Parallel Search
Results for: "Μ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- μεταβολίζει (1) [μεταβολίζω - V:P3s:D3s:T3s]
-
N3633 P003 L006 … έχουν έλλειψη ενός ενζύμου που μεταβολίζει το αλκοόλ, με αποτέλεσμα να είν…
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
N3633 P003 L006 … έχουν έλλειψη ενός ενζύμου που μεταβολίζει το αλκοόλ, με αποτέλεσμα να είν…
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |