Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Έθνος και γλώσσα [Β1] 

'Eλλη Σκοπετέα (2001) 

Για την πλάνη του χαρακτηρισμού της γλώσσας ως "αντικειμενικού κριτηρίου" του έθνους, και άφθονα παραδείγματα σχέσεων έθνους και γλώσσας, βλ.

Κείμενο 1: Hobsbawm, E. J. 1990. Nations and Nationalism since 1780, Programme, Myth, Reality. Κέμπριτζ, Νέα Υόρκη, Πορτ Τσέστερ, Μελβούρνη & Σίδνεϋ: Cambridge University Press, σελ. 51-63. Ελλην. μτφρ. Χ. Νάντρις, 'Eθνη και εθνικισμός από το 1789 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα. Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1994, σελ. 76-92.

[…] Τι γίνεται με τη γλώσσα; Δεν είναι η γλώσσα το κατεξοχήν στοιχείο που ξεχωρίζει τον ένα λαό από κάποιον άλλο, "εμάς" από "αυτούς", τα αληθινά ανθρώπινα όντα από τους βαρβάρους που δεν μπορούν να ομιλούν μία αυθεντική γλώσσα αλλά παράγουν μόνον ακατανόητους θορύβους; Δεν μαθαίνει ο κάθε αναγνώστης της Βίβλου για τον Πύργο της Βαβέλ, και πώς ο φίλος ξεχώριζε από τον εχθρό από τη σωστή προφορά της λέξης "shibboleth"; Δεν διέκριναν μ' αυτό τον τρόπο οι 'Eλληνες τους εαυτούς τους πρωτο-εθνικά από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, τους "βαρβάρους"; Δεν συνιστά η άγνοια της γλώσσας μιας άλλης ομάδας το πιο προφανές φράγμα στην επικοινωνία και, συνεπώς, τον πιο εμφανή καθορισμό των ορίων που διαχωρίζουν τις ομάδες: ούτως ώστε η δημιουργία ή η ομιλία μιας ιδιαίτερης argot χρησιμεύει ακόμη για να χαρακτηρίζονται κάποιοι άνθρωποι ως μέλη μιας υποκουλτούρας που επιθυμεί να διαχωρίζεται από άλλες υποκουλτούρες ή από την κοινωνία εν γένει;

Δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι άνθρωποι που μιλούν ακατανόητες μεταξύ τους γλώσσες, και οι οποίοι ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο θα αναγνωρίσουν ότι αυτοί μιλούν μια γλώσσα, και ότι τα μέλη άλλων κοινοτήτων μιλούν άλλες γλώσσες ή τουλάχιστον ότι δεν μιλούν τη δική τους γλώσσα (ως βαρβάρους, ή ως nemci κατά την ορολογία των Σλάβων). Αλλά όμως το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι, εάν τέτοιοι γλωσσικοί φραγμοί πιστεύεται ότι διαχωρίζουν οντότητες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιθανές εθνότητες ή έθνη, και όχι απλώς ομάδες που συμβαίνει να έχουν δυσκολία στο να κατανοήσουν τις λέξεις αλλήλων. Αυτό το ζήτημα μας οδηγεί στο πεδίο των ερευνών για τη φύση των καθομιλουμένων γλωσσών και τη χρήση τους ως κριτηρίου για τη συμμετοχή σε κάποια ομάδα. Ερευνώντας αυτά τα δύο πρέπει, και πάλι, να προσέξουμε να μην συγχέουμε τις συζητήσεις των λογίων, που τυχαίνει να είναι σχεδόν οι μοναδικές μας πηγές, με εκείνες των αμόρφωτων ανθρώπων, και να μην ερμηνεύουμε αναχρονιστικά το παρελθόν με βάση τις αντιλήψεις του εικοστού αιώνα.

Οι μη-λόγιες καθομιλούμενες γλώσσες είναι πάντοτε ένα σύμπλεγμα τοπικών παραλλαγών ή διαλέκτων που αλληλοεπικοινωνούν με κυμαινόμενους βαθμούς ευκολίας ή δυσκολίας, που εξαρτώνται από τη γεωγραφική γειτνίαση ή πρόσβαση. Μερικές, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές που επιτείνουν την απομόνωση, μπορεί να είναι τόσο ακατανόητες σαν να ανήκαν σε μια διαφορετική γλωσσική οικογένεια. Υπάρχουν ανέκδοτα, στις αντίστοιχες χώρες, για τις δυσκολίες που έχουν οι Βόρειοι Ουαλοί να κατανοήσουν την γλώσσα των κατοίκων της Νότιας Ουαλίας ή οι Αλβανοί Γκέγκηδες στην κατανόηση της τοσκικής διαλέκτου. Για τους φιλόλογους το γεγονός ότι η καταλανική γλώσσα πλησιάζει περισσότερο προς τη γαλλική παρά προς τη βασκική γλώσσα, μπορεί να είναι ουσιώδης, αλλά για έναν νορμανδό ναύτη που βρέθηκε στο Bayonne ή το Port Bou ίσως η τοπική γλώσσα, στο πρώτο της άκουσμα, να είναι εξίσου δυσνόητη. Μέχρι και σήμερα, μορφωμένοι άνθρωποι με μητρική τους γλώσσα τη γερμανική, από το Κίελο, ας πούμε, μπορεί να συναντούν πολύ μεγάλη δυσκολία στο να κατανοήσουν έστω και τους μορφωμένους Γερμανούς της Ελβετίας που μιλούν την απλή γερμανική διάλεκτο, η οποία είναι το σύνηθες μέσον της προφορικής τους επικοινωνίας.

'Eτσι στην εποχή πριν από τη γενίκευση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν υπήρχε και δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμία ομιλούμενη "εθνική" γλώσσα εκτός από τέτοια λογοτεχνικά ή διοικητικά ιδιώματα όπως αυτά γράφονταν ή επινοούνταν ή διασκευάζονταν για προφορική χρήση, είτε ως μια lingua franca με την οποία οι ομιλούντες τις διαλέκτους μπορούσαν να επικοινωνούν ή -ίσως πιο σχετικό με το θέμα μας- για να απευθύνονται σε λαϊκά ακροατήρια ξεπερνώντας τα σύνορα των διαλέκτων όπως π.χ. οι ιεροκήρυκες ή οι ραψωδοί, που απήγγελλαν τραγούδια και ποιήματα, κοινά σε μια ευρύτερη πολιτιστική περιοχή. Η έκταση αυτής της περιοχής με την ενδεχόμενη δυνατότητα επικοινωνίας μπορούσε να διαφέρει σημαντικά. Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα ήταν ευρύτερη για όσους ανήκαν στην ελίτ, των οποίων το πεδίο δράσεως και οι ορίζοντες ήταν λιγότερο εντοπισμένες, απ' όσο, ας πούμε, των χωρικών. Είναι δύσκολο να συλλάβουμε, για κάποια περιοχή που εκτείνεται σε αρκετά μεγάλη γεωγραφική έκταση, μιαν αυθεντικά ομιλούμενη "εθνική γλώσσα" που εξελίχθηκε πάνω σε μία καθαρά προφορική βάση, άλλην από μια pidgin ή lingua franca (η οποία είναι πιθανόν, φυσικά, να διαμορφωθεί τελικά σε μια γλώσσα για όλες τις χρήσεις). Με άλλα λόγια, η πραγματική "μητρική γλώσσα", δηλαδή το ιδίωμα που έμαθαν τα παιδιά από αγράμματες μητέρες και μιλούσαν καθημερινά, βεβαίως δεν ήταν μια "εθνική γλώσσα" υπό οποιαδήποτε έννοια.

Όπως έχω ήδη υπαινιχθεί, αυτό δεν αποκλείει μια κάποια λαϊκή πολιτισμική ταύτιση με μια γλώσσα ή με ένα σύμπλεγμα σαφώς συγγενών διαλέκτων, που χαρακτηρίζει ένα σύνολο κοινοτήτων και τις διαχωρίζει από τους γείτονές τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση αυτών που ομιλούν την ουγγρική γλώσσα. Και στο βαθμό που αυτό μπορεί να συμβαίνει, ο εθνικισμός μιας μεταγενέστερης περιόδου μπορεί να έχει γνήσιες λαϊκές γλωσσικές πρωτο-εθνικές ρίζες. Αυτή μπορεί να είναι ασφαλώς και η περίπτωση των Αλβανών, οι οποίοι ζουν κάτω από ανταγωνιστικές πολιτισμικές επιρροές από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας, και, κατανέμονται σε τρεις ή (αν συμπεριλάβουμε την τοπική ισλαμική λατρεία των Μπεκτασί) ακόμα και σε τέσσερις αντίπαλες θρησκείες: τον ισλαμισμό, την ορθοδοξία και τον ρωμαιοκαθολικισμό. Ήταν φυσικό οι πρωτοπόροι του αλβανικού εθνικισμού να αναζητήσουν μια αλβανική πολιτιστική ταυτότητα στη γλώσσα, εφόσον η θρησκεία, και στην πραγματικότητα οτιδήποτε άλλο στην Αλβανία, φαινόταν να διαιρεί παρά να ενώνει. Αλλά ακόμα και σε μια περίπτωση που φαίνεται τόσο ξεκάθαρη θα πρέπει να προσέξουμε ώστε να μην επαναπαυθούμε τόσο πολύ στις απόψεις που εκφράστηκαν από τους εγγράμματους. Δεν είναι καθόλου σαφές υπό ποιαν έννοια, ή ακόμα σε ποιο βαθμό, οι απλοί Αλβανοί στα τέλη του δεκάτου ενάτου και τις αρχές του εικοστού αιώνα, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Αλβανούς ή αναγνώριζαν μια συγγένεια μεταξύ τους. Όταν είπαν στον οδηγό της Edith Durham, ένα νέο από τις ορεινές περιοχές του βορρά, ότι οι Αλβανοί στο νότο είχαν ορθόδοξες εκκλησίες, είπε: "δεν είναι χριστιανοί αλλά τόσκοι", κάτι που δεν υπονοεί κάποια ισχυρή αίσθηση συλλογικής ταυτότητας, καθώς επίσης "δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των Αλβανών που ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή οι πρώτοι μετανάστες συχνά δεν αναγνώριζαν τους εαυτούς τους ως Αλβανούς". Επιπλέον, ακόμα και οι υπέρμαχοι της εθνότητας σ' αυτή τη χώρα των αντιμαχόμενων φυλών και αρχόντων επικαλούνταν άλλα πιο πειστικά επιχειρήματα για την ενότητά τους πριν επικαλεστούν τη γλώσσα. Όπως το έθεσε ο Naϊm Frashλri (1846-1900): "Όλοι μας αποτελούμε μια μοναδική φυλή, μια μοναδική οικογένεια· έχουμε ένα αίμα και μια γλώσσα". Η γλώσσα, αν και όχι απούσα, ερχόταν τελευταία.

Συνεπώς οι εθνικές γλώσσες είναι σχεδόν πάντοτε κατά το ήμισυ τεχνητά κατασκευάσματα και περιστασιακά όπως η σύγχρονη εβραϊκή γλώσσα, κυριολεκτικά επινοημένες. Είναι το αντίθετο από αυτό που η εθνικιστική μυθολογία τις θεωρεί ότι είναι, δηλαδή οι αρχέγονες βάσεις του εθνικού πολιτισμού και οι μήτρες του εθνικού πνεύματος. Συνήθως πρόκειται για προσπάθειες να επινοηθεί ένα τυποποιημένο ιδίωμα από μία πολλαπλότητα πραγματικά ομιλούμενων ιδιωμάτων, τα οποία στο εξής υποβιβάζονται σε διαλέκτους, και το κύριο πρόβλημα κατά τη δημιουργία τους είναι συνήθως, ποια διάλεκτο να επιλέξουν ως βάση της τυποποιημένης και ομοιογενοποιημένης γλώσσας. Τα προβλήματα που προκύπτουν από την τυποποίηση και την ομοιογενοποίηση της εθνικής γραμματικής και ορθογραφίας και της προσθήκης νέων στοιχείων στο λεξιλόγιο, είναι δευτερεύοντα. Πρακτικά η ιστορία κάθε ευρωπαϊκής γλώσσας εμμένει σ' αυτή την τοπική βάση: η λόγια βουλγαρική γλώσσα βασίζεται στο ιδίωμα της Δυτικής Βουλγαρίας, η λόγια ουκρανική γλώσσα στις νοτιοανατολικές διαλέκτους της, η λόγια ουγγρική γλώσσα εμφανίζεται στον δέκατο έκτο αιώνα από το συνδυασμό διαφόρων διαλέκτων, η λόγια λετονική βασίζεται στη μεσαία από τρεις παραλλαγές, η λιθουανική σε μία από δύο, και ούτω καθεξής. Κάθε φορά, όπως συμβαίνει συνήθως με τις γλώσσες που απέκτησαν λόγια διάσταση στον δέκατο όγδοο ή δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, που τα ονόματα των αρχιτεκτόνων της γλώσσας είναι γνωστά, αυτή η επιλογή μπορεί να είναι αυθαίρετη (αν και τεκμηριωμένη με επιχειρήματα).

Μερικές φορές αυτή η επιλογή είναι πολιτική ή έχει προφανή πολιτική σημασία. 'Eτσι οι Κροάτες ομιλούσαν τρεις διαλέκτους (cakavian, kajkavian, stokavian), εκ των οποίων η μία ήταν επίσης η ισχυρότερη διάλεκτος των Σέρβων. Δύο από αυτές (kajkavian και stokavian) ανέπτυξαν λόγιες μορφές. Ο κροάτης απόστολος του Ιλλυριανισμού, ο Ljudevit Gaj (1809-72), αν και έγραφε και μιλούσε ως μητρική του γλώσσα την kajkavian κροατική, μετέγραψε τα ίδια του τα γραπτά από αυτή τη διάλεκτο στη stokavian το 1838, με σκοπό να υπογραμμίσει τη βασική ενότητα των νότιων Σλάβων, εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο: α) ότι η σερβο-κροατική θα αναπτυσσόταν κατά το μάλλον και ήττον ως μία λόγια γλώσσα (αν και γραφόταν με λατινικούς χαρακτήρες από τους καθολικούς Κροάτες, και με κυριλλικούς από τους ορθόδοξους Σέρβους), β) τη στέρηση του κροατικού εθνικισμού από μια προφανή γλωσσική δικαιολογία, και γ) την προσφορά και στους δύο, τους Σέρβους και αργότερα τους Κροάτες, μιας δικαιολογίας για επεκτατισμό. Από την άλλη πλευρά, μερικές φορές μαντεύουν λανθασμένα. Ο Bernolák διάλεξε, ως βάση αυτού που επιθυμούσε να είναι η λόγια σλοβακική γλώσσα, γύρω στα 1790, μια διάλεκτο η οποία απέτυχε να καθιερωθεί, αλλά μερικές δεκαετίες αργότερα ο Ludovit Stur επέλεξε αυτήν που απεδείχθη ότι αποτελούσε τη μόνη βιώσιμη λύση. Στη Νορβηγία ο εθνικιστής Wergeland (1808-45) αξίωσε μια πιο γνήσια νορβηγική γλώσσα, σε αντίθεση με την υπερβολικά κλίνουσα προς τα δανικά γραπτή γλώσσα, και μια τέτοια γλώσσα κατασκευάσθηκε αμέσως (η Landsmal, γνωστή σήμερα ως Nynorsk). Παρά την επίσημη υποστήριξη που είχε η Nynorsk αφότου η Νορβηγία έγινε ανεξάρτητη, ποτέ δεν καθιερώθηκε ως κάτι περισσότερο από μια μειονοτική γλώσσα της χώρας, η οποία, από το 1947 είναι de facto δίγλωσση στο γραπτό λόγο, καθώς η Nynorsk περιορίστηκε στο 20% των Νορβηγών, ειδικότερα σε εκείνους που ζουν στη δυτική και κεντρική Νορβηγία. Φυσικά σε πολλές από τις παλαιότερες λόγιες γλώσσες η ιστορία έκανε την απαιτούμενη επιλογή, όπως όταν οι διάλεκτοι που σχετίζονταν με την περιοχή της βασιλικής διοίκησης έγιναν η βάση του λογίου ιδιώματος στη Γαλλία και την Αγγλία, ή όταν ο συνδυασμός της εμπορικής-ναυτικής χρήσης, το πολιτιστικό γόητρο και η μακεδονική υποστήριξη βοήθησαν την Αττική να γίνει η βάση της ελληνιστικής κοινής ή του κοινού ελληνικού ιδιώματος.

Μπορούμε για την ώρα να αφήσουμε κατά μέρος το ελάσσον, αλλά επίσης επείγον πρόβλημα, του πώς να εκσυγχρονίσουμε ακόμα και τόσο παλαιά "εθνικά" λόγια ιδιώματα που υπάρχουν, για να τα προσαρμόσουμε σε μια σύγχρονη ζωή που δεν είχαν φανταστεί ούτε η Γαλλική Ακαδημία ούτε ο Dr Johnson. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο αν και περιπλέκεται σε μερικές περιπτώσεις -ιδιαίτερα ανάμεσα στους Ολλανδούς, τους Γερμανούς, τους Τσέχους, τους Ισλανδούς, και πολλούς άλλους -από αυτό που θα αποκαλούσαμε φιλολογικό εθνικισμό, δηλαδή την επιμονή στη γλωσσική καθαρότητα του εθνικού λεξιλογίου, που υποχρέωσε τους γερμανούς επιστήμονες να μεταφράσουν το "οξυγόνο" σε "Sauerstoff", και σήμερα εμπνέει μια απελπισμένη γαλλική μάχη της οπισθοφυλακής εναντίον των φθορών που επιφέρει η franglais. Όμως, αναπόφευκτα, το πρόβλημα είναι οξύτερο σε γλώσσες που δεν είναι οι κύριοι φορείς του πολιτισμού, αλλά επιθυμούν να γίνουν τα κατάλληλα μέσα, π.χ. για την ανώτερη εκπαίδευση και τη σύγχρονη τεχνο-οικονομική επικοινωνία. Ας μην υποτιμάμε τη σοβαρότητα τέτοιων προβλημάτων. 'Eτσι οι Ουαλοί ισχυρίζονται, πιθανώς δικαιολογημένα, ότι η ουαλική είναι η αρχαιότερη ζώσα λόγια γλώσσα, που χρονολογείται πίσω στον έκτο αιώνα ή εκεί γύρω. Ακόμα το 1847 παρατηρήθηκε ότι

"θα ήταν αδύνατο να εκφραστούν στην ουαλική γλώσσα πολλές συνηθισμένες προτάσεις στην πολιτική και την επιστήμη με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταφέρουν πλήρως την έννοια ακόμα και σε έναν ευφυή ουαλό αναγνώστη ο οποίος δεν γνωρίζει την αγγλική γλώσσα".

'Eτσι είναι σαφές ότι, αν εξαιρέσουμε τους ηγέτες και τους εγγράμματους, η γλώσσα δύσκολα θα μπορούσε να είναι ένα κριτήριο εθνότητας, και ακόμα και γι' αυτούς ήταν απαραίτητο πρώτα να επιλέξουν μια εθνική καθομιλούμενη γλώσσα (σε μια τυποποιημένη λόγια μορφή) από τις γλώσσες που διέθεταν περισσότερο γόητρο, ιερές ή κλασικές, ή και τα δύο, οι οποίες, για μικρές ελίτ ήταν θαυμάσια πρακτικά μέσα για διοικητική ή πνευματική επικοινωνία, δημόσια συζήτηση, ή ακόμα -αν σκεφθούμε την κλασική περσική γλώσσα στην Αυτοκρατορία Mughal, την κλασική κινεζική γλώσσα στην Ιαπωνία των Heian- για λογοτεχνική σύνθεση. Αυτή η επιλογή, ομολογουμένως, έγινε παντού αργά ή γρήγορα, εκτός ίσως από την Κίνα όπου η lingua franca εκείνων που είχαν κλασική παιδεία έγινε το μοναδικό μέσον επικοινωνίας μεταξύ διαλέκτων, που διαφορετικά ήταν αμοιβαία ακατανόητες στην αχανή αυτοκρατορία, και η οποία βρίσκεται στην διαδικασία του να γίνει κάτι σαν προφορική γλώσσα.

Γιατί πράγματι, θα έπρεπε η γλώσσα να είναι ένα τέτοιο κριτήριο συμμετοχής σε μια ομάδα, εκτός ίσως από εκεί όπου η διαφοροποίηση της γλώσσας συνέπεσε με κάποιον άλλο λόγο διαφοροποίησης κάποιου από μιαν άλλη κοινότητα; Ο ίδιος ο γάμος, ως θεσμός, δεν προϋποθέτει κοινότητα γλώσσας, αλλιώς δεν θα υπήρχε καν θεσμοποιημένη εξωγαμία. Κανείς δεν βρίσκει λόγο για να διαφωνήσει με τον επιφανή ιστορικό των απόψεων για την πολλαπλότητα των γλωσσών και των λαών, ο οποίος υποστηρίζει ότι "μόνον η όψιμη γενίκευση καθιερώνει τα ανθρώπινα όντα που μιλούν την ίδια γλώσσα ως φίλους, και εκείνα που μιλούν ξένες ως εχθρούς". Όπου δεν υπάρχουν άλλες γλώσσες σε απόσταση ακοής, το ιδιαίτερο ιδίωμα κάποιου δεν αποτελεί σε τέτοιο βαθμό κριτήριο ομαδικότητας αφού είναι κάτι που έχουν όλοι οι άνθρωποι, όπως τα πόδια. Όπου συνυπάρχουν πολλές γλώσσες, η πολυγλωσσία μπορεί να είναι κάτι τόσο φυσιολογικό, ώστε να καταστήσει την αποκλειστική ταύτιση με οποιοδήποτε ιδίωμα εντελώς αυθαίρετη. (Αυτό καθιστά τις απογραφές που απαιτούν μια παρόμοια αποκλειστική επιλογή, αβάσιμες πηγές πληροφόρησης για τη γλώσσα).

Σε τέτοιες περιοχές οι γλωσσικές στατιστικές μπορούν να ταλαντεύονται έντονα από την μια απογραφή στην άλλη, εφόσον η ταύτιση με ένα ιδίωμα δεν εξαρτάται από τη γνώση αλλά από κάποιον άλλο μεταβαλλόμενο παράγοντα, όπως σε μερικές περιοχές της Σλοβενίας και της Μοραβίας όταν βρίσκονταν υπό τους Αψβούργους· ή, σε άλλη περίπτωση, ο λαός μπορεί να μιλά και τη δική του γλώσσα και μία μη αναγνωρισμένη επισήμως lingua-franca, όπως σε μέρη της Ίστριας. Επιπλέον, αυτές οι γλώσσες δεν είναι εναλλασσόμενες. Οι άνθρωποι στον Μαυρίκιο δεν επιλέγουν αυθαίρετα μεταξύ του να μιλούν κρεόλ ή την οποιαδήποτε δική τους τοπική γλώσσα, επειδή χρησιμοποιούν την κάθε μία για διαφορετικούς σκοπούς, όπως κάνουν οι Γερμανοελβετοί οι οποίοι γράφουν στη διάλεκτο της Άνω Γερμανίας και ομιλούν Schwyzerdütch· ή όπως κάνει ο σλοβένος πατέρας στο συγκινητικό μυθιστόρημα του Josef Roth Radetzkymarsch ο οποίος δεν απευθύνεται στον αξιωματικό γιο του, που πήρε προαγωγή, στη μητρική τους γλώσσα, όπως αναμένει ο νεαρός, αλλά στη "συνηθισμένη τραχιά γερμανική γλώσσα των Σλάβων του στρατού" από σεβασμό στη θέση ενός αξιωματικού των Αψβούργων. Στην πραγματικότητα, η μεταφυσική ταύτιση μιας εθνότητας με κάποιο είδος πλατωνικής ιδέας της γλώσσας, που υπάρχει πέρα και πάνω από όλες τις παραλλαγές και ατελείς μορφές της, χαρακτηρίζει πολύ περισσότερο την ιδεολογική κατασκευή των εθνικιστών διανοουμένων, εκ των οποίων ο Herder είναι ο προφήτης, παρά τους πραγματικούς χρήστες του ιδιώματος. Είναι μια φιλολογική και όχι μια μεταφυσική σύλληψη.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε πως οι γλώσσες ή ακόμα οι γλωσσικές οικογένειες, αποτελούν μέρος της λαϊκής πραγματικότητας. Για τους περισσότερους γερμανόφωνους, οι περισσότεροι ξένοι που βρίσκονται δυτικά και νότια από αυτούς -κυρίως αυτοί που μιλούν τις λατινογενείς γλώσσες, αλλά και οι Κέλτες- είναι Welsh, ενώ οι περισσότεροι λαοί που ομιλούσαν τη φιλανδική και αργότερα τη σλαβονική γλώσσα προς τα ανατολικά και νοτιοανατολικά τους ήταν Βένδες. Και αντιστρόφως, για τους περισσότερους Σλάβους όλοι οι ομιλούντες τη Γερμανική είναι nemci. Εντούτοις, πάντοτε ήταν προφανές σε όλους ότι η γλώσσα και ο λαός (με οποιοδήποτε τρόπο και αν προσδιοριζόταν) δεν συνέπιπταν. Στο Σουδάν οι εγκατεστημένοι Fur συμβιώνουν με τους νομάδες Baggara, αλλά μια γειτονική κατασκήνωση νομάδων Fur, που ομιλούν Fur, αντιμετωπίζονται σαν να ήταν Baggara, εφόσον η ζωτική διάκριση ανάμεσα στους δύο λαούς δεν είναι γλωσσική αλλά λειτουργική. Το ότι αυτοί οι νομάδες μιλούν Fur "απλώς καθιστά τις τρέχουσες συναλλαγές της αγοράς γάλακτος, του καθορισμού των περιοχών για κατασκήνωση, την απόκτηση κοπριάς, που θα είχε κανείς με άλλους Baggara, να εξελίσσονται πιο ομαλά".

Με πιο "θεωρητικούς" όρους, οι περίφημες εβδομήντα δύο γλώσσες στις οποίες χωρίστηκε η ανθρώπινη φυλή μετά τον πύργο της Βαβέλ (τουλάχιστον από μεσαιωνικούς σχολιαστές του Βιβλίου της Γενέσεως), κάθε μια κάλυπτε πολλά nationes (έθνη) ή φυλές, κατά τον Άνσελμο του Laon, μαθητή του μεγάλου Ανσέλμου της Κανταβρυγίας. Ο William του Alton, ένας Άγγλος Δομινικανός, κάνοντας περαιτέρω υποθέσεις γι' αυτά τα θέματα στα μισά του δεκάτου τρίτου αιώνα, ξεχώρισε τους ανθρώπους σε γλωσσικές ομάδες (σύμφωνα με το ομιλούμενο ιδίωμα), σε γένη (generationes -σύμφωνα με την καταγωγή- ) σε κατοίκους ορισμένων εδαφών και σε gentes που ορίζονταν από διαφορές στα έθιμα και στην ομιλία. Αυτές οι ταξινομήσεις δεν συνέπιπταν απαραίτητα, και δεν πρέπει να συγχέονται με ένα populus ή λαό, που οριζόταν από τη θέληση να υπακούουν σε ένα κοινό νόμο, και που κατά συνέπεια ήταν μια ιστορικο-πολιτική παρά μια "φυσική" κοινότητα. Σ' αυτή την ανάλυση ο William του Alton έδειξε μια αξιοθαύμαστη διορατικότητα και έναν ρεαλισμό, χαρακτηριστικά που ήταν συνήθη στις θεωρητικές προσεγγίσεις μέχρι και τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα.

Διότι η γλώσσα ήταν απλώς ένας, και όχι απαραίτητα ο πρωταρχικός, τρόπος διάκρισης ανάμεσα σε πολιτιστικές κοινότητες. Ο Ηρόδοτος υποστήριζε ότι οι 'Eλληνες σχημάτιζαν ένα λαό, παρά το γεωγραφικό και πολιτικό τους κατακερματισμό, επειδή είχαν κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα, κοινούς θεούς και ιερούς τόπους, εορτές με θυσίες και έθιμα, ήθη ή τρόπους ζωής. Βεβαίως η γλώσσα θα είχε κεφαλαιώδη σημασία για τους μορφωμένους όπως ο Ηρόδοτος. Θα ήταν όμως ένα εξίσου σημαντικό κριτήριο ελληνικότητας για τους απλούς Βοιωτούς ή τους Θεσσαλούς; Δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στη σύγχρονη εποχή, οι εθνικιστικοί αγώνες μερικές φορές περιπλέκονται από την άρνηση τμημάτων των γλωσσικών ομάδων να αποδεχθούν την πολιτική ενότητα με τους συνομιλητές τους. Τέτοιες περιπτώσεις (οι αποκαλούμενοι Wasserpolacken στη Σιλεσία κατά τη διάρκεια της γερμανικής της περιόδου, οι αποκαλούμενοι Windische στη μεθοριακή ζώνη ανάμεσα της περιοχής που έγινε Αυστρία και του σλοβενικού τμήματος της Γιουγκοσλαβίας) οδήγησαν τους Πολωνούς και τους Σλοβένους να διατυπώσουν κατηγορίες εναντίον των σωβινιστών της Μεγάλης Γερμανίας ότι επινόησαν τέτοιους λαούς για να δικαιολογήσουν τον εδαφικό επεκτατισμό τους, και χωρίς αμφιβολία αυτές οι μομφές είχαν κάποια αλήθεια. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη ομάδων που μιλούσαν πολωνικά και σλοβενικά και οι οποίοι, για οποιοδήποτε λόγο, προτιμούσαν να θεωρούν τους εαυτούς τους πολιτικά Γερμανούς ή Αυστριακούς.

Ως εκ τούτου η γλώσσα, στη χερντεριανή έννοια της γλώσσας που ομιλείται από τον Volk (λαό), δεν αποτελούσε ξεκάθαρα κεντρικό στοιχείο στο σχηματισμό του πρωτο-εθνικισμού αν και δεν ήταν απαραιτήτως άσχετη με αυτόν. Όμως, έμμεσα επρόκειτο να γίνει κεντρικό στοιχείο στο σύγχρονο ορισμό της εθνότητας, και ως εκ τούτου και στον τρόπο που την αντιλαμβανόταν ο λαός. Διότι, εκεί όπου υπάρχει μια γλώσσα της φιλολογικής ή διοικητικής ελίτ, οσοδήποτε μικρός κι αν είναι ο αριθμός αυτών που τη χρησιμοποιούν, μπορεί να γίνει σημαντικό στοιχείο πρωτο-εθνικής συνοχής για τρεις λόγους τους οποίους ωραία εκθέτει ο B. Anderson.

Πρώτον, δημιουργεί μια κοινότητα από αυτή τη δια-επικοινωνούσα ελίτ που, αν συμπίπτει ή οδηγηθεί να συμπέσει με μια συγκεκριμένη εδαφική κρατική περιοχή και ζώνη της καθομιλουμένης, μπορεί να γίνει ένα είδος μοντέλου ή καθοδηγητικού σχεδίου για τη μέχρι τότε μη-υπάρχουσα ευρύτερη ενδοεπικοινωνούσα κοινότητα "του έθνους". Μέχρι αυτό το σημείο τα ομιλούμενα ιδιώματα σχετίζονται με τη μελλοντική εθνότητα. Νεκρές "κλασικές" ή τελετουργικές γλώσσες, όσο γόητρο κι αν διαθέτουν, δεν είναι κατάλληλες να γίνουν εθνικές γλώσσες, όπως διαπιστώθηκε στην Ελλάδα, όπου υπήρχε ουσιαστική γλωσσική συνέχεια μεταξύ της αρχαίας και της νέας ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας. Ο Vuk Karadzic (1787-1864), ο μεγάλος μεταρρυθμιστής, και ουσιαστικά ιδρυτής της σύγχρονης λόγιας σερβοκροατικής γλώσσας, είχε αναμφιβόλως δίκιο όταν αντιστάθηκε στις πρώιμες προσπάθειες που έκαναν για τη δημιουργία μιας τέτοιας λόγιας γλώσσας από την εκκλησιαστική σλαβονική εκείνοι που προεξοφλούσαν τη μελλοντική δημιουργία της σύγχρονης εβραϊκής γλώσσας από μια προσαρμοσμένη μορφή της αρχαίας εβραϊκής, και τη βάσισε στις διαλέκτους που ομιλούνταν από το σερβικό λαό. Τόσο το ερέθισμα που οδήγησε στη δημιουργία της σύγχρονης ομιλούμενης Εβραϊκής όσο και οι περιστάσεις που οδήγησαν στην επιτυχή καθιέρωσή της είναι πολύ ασυνήθιστες για να στοιχειοθετήσουν ένα γενικευμένο παράδειγμα.

Πάντως, δεδομένου ότι η διάλεκτος που διαμορφώνει τη βάση μιας εθνικής γλώσσας χρησιμοποιείται στην πράξη, δεν έχει σημασία αν εκείνοι που την μιλούν είναι μειονότητα, εφόσον είναι μια μειονότητα με επαρκές πολιτικό βάρος. Μ' αυτή την έννοια η γαλλική γλώσσα ήταν ουσιώδης για την ιδέα της Γαλλίας, παρ' όλο που το 1789 το 50% των Γάλλων δεν την μιλούσαν καθόλου, μόνο 12-13% την μιλούσαν "σωστά" - και πράγματι έξω από μια κεντρική περιοχή δεν ομιλείτο συνήθως καθ' έξιν ούτε καν στην περιοχή της langue d'oui, παρά μόνον στις πόλεις και όχι πάντοτε στα προάστειά τους. Στη βόρεια και νότια Γαλλία στην ουσία κανείς δεν μιλούσε τη γαλλική γλώσσα. Εάν η γαλλική γλώσσα διέθετε τουλάχιστον ένα κράτος του οποίου θα μπορούσε να είναι η "εθνική γλώσσα", για την Ιταλική Ενοποίηση η μοναδική βάση ήταν η ιταλική γλώσσα, η οποία ένωνε τη μορφωμένη ελίτ της χερσονήσου, αναγνώστες και συγγραφείς, παρόλο που υπολογίσθηκε ότι τη στιγμή της ενοποίησης (1860) μόνο το 2,5% του πληθυσμού χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα για καθημερινούς σκοπούς. Διότι αυτή η μικροσκοπική ομάδα ήταν, με την πραγματική σημασία ένας και ως εκ τούτου δυνητικά ο ιταλικός λαός· κανένας άλλος δεν ήταν. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο και η Γερμανία του δεκάτου ογδόου αιώνα ήταν μια καθαρά πολιτιστική σύλληψη, επειδή, επιπλέον ήταν η μόνη στην οποία η "Γερμανία" είχε μια υπόσταση, σε αντίθεση προς το πλήθος των πριγκηπάτων και κρατών, μικρών ή μεγάλων, που διοικούνταν και διαιρούνταν από τη θρησκεία και τους πολιτικούς ορίζοντες, και τα οποία χρησιμοποιούσαν για τη διοίκησή τους τη γερμανική γλώσσα. Την αποτελούσαν το πολύ 3-500.000 αναγνώστες έργων γραμμένων στην καθομιλουμένη γλώσσα, και σχεδόν βέβαια ο πολύ μικρότερος αριθμός που ουσιαστικά μιλούσε τη "Hochsprache" ή πολιτιστική γλώσσα για καθημερινούς σκοπούς, συγκεκριμένα οι ηθοποιοί που έπαιζαν στα (νέα) έργα τα οποία έγιναν κλασικά της καθομιλουμένης γλώσσας. Διότι δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένα κρατικό πρότυπο αυτού που ήταν ορθή γλώσσα (η "Αγγλική του Βασιλέως") στη Γερμανία, το πρότυπο της ορθής γλώσσας καθιερώθηκε στα θέατρα.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μια κοινή γλώσσα, ακριβώς επειδή δεν εξελίσσεται φυσικά αλλά κατασκευάζεται, και ιδιαιτέρως όταν αναγκάζεται να περάσει στον τύπο, αποκτά μια νέα σταθερότητα που την κάνει να φαίνεται πιο διαρκής και ως εκ τούτου (μέσω μιας ψευδαίσθησης) πιο "αιώνια" από ό,τι είναι πραγματικά. Γι' αυτό ήταν σημαντική όχι μόνο η εφεύρεση της τυπογραφίας, ειδικά όπου μια παραλλαγή στην καθομιλουμένη ενός ιερού βιβλίου παρείχε τη βάση της λόγιας γλώσσας, όπως έχει συμβεί συχνά, αλλά και η ύπαρξη των μεγάλων διορθωτών και διαμορφωτών που εμφανίζονται στη λογοτεχνική ιστορία κάθε πολιτισμικής γλώσσας, αποκλειστικά μετά την εμφάνιση του τυπωμένου βιβλίου. Ουσιαστικά αυτή η εποχή τοποθετείται μεταξύ του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνα και των αρχών του εικοστού για όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, εκτός από λίγες.

Τρίτον, η επίσημη ή πολιτιστική γλώσσα των κυβερνώντων και της ελίτ έγινε συνήθως η κρατούσα γλώσσα των σύγχρονων κρατών μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης και άλλων διοικητικών μηχανισμών.

Όμως, όλες αυτές είναι μεταγενέστερες εξελίξεις. Μετά βίας επηρεάζουν τη γλώσσα των κοινών ανθρώπων στην προ-εθνικιστική και σίγουρα στην προ-γραφής εποχή. Χωρίς αμφιβολία η γλώσσα των Μανδαρίνων συνέδεε μιαν απέραντη κινεζική αυτοκρατορία της οποίας οι περισσότεροι λαοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, αλλά δεν συνέβαινε αυτό τόσο άμεσα εξαιτίας της γλώσσας, αλλά λόγω μιας συγκεντρωτικής διοίκησης της αυτοκρατορίας που λειτουργούσε βάσει ενός κοινού συστήματος ιδεογραμμάτων και ως μέσο επικοινωνίας της ελίτ. Για τους περισσοτέρους Κινέζους δεν θα είχε σημασία αν οι μανδαρίνοι επικοινωνούσαν στη λατινική γλώσσα, όπως δεν είχε σημασία για τους περισσότερους κατοίκους της Ινδίας το γεγονός ότι η Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίας στη δεκαετία του 1830 αντικατέστησε την περσική γλώσσα, η οποία υπήρξε το διοικητικό ιδίωμα της αυτοκρατορίας των Mughal, με την Αγγλική. Και οι δύο ήταν εξίσου ξένες σε αυτούς, εφόσον αυτοί ούτε τις έγραφαν ούτε τις διάβαζαν. Προς λύπη των μεταγενεστέρων εθνικιστών ιστορικών, οι φλαμανδοί κάτοικοι αυτού που έγινε αργότερα το Βέλγιο δεν κινητοποιήθηκαν εναντίον των Γάλλων παρά την εμφανή "γαλλοποίηση" του δημόσιου και διοικητικού βίου στα επαναστατικά και ναπολεόντεια χρόνια, ούτε το Βατερλώ οδήγησε σε οποιοδήποτε "εκφρασμένο κίνημα στη Φλάνδρα υπέρ της φλαμανδικής γλώσσας ή του φλαμανδικού πολιτισμού". Και γιατί θα έπρεπε; Διότι για εκείνους που δεν καταλάβαιναν καθόλου γαλλικά έπρεπε να γίνουν πρακτικές διοικητικές παραχωρήσεις ακόμα και από ένα καθεστώς γλωσσικών ζηλωτών. Πολύ λιγότερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι η εισροή φραγκόφωνων ξένων σε αγροτικές κοινότητες της Φλάνδρας προκαλούσε μεγαλύτερη εχθρότητα εξαιτίας της άρνησής τους να παρακολουθούν τη λειτουργία της Κυριακής παρά για γλωσσικούς λόγους. Εν ολίγοις, αφήνοντας κατά μέρος τις ειδικές περιπτώσεις, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι η γλώσσα ήταν κάτι περισσότερο από ένα μεταξύ πολλών κριτηρίων, τα οποία φανέρωναν ότι οι άνθρωποι ανήκουν σε μια ανθρώπινη συλλογικότητα. Και είναι απολύτως βέβαιο ότι η γλώσσα δεν είχε ακόμα πολιτικές δυνατότητες. Όπως παρατήρησε ένας γάλλος σχολιαστής του πύργου της Βαβέλ το 1536:

"Υπάρχουν τώρα περισσότερες από εβδομήντα δύο γλώσσες, επειδή τώρα υπάρχουν περισσότερα διαφορετικά έθνη στη γη απ' όσα υπήρχαν εκείνες τις ημέρες".

Οι γλώσσες πολλαπλασιάζονται με τα κράτη -όχι τα κράτη με τις γλώσσες […].

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:14