Βιβλιογραφία

Νέα Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσική Εκπαίδευση 

Εντοπισμός, αποδελτίωση και καταγραφή της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της 

Το άρθρο αυτό στοχεύει να μελετήσει τη σχέση μεταξύ μορφολογικών και συντακτικών αλλαγών κατά την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Eπικεντρώνεται, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, στη γενίκευση της χρήσης της δομής «αιτιατική με απαρέμφατο» σε περιβάλλοντα μετά από απρόσωπα ρήματα. Αφετηρία της έρευνας αποτελεί, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, το γεγονός της απώλειας της δοτικής πτώσης ως ξεχωριστού μορφολογικού τύπου που έλαβε χώρα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στην ιστορία της ελληνικής με συνακόλουθες συνέπειες στη δομή των προτάσεων. Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι η έρευνά του για την εξέλιξη της δοτικής πτώσης ξεκινά από την κλασική ελληνική, που μιλιόταν στην Αθήνα μεταξύ του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. και εκτείνεται μέχρι τα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο άρθρο αναφέρεται στην ΦΠροσδ [DP] σε δοτική πτώση που αποτελούσε, όπως παρατηρεί, συμπλήρωμα κάποιου απρόσωπου ρήματος και η οποία έφερε πάντοτε τον ίδιο θεματικό ρόλο (θ-ρόλο), αυτόν του φορέα της εμπειρίας [experiencer]. Πρόκειται, όπως σημειώνει, για τη λεγόμενη δοτική προσωπική και υποστηρίζει ότι ήταν εγγενής πτώση που καθοριζόταν στο λεξικό. Η δοτική αυτή αποτελούσε το ένα όρισμα του απρόσωπου ρήματος και ήταν ανεξάρτητη, όπως σημειώνει, από το άλλο όρισμά του που ήταν ένα απαρέμφατο το οποίο μπορούσε να συνοδεύεται από ένα υποκείμενο σε αιτιατική. Η αιτιατική αυτή, υποστηρίζει ο συγγραφέας, αποτελούσε δομική πτώση.

Στη συνέχεια αναφέρεται σε δεδομένα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου και σημειώνει ότι από την περίοδο αυτή και έπειτα η αιτιατική εμφανίζεται όλο και συχνότερα στη θέση μιας δοτικής προσωπικής. Συσχετίζει το θέμα αυτό με τη γενίκευση [generalization] του Burzio (1986) που υποστηρίζει ότι η ΠροσδΦ σε αιτιατική [accusative DP] δεν μπορεί να είναι το αντικείμενο του κύριου ρήματος, αφού αυτό είναι απρόσωπο, αναιτιατικό [unaccusative] και γι' αυτό δεν μπορεί να αποδώσει θ-ρόλο στο υποκείμενό του. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η δοτική που δήλωνε τον φορέα της εμπειρίας και αποτελούσε συμπλήρωμα αναιτιατικών ρημάτων αντικαταστάθηκε από την αιτιατική και αργότερα επαναναλύθηκε [reanalyzed] ως υποκείμενο του απαρεμφάτου που ακολουθούσε. Επιπλέον, διατυπώνει την υπόθεση ότι η συγκεκριμένη δομική αλλαγή σχετίζεται με τη γενίκευση του απαρεμφατικού Χρ [Τ] που πάντοτε αποδίδει αιτιατική πτώση στο υποκείμενό του. Επίσης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν παραλληλισμοί μεταξύ ελληνικής και αγγλικής ως προς την περίπτωση της σταδιακής αντικατάστασης της δοτικής, καθώς, όπως αναφέρει, σε μια πρώιμη περίοδο της αγγλικής ο ευεργεσιακός [benefactive] ρόλος εκφραζόταν κυρίως από τη δοτική, όπως και στην κλασική ελληνική, ενώ αργότερα η δοτική αντικαταστάθηκε σταδιακά από μια φράση με το for [for-phrase].

Ένα ακόμη θέμα με το οποίο ασχολείται είναι η μη ύπαρξη προθετικών φράσεων σε θέση συμπληρώματος σε απρόσωπα ρήματα. Η πρώτη πιθανή εκδοχή που παρουσιάζει για το ζήτημα αυτό είναι ότι η αντικατάσταση της δοτικής πτώσης από ΠροθΦ [PP] σχετίζεται με το μεταβατικό ρήμα που αποδίδει αιτιατική πτώση μέσω προθέσεων, αλλά όπως αναφέρει, σύμφωνα με τη γενίκευση του Burzio (1986) τα απρόσωπα ρήματα δεν δέχονται όρισμα σε αιτιατική και επομένως, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, δεν μπορούν να δεχτούν ως συμπλήρωμα ΠροθΦ με αιτιατική. Η άλλη εκδοχή που προτείνει είναι ότι η ΦΠροσδ εντός της προθετικής φράσης που θα αντικαθιστούσε τη δοτική δεν θα μπορούσε να επιβάλλεται δομικά [c-command] στο μεγάλο PRO το οποίο αναφέρεται στο υποκείμενο του απαρεμφάτου. Τέλος, ο συγγραφέας επισημαίνει πως όσον αφορά τις απρόσωπες δομές παρατηρείται μετάβαση από περιπτώσεις εγγενούς πτώσης στην κλασική αττική διάλεκτο σε περιπτώσεις δομικής πτώσης στην ελληνιστική κοινή.

Πέτρος Κωστίκας-Τσελεπής