Parallel Search
Results for: "Ο*"
2 λέξεις με 2 εμφανίσεις [1-2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ομογενοποιημένης (1) [ομογενοποιημένος - A:Gfs]
-
M2967 P008 L014 …ροβολή μιας σκόπιμης όσο και ομογενοποιημένης αισθητικής, μία πειραματική …
- ομογενοποιημένο (1) [ομογενοποιημένος - A:Ams:Nns:Ans:Vns]
-
N2193 P012 L030 …αλλιώτικα, συνθλίβεται από το ομογενοποιημένο σύνολο που ζηλεύει και δεν επ…