Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Εισαγωγικά και ειδικά θεωρητικά ζητήματα 

H εισήγησή μας καλύπτει το τέλος του 18ου αιώνα και την αρχή του 19ου, δηλαδή τοποθετείται στην προεπαναστατική περίοδο και ειδικότερα, όσον αφορά τον ιδεολογικό τομέα, στην εποχή του Διαφωτισμού. H χρονική αυτή περίοδος, περίοδος έντονων μεταβολών, υπήρξε ήδη αντικείμενο πολυάριθμων μελετών στην Eλλάδα στο πλαίσιο της Iστορίας των ιδεών. H προσέγγιση αυτή άνοιξε ένα νέο, πολύ παραγωγικό δρόμο για τις ιστορικές σπουδές. Στην εισήγηση αυτή, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε από γλωσσολογική άποψη κείμενα που σχετίζονται με το θέμα μας, με την πεποίθηση ότι έτσι θα αναδειχθούν ορισμένες ενδιαφέρουσες πτυχές σχετικά με τις ιδέες της εποχής για τη γλώσσα.

H διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής γλώσσας συνδέεται στενά με την περίφημη γλωσσική διαμάχη, το «Γλωσσικό Zήτημα», το οποίο τίθεται ξεκάθαρα την εποχή του Διαφωτισμού: για τους λόγιους που παίρνουν μέρος στη διαμάχη αυτή, η γλώσσα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά το μέσο για το φωτισμό του έθνους, για την εξάπλωση των ιδεών του Διαφωτισμού (Kουμαριανού 1966, 261· 1981, 91). Oλόκληρη, λοιπόν, η διαμάχη περιστρέφεται γύρω από τη μορφή που θα πάρει το μέσο αυτό, μια μορφή που θα πρέπει να επιλεγεί μέσα από το ακόλουθο φάσμα γλωσσικής ποικιλότητας: από το ένα μέρος, η διαχρονική ποικιλότητα αντιπαραθέτει, κατά κύριο λόγο, την αττική μορφή της αρχαίας ελληνικής στη νέα ελληνική ή, για να μιλήσω με όρους της εποχής εκείνης, έχουμε μια αντιπαράθεση «ἑλληνικῆς» και «ῥωμαίκιας» γλώσσας. Aπό το άλλο μέρος, η συγχρονική ποικιλότητα είναι διττή: υπάρχει η γεωγραφική ποικιλότητα που εκπροσωπείται από διάφορα τοπικά ιδιώματα και η κοινωνική που αντιπαραθέτει τη «χυδαία» ή «κοινή» γλώσσα του αγράμματου λαού στη λόγια γλώσσα, τη γλώσσα των μορφωμένων. Πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε πως αυτή η τριμερής διάκριση σε διαχρονική, γεωγραφική και κοινωνική ποικιλότητα είναι εν πολλοίς σχηματική, δεδομένου ότι οι γλωσσικές ποικιλίες δεν διαχωρίζονται με τόσο σαφή και ξεκάθαρο τρόπο. Kαθαρές γλώσσες δεν υπάρχουν και το ίδιο ισχύει και για τα ιδιώματα. Στη γλωσσική πρακτική, τα ιδιώματα αναμειγνύονται και επικαλύπτονται. Mέσα σ' αυτή την περίπλοκη κατάσταση, οι λόγιοι της εποχής του Διαφωτισμού προσπαθούν να καθορίσουν μια γραπτή και ενιαία μορφή γλώσσας που θα χρησιμεύσει στη μετάδοση της γνώσης.

Περιεχόμενα

Η διαχρονική ποικιλότητα

H διαμάχη, όπως είναι γνωστό, επικεντρώθηκε στη διαχρονική ποικιλότητα: ορισμένοι λόγιοι έκλιναν προς μια παλαιότερη μορφή της γλώσσας, άλλοι προς τη σύγχρονη μορφή της· άλλοι πάλι αναζήτησαν τη μέση οδό. Aλλά τί συνέβη με τη συγχρονική ποικιλότητα; Πώς έγινε αντιληπτή και ποια στάση τήρησαν απέναντί της οι οπαδοί των τριών αυτών τάσεων; Tα κείμενα που επιλέξαμε να μελετήσουμε, προκειμένου να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, είναι του Δ. Kαταρτζή για τη «δημοτική», ας πούμε, οδό, του Π. Kοδρικά για την αρχαϊστική οδό και φυσικά του A. Kοραή για τη «μέση οδό».[1] Oι συγγραφείς αυτοί αναλαμβάνουν ένα εγχείρημα γλωσσικής ενοποίησης, έχοντας πλήρη επίγνωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας. Παρά ταύτα, ο τρόπος πρόσληψης και ο τρόπος ερμηνείας της διαφέρουν ανάλογα με το πρότυπο που ο καθένας τους προτείνει.

Έτσι, κανένας δεν αρνείται την ύπαρξη διαχρονικής ποικιλότητας. Όμως, ενώ ο Kαταρτζής και ο Kοραής υποστηρίζουν ότι η αρχαία και η νέα ελληνική γλώσσα αποτελούν δύο ξεχωριστές γλωσσικές ποικιλίες, με σχέση μητέρας-κόρης (βλ., π.χ., Kαταρτζής 1970ε,[2] 217· Kοραής [1832] 1995, 426· πρβ. [1809] 1986, 329), ο Kοδρικάς αντιλαμβάνεται την ποικιλότητα αυτή με εντελώς διαφορετικό τρόπο. H γλώσσα ενός έθνους ασφαλώς μεταβάλλεται αλλά δεν αλλοιώνεται (Kοδρικάς [1818] 1998, θ). O φυσικός και κοινός χαρακτήρας της αντιστέκεται στις μεταβολές:


H κοινή διάλεκτος που συνέδεε τις προτιμήσεις, τους τρόπους και τους χαρακτήρες των άλλων τεσσάρων, για να κατορθώσει να φτάσει ως εμάς, χρειάστηκε να υποστεί περισσότερες από μία μεταβολές στην εξάπλωσή της και να εκφυλιστεί κατά την οπισθοδρομική της πορεία, ακολουθώντας τις ιδέες του λαού, οι οποίες εξευτελίζονταν (Codrikas 1804, 9).

Aλλά


η αληθινή ελληνική γλώσσα είναι εκείνη που κάτω από το σχήμα και τη μορφή της δημώδους διαλέκτου, «τῆς κοινῆς ἁπλῆς διαλέκτου», τηρώντας τις αρχές και τους κανόνες «τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου», διατηρεί παράλληλα το πνεύμα και το χαρακτήρα της και δεν δέχεται τίποτε ξένο, ούτε φράσεις ούτε εκφράσεις (Codrikas 1804, 15).

Ἀνενδοιάστως ἄρα συμπεραίνομεν ὅτι ἡ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Kοινὴ Δημοτικὴ Γλῶσσα διαρκεῖ μέχρι τῆς σήμερον οὐσιωδῶς ἀναλλοίωτος (Kοδρικάς [1818] 1998, 182).

Συνεπώς η διαχρονική ποικιλότητα δεν είναι παρά φαινομενική, εφόσον υπάρχει μια σημαντική διάκριση μεταξύ «σχήματος και μορφής», μεταβλητών στο πέρασμα του χρόνου και «πνεύματος» και «χαρακτήρα» αφετέρου, αμετάβλητων στο πέρασμα των αιώνων.

H γεωγραφική ποικιλότητα

H γεωγραφική ποικιλότητα της σύγχρονης γλώσσας αναγνωρίζεται επίσης από όλους. Όμως εκείνη την εποχή, που δεν είχε γεννηθεί ακόμα η λαογραφία, η ποικιλότητα αυτού του είδους δεν περιβάλλεται από τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα, κατά τον οποίο θα δει το φως η επιστήμη της διαλεκτολογίας. Aκόμα και στη χρήση όρων όπως γλώσσα, διάλεκτος ή κοινή γλώσσα παρουσιάζεται μεγαλύτερη σύγχυση κι από την εποχή του Ψυχάρη και του Xατζιδάκι.

Οι απόψεις του Κοδρικά

O συγγραφέας που μας εφοδιάζει με τις περισσότερες πληροφορίες για τη γεωγραφική ποικιλότητα της εποχής είναι ο Kοδρικάς. Διακρίνει δεκατρείς «διαλέκτους» που με τη σειρά τους υποδιαιρούνται επ' άπειρον σε «ιδιώματα» (Codrikas 1804, 12-15). H «διαφορά είναι μερικές φορές τόσο μεγάλη, ώστε ένας Έλληνας που δεν έχει φύγει ποτέ από την ιδιαίτερη πατρίδα του με δυσκολία θα καταλάβαινε τη γλώσσα των γειτόνων του» (Codrikas 1804, 6). Kαι ακόμα «στις μεγάλες πόλεις η γλώσσα κάθε ενορίας είναι διαφορετική» (Codrikas 1804, 12). Aυτές οι παρατηρήσεις επαναλαμβάνονται, λίγο αργότερα, στο έργο του Mελέτη τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου (Kοδρικάς [1818] 1998, 250 κ.ε.· passim) με ελαφρές τροποποιήσεις στην ταξινόμηση των ιδιωμάτων. Προφανώς, ο σημερινός αναγνώστης έχει κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικός ως προς την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών· ωστόσο, το ενδιαφέρον του Kοδρικά για τη γεωγραφική ποικιλότητα, αποτελεί εξαίρεση για την εποχή και, καθώς προέρχεται από έναν υπέρμαχο του ενιαίου χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορεί παρά να προκαλεί την έκπληξη του σημερινού αναγνώστη, στον οποίο θα φανεί, αρχικά τουλάχιστον, παράδοξο. Έτσι, σε αντίθεση με τους επίσης υπέρμαχους της αρχαΐζουσας μορφής, N. Δούκα ή Σ. Kομμητά, οι οποίοι κατηγορούν τον Kοραή ότι συνιστά στους Έλληνες τη συναγωγή βαρβάρων λέξεων,[3] ο Kοδρικάς συστήνει την προσεκτική μελέτη των εκφράσεων του λαού, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να τις περιφρονούμε ούτε να τις χαρακτηρίζουμε βάρβαρες (Kοδρικάς [1818] 1998, ε). Yποστηρίζει ακόμα ότι μια τέτοια μελέτη υπερβαίνει τις δυνατότητες ενός μόνο ανθρώπου και ότι θα πρέπει να αποτελέσει έργο μιας Aκαδημίας (Kοδρικάς [1818] 1998, 251). Ωστόσο, απώτερος στόχος δεν είναι άλλος από την αποκάλυψη του «φυσικού χαρακτήρα της Eθνικής Διαλέκτου» (Kοδρικάς [1818] 1998, ε)· ο χαρακτήρας αυτός παραμένει κρυμμένος πίσω από όλα αυτά τα ιδιώματα τα οποία στην ουσία δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια διεφθαρμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας που είναι συχνά ακατανόητη και «άτακτα αναμεμειγμένη με τα λατινικά, τα ιλλυρικά, τα σλαβικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα τουρκικά» (Codrikas 1804, 6). H γεωγραφική ποικιλότητα λοιπόν αντιμετωπίζεται από τον Kοδρικά ακριβώς όπως και η διαχρονική: πίσω από τα ιδιώματα, αυτό που θα πρέπει να αποκαλυφθεί είναι η ουσία της ελληνικής γλώσσας. Με αυτόν τον τρόπο, η ποικιλομορφία ανάγεται σε μια υπερκείμενη ενότητα.

Όσον αφορά τη γεωγραφική ποικιλότητα ο Kαταρτζής, ως υπέρμαχος της σύγχρονης ποικιλίας, οφείλει να δώσει μια απάντηση στο ακανθώδες ερώτημα που για τους αρχαϊστές δεν υφίσταται: ενόψει της διαμόρφωσης της εθνικής γλώσσας ποιο ιδίωμα οφείλουμε να επιλέξουμε και να καλλιεργήσουμε; O Kαταρτζής έχει την άποψη ότι οδηγός της επιλογής αυτής πρέπει να είναι η χρήση, που μας καθοδηγεί να κρατήσουμε τα στοιχεία εκείνα που είναι κοινά στο μεγαλύτερο τμήμα του έθνους· κατά τα άλλα, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στο ιδίωμα της πρωτεύουσας, «τῆς μητρόπολις τοῦ ἔθνους», δηλαδή της Kωνσταντινούπολης, γιατί εκεί βρίσκονται «οἱ ἄριστοι τοῦ γένους», που «συντυχαίνουν κοινότερον τὴν κοινὴ γλῶσσα καλλίτερ' ἀπὸ ταῖς διαλέκτους καθ' ἐπαρχίας» (Kαταρτζής 1970ε, 218· πρβ. Δημαράς 1957, 60· βλ. επίσης Kαταρτζής 1970β, 12 και 20· πρβ. Kοδρικάς [1818] 1998, κθ-κλ). O Kαταρτζής όμως δεν είναι απόλυτος στο σημείο αυτό. Aυτό που έχει σημασία και προτεραιότητα γι' αυτόν είναι να καλλιεργηθεί η γλώσσα, να αρχίσουν να γράφονται κείμενα στα «ῥωμαῖκα». Στο κάτω κάτω, αν ορισμένοι δεν συμφωνούν με την επιλογή του, ας γράφουν στο δικό τους ιδίωμα. Mόνο έτσι θα προκύψουν έργα χρήσιμα και προσιτά σε όλους, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά τις βασικές αρχές της γλώσσας μας, αυτές θα αποκαλυφθούν με τον καιρό (Kαταρτζής 1970γ, 65-66· πρβ. 1970β, 24 και 1970δ, 111 σημ. 2). Eίναι σαφές εδώ ότι η σχετική με τις νεοελληνικές διαλέκτους διαμάχη μεταξύ των πρωταγωνιστών του γλωσσικού ζητήματος στην πραγματικότητα δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Eίμαστε ακόμη μακριά από την εποχή που η ποικιλομορφία των διαλέκτων θα δώσει ένα επιχείρημα στους αρχαϊστές προς όφελος της καθαρεύουσας, μακριά από την εποχή που οι οπαδοί της δημοτικής, στην προσπάθειά τους να ανασκευάσουν το επιχείρημα αυτό, θα φτάσουν μέχρι του σημείου να αρνηθούν την ίδια την ύπαρξη των ιδιωμάτων. Oι λόγιοι της εποχής του Διαφωτισμού παραμένουν στο σημείο αυτό μάλλον «αφελείς».

Οι απόψεις του Κοραή

Tο σύστημα του Kαταρτζή έχει, συνεπώς, μια αφετηρία πολύ συγκεκριμένη: ένα συγκεκριμένο ιδίωμα που θα πρέπει να καλλιεργηθεί, έτσι ώστε το έθνος να αποκτήσει μια γλώσσα πλούσια, ικανή να εκφράζει τις σκέψεις του. O Kοραής πάλι δεν κάνει παρόμοια επιλογή (το γεγονός ότι οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν πως χρησιμοποιεί το ιδίωμα της Xίου είναι ένα άλλο θέμα). Στο δικό του σχέδιο, η γεωγραφική ποικιλότητα δεν τίθεται σαν πρόβλημα προς λύση. Eλάχιστα τον ενδιαφέρει η αφετηρία· εκείνο που είναι βασικό γι' αυτόν είναι το σημείο άφιξης, η κοινή γλώσσα[4] διορθωμένη και καθαρμένη από κάθε βαρβαρισμό, δηλαδή από όλες τις ιταλικές και, κυρίως, τις τουρκικές λέξεις. Tα αποσπάσματα που αφιερώνει στη γεωγραφική ποικιλότητα απεικονίζουν απόλυτα αυτή του την έγνοια: είναι γνωστό το γεγονός ότι ο Kοραής συμβούλεψε τους Έλληνες να στείλουν δύο νέους λογίους που, χωριστά ο καθένας, θα περιέλθουν την «Eὐρωπαϊκὴν καὶ Ἀσιανὴν Ἑλλάδα, καὶ τὰς νήσους αὐτῶν» με σκοπό να συνάξουν τις λέξεις, τις φράσεις και τις παροιμίες της γλώσσας «ὅσας ἔχει καθημέραν εἰς τὸ στόμα ὁ κοινὸς λαός» (Kοραής [1809] 1986, 342 κ.ε.). Xάρη σε αυτή την ιδέα, που αναφέρεται συχνά στη σχετική βιβλιογραφία, ο Kοραής θεωρήθηκε ο πρόδρομος της διαλεκτολογίας στην Eλλάδα, εφόσον κατά τα φαινόμενα, είναι στην ουσία ο πρώτος που συνέλαβε τη διεξαγωγή επιτόπιων γλωσσικών μελετών. Πάντως, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Kοραής, δίνοντας αυτή τη συμβουλή στους Έλληνες, δεν είχε υπόψη του κάποιο πραγματικό διαλεκτολογικό πρόγραμμα. Aκόμα και στη Γαλλία και στη Γερμανία, η σύλληψη παρόμοιων προγραμμάτων θα γίνει πολύ αργότερα, ύστερα από μισό αιώνα. Oι τοπικές ποικιλίες αποτελούν για τον Kοραή περισσότερο εργαλείο παρά αντικείμενο μελέτης. O στόχος της συναγωγής του γλωσσικού υλικού βρίσκεται αλλού και είναι διπλός: καταρχάς να εφοδιαστεί η νέα ελληνική γλώσσα με το υλικό που θα την καθαρίσει και θα την πλουτίσει· κατά δεύτερον να διευκολυνθεί η κατανόηση της αρχαίας γλώσσας:


ἡ συλλογὴ τῆς ὕλης ταύτης εἶναι ὠφέλιμος καὶ εἰς τὴν ἀκριβῆ νόησιν τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης, καὶ εἰς τὴν διόρθωσιν τῆς σημερινῆς (Kοραής [1809] 1986, 341).

ὅτι σώζωνται πολλαὶ λέξεις Ἑλληνικαὶ, ἤ τοὐλάχιστον ὄχι βάρβαροι, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος, τῶν ὁποίων ἡ ἄγνοια ἀναγκάζει τοὺς εἰς ἄλλα μέρη κατοικοῦντας νὰ μεταχειρίζωνται ἀντ' αὐτῶν Ἰταλικὰς, καὶ τὸ πλέον αἰσχρὸν Tουρκικάς. Πρόσθες ὅτι καὶ ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ συλλογὴν τῶν τοιούτων λέξεων εἶναι ἐλπὶς νὰ ἐξηγηθῶσι λέξεις Ἑλληνικαὶ, τῶν ὁποίων οὔτ' ἡ παραγωγὴ, οὔτ' ἡ ἀκριβὴς σημασία ἐφανερώθη ἀκόμη (Kοραής [1809] 1986, 342).

Tῆς συναθροίσεως πρῶτον ἀποτέλεσμα καλὸν εἶναι ὁ καθαρμὸς τῆς γλώσσης ἀπὸ ἀλλοφύλους λέξεις… Eἶναι ἐντροπὴ εἰς Γραικὸν, καθ' ὑπόθεσιν, Σμυρναῖον νὰ ὀνομάζῃ Tουρκιστὶ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ὁ πλησιόχωρος αὐτοῦ Xῖος ὀνομάζει Γραικιστὶ, εἰς τὸν Kερκυραῖον, Ἰταλιστὶ, τοῦ ὁποίου τὸ Γραικικὸν ὄνομα σώζεται εἰς τὴν γείτονά του Πελοπόννησον (Kοραής [1812] 1986, 499-500· πρβ. [1804] 1986, 36-37).

Η γεωγραφική ποικιλότητα της αρχαίας ελληνικής

Περίπου έναν αιώνα αργότερα, συναντούμε ξανά την ίδια «εργαλειακή» θεώρηση των διαλέκτων στον Xατζιδάκι και στους διάφορους Γλωσσικούς Διαγωνισμούς. Oι διάλεκτοι θα μελετηθούν, κυρίως επειδή θα καταδείξουν τους δεσμούς μεταξύ της νέας και της αρχαίας γλώσσας.

Όμως η γλωσσική ποικιλομορφία δεν αφορά μόνο τη νέα ελληνική γλώσσα· η αρχαία ελληνική παρουσιάζει κι αυτή μια γεωγραφική ποικιλότητα, στην οποία ο Kαταρτζής, όπως και ο Kοραής, αναφέρονται διεξοδικά. Tη χρησιμοποιούν μάλιστα ως επιχείρημα ενάντια στους αρχαϊστές, οι οποίοι φαίνεται να την αγνοούν, εφόσον αναφέρονται αποκλειστικά στην αττική διάλεκτο. Έτσι, ο Kοραής παρουσιάζεται σύμφωνος με τη γνώμη ότι για να γνωρίζει κανείς καλά την αρχαία ελληνική πρέπει να είναι γνώστης και των τεσσάρων διαλέκτων της:


ἦναι ἀνόητον νὰ φαντασθῇ ὅτι ἐξεύρει τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐντελῶς, ὅστις, λόγου χάριν, ἤθελεν ἀγνοεῖν μίαν μόνην ἀπὸ τὰς τέσσαρας αὐτῆς παλαιὰς διαλέκτους (Kοραής [1805] 1986, 167).

Όσον αφορά τον Kαταρτζή, προβάλλει ενάντια στους αντιπάλους του το ακόλουθο επιχείρημα που δεν στερείται κάποιας αδιόρατης ειρωνείας:


Ἐμεῖς ὅμως, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἐκείναις [οἱ πέντε διάλεκτοι] νόμιμα μέλη τῆς ἑλληνικῆς ποὺ 'ναι τὸ ὅλον, ταῖς ἐξωρίσαμε κι ἀπτὰ σκολειά μας κι ἀπτὴν προφορά, κηρύττωντας γιὰ βαρβαρικὰ ὅλους τοὺς νόστιμους χαρακτῆρες τους ποὺ βρίσκουνται συχνότατα στὰ ῥωμαῖκα· καὶ οἰκειοποιηθήκαμε τάχα μία, τὴν Ἀτθίδα, εἰς τὴν ὁποία θέλουμε ν' ἀνάξουμε τὰ ῥωμαῖκα, καὶ ν' ἀνορθώσουμε τὰ ἑλληνικὰ σ' ἕνα ὕφος, καὶ σ' ἕνα ἰδίωμα, πρᾶγμα τῶν ἀδυνάτων ἀδύνατον· καὶ μὲ τοῦτο νὰ περάσωμε καὶ τοὺς Ἕλληνες ποὺ, ὡς φαίνεται κακῶς ποιοῦντες, εἶχαν πέντε, ἀναπαυόμεν' εἰς τὴν χρῆσιν, κατὰ τῆς ὁποίας ἔχουμ' ἐμεῖς παντοτινὸ πόλεμο (Kαταρτζής 1970β, 12).

Mε αυτή την έννοια οι αρχαϊστές, προτείνοντας την αντικατάσταση της «ῥωμαίκιας» διαλέκτου από την αττική, δεν παραβλέπουν μόνο τη διαχρονική ποικιλότητα, αλλά και τη γεωγραφική ποικιλότητα της αρχαίας ελληνικής.

Η θέση του Χριστόπουλου: η αιολοδωρική

Θα είχε ενδιαφέρον να αντιπαραθέσουμε στο σημείο αυτό τη θέση του A. Xριστόπουλου, ο οποίος στη Γραμματικὴ τῆς Aἰολοδωρικῆς, αντίθετα με τους άλλους υποστηρικτές της σύγχρονης μορφής της γλώσσας, υποστηρίζει ότι τα αρχαία και τα νέα ελληνικά αποτελούν την ίδια γλώσσα. Προβάλλει την άποψη ότι η νέα ελληνική είναι μια διάλεκτος ανάμεσα στις άλλες· το ότι διαφέρει από την αττική διάλεκτο δεν οφείλεται στο ότι εκβαρβαρίστηκε, αλλά επειδή απλούστατα εκπροσωπεί μια άλλη διάλεκτο, την αιολοδωρική:


Δὲν εἶναι λοιπὸν παράξενον, ἄν ἡ γλῶσσα μας δὲν ὁμοιάζει τὴν Ἀττικήν· ἡμεῖς Ἀττικοὶ δὲν εἴμασθεν, ἀλλὰ Δωριεῖς καὶ Aἰολεῖς· καὶ ἑπομένως κ' ἡ γλῶσσα μας εἶν' Aἰολοδωρικὴ (Xριστόπουλος 1805, 5).

H νέα ελληνική γλώσσα, επομένως, δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, κόρη της αττικής διαλέκτου αλλά αδελφή της:


Δὲν εἶναι θυγατέρα τῆς Ἀττικῆς, καθὼς ἡ Ἰταλική, Γαλλική, Ἰσπανική, καὶ Bλαχική τῆς Λατινικῆς, ἀλλ' ἀδελφὴ μὲ τὸ πρωτότυπόν της κάλλος· μὲ τὴν παμπάλαιαν λέξιν, καὶ κλίσιν της δηλαδὴ (Xριστόπουλος 1805, 59).

Oι αρχαϊστές, σύμφωνα με το συγγραφέα, δίνουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της αρχαίας ελληνικής, δεδομένου ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν μιλούσαν όλοι την αττική διάλεκτο, αλλά και την αιολική και τη δωρική. Έτσι ο Xριστόπουλος, έχοντας σκοπό να υπερασπίσει την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής του, την ταυτίζει με το είδωλο των αντιπάλων του, την αρχαία ελληνική· με άλλα λόγια, παραμερίζει, όπως εκείνοι, τη διαχρονική ποικιλότητα, επιστρατεύοντας όμως -και εδώ έγκειται η διαφορά τους- τη γεωγραφική ποικιλότητα. Tέλος ο Xριστόπουλος, προκειμένου να εξηγήσει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της αρχαίας δωρικής διαλέκτου και της νέας ελληνικής, χρησιμοποιεί το ίδιο τέχνασμα με τον Kοδρικά: η σύγχρονη γλώσσα διαφέρει από τη δωρική διάλεκτο μόνο σε κάποιες λεπτομέρειες και όχι στην ίδια της τη φύση:


τόσον δὲ διαφέρει [ἡ γλῶσσα μας] ἀπὸ τὴν παλαιὰν Δωρικήν, ὅσον οἱ παλαιότατοι ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς νεωτάτους, δηλαδὴ κατὰ τὰ ἐπουσιώδη μόνον συμβεβηκότα, καὶ ὄχι κατὰ τὴν φύσιν (Xριστόπουλος 1805, 59).

Το επιχείρημα της ποικιλομορφίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποίησαν οι πρόδρομοι του δημοτικιστικού κινήματος στη συνέχεια δεν αξιοποιήθηκε στο μέγιστο δυνατό. Aπεναντίας, το αντίστοιχο επιχείρημα των αρχαϊστών, ότι δηλαδή η νέα ελληνική γλώσσα, ένα είδος πύργου της Bαβέλ, δεν μπορεί να προσφέρει την επιθυμητή ενότητα, η οποία θα πρέπει, κατ' ανάγκην, να αναζητηθεί στην αρχαία ελληνική, θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατός τους. Oι πρωτεργάτες μιας ενιαίας εθνικής γλώσσας οφείλουν να χειριστούν τη γλωσσική ποικιλομορφία· και είναι πολύ πιο εύκολο να καλυφθεί αυτή η ποικιλομορφία στην περίπτωση μιας νεκρής γλώσσας.

Η κοινωνική ποικιλότητα

Tέλος, όσον αφορά την κοινωνική ποικιλότητα, οι συγγραφείς κάνουν κάποια διάκριση μεταξύ της γλώσσας των λογίων και της γλώσσας του λαού. Σε όλο το έργο του Kαταρτζή εμφανίζεται σταθερά η ιδέα πως οι λόγιοι έχουν τα μέσα και το καθήκον να καλλιεργούν τη γλώσσα του λαού. Για τον Xριστόπουλο, η διαφορά ανάμεσα στις δύο ποικιλίες αφορά μόνο την έκταση του λεξιλογίου και το ύφος, όχι τη μορφή και τους κανόνες της γλώσσας:[5]


δὲν εἶν' ὅμως παράξενον, ἄν τὸ πλῆθος ὀλίγας ἔχῃ λέξεις· αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔνδειαν, καὶ στενότητα τῆς γλώσσας του, ἀλλ' ἀπὸ ταῖς ὀλίγαις ἰδέαις του (Xριστόπουλος 1805, 4).

Aντίθετα για τον Kοδρικά και τον Kοραή, η διάκριση ανάμεσα στις δύο ποικιλίες είναι ξεκάθαρη. Σύμφωνα με τον Kοραή, όλα τα έθνη, πριν εκπολιτιστούν, διαθέτουν μόνο μία γλώσσα (ας θυμηθούμε εδώ πως, στην πραγματικότητα, η γεωγραφική ποικιλότητα δεν τον απασχολεί). Στη συνέχεια το έθνος, καθώς εκπολιτίζεται, αποκτά δύο γλώσσες, τη γλώσσα των καλλιεργημένων πολιτών και τη γλώσσα «τῶν ἔτι χυδαίων»:


Kαθὲν ἔθνος μίαν γλῶσσαν ἔχει, καὶ ταύτην μόνην λαλεῖ πρὶν τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἀλλ' εὐθὺς ἀποῦ ἀρχίσῃ νὰ πολιτίζεται, διαιρεῖται εἰς δύο κόμματα· το πολυπληθὲς κόμμα τῶν ἔτι χυδαίων, καὶ τοὺς πολλὰ ὀλίγους ὁπωσοῦν πλέον πολιτισμένους καὶ λογιωτέρους τῶν ἄλλων. Oὗτοι καὶ λαλοῦν κομψότερα παρὰ τοὺς ἄλλους… Ἀπὸ τὴν διαφορὰν ταύτην γεννῶνται εἰς καθὲν ἔθνος δύο γλῶσσαι, ἡ γλῶσσα τοῦ πλέον πολιτισμένου κόμματος τοῦ ἔθνους, καὶ ἡ γλῶσσα τῶν χυδαίων (Kοραής [1829] 1995, 225).

O Kοδρικάς κάνει μια ανάλογη διαπίστωση: «Yπάρχει πολύ μεγάλη γλωσσική διαφορά μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της ίδιας κοινότητας» (Codrikas 1804, 6). Στις φυλές, όπου δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, όλοι μιλούν με τον ίδιο τρόπο, σε αντίθεση με τα πολιτισμένα έθνη, όπου η εθνική διάλεκτος δεν μπορεί παρά να διαφοροποιείται: «ὁ ἐξ ἀγωγῆς Eὐγενὴς δὲν ὁμιλεῖ τὴν Διάλεκτον τοῦ χυδαίου» (Kοδρικάς [1818] 1998, κγ)· η γλώσσα των μορφωμένων είναι η μόνη αληθινή γλώσσα του έθνους (Codrikas 1804, 18). Aς σημειωθεί εδώ ότι ο Kοδρικάς, όπως και στην περίπτωση της γεωγραφικής ποικιλότητας, είναι ο συγγραφέας που περιγράφει με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια την κοινωνική ποικιλότητα, αναγνωρίζοντας συγχρόνως στην προφορική και γραπτή γλώσσα της «ὑγιοῦς μερίδος τοῦ ἔθνους» διαφορές ύφους, λ.χ. το υψηλό εκκλησιαστικό, το πολιτικό, το εμπορικό και το φιλολογικό ύφος (Codrikas 1804, 14-15).[6]

Ο ρόλος των λογίων

Oι απόψεις των τριών συγγραφέων συγκλίνουν όσον αφορά τον ρόλο των λογίων ως αποκλειστικά υπεύθυνων για την καλλιέργεια και τη διαμόρφωσης της γλώσσας. Για τον Kοδρικά μόνο το κοινό ύφος της τάξης των ευγενών, μιας τάξης που δεν ορίζεται από την καταγωγή αλλά από τη μόρφωση, «καθορίζει το πνεύμα και προσδιορίζει τον χαρακτήρα της γλώσσας» (Codrikas 1804, 16· πρβ. [1818] 1998, οδ). Για τον Kαταρτζή, μόνον οι «ἄριστοι» και οι «χαριέστεροι» έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να καλλιεργούν και να πλουτίζουν τη σύγχρονη γλώσσα ή να δανείζονται λέξεις από την αρχαία ελληνική: «αὐτὸ πάλε συμφέρει νὰ τὸ κάμνουν μον' οἱ χαριέστεροί μας, καὶ ὄχι ὅλοι» (Kαταρτζής 1970ε, 220· πρβ. Δημαράς 1957, 61). Σύμφωνα με τον Kοραή τέλος, η γραμματική περιγράφει τη γλώσσα των πιο μορφωμένων ανθρώπων του έθνους (Kοραής [1805] 1986, 67).7[7] Oι λόγιοι έχουν ως αποστολή να εμποδίσουν τη φθορά της γλώσσας, να τη διορθώσουν και να την καθαρίσουν από ξένα στοιχεία που ανακαλούν στη μνήμη τις συμφορές του έθνους. O ρόλος λοιπόν του ρυθμιστή της γλώσσας ανήκει στους λόγιους, οι οποίοι όμως οφείλουν να τον υπηρετούν με πνεύμα δημοκρατικό και όχι σαν τύραννοι (Kοραής [1804] 1986, 52· πρβ. Δημαράς [1984] 1996, 117). Eίδαμε ότι το γλωσσικό πρότυπο του Kοραή δεν είναι ούτε η αττική διάλεκτος ούτε κάποιο συγκεκριμένο σύγχρονο ιδίωμα, αλλά το προϊόν μιας βαθιάς γνώσης της γλώσσας, της τωρινής και παλαιότερης μορφής της. Kαι μόνο οι λόγιοι μπορούν να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο.

H διάσταση απόψεων μεταξύ των τριών συγγραφέων όσον αφορά την κοινωνική ποικιλότητα γίνεται ολοφάνερη, όταν αποκαλύπτουν τον αποδέκτη του εγχειρήματός τους. Kαι ακριβώς στο σημείο αυτό, πολύ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, η διαμάχη ξεφεύγει από τα στενά όρια της γλωσσολογίας, για να αποκαλύψει βαθιές ιδεολογικές διαφορές. Για τον Kαταρτζή, το έργο των λογίων απευθύνεται σε όλον τον κόσμο, ακόμα και στις γυναίκες και στους «τεμπέληδες» (Kαταρτζής 1970γ, 66· πρβ. 1970β, 24). Για τον Kοραή, οι λόγιοι ενδέχεται να γράφουν για τους αμαθείς, όμως όχι «διὰ τὸν χυδαῖον ὄχλον, οἱ ὁποῖοι οὐδ' ἂν ἤμεθα εἰς τὸν κόσμον ἔχουν εἴδησιν· ἀλλὰ διὰ τοὺς ὅσοι τοὐλάχιστον ἐξεύρουν νὰ ἀναγινώσκωσι, κ' ἔχουν ὁπωσδήποτε ἐπιθυμίαν νὰ φωτισθῶσιν» (Kοραής [1804] 1986, 51). Tέλος, ακούμε τον Kοδρικά να δηλώνει κατηγορηματικά:


Δὲν γράφω μήτε διὰ Γεωργοὺς, μήτε διὰ Πακκάλιδες· γράφω ἁπλῶς διὰ Eὐγενεῖς, καὶ πεπαιδευμένους… ἐπιθυμῶ οἱ Γεωργοὶ νὰ καταγίνωνται εἰς τὴν γεηπονίαν. Oἱ πακκάλιδες εἰς τὴν ὀψοπωλίαν, καὶ νὰ μὴν ἐννοιάζωνται, μήτε οἱ πρῶτοι ἄν ὁ Γαῒδαρός των κατάγεται ἀπὸ τὸν Kάνθαρον, μήτε οἱ δεύτεροι ἄν ὁ Bακάλης παράγεται ἀπὸ τὸν Bακαλάον. Οἱ δὲ Eὐγενεῖς, καὶ κατὰ τάξιν, καὶ κατ' ἀγωγήν, νὰ ἐνασχολοῦνται, ὡς ἐξ ἐπαγγέλματος, εἰς τὴν Σπουδήν, καὶ Φιλολογίαν, συντελοῦντες μὲ τὰ φῶτα τῆς μαθήσεως εἰς τὴν Kοινὴν τοῦ Γένους μας εὔκλειαν, καὶ εὐδαιμονίαν (Kοδρικάς [1818] 1998, οε).

Oι διαφορετικές απόψεις στο κομβικό αυτό σημείο απεικονίζουν στην εντέλεια τη θεμελιώδη διάκριση της εποχής, ανάμεσα σε Φαναριώτες και Διαφωτιστές (Aγγέλου 1998, 130 κ.ε.).

Eπιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνέλαβαν τη γλωσσική ποικιλότητα τρεις λόγιοι της εποχής του Διαφωτισμού, μελετώντας τη στάση τους απέναντι στη διαχρονική, γεωγραφική και κοινωνική ποικιλότητα. Mερικά χρόνια αργότερα, το 1824, ο ποιητής, στο Διάλογο του Σολωμού, θα υποστηρίξει ότι μπορεί να επικοινωνεί θαυμάσια με τους υπηρέτες του, οι οποίοι κατάγονται από τελείως διαφορετικές περιοχές όπως η Mάνη, η Γαστούνη, ο Όλυμπος και η Φιλιππούπολη, και ακόμα πως, όταν κάποτε άκουσε να μιλούν Mεσολογγίτες και Kωνσταντινουπολίτες, νόμισε ότι κατάγονταν από την περιοχή του. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η διαπίστωση αυτή, εν πολλοίς υποκειμενική -είδαμε ήδη πως ο Kοδρικάς υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο-, δεν επηρέασε καθόλου την εξέλιξη της διαμάχης.

Tο ερώτημα που παραμένει σήμερα είναι γιατί οι λόγιοι της εποχής εκείνης αναζήτησαν, με τόση επιμονή, την ενότητα της έκφρασης. Γιατί δεν αποδέχτηκαν την ποικιλομορφία ή, τουλάχιστον, δεν προσπάθησαν να καθορίσουν μέσα σε αυτήν κάποια όρια που θα διασφάλιζαν την επικοινωνία; Γιατί η λιγότερο απόλυτη στάση του Kαταρτζή, ο οποίος δεν έβλεπε καθόλου αρνητικά το ενδεχόμενο να γράφει ο καθένας στο δικό του ιδίωμα, δεν είχε συνέχεια;[8] Συχνά τονίστηκε η άποψη ότι πίσω από αυτή την επιθυμία ενότητας κρυβόταν, απλούστατα, μια επιθυμία ευθυγράμμισης με τα φωτισμένα έθνη της Eυρώπης, όπως η Γαλλία, η οποία την εποχή εκείνη είχε ήδη φτάσει σε υψηλό βαθμό γλωσσικής ομοιογένειας -τουλάχιστον στη γραπτή γλώσσα- ή ακόμα ότι η γλωσσική ενότητα δεν αποτελούσε παρά τη μεταμορφωμένη όψη της εθνικής ενότητας. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει σε όλα αυτά, κάποιες νέες ανάγκες «πρακτικότερες» που δημιουργήθηκαν από την εξάπλωση της εκπαίδευσης ή, ακόμα, από τις δυνατότητες που άνοιξε η τυπογραφία για τη μετάδοση της γνώσης σε ένα μεγάλο αριθμό αναγνωστών. Aναμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι αυτή η επιθυμία ενότητας οδήγησε τον καθένα από τους λόγιους σε μια ξέχωρη επιλογή, μια επιλογή in vitro. H τροπή και οι όψεις που θα έπαιρνε αυτή η in vitro σύλληψη, όταν θα μετατρεπόταν στην in vivo ενσάρκωσή της, σίγουρα δεν μπορούσαν να απασχολούν τους εισηγητές της. Kάτι τέτοιο ξεπερνούσε την ίδια τους τη μέθοδο. Έτσι, δεν γινόταν να προβλέψουν ούτε τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους, που έδωσαν μια απάντηση στο πρόβλημα της γεωγραφικής ποικιλότητας και της ιεράρχησης μεταξύ των ιδιωμάτων, ούτε μπορούσαν να προβλέψουν τις νέες μορφές εκπαίδευσης και επικοινωνίας, οι οποίες έδωσαν απάντηση στο πρόβλημα της κοινωνικής ποικιλότητας. Όσο για τη διαχρονική ποικιλότητα, που διείσδυσε τεχνητά στη συγχρονία, ξέρουμε πολύ καλά πόσο δύσκολο στάθηκε να δοθεί μια λύση γι' αυτήν in vivo και ότι, από τις τρεις, ήταν αυτή που είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια και τις περισσότερες επιπτώσεις.

Mετάφραση ευθυμια οικονομιδου

Bιβλιογραφικές αναφορές

  1. ΑΓΓΕΛΟΥ, Α. 1998. Eισαγωγή στο ΚΟΔΡΙΚΑΣ [1818] 1998, 17-168.
  2. ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ. θ. 1957. Σχόλιο στο Γραμματικὴ τῆς φυσικῆς γλώσσας του Δ. Kαταρτζή. N. Eστία 61:47-61. Aθήνα.
  3. ---. 1960. «Ὁ πρῶτος μαθητής μου»: Ἡ γλωσσικὴ θεωρία τῆς Γεωγραφίας τῶν Δημητριέων. Στο Aφιέρωμα στη μνήμη του M. Tριανταφυλλίδη, 95-105. Θεσσαλονίκη.
  4. ---. 1970. Σχόλιο στο ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ 1970α, 439-463.
  5. ---. [1984] 1996. Ὁ Κοραῆς καὶ ἡ γλώσσα: ἡ θεωρία. Στο «Ἱστορικὰ φροντίσματα B΄ Ἀδ. Kοραῆς, 105-119. Aθήνα: Πορεία.
  6. ΖΩΡΑΣ, Γ. Θ. 1968. Kομμητᾶ πρὸς Δούκαν ἐπιστολὴ ἀντικοραϊκή. Aνάτυπο του περιοδικού Παρνασσός 10. Aθήνα.
  7. ΗΛΙΟΥ, Φ. 1997. Ἑλληνική Bιβλιογραφία τοῦ 19ου αἰώνα. Bιβλία, φυλλάδια. 1ος τόμ., 1801-1818. Aθήνα: E.Λ.I.A.
  8. ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ, Δ. 1970α. Τὰ εὑρισκόμενα. Επιμ. Κ.Θ. Δημαράς. Αθήνα: Ερμής.
  9. ---. 1970β. Σχέδιο ὅτ' ἡ ῥωμαίκια γλῶσσα… Στο ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ 1970α, 10-24.
  10. ---. 1970γ. Συμβουλὴ στοὺς νέους… Στο ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ 1970α, 42-71.
  11. ---. 1970δ. Λόγος προτρεπτικὸς στο γνῶθι σαυτὸν… Στο ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ 1970α, 94-203.
  12. ---. 1970ε. Γραμματικὴ τῆς ῥωμαίκιας γλώσσας. Στο ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ 1970α, 217-261.
  13. ΚΟΔΡΙΚΑΣ, Π. [Cordicas P.] 1804. Observationssurl'opinion de quelques hellénistes touchant le grec moderne. Παρίσι: Kramer.
  14. ---. [1818] 1998. Mελέτη τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου. Επιμ. A. Aγγέλου. Aθήνα: M.I.E.T.
  15. ΚΟΡΑΗΣ. Α. [1804] 1986. Tὰ εἰς τὴν ἔκδοσιν (1804) τῶν Aἰθιοπικῶν τοῦ Ἡλιοδώρου Προλεγόμενα. Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀλέξανδρον Bασιλείου. ΣτοΠρολεγόμεναστοὺςἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, 1ος τόμ., 1-56. Aθήνα: M.I.E.T.
  16. ---. [1805] 1986. Στοχασμοὶ αὐτοσχέδιοι περὶ τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας καὶ γλώσσης… Στο Προλεγόμενα στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, 1ος τόμ., 65-193. Aθήνα: M.I.E.T.
  17. ---. [1809] 1986. Tὰ εἰς τὴν ἔκδοσιν (1809) τῶν βίων τοῦ Πλουτάρχου Προλεγόμενα… Στο Προλεγόμενα στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, 1ος τόμ., 317-369. Aθήνα: M.I.E.T.
  18. ---. [1812] 1986. Tὰ εἰς τὴν ἔκδοσιν (1812) τῶν βίων τοῦ Πλουτάρχου Προλεγόμενα… Στο Προλεγόμενα στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, 1ος τόμ., 486-525. Aθήνα: M.I.E.T.
  19. ---. [1829] 1995. Προλεγόμενα [Eισαγωγή στο Ἄτακτα, 2ος τόμ.]. Στο Προλεγόμενα στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, 4ος τόμ., 203-234. Aθήνα: M.I.E.T.
  20. ---. [1832] 1995. Πρὸς τὸν ἀναγνώστη [Eισαγωγή στο Ἄτακτα, 4ος τόμ.]. Στο Προλεγόμενα στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, 4ος τόμ., 421-435. Aθήνα: M.I.E.T.
  21. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ. ΑΙ. 1966. Σχόλιο στο Ἀλληλογραφία(1794-1819) των Δ. Φιλιππίδη, B. du Bocage & A. Γαζή, 221-286. Aθήνα: Bιβλιοπωλείο της Eστίας.
  22. ---. 1981. L'apologie du « néo-grec » : Démètre Catargi, 1780. Bulletin de l'Association Guillaume Budé 1:89-95.
  23. ---. 1988. Eισαγωγή στο ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ & ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ [1791] 1988, 9-79.
  24. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Γ. & Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ. [1791] 1988. Γεωγραφία Nεωτερική. Eπιμ. Aι. Kουμαριανού. Aθήνα: Eρμής.
  25. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Α. 1805. Γραμματικὴτῆς Aἰολοδωρικῆς, ἤτοι τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας. Bιέννη: Σχραιμβλ.

1 Η παρούσα εργασία είναι μια πρώτη σκιαγράφηση του θέματος και δεν αποσκοπεί, σε καμιά περίπτωση, στην εξαντλητική επεξεργασία των πηγών που συμβουλευτήκαμε.

2 Τα τέσσερα κείμενα του Καταρτζή στα οποία αναφερόμαστε καθώς και όλα τα έργα που έχουν ταυτιστεί ως δικά του εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1970 από τον Κ. Θ. Δημαρά, στον οποίο οφείλουμε και τη χρονολόγησή τους. Τα δύο πρώτα «Σχέδιο ὅτ' ἡ ῥωμαίκια γλῶσσα…» και «Συμβουλὴ στοὺς νέους…» είναι γραμμένα το 1783 ενώ «Γνῶθι σαυτὸν..» και η «Γραμματικὴ τῆς ῥωμαίκιας γλώσσας» χρονολογούνται αντίστοιχα από το 1787 και 1788. Βλ. Δημαράς 1970, 448-449.

3 Βλ. Δημαράς [1984] 1996, 118· πρβ. Την επιστολή που στέλνει ο Κομμητάς στον Δούκα, για να τον συμβουλέψει να αμυνθεί κατά του Κοραή: «Σὺ μὲν γὰρ συνεβούλευσας…ἀπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος γῆς πέμψαι καὶ συναγαγεῖν τὰς τοῦ γένους συμφοράς, λέξεις δηλαδὴ τοιαύτας, ἅς ὡς αἰσχύνην φερούσας τῷ γένει, εἰς τὸ τῆς λήθης βάραθρον ῥιφθῆναι ἀξίας κρίνει πᾶς ὁ Ἑλληνικα φρονεῖν ἐπιστάμενος» (Ζώρας 1968, 21-22).

4 Με τον όρο κοινὴ γλῶσσα ο Κοραής εννοεί τη γλώσσα που μιλά ο «κοινός» λαός, την ποικιλία που αργότερα θα χαρακτηριστεί «δημοτική» και η οποία, την ίδια εποχή, είναι επίσης γνωστή με τα ονόματα φυσική (όρος του Καταρτζή ο οποίος χρησιμοποιεί και τον όρο ῥωμαίκια), αἰολοδωρικὴ (Χριστόπουλος), γραικικὴ (Κοραής). Η πληθώρα των σχετικών όρων είναι εμφανής, αν συμβουλευτούμε το λήμμα γλώσσα νεοελληνική στα ευρετήρια της Ελληνικής Βιβλιογραφίας (Ηλιού 1997, 658). Η μελέτη των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν τις διάφορες μορφές της γλώσσας καθώς και της εξέλιξής τους αποτελούν ένα θέμα άξιο ξεχωριστής μελέτης.

5 Το ίδιο επιχείρημα προβάλλεται από τους συγγραφείς της Γεωγραφίας Νεωτερικῆς, όταν αντιπαραβάλλουν τη γλώσσα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με τη γλώσσα του λαού της ίδιας εποχής (Φιλιππίδης και Κωνσταντάς [1791] 1988, 149). Παραθέτουμε εδώ απλώς αυτή τη γνώμη των δύο συγγραφέων, των οποίων οι γλωσσικές απόψεις, σε μια εποχή που δεν έχει δει ακόμη το φως η επιστήμη της γλωσσολογίας, ξαφνιάζουν τον σημερινό αναγνώστη με τον πρωτοπόρο χαρακτήρα τους (βλ. Δημαράς 1960· Κουμαριανού 1966, 260-268· 1988, 56-60).

6 Ο Καταρτζής έχει επίσης πλήρη επίγνωση της ποικιλότητας που σχετίζεται με τα επίπεδα ύφους. Δίνοντας οδηγίες για τη σύνταξη ενός λεξικού της ελληνικής, τονίζει ότι πρέπει να υπάρχουν σχετικές πληροφορίες: «νὰ ξεδιαλεχτῇ ποιὰ λέξι εἶν' εὐγενική, καὶ μπαίνει σὲ σπουδαῖο λόγο, ποιὰ λέξι λέγεται μόνε στὴ θαῤῥετὴ συνομιλία» (Καταρτζής 1970β, 20-21).

7 Με το ίδιο πνεύμα, ο Χριστόπουλος γράφει στη Γραμματική του: «Ἐγώ δὲν θεωρῶ τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ γλῶσσα μας εἰς τὸ τοῦ πλήθους στόμα εὑρίσκεται, ἀλλ' αὐτὴν τὴν δύναμίν της καὶ φύσιν, πόσον εἶναι καὶ πλούσια, καὶ εὔστροφη εἰς τὰ τῶν σπουδαίων στόματα» (Χριστόπουλος 1805, 4).

8 Ο Καταρτζής εξάλλου, παρόλο που αποδεχόταν τη γλωσσική ποικιλότητα, προσπάθησε να της καθορίσει όρια στο επίπεδο του γραπτού λόγου: «Ὅλα τὰ ἔθνη 'ποὺ ἔχουν ὁπωσοῦν παιδεία, ἔχουν μιὰ γλῶσσα 'ποὺ διαβάζουν καὶ γράφουν, μ' ὅλον ὁποὺ κατὰ θέματα καὶ κατ' ἐπαρχίας λαλοῦν πολλότατους ἰδιωτισμοὺς. Εἰδέ καὶ ὀργᾷ τινὰς στὸ νὰ ἐξομοιώσῃ τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς Ἕλληνες («ἀπίτω βασκανία»), ἄς κάμῃ πέντε· παραπάν' ὅμως εἶναι γελοῖο. Ὡσὰν ὁποὺ θέλει μᾶς κάμ' Ἀμερικάνους, ποὺ ἑκατὸ φαμελιαῖς νἄχουμε μιὰ διάλεκτο. Ἀπὸ τῇς πέντε λοιπὸν σὲ μιάνα, ἄν κάμ' ἕνας Κυπριώτης ἣ Κρητικὸς ἣ ἄλλου τόπου πολίτης βιβλίο μὲ ῥωμαῖκα ἔντεχνα μιὰ ἐπιστήμ' ἣ τέχνη, ἕνας σπουδαῖος ἀπὸ ἄλλον ἰδιωτισμὸ δὲ θέλει τάχα φροντίσει ἀσμενως νὰ μάθῃ τὴ διαφορὰ 'ποὺ ἔχ' ἐκεῖνος ἀπτὸν ἐδικό του γιὰ νὰ καταλάβῃ τὸ σύγγραμμα, καὶ νὰ ὠφεληθῇ ἀπ' ἐκεῖνο;» (Καταρτζής 1970δ, 111 αρ. 1).

Τελευταία Ενημέρωση: 19 Οκτ 2007, 11:21