ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η γλωσσική πραγματικότητα στην αρχαιότητα 

Κική Νικηφορίδου (2007) 

….Στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν ως τώρα, η εμφάνιση διαλεκτικών στοιχείων είναι προαιρετική. H παρουσία ή η έλλειψή τους από το κείμενο, η συχνότητά τους σε αυτό και το σημείο του κειμένου -διαλογικό ή περιγραφικό- που θα χρησιμοποιηθούν, εναπόκεινται στην προσωπική κρίση του συγγραφέα. Στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία η χρήση των διαλεκτικών στοιχείων είναι τελείως διαφορετική. Αναφέρθηκε νωρίτερα πως στην αρχαία Ελλάδα απουσίαζε μια κοινή γλώσσα. H έλλειψη κοινά αποδεκτής γλωσσικής μορφής χαρακτηρίζει και τη λογοτεχνική παραγωγή. Αντί για μια καθιερωμένη λογοτεχνική γλώσσα επικρατούσε διαλεκτική ποικιλία. «Bασικό γνώρισμα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Aνδριώτης (1992, 23), «και του πεζού και του ποιητικού αρχαίου λόγου είναι ότι παρέμεινε γλωσσικά διαλεκτικός». Κάθε λογοτεχνικό είδος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διάλεκτο στην οποία είχε πρωτοκαλλιεργηθεί. H σύνδεση του γραμματειακού είδους με τη διάλεκτο στην οποία καταγράφηκε για πρώτη φορά και με την οποία έγινε γνωστό ήταν έντονη και κατά κάποιον τρόπο δημιούργησε μια σταθερή λογοτεχνική παράδοση τόσο ισχυρή, ώστε κάθε συγγραφέας, προκειμένου να συνθέσει στο συγκεκριμένο είδος, ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τη διάλεκτο του είδους, ανεξάρτητα από τη δική του καταγωγή και τη μητρική του διάλεκτο. Το φαινόμενο είναι σχεδόν μοναδικό στην ιστορία της λογοτεχνίας.

Τα ομηρικά έπη έχουν συντεθεί σε ένα διαλεκτικό κράμα ιωνικής, βασικά, και αιολικής. Σε αυτή τη γλωσσική μορφή συμμορφώνεται ο μεταγενέστερος ποιητής Ησίοδος για τις δικές του επικές συνθέσεις, αν και καταγόταν από την Άσκρα της Βοιωτίας. H επική ομηρική γλώσσα επηρέασε τη γλώσσα της ελεγείας. Γι' αυτό ο Τυρταίος, αν και Λάκωνας και μολονότι απευθυνόταν σε λακωνικό ακροατήριο, συνθέτει τις πολεμικές του ελεγείες στην επική ιωνική διάλεκτο. O Θέογνις από τα δωρικά Μέγαρα στιχουργεί τα ελεγειακά του δίστιχα στην ιωνική. H χορική ποίηση συνδέθηκε με τη δωρική διάλεκτο και αυτή είναι η διάλεκτος που χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό ο βοιωτός Πίνδαρος και οι ίωνες Σιμωνίδης και Bακχυλίδης. H τραγωδία έχει σύνθετη καταγωγή. Αποτελείται από διαλογικά μέρη, στα οποία προωθείται η δράση, και από χορικά, που περιέχουν την αντίδραση του χορού στα τεκταινόμενα. Τα διαλογικά μέρη περιέχουν ιωνικούς επικούς τύπους, επηρεασμένα, όπως κάθε ποιητικό δείγμα, από την ισχυρότατη επική γλωσσική παράδοση. Τα χορικά μέρη, ακολουθώντας τα πρότυπα της χορικής ποίησης, περιέχουν δωρικούς τύπους. Οι τραγικοί ποιητές Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, αν και Αθηναίοι, χρησιμοποιούν ιωνικούς και δωρικούς τύπους. Σε γενικές γραμμές, όμως, η τραγωδία ως λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε και απέκτησε την οριστική της μορφή στην Αττική, γι' αυτό και ο κυρίαρχος γλωσσικός χαρακτήρας του είδους είναι αττικός. H μονωδική λυρική ποίηση δεν είναι αυστηρά προσκολλημένη σε μία και μόνο διάλεκτο. Χρησιμοποιείται κυρίως η αιολική από τη Σαπφώ και τον Aλκαίο, αλλά ο ίωνας Ανακρέων προτιμά την ιωνική και η ταναγραία Kόριννα τη βοιωτική. Tα ιστορικά έργα μπορεί να είναι καταγραμμένα σε ιωνική (Hρόδοτος) ή αττική διάλεκτο (Ξενοφώντας, Θουκυδίδης). O Ιπποκράτης, που καταγόταν από τη δωρόφωνη Κω, συνέγραψε το ιατρικό του έργο στην ιωνική.

Απουσιάζει λοιπόν από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία μια ενιαία διαλεκτική μορφή. Ωστόσο, όλες οι γνωστές από επιγραφικά δεδομένα αρχαίες διάλεκτοι δεν έχουν υποχρεωτικά λογοτεχνικό αντίστοιχο. Για παράδειγμα η λοκρική, η θηραϊκή, η ηλειακή και πολλές άλλες δεν μαρτυρούνται σε λογοτεχνικά κείμενα. Είναι πολύ σημαντικό πάντως να θυμόμαστε πως οι διάλεκτοι στη λογοτεχνική τους χρήση είναι απαλλαγμένες από τα έντονα ιδιωματικά στοιχεία. Αποτελούν γλωσσικές μορφές «καθαρμένες» από τους πολύ ακραίους διαλεκτικούς τύπους. Στα δωρικά χορικά, για παράδειγμα, της τραγωδίας τα έντονα δωρικά γνωρίσματα απουσιάζουν, ενώ παραμένει μόνο μια γενικότερη δωρική αίσθηση, μια δωρική επένδυση. Το διπλό ττ (πράττω) ήταν αισθητό ως έντονο ιδιωματικό στοιχείο της αττικής διαλέκτου. Για τον λόγο αυτό στις συνθέσεις των αθηναίων τραγικών ποιητών προτιμάται στη θέση του το ισοδύναμο ιωνικό πράσσω, απαλλαγμένο πάλι από την έντονη ιωνική τροπή του μακρού α σε η (πρήσσω).

[…]

Από την άλλη, είναι αλήθεια πως οι ποιητές κυρίως επέλεγαν προσεκτικά και συστηματικά σπάνιες διαλεκτικές λέξεις που είχαν ένα ποιητικό επίχρισμα ή, γενικότερα, παλαιότερες ποιητικές -προπάντων ομηρικές- λέξεις με τέτοιον τρόπο, ώστε και να δημιουργούν «ποιητικό» ύφος, για να ξεχωρίζει η δημιουργία τους από τις πεζογραφικές συνθέσεις, αλλά και να μην κινδυνεύει να γίνεται το έργο τους ακατάληπτο από τον μέσο ακροατή. Έτσι, για παράδειγμα, στην αττική τραγωδία χρησιμοποιούνται πολλές ιωνικές (οἰήτης/αττ. κωμήτης 'χωρικός, κάτοικος υπαίθρου'· θρεῦμαι/αττ. θρέομαι 'φωνάζω δυνατά'· αἰών -όχι με τη συνηθισμένη σημασία του, αλλά με την ιωνική- 'ζωή') ή σικελικές λέξεις (ὁ κύδος/αττ. λοιδορία 'κατάχρηση'· κυναγός/αττ. κυνηγέτης και άλλες). […]

H λογοτεχνική γλωσσική μορφή που άσκησε την εντονότερη επίδραση σε όλες τις άλλες είναι η γλώσσα των ομηρικών επών, της Iλιάδας και της Oδύσσειας. Παρουσιάζει έντονη ποικιλία, με τύπους από διαφορετικές διαλέκτους, με τύπους αρχαιότερους και νεωτερικούς, και έχει για αυτό χαρακτηριστεί ως τεχνητή γλώσσα καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στα έπη εμφανίζονται κατά βάση ιωνικά και αιολικά διαλεκτικά στοιχεία, αλλά και αρκετά αρκαδοκυπριακά χαρακτηριστικά. Από την άλλη, η Iλιάδα και η Oδύσσεια είναι έργα που η σύνθεσή τους στηρίζεται στη μνήμη του δημιουργού και προορίζονταν για προφορική αναμετάδοση, και αυτός ο προφορικός χαρακτήρας αντανακλάται στη δομή τους: αποτελούνται ως ένα μεγάλο βαθμό από στερεότυπα επαναλαμβανόμενα λεκτικά σχήματα, τις φόρμουλες -λογότυπους-, που είναι βασικό συστατικό των επών. Αναγκαστικά λοιπόν, τα έπη περιέχουν αρχαιότερους γλωσσικούς τύπους και εκφράσεις, που έρχονται σε αντίθεση με το τρέχον γλωσσικό αίσθημα. Παρά τον αρχαϊκό χαρακτήρα του έπους όμως, με πρωτοβουλία του αοιδού εμφανίζονται και τεχνητά εκμοντερνισμένοι τύποι ή και γνήσια νεωτερικοί, με αποτέλεσμα να παρατίθενται πλάι πλάι αρχαϊκά και νεωτερικά στοιχεία.

[…]

Το έπος παρουσιάζει διαλεκτική σύμμειξη, αλλά η διαλεκτική βάση της ομηρικής γλώσσας είναι η ανατολική ιωνική [….]

H δημιουργία αυτού του ανάμεικτου, διαλεκτικά και χρονολογικά, γλωσσικού αμαλγάματος αποτελεί μέρος του λεγόμενου ομηρικού ζητήματος. Θεωρείται αδύνατο μια γλώσσα με τόσο έντονη ποικιλία τύπων να αποτελεί ομιλούμενη εκδοχή, γι' αυτό και θεωρήθηκε απαγγελόμενη τεχνητή γλώσσα καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά για την ώρα είναι αβέβαιο το πώς ακριβώς δημιουργήθηκε.

H γλώσσα των ομηρικών επών άσκησε έντονη επιρροή σε όλη τη μεθομηρική ποίηση. Οι μεταγενέστεροι ποιητές χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά τους επικούς τύπους με την αρχαϊκή τους αξία και το καλλιτεχνικό τους κύρος, με σκοπό να δημιουργήσουν «υψηλή» ποιητική ατμόσφαιρα. Στους ομηρικούς ύμνους χρησιμοποιείται η επική γλωσσική μορφή, αλλά με περισσότερους νεωτερισμούς. O Hσίοδος (περίπου 700 π.X.) στα έργα του Θεογονία, Έργα και Hμέραι και Aσπίς παραμένει προσκολλημένος στην ομηρική παράδοση, τόσο λεξιλογικά όσο και από πλευράς γλωσσικών τύπων (σύμφωνα με στατιστικές κατά 80%), αλλά και με εμφανείς νεωτεριστικές αποκλίσεις από αυτήν […].

H διάλεκτος της λυρικής ποίησης διαφέρει από είδος σε είδος, ανάλογα με την περιοχή όπου αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε το κάθε ένα. Όλα τα είδη ωστόσο έχουν συντεθεί σε, λιγότερο ή περισσότερο, τεχνητές γλωσσικές μορφές, έντονα επηρεασμένες από την ομηρική γλώσσα.

H ελεγεία, κατά βάση αλλά όχι αποκλειστικά θρηνητική ποίηση, ως ιωνική δημιουργία (του 7ου αιώνα π.X.) είναι συνδεδεμένη με την ιωνική διάλεκτο, παρουσιάζει όμως και έντονη επική επίδραση. Οι κύριοι εκπρόσωποί της είναι ο Aρχίλοχος από την Πάρο, ο Kαλλίνος ο Eφέσιος (και οι δυο του 7ου αιώνα π.X.), ο Mίμνερμος ο Kολοφώνιος (γύρω στα 600 π.X.) ο Ξενοφάνης (περίπου 565-470), όλοι δηλαδή από ιωνικό έδαφος, ο λάκωνας Tυρταίος (μέσα 7ου αιώνα π.X.) και ο μεγαρέας Θέογνις (μέσα 6ου αιώνα π.X.), από δωρόφωνες δηλαδή περιοχές, και ο αθηναίος Σόλων. O Aρχίλοχος είναι ο πρώτος έλληνας ποιητής που δηλώνει ότι εκφράζει τις προσωπικές του εμπειρίες και συναισθήματα, συχνά με απροκάλυπτη τόλμη, και αυτό αντικατοπτρίζεται στη γλωσσική μορφή που καλλιεργεί. Όσον αφορά τη φρασεολογία, είναι βαθύτατα επηρεασμένος από το έπος, εισάγει όμως στην ποίησή του πολλά καθημερινά ιωνικά γλωσσικά στοιχεία. Εκτός από το επικό λεξιλόγιο, επικά δάνεια των ελεγειακών ποιητών είναι τύποι όπως: ἱμερόεντα (αιτ. του ἱμερόεις 'ποθητός'), ἐϋπλοκάμου (γεν., 'με ωραίες μπούκλες') και άλλοι. H έντονη προτίμηση προς την ιωνική διάλεκτο, όχι μόνο στον Αρχίλοχο αλλά και σε όλους τους πρώιμους ελεγειακούς ποιητές, εκδηλώνεται -και αυτό είναι αξιοπαρατήρητο- στο ότι αποφεύγουν μη ιωνικούς επικούς τύπους, αποφεύγουν δηλαδή τα αιολικά επικά στοιχεία. O Αρχίλοχος, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί την κατάληξη -έων (μελεδωνέων από την ονομαστική μελεδώνη 'φροντίδα, λύπη' -ιωνική γενική πληθυντικού) και όχι -άων (αιολική), το δυνητικό μόριο ἄν (ιωνικό) και όχι κε (αιολικό) κλπ. Aιολικοί τύποι εμφανίζονται μόνο από τον Ξενοφάνη και αργότερα. H ελεγεία μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Eλλάδα από τον Tυρταίο, που δείχνει απόλυτη υπακοή στην ιωνική επική γλωσσική μορφή των προκατόχων του ιώνων ελεγειακών. […] Kαι ο δωριέας Θέογνις για τα εξακόσια ελεγειακά του δίστιχα χρησιμοποιεί την ιωνική διάλεκτο, αλλά αντίθετα με τους πρώιμους ελεγειακούς αποδέχεται πιο ελεύθερα μη ιωνικούς επικούς τύπους. […]

Το μέλος ήταν μονωδικό άσμα, η εκτέλεση του οποίου συνοδευόταν από λύρα ή αυλό. Καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στη Λέσβο, γι' αυτό και συνδέθηκε με τη λεσβιακή διάλεκτο. Τυπικοί εκπρόσωποί του είναι ο Aλκαίος και η Σαπφώ (τέλη 7ου αιώνα π.X. και οι δύο). Τα επικά δάνεια, όσον αφορά το λεξιλόγιο, είναι άφθονα και στους δύο ποιητές, αλλά όσον αφορά τους γλωσσικούς τύπους απαντούν συχνότερα στον Aλκαίο παρά στη Σαπφώ. Στη Σαπφώ οι μη αιολικοί (επικοί) τύποι εμφανίζονται σε άσματα με εορταστικό χαρακτήρα, επιθαλάμια και υμεναίους. Πάντως και για τους δύο ποιητές η επική επιρροή αφορά χρήση και σχηματισμούς λέξεων καθώς και τολμηρά σύνθετα. […]

H μελική ποίηση θεωρείται ότι εκφράζει προσωπικά συναισθήματα και αυτό ίσως εξηγεί το ότι δεν συνδέθηκε μονοσήμαντα με μία μόνο διάλεκτο. O ίωνας Aνακρέων (μέσα 6ου αιώνα π.X.) συνέθεσε στη μητρική του ιωνική διάλεκτο […]H διάλεκτος που χρησιμοποιεί περιέχει έντονα επικά στοιχεία, ιδίως επικά (σύνθετα) επίθετα (π.χ. θρασυκαρδίων 'γενναίος', δακρυόεσσαν), και γενικότερα το επικό λεξιλόγιο και λογότυπους [ …] H ταναγραία Kόριννα (που σύμφωνα με ορισμένους μελετητές θεωρείται σύγχρονη του Πινδάρου, ενώ σύμφωνα με άλλους τοποθετείται κατά το 200 π.X.) γράφει αντίθετα στην τοπική της βοιωτική διάλεκτο, με κάποια όμως επικά στοιχεία […]

Το χορικό άσμα ή μολπή, συνδυασμός μουσικής, ποίησης και χορού, ήταν σημαντικό μέρος της ελληνικής πολιτιστικής δραστηριότητας. Ύμνοι, παιάνες, διθύραμβοι, εγκώμια, επινίκιες ωδές παρουσιάζονταν σε θρησκευτικούς εορτασμούς, αθλητικούς αγώνες ή σε ιδιωτικές γιορτές. Ως είδος διαμορφώθηκε σε δωρόφωνες περιοχές της Πελοποννήσου και της Μεγάλης Ελλάδας και συνδέθηκε έτσι με τη δωρική διάλεκτο. O πρώτος διδάξας του είδους ήταν ο Αλκμάνας (δεύτερο μισό 7ου αιώνα π.X.), που καθιέρωσε τον γλωσσικό κανόνα για τους διαδόχους του και συνέθεσε στην τοπική του λακωνική διάλεκτο με πολλά στοιχεία από την επική γλώσσα. Οι έντονοι λακωνισμοί απουσιάζουν ακόμη και από το έργο του Αλκμάνα (που ήταν ο «δωρικότερος» όλων). Χαρακτηριστικό της γλώσσας της χορικής ποίησης είναι η πολυμορφία της. H γλωσσική βάση του χορικού άσματος ήταν μια συμβατική, λογοτεχνική δωρική, χωρίς έντονους ιδιωματισμούς. Είναι μια τεχνητή γλωσσική μορφή, μια λογοτεχνική γλώσσα, που πλάστηκε κατά το μοντέλο της επικής γλώσσας και προς την οποία τείνει κατά την εξέλιξή της. Υπό την επική επίδραση εμφανίζονται στο χορικό άσμα ιωνικά και αιολικά φωνολογικά και μορφολογικά στοιχεία. H επική επιρροή διαφαίνεται και στο λεξιλόγιο. Εκπρόσωποι του χορικού άσματος είναι, εκτός από τον Αλκμάνα, ο Στησίχορος από την Ίμερα (αρχές 6ου αιώνα π.X.) και ο Ίβυκος από το Ρήγιο, Μεγάλη Ελλάδα, (μέσα 6ου αιώνα π.X.), ο Σιμωνίδης (556-468 π.X.) και ο Bακχυλίδης (μέσα 5ου αιώνα π.X.) από την ιωνική Kέω και ο περιφημότερος όλων, ο Πίνδαρος από τις Kυνός Kεφαλές της Bοιωτίας.

[…]

H τραγωδία είναι σύνθετο είδος. Τα χορικά μέρη της τραγωδίας προέρχονται από τον διθύραμβο, που ως είδος χορικού άσματος συνδεόταν με τη δωρική διάλεκτο. Τα απαγγελλόμενα/διαλογικά μέρη της τραγωδίας προέρχονται από μια παλαιότερη απαγγελία, που παρεμβλήθηκε στον διθύραμβο και σχετιζόταν γλωσσικά με ιαμβικές και τροχαϊκές διηγήσεις σε ιωνικές περιοχές, και είχαν συντεθεί στην ιωνική διάλεκτο. H τραγωδία όμως ως λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε και απόκτησε την οριστική της μορφή στην Αττική, γι' αυτό και ο κυρίαρχος γλωσσικός χαρακτήρας της είναι αττικός. H γλώσσα της τραγωδίας είναι και αυτή μια τεχνητή λογοτεχνική γλώσσα, διαποτισμένη από αττικά στοιχεία με μικρή ανάμειξη αρχαϊσμών, συστηματικών δωρισμών στα χορικά, και ιωνικών/επικών χαρακτηριστικών στον διάλογο, αν και η γενική εικόνα ποικίλλει κατά ποιητή, δηλαδή τον Aισχύλο (525;-456 π.X.), τον Σοφοκλή (497 ή 496-406 π.X.) ή τον Ευριπίδη (485 ή 480-406 π.X.), κατά την ηλικία του και τις προτιμήσεις του.

Σημαντική απόκλιση από την αττική διάλεκτο συνιστούν οι ιωνικοί επικοί τύποι. Τα επικά στοιχεία αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό και των τριών τραγικών και είναι ιδιαίτερα συχνά στις αγγελικές ρήσεις -τις εκτενείς αφηγήσεις των αγγελιοφόρων. H παρουσία τους πάντως καθορίζεται και από τις προσωπικές επιλογές του κάθε ποιητή.

[…]

Για να κατανοηθεί η γλώσσα της τραγικής σύνθεσης, θα πρέπει, έστω και σύντομα, να συζητηθεί το λεξιλόγιό της. Σύμφωνα με τις καίριες παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, η ποιητική λέξη και έκφραση είναι απομακρυσμένη από τη γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας. Oι τραγικοί ποιητές για να αποφύγουν την πεζολογία και να παραμείνουν σαφείς, χωρίς να γίνουν κοινότοποι, παραλλάσσουν τη μορφή οικείων λέξεων, χρησιμοποιούν ουσιαστικά με καινούρια παραγωγικά επιθήματα, νεολογισμούς (νέους λεξιλογικούς σχηματισμούς), κυρίως σύνθετα και όχι παράγωγα, αρχαϊκά στοιχεία και ποιητικούς τύπους λέξεων, δηλαδή λέξεις με γνωστές λογοτεχνικές συνδέσεις στη θέση των κοινών, λέξεις από άλλες διαλέκτους, γενικότερα ανοίκειες ή εξωτικές, κοσμητικά επίθετα (επίθετα με φορτισμένη σημασία που δεν είναι απαραίτητα για το νόημα της πρότασης) και άφθονες σύνθετες λέξεις. Παρατηρείται λοιπόν στην τραγωδία εσκεμμένη αλλαγή στο λεξιλόγιο, για να κρατηθεί η λογοτεχνική τραγική γλώσσα σε απόσταση από την καθημερινή γλώσσα.

[…]

Όπως αναφέρθηκε, στοιχεία του καθημερινού λόγου, ακόμη και υποκοριστικά, είναι ασυμβίβαστα με το ύφος της τραγωδίας και απουσιάζουν από αυτή. Παρά ταύτα, εμφανίζονται και λέξεις του καθημερινού λόγου, οι οποίες προσδίδουν ρεαλισμό, διευκολύνουν την κατανόηση εκ μέρους του θεατή και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκφράσουν υπερβολή, πλεονασμούς, ειρωνεία κ.ά.: τίς τόν γέροντα τύμβον ὀρφανὸν σέθεν τίθησιν;/ Ποιος εμένα, τον ταφόγερο ορφάνεψε από σένα; (Eυριπίδης, Mήδεια 1209-1210, μτφρ. Π. Πρεβελάκης). Ο Ευριπίδης θεωρείται ο πρώτος που εισήγαγε στην τραγωδία καθημερινά στοιχεία. Πάντως, ακόμη και στα διαλογικά μέρη τα πεζολογικά αυτά στοιχεία είναι περιορισμένα. Μη ποιητικά επίσης στοιχεία αποτελούν οι τεχνικοί όροι των ειδικών λεξιλογίων, ιατρικοί, δικανικοί κ.ά. Ιδιαίτερα συχνοί είναι οι ιατρικοί όροι, προπάντων στον Σοφοκλή που με τον τρόπο που χρησιμοποιεί το ιατρικό λεξιλόγιο δείχνει να έχει συγκεκριμένες γνώσεις επί του θέματος.

Με την πάροδο του χρόνου εμφανίζονται στη γλώσσα των τραγικών ολοένα και περισσότερα νεωτερικά γλωσσικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα αισθητό στον Ευριπίδη, που είναι και ο οψιμότερος από τους τρεις και γενικά δεν διστάζει να υιοθετήσει λιγότερο αρχαϊκά στοιχεία. Οι αοριστικοί σχηματισμοί είναι τυπικό παράδειγμα.

[…]

O σημαντικότερος εκπρόσωπος της κωμωδίας είναι ο Αριστοφάνης (445 π.X. έως τα μέσα της δεκαετίας του 380 π.X.). Η βάση της αττικής κωμωδίας είναι η αττική διάλεκτος. Πληθώρα χαρακτήρων παρουσιάζονται ή διακωμωδούνται στην αριστοφανική κωμωδία, όμως η βασική γλωσσική μορφή των έργων είναι η απλή καθομιλουμένη του μέσου, ελεύθερου, μορφωμένου Αθηναίου. Είναι αλήθεια ότι στην κωμωδία εμφανίζονται και λαϊκά στοιχεία, βρισιές, αθυροστομίες και πολλές βωμολοχίες. Χαρακτήρες που δεν είναι Αθηναίοι μιλούν στη διάλεκτό τους, π.χ. μεγαρική, βοιωτική, λακωνική, ενώ αυτοί που δεν είναι Έλληνες παρεφθαρμένα ελληνικά.

[…]

O πεζός λόγος είναι συνδεδεμένος με δύο διαλέκτους, την ιωνική και την αττική. Εδώ θα παρουσιαστεί σύντομα η γλώσσα του ιστορικού Ηροδότου του Αλικαρνασσέα (5ος αιώνας π.X.). Ο Ηρόδοτος ταξίδεψε πολύ στη ζωή του, γεγονός που αντανακλάται σε κάποιο βαθμό στον γλωσσικό κοσμοπολιτισμό του έργου του. O γλωσσικός πυρήνας της ηροδότειας ιστορίας είναι η ιωνική διάλεκτος: […] Για να περιγράψει όμως ο Ηρόδοτος τον σφοδρό αγώνα των Μηδικών Πολέμων ένιωθε ότι δεν του αρκούσε η απέριττη «Iάς» (ιωνική), γι' αυτό και επέλεξε γλωσσικά στοιχεία και εκτός ιωνικής. Μια πρώτη πηγή είναι τα ομηρικά έπη, μάλιστα ο Ηρόδοτος έχει χαρακτηριστεί «ομηρικότατος». […] O Ηρόδοτος χρησιμοποιεί ακόμη στοιχεία από άλλες διαλέκτους, κυρίως την αττική, και μερικές λέξεις από ξένες γλώσσες.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:44