Parallel Search
Results for: "Φ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- φαρμακόγλωσσο (1) [φαρμακόγλωσσος - A:Ams:Nns:Ans:Vns, φαρμακόγλωσσος - N+Hum:Ams]
-
M1156 P041 L073 … Πρόκειται για ένα μισάνθρωπο, φαρμακόγλωσσο και κακότροπο συγγραφέα, ο οπο…