Parallel Search
Results for: "Φ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- φρεσκοπηγμένο (1) [φρεσκοπηγμένος - A:Ams:Nns:Ans:Vns]
-
P4774 P023 L089 …ιάσει»· στη συνέχεια έριχνε το φρεσκοπηγμένο τυρί μέσα σε μάλλινες «τσαντίλ…
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
P4774 P023 L089 …ιάσει»· στη συνέχεια έριχνε το φρεσκοπηγμένο τυρί μέσα σε μάλλινες «τσαντίλ…
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |