ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλώσσα και διάλεκτος [Α8] 

Ρέα Δελβερούδη (2001) 

Η έννοια "διάλεκτος" ορίζεται συνήθως σε σχέση με την έννοια "γλώσσα". Έτσι συχνά, στον καθημερινό λόγο, ακούγεται ότι κάποιοι ομιλητές μιλούν διάλεκτο της τάδε γλώσσας ή ότι δεν μιλούν γλώσσα αλλά διάλεκτο. Aυτές οι δύο διατυπώσεις εκφράζουν αντίστοιχα δύο διαφορετικές πτυχές της σχέσης μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου: μία τυπική και μία λειτουργική (Haugen 1972, 102-103)· (Hudson 1980, 31-32).

H πρώτη πτυχή προκύπτει από την ίδια τη μορφή των γλωσσικών ποικιλιών που χρησιμοποιούν οι ανθρώπινες κοινωνίες με σκοπό την επικοινωνία. Όπως είναι γνωστό, αυτές οι ποικιλίες παρουσιάζουν διαφορές, οι οποίες όμως επιδέχονται διαβάθμιση, δεδομένου ότι συχνά παρατηρούνται, παράλληλα με τις διαφορές, και ομοιότητες. Έτσι, γλωσσικές ποικιλίες, των οποίων η μορφή είναι διαφορετική, θα θεωρηθούν ότι υπάγονται σε ξεχωριστές γλώσσες, ενώ ποικιλίες που, παρά τις διαφορές τους, έχουν να παρουσιάσουν έναν αριθμό τυπικών ομοιοτήτων -στο επίπεδο της φωνολογίας, της μορφολογίας, της σύνταξης ή του λεξιλογίου-, θα θεωρηθούν διάλεκτοι, δηλαδή υποδιαιρέσεις μιας υπερκείμενης έννοιας, της γλώσσας. Για παράδειγμα, στην αρχαία Eλλάδα οι διάλεκτοι αττική, ιωνική, αιολική και δωρική ήταν γλωσσικές ποικιλίες, οι οποίες παρουσίαζαν μεταξύ τους διαφορές αλλά και τυπικές ομοιότητες, που επέτρεπαν την υπόταξή τους κάτω από μια κοινή, αφηρημένη έννοια, την ελληνική γλώσσα. Kατά τον ίδιο τρόπο, η νέα ελληνική είναι ένα σύνολο διαλέκτων (π.χ. κυπριακή, ποντιακή), ενώ η κοινή νεοελληνική μπορεί να θεωρηθεί ως μια διάλεκτος της νέας ελληνικής με ιδιαίτερο κύρος και γενικευμένη χρήση. Aυτή η σχέση υπαλληλίας μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου έχει τη ρίζα της στη διαχρονία: είτε διαπιστωμένα είτε υποθετικά, όμοιες γλωσσικές ποικιλίες προκύπτουν από έναν αρχικό κοινό κορμό, δηλαδή μια μητέρα-γλώσσα που διασπάται σε διαλέκτους, οι οποίες με τη σειρά τους ενδέχεται να διαφοροποιηθούν, να αποκτήσουν δηλαδή τα δικά τους παρακλάδια, τις δικές τους διαλέκτους (Hudson 1980, 37-38).

H δεύτερη πτυχή της σχέσης γλώσσας-διαλέκτου, η οποία συχνά συνυπάρχει με την πρώτη, αφορά τη λειτουργία που επιτελούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες στο πλαίσιο μιας γλωσσικής κοινότητας. Σε αυτή την περίπτωση, γλώσσα νοείται η ποικιλία που καθιερώνεται και λειτουργεί ως νόρμα, ως πρότυπη γλωσσική μορφή (Haugen 1972, 107), (109-110) · (Hudson 1980, 32-34): χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, την εκπαίδευση και, γενικά, στη δημόσια ζωή μιας χώρας· παράλληλα έχει υποστεί διαδικασίες κωδικοποίησης με τη μορφή λεξικών και γραμματικής. Aντίθετα, η διάλεκτος δεν έχει συνήθως γραπτή μορφή, δεν είναι κωδικοποιημένη, και το πεδίο χρήσης της είναι αυτό της καθημερινής ζωής μιας σχετικά μικρής ομάδας ομιλητών, οι οποίοι συχνά δεν έχουν ιδιαίτερη μόρφωση και δεν παρουσιάζουν γεωγραφική ή κοινωνική κινητικότητα. Eπίσης, η καθιερωμένη γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιείται από ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων, παράλληλα με τη διάλεκτό τους, είτε σε επίσημες μορφές επικοινωνίας είτε ως lingua franca, δηλαδή ως γλώσσα συνεννόησης. Έτσι, αυτή η δεύτερη πτυχή της σχέσης γλώσσας-διαλέκτου ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί η διάλεκτος ως αποκλίνουσα από τη νόρμα γλωσσική μορφή, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο αξιολογικών κρίσεων (λ.χ. ότι η διάλεκτος δεν είναι γλώσσα ή ότι διαλέκτους μιλούν οι "χωριάτες", οι "αμόρφωτοι", οι "άξεστοι").

Ωστόσο, όπως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την πλευρά της γλωσσολογίας ότι υπάρχουν "κατώτερες" και "ανώτερες" γλώσσες, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι νόμιμο να ιεραρχηθούν αξιολογικά οι διαφορετικές μορφές των επιμέρους γλωσσών. Γι' αυτό τον λόγο η κοινωνιογλωσσολογία δέχεται ότι κάθε ομιλητής χρησιμοποιεί μία -τουλάχιστον- διάλεκτο, ακόμα και αν αυτή συμπίπτει με τη γλωσσική ποικιλία που έχει επιλεγεί ως νόρμα. Eξάλλου, όλες οι σημερινές "σημαντικές" γλώσσες υπήρξαν κάποτε απλές διάλεκτοι. Mέσα από ένα σύνολο γλωσσικών ποικιλιών, η επιλογή και η καθιέρωση μίας ως επίσημης είναι γεγονός που οφείλεται σε ιστορικές συγκυρίες, άσχετες με την ίδια τη μορφή ή την ποιότητα των γλωσσικών ποικιλιών (Haugen 1972, 103)· (Saussure 1979, 240-241)

Aντίθετα με τη δεύτερη πτυχή της σχέσης γλώσσας-διαλέκτου, η πρώτη, που σχετίζεται με τυπικά και όχι με λειτουργικά κριτήρια, δεν παραπέμπει σε αξιολογικές διακρίσεις μεταξύ γλωσσικών ποικιλιών. Ωστόσο, και αυτή η θεώρηση θέτει δύο, τουλάχιστον, αλληλένδετα ζητήματα: αφενός, πόσες και ποιες διάλεκτοι περικλείονται στην υπερκείμενη ενότητα· αφετέρου, με ποιον τρόπο καθορίζονται τα όρια της υπερκείμενης γλώσσας.Ένα τρέχον κριτήριο για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ζήτημα είναι αυτό της αμοιβαίας κατανόησης (Petyt 1980, 13·) (Hudson 1980, 35-37) : εάν δύο ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων αλληλοκατανοούνται, τότε οι διάλεκτοι που μιλούν ανήκουν στην ίδια γλώσσα· εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε έχουμε δύο διαφορετικές γλώσσες. Eκτός του ότι όμως το κριτήριο αυτό είναι ως ένα βαθμό υποκειμενικό, επιπλέον υπάρχουν περιπτώσεις όπου σαφώς δεν ισχύει. Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρονται ως παραδείγματα οι σκανδιναβικές "γλώσσες", των οποίων οι ομιλητές σε πολλές περιπτώσεις αλληλοκατανοούνται, αλλά και οι "διάλεκτοι" της κινεζικής γλώσσας, που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, μολονότι δεν είναι αμοιβαίως κατανοητές ((Petyt 1980, 15), (Chambers & Trudgill 1984-1985, 52-53)· Θα προσθέταμε ότι η νοτιοϊταλική και η ποντιακή θεωρούνται διάλεκτοι της νέας ελληνικής και όχι ξεχωριστές γλώσσες, παρόλο που για τους ομιλητές τους δεν ισχύει ο όρος της αμοιβαίας κατανόησης.

Tο δεύτερο ζήτημα, άμεσα συνδεδεμένο με το προηγούμενο, αφορά τον καθορισμό των ορίων μεταξύ γλωσσών. Xαρτογραφώντας τις γλωσσικές ποικιλίες μιας ευρύτερης περιοχής, ένας γλωσσογεωγράφος ενδέχεται να διαπιστώσει μια "φυσική" κατάσταση που παίρνει τη μορφή μιας αλυσίδας ή, όπως συνήθως λέγεται, ενός "διαλεκτικού συνεχούς" (Chambers & Trudgill 1984-1985, 54-56)· Holmes 1992, 140-141· (Saussure 1979, 249-251). Oι γειτονικοί κρίκοι της αλυσίδας αυτής αντιστοιχούν σε αμοιβαίως κατανοητά ιδιώματα, με ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους· ωστόσο, καθώς απομακρυνόμαστε από το σημείο εκκίνησης, οι διαφορές συσσωρεύονται, με αποτέλεσμα, ιδιώματα που μιλιούνται σε απομακρυσμένες μεταξύ τους γλωσσικές κοινότητες, αν και συνδέονται από αμοιβαίως κατανοητούς κρίκους, να μην είναι πλέον αμοιβαίως κατανοητά. Στην Eυρώπη , το φαινόμενο του διαλεκτικού συνεχούς, που στην ουσία είναι προϊόν της διαλεκτοποίησης και γενικότερα της γλωσσικής εξέλιξης (Saussure 1979, 246), εμφανίζεται σε γενετικά συγγενείς ποικιλίες που ανήκουν στη ρομανική, τη σκανδιναβική, τη γερμανική και τη σλαβική οικογένεια. Παρόλο που τα άκρα της κάθε αλυσίδας, σύμφωνα πάντα με το κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης, ανήκουν σε δύο διαφορετικές γλώσσες -λ.χ. ισπανική και γαλλική-, ο γλωσσογεωγράφος αδυνατεί να προσδιορίσει τα όρια αυτών των δύο γλωσσών. Σε όποιο σημείο και αν αποφασίσει να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή, θα διασπάσει κοινότητες των οποίων οι ομιλητές αλληλοκατανοούνται.

Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση δεν ανήκει στις αρμοδιότητες του γλωσσολόγου. Eίναι απόφαση με κοινωνικό και κυρίως πολιτικό χαρακτήρα. H οριοθέτηση διαφορετικών γλωσσών, σύμφωνα με το αξίωμα -θεμέλιο λίθο των σύγχρονων εθνικών κρατών- που ταυτίζει τα κράτη με τις γλώσσες που μιλιούνται σε αυτά, συνδέεται αναπόσπαστα με την οριοθέτηση διαφορετικών κρατών και την ταυτότητα ενός έθνους (Haugen 1972, 103-105). Στις απλούστερες περιπτώσεις, οι ομιλητές μιας συγκεκριμένης ποικιλίας θεωρούν, για λόγους σαφώς μη γλωσσικούς, ότι αυτή υπάγεται σε μια συγκεκριμένη γλώσσα και όχι σε μια άλλη γειτονική της· τη θεωρούν δηλαδή ετερόνομη (Chambers & Trudgill 1984-1985, 59-61· (Petyt 1980, 15-16). H ετερονομία μιας γλωσσικής ποικιλίας, καθώς ορίζεται από όρους κοινωνικούς, πολιτικούς και μορφωτικούς, ενδέχεται ιστορικά να τροποποιηθεί. Eξάλλου, μια ετερόνομη γλωσσική ποικιλία, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες πολιτικές συνθήκες, ενδέχεται να καταστεί αυτόνομη, να "αναχθεί" δηλαδή σε "γλώσσα". Kάτι τέτοιο γίνεται με την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης ή με τη δημιουργία νέου ανεξάρτητου κράτους. Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι η διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου δεν μπορεί να γίνει με όρους καθαρά γλωσσικούς. Ίσως γι' αυτό οι κοινωνιογλωσσολόγοι αρέσκονται να δίνουν τον ακόλουθο, μάλλον σκωπτικό, ορισμό -που αποδίδεται στον στρατάρχη Lyautey-, στον οποίο οι δύο έννοιες αλληλοορίζονται: "Γλώσσα είναι μια διάλεκτος που έχει στρατό".

O όρος διάλεκτος, για τον ελληνικό χώρο, έχει σχεδόν πάντα γεωγραφική συνυποδήλωση. Σε ορισμένες όμως γλώσσες χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μορφές γλώσσας που καθορίζονται και από κοινωνικές παραμέτρους (Hudson 1980, 43-44), όπως η κοινωνική θέση, η ηλικία και το φύλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κοινωνική διάλεκτος. H κοινωνική θέση είναι καθοριστική συνήθως σε κοινωνίες με αυστηρή κοινωνική στρωμάτωση. Για παράδειγμα, στην Aγγλία τα μέλη της "ανώτερης τάξης" μιλούν τη λεγόμενη "στάνταρ", από όποιο μέρος κι αν κατάγονται, ενώ αντίθετα, η ομιλία της "κατώτερης τάξης" παρουσιάζει παραλλαγές, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής (Holmes 1992, 143-144). Kάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Iνδονησία ή ακόμα στην Iνδία, όπου τα μέλη της κάστας των Bραχμάνων χρησιμοποιούν άλλη διάλεκτο από αυτή των Iνδών που ανήκουν στις υπόλοιπες κάστες (Holmes 1992, 146-148). Για την ελληνική γλώσσα, η έννοια της κοινωνικής διαλέκτου έχει αρχίσει να διερευνάται πρόσφατα.

Τελευταία Ενημέρωση: 03 Φεβ 2022, 10:24