πνευμάτων στην προφορά της ΚΝΕ. Γίνεται διεξοδική αναφορά στα σημεία της στίξης πριν τεθεί το ζήτημα της ορθογραφίας και της διάκρισής της σε ιστορική και φωνητική, και επισημαίνονται με σαφήνεια τα ιδιαίτερα προβλήματα που παρουσιάζει η ελληνική ορθογραφία. Τα πάθη των φθόγγων, φωνηέντων και συμφώνων, αναφέρονται λεπτομερώς, αλλά θεωρώ πως θα ήταν προτιμότερο να εξεταστούν στην ενότητα της φωνητικής και όχι της γραφής, εφόσον η επιλογή αυτή δεν προάγει τη διάκριση των δύο επιπέδων που εμφανώς επιδιώκουν οι συγγραφείς.

Όπως αναφέρθηκε και στα προλεγόμενα, οι συγγραφείς επιλέγουν να αρχίσουν με τις λέξεις, παρά με το τυπικό, τις οποίες εξετάζουν με βάση τρεις άξονες: α) την καταγωγή, β) τον σχηματισμό και γ) τη σημασία τους. Ως προς την καταγωγή, οι λέξεις κατατάσσονται σε αρχαίες, μεταγενέστερες, ξένες και λόγιες, ενώ τα παραδείγματα είναι πολλά και ενδεικτικά της ποικιλίας του λεξιλογίου της ΚΝΕ και των επιρροών του. Ειδικά ως προς τις ξένες λέξεις δίνονται παραδείγματα αρβανίτικων, βλάχικων, ιταλικών, σλαβικών, αραβικών, περσικών κλπ. δανείων. Ως προς τον σχηματισμό των λέξεων, διακρίνονται οι μηχανισμοί της ονοματοποιίας, της παραγωγής και της καταχρηστικής παραγωγής (με αλλαγή γραμματικής κατηγορίας) και της σύνθεσης. Δίνεται βάρος στους δύο τελευταίους μηχανισμούς που παρουσιάζονται διεξοδικά και στους οποίους αφιερώνονται διαφορετικές ενότητες με πλήθος παρατηρήσεων ως προς τη μορφή και τη χρήση τους σε σχέση με την ομιλία και τη γραφή αλλά και τα κειμενικά είδη. Ο πλούτος αυτών των δύο κεφαλαίων δικαιολογεί την επιμονή της ομάδας και την παρότρυνσή της για γλωσσική καλλιέργεια μέσα από περιγραφή και ρύθμιση ενός συστήματος που δίνει μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες για δημιουργική χρήση. Πολύ αναλυτική είναι και η αναφορά στη σημασία των λέξεων η οποία διακρίνεται σε αφηρημένη και συγκεκριμένη· επισημαίνεται η συνεχής αλλαγή της στον χρόνο (μέσω των μηχανισμών της σημασιολογικής επέκτασης και στένωσης), ενώ διακρίνεται η κυριολεκτική από τη μεταφορική χρήση της. Στο ίδιο πλαίσιο γίνεται αναφορά σε ομώνυμα ή ομόηχα (σατιρικός-σατυρικός), παρώνυμα (αμυγδαλιά-αμυγδαλή), συνώνυμα (φέγγει-φωτίζει), ταυτόσημα (γίδα-κατσίκα), φωνητικά διπλόμορφα (παιχνίδι-παιγνίδι) και ιδιωτισμούς (εννοούνται οι ιδιωματισμοί ή οι συνηθισμένες συμφράσεις, π.χ. κουτσά στραβά) με σχόλια για την ορθή τους χρήση. Η ενότητα για τις λέξεις κλείνει, ιδιοσυγκρατικά θα έλεγα, με τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των κυρίων ονομάτων και τη διάκρισή τους σε ονόματα προσώπων (βαφτιστικά και οικογενειακά) και τοπωνυμίες (ελληνικής και ξένης καταγωγής).

Το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στο τυπικό και αρχίζει με την παραδοσιακή διάκριση σε δέκα μέρη του λόγου που υποδιαιρούνται σε δύο επιμέρους κατηγορίες, τα κλιτά και τα άκλιτα, καθώς και με μια σύντομη αναφορά σε γενικούς γραμματικούς όρους και τις γραμματικές κατηγορίες της πτώσης, του γένους και του αριθμού. Η παρουσίαση αρχίζει με τη μορφή και τη χρήση των άρθρων, οριστικού και αόριστου, ενώ οι διευκρινιστικές παρατηρήσεις αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην κατάχρηση του αόριστου άρθρου ως ξενισμού.

Η παρουσίαση του τυπικού συνεχίζεται με τα ουσιαστικά, κοινά και κύρια, σύμφωνα με την παραδοσιακή ορολογία, ενώ οι κατηγοριοποιήσεις γίνονται βάσει σημασιολογικών κυρίως χαρακτηριστικών, συνυπολογίζοντας παράλληλα κριτήρια όπως η εξωτερική μορφή και η κατανομή των τύπων που προτάσσει η σύγχρονη γλωσσολογία. Το γένος και ο αριθμός των ουσιαστικών εξετάζονται λεπτομερώς και επισημαίνεται η ύπαρξη ουσιαστικών με δύο γένη (ο μπάτσος-η μπάτσα) αλλά και σημασιακές διαφορές που προκύπτουν με την αλλαγή του γένους (η μαρτυρία-το μαρτύριο). Αναγνωρίζονται τρεις κλίσεις για τα ουσιαστικά βάσει του γένους τους: τα αρσενικά στη πρώτη, τα θηλυκά στη δεύτερη και τα ουδέτερα στην τρίτη κλίση, ενώ γίνεται και διάκριση ανάμεσα σε ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα στα όρια κάθε κλίσης. Φυσικά, γίνεται αναφορά και στα ανώμαλα ουσιαστικά που διακρίνονται σε άκλιτα, ελλειπτικά, ιδιόκλιτα, διπλόκλιτα, διπλόμορφα και διπλοκατάληκτα. Η κλιτική μορφολογία των ουσιαστικών παρουσιάζεται με ενάργεια σε πίνακες και ακολουθούν παρατηρήσεις για άλλα ονόματα που ακολουθούν το ίδιο κλιτικό παράδειγμα. Πέρα από την παρουσίαση του τυπικού, όμως, υπάρχουν και χρήσιμες διευκρινίσεις για τη διάκριση της κλίσης των ονομάτων στη δημοτική σε σχέση με την κλίση τους στην αρχαία ελληνική. Επιλέγω εδώ να αναφερθώ, ενδεικτικά, στη συνολική απλοποίηση του συστήματος αλλά και την επισήμανση ότι τη γενική πληθυντικού δεν τη σχηματίζουν όλα τα ονόματα ενώ, όταν υπάρχει, είναι δύσχρηστη.

Ως προς τα επίθετα, οι συγγραφείς αναφέρονται στη δυσκολία της απόλυτης διάκρισής τους από τα ουσιαστικά (π.χ. λεβέντης, τρελός) με κριτήριο τη μορφή, εφόσον η κλίση των επιθέτων είναι ίδια με των ουσιαστικών που εμφανίζουν ανάλογες καταλήξεις (με εξαίρεση τα σε -ύς,-ής που ακολουθούν δική τους κλίση). Η παρουσίαση της κλιτικής μορφολογίας των επιθέτων οργανώνεται βάσει της διάκρισής τους ανάλογα με τις καταλήξεις τους και παρέχονται οι ανάλογοι πίνακες και παρατηρήσεις ως προς τη μορφή και τη χρήση, ενώ τα ανώμαλα επίθετα εξετάζονται ξεχωριστά. Ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή του σχηματισμού των παραθετικών των επιθέτων, μετοχών και επιρρημάτων, καθώς και ένα αναλυτικό κεφάλαιο για τον σχηματισμό των αριθμητικών επιθέτων με πρακτικές παρατηρήσεις.

Οι αντωνυμίες χαρακτηρίζονται ως τύποι που λειτουργούν είτε ως ουσιαστικά είτε ως επίθετα και εμφανίζονται μόνες τους αλλά και σε συνδυασμό με άλλες λέξεις. Κατατάσσονται στις οκτώ παραδοσιακές κατηγορίες (με τις συσχετικές ως υποκατηγορία των αορίστων), ενώ αναγνωρίζονται και περιφραστικές προσωπικές ανωνυμίες όπως η αφεντιά μου, η ευγένειά σας κλπ. Η παρουσίαση της κλίσης τους και της χρήσης τους είναι διεξοδική.

Τα ρήματα και οι μετοχές ολοκληρώνουν την παρουσίαση των κλιτών μερών του λόγου. Τα ρήματα ορίζονται σημασιολογικά με όρους ενέργειας, πάθους ή κατάστασης και εξετάζονται αναλυτικά οι γραμματικές κατηγορίες που τα αφορούν: διάθεση, φωνή, έγκλιση, χρόνος, τρόπος (=ποιόν ενέργειας), αριθμός και πρόσωπο. Δίνεται ιδιαίτερο βάρος στον σχηματισμό αλλά και τη χρήση των τύπων, και υπάρχει πλήθος μορφολογικών και συντακτικών παρατηρήσεων. Αναγνωρίζονται τρεις εγκλίσεις μορφολογικά (οριστική, υποτακτική και προστακτική) αλλά και «συντακτικές εγκλίσεις» όπως η δυνητική, η πιθανολογική και η ευχετική. Σύμφωνα με πολλούς γλωσσολόγους, στην ΚΝΕ η υποτακτική είναι επίσης «συντακτική έγκλιση» και δεν διακρίνεται μορφολογικά από την οριστική. Το γεγονός ότι το βιβλίο υιοθετεί διαφορετική γραφή για τις δύο εγκλίσεις (αντίθετα με την καθιερωμένη σημερινή πρακτική), ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο στην τοποθέτηση των συγγραφέων σε αυτό το θέμα.[4] Ιδιαίτερα ως προς τον σχηματισμό εξετάζονται οι καταλήξεις, τα θέματα, η αύξηση και οι συζυγίες ως άξονες βάσει των οποίων παρουσιάζεται η κλιτική μορφολογία του ρήματος της ΚΝΕ. Θεωρώ ότι οι συγκεντρωτικοί πίνακες είναι υποδειγματικοί για τον εκπαιδευτικό ρόλο του βιβλίου και οι παρατηρήσεις για τυχόν ιδιαιτερότητες και ανωμαλίες όχι μόνο καίριες αλλά και άμεσα κατανοητές.

Στα άκλιτα μέρη του λόγου, οι συγγραφείς πραγματεύονται τα επιρρήματα, τις προθέσεις, τους συνδέσμους και τα επιφωνήματα ορίζοντάς τα με σημασιολογικούς κυρίως όρους αλλά χωρίς να παραβλέπουν τα χαρακτηριστικά της κατανομής τους. Το πλούσιο υλικό της παρουσίασης περιλαμβάνει παρατηρήσεις ως προς τη θέση τους στην πρόταση και τη χρήση τους, χωρίς να παραλείπεται και η αναφορά σε απαρχαιωμένες στερεότυπες εκφράσεις που απαντούν όμως συχνά στην ομιλία και τη γραφή. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε άκλιτες λέξεις με πολλαπλή γραμματική λειτουργία (στοιχεία που ενδέχεται να λειτουργούν ανάλογα ως επιρρήματα, προθέσεις, συνδέσμους ή μόρια) αλλά και στη συντακτική λειτουργία των προθέσεων και των συνδέσμων.

Το παράρτημα της αρχικής έκδοσης περιλαμβάνει έναν πολυσέλιδο ορθογραφικό οδηγό που επιδιώκει να καλύψει τις ανάγκες που δημιουργεί η έλλειψη ορθογραφικού λεξικού της δημοτικής την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο. Παρά τη δήλωση των συγγραφέων ότι οι στόχοι του είναι πολύ περιορισμένοι, ο αναγνώστης θα βρει χρήσιμες γενικεύσεις δοσμένες με συστηματικό τρόπο. Ακολουθεί επιλεκτική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία με γνώμονα την προσβασιμότητά της στο κοινό, ευρετήριο όρων και ορθογραφικό ευρετήριο. Τέλος, η ανά χείρας ανατύπωση του 1996, περιλαμβάνει, εκτός του αρχικού κειμένου, ένα επίμετρο με τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτό το βιβλίο και την ευρύτερα γνωστή σχολική γραμματική Τριανταφυλλίδη του 1976, καθώς και μια ενότητα με τους κανόνες του μονοτονικού συστήματος.

Συνολικά, αυτή η γραμματική-σταθμός για την ελληνική εκπαίδευση, δεδομένης της εποχής που γράφτηκε, εκπλήσσει τον αναγνώστη με την ισορροπία της αλλά και τη νηφαλιότητα και το αίσθημα ευθύνης από το οποίο διακατέχεται η συντακτική επιτροπή σε αυτό το εγχείρημα (η σπουδαιότητά του δεν τους διαφεύγει από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα). Η επιτυχία του εγχειρήματος είναι ζήτημα διαφορετικής τάξης· στοιχειοθετείται όμως όχι μόνο από τη θεσμική του καταξίωση, που είναι ζήτημα πολιτικής, αλλά και από τις σχετικά μικρές διαφορές της σημερινής ΚΝΕ σε σχέση με εκείνη που περιγράφηκε το 1941 καθώς και από τον ρόλο που διαδραμάτισε στη σταδιακή καλλιέργεια της κοινής γλώσσας. Σημαντικότερη όλων, όμως, είναι η συμβολή αυτού του έργου (και των αναπροσαρμογών του σε σχολική γραμματική επί σειρά ετών) στην αποκρυστάλλωση μιας πρότυπης [standard] ΚΝΕ ως του αποτελεσματικότερου μέτρου για την αντιμετώπιση της γλωσσικής ανασφάλειας.

1 Πρβ. και το βιβλίο Νεοελληνική Γραμματική -Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1976), που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1949 και στην αναπροσαρμοσμένη μορφή του υπήρξε το σχολικό βιβλίο γραμματικής πολλών γενεών μαθητών, όπως και του γράφοντα.

2 Η συγγραφή του βιβλίου ανατέθηκε σε επιτροπή με πρόεδρο τον Μ. Τριανταφυλλίδη και μέλη τους Κ. Λάκωνα, Θ. Σταύρου, Α. Τζάρτζανο, Β. Φάβη και Ν. Ανδριώτη (ως γραμματέα).

3 Ή και διμορφία ή κοινωνική διγλωσσία.

4 Βλ. ιδιαίτερα υποσημείωση 2, σελ. 343 «[…] Επικράτησε ωστόσο να γράφεται υποταχτική γενικά ύστερα από το αν, θα, να, ας».

Τελευταία Ενημέρωση: 18 Δεκ 2009, 10:55