Parallel Search
Results for: "ανοσο*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- ανοσοποιηθεί (1) [ανοσοποιούμαι - :F3s:S3s]
-
M5506 P003 L004 …στη "Γκάρντιαν". "Η Χαμάς έχει ανοσοποιηθεί έναντι της διαφθοράς, του εκφο…
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
M5506 P003 L004 …στη "Γκάρντιαν". "Η Χαμάς έχει ανοσοποιηθεί έναντι της διαφθοράς, του εκφο…
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |