Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "Ο*"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

ορεγόμενοι (1) [ορεγόμενος - A:Nmp:Vmp]

N0003 P018 L026   …ίνουν ορισμένοι εκπρόσωποί της, ορεγόμενοι εξουσία.| Έχουν μερίδιο ευθύνης…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go