Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "Φ*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

φρεσκοπηγμένο (1) [φρεσκοπηγμένος - A:Ams:Nns:Ans:Vns]

P4774 P023 L089   …ιάσει»· στη συνέχεια έριχνε το φρεσκοπηγμένο τυρί μέσα σε μάλλινες «τσαντίλ…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go