ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Κονδυλάκης, Ιωάννης

Οι Άθλιοι των Αθηνών (απόσπασμα)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Πόσα ἐν ὀνόματί σου διαπράττονται, ὦ ἀρετή!

Μία ἐφημερὶς τὴν ἐπιοῦσαν ἀνέγραφεν ὡς ἑξῆς τὸ γεγονὸς τῆς παρελθούσης ἑσπέρας: «Χθὲς περὶ τὴν ὀγδόην ὥραν τῆς ἑσπέρας ἡ σύζυγος ὑποδηματοποιοῦ τινος, κατοικοῦσα παρὰ τὴν Μητρόπολιν, ἀπεπειράθη αὐτοχειρίαν διὰ δηλητηρίου, ἀλλ' ἐσώθη τῇ ἐγκαίρῳ συνδρομῇ τῶν ἰατρῶν. Λόγοι οἰκογενειακῶν ἐρίδων ὤθησαν τὴν δυστυχῆ γυναῖκα εἰς τὴν ἀπονενοημένην ταύτην πρᾶξιν, διότι ὁ σύζυγός της συλλαβὼν ἀθέμιτον συμπάθειαν πρὸς νεάνιδά τινα ἐκ Τήνου, παρέλαβεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκόν του καὶ ἔζη οὕτως, ὡς ἀσιανὸς μεγιστὰν, μεταξὺ συζύγου καὶ ἐρωμένης. Ἡ οὕτω σκανδαλωδῶς ταράξασα τὴν οἰκογενειακὴν εἰρήνην τῆς πτωχῆς οἰκοδέσποίνης, συνελήφθη ὡς καὶ ὁ ὑποδηματοποιός».

Καὶ ἡ ἐφημερὶς ἐκείνη συνεπέραινεν ὅτι ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῶσιν αὐστηρῶς οἱ ἔνοχοι, διότι πᾶσα ἐπιείκεια διὰ τοιαύτας παρεκτροπὰς ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος διὰ τὰ ἁγνὰ ἤθη τοῦ τόπου ἡμῶν.

Ἡ ἐφημερὶς αὕτη εἶχεν ἀρυσθῇ προφανῶς τὰς πληροφορίας της ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν, ἡ ὁποία ἀργὰ ἔμαθεν ὅτι ἡ αὐτοκτονία ἦτο ἁπλῆ κωμῳδία.

Ἐπειδὴ δὲ αἱ τότε ἐφημερίδες ὀλίγον προσεῖχον εἰς τὴν χρονογραφίαν, οὔτε ἐφρόντισε νὰ διαψεύσῃ τὸ πρᾶγμα.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ὑπαστυνόμος, φαίνεται, ὅταν εἶδε τὴν συλληφθεῖσαν νεάνιδα, τὴν ἐπιοῦσαν, ἐθεώρησε συμφέρον ν' ἀφήσῃ τὰ πράγματα εἰς τὴν ἀσάφειαν.

Καὶ παραλαβὼν τὴν κόρην εἰς τὸ γραφεῖόν του, ἤρχισε νὰ τὴν ἀνακρίνῃ δῆθεν, ἀπευθύνων αὐτῇ ἐρωτήσεις, αἱ ὁποῖαι ἔτεινον μᾶλλον πρὸς διαφώτισιν αὐτοῦ ἀτομικῶς παρὰ πρὸς διαφώτισιν τῆς δικαιοσύνης.

Ὁ ὑπαστυνόμος ἦτο τεσσαράκοντα πέντε περίπου ἐτῶν, βραχύσωμος, ἀρκετὰ παχὺς καὶ ὀλίγον κεκυφὼς, μὲ ὀφθαλμοὺς γαλανοὺς ζωηροτάτους, μὲ μειδίαμα σατύρου.

Ἀφ' οὗ ἤκουσε τὰς πληροφορίας, τὰς ὁποίας μὲ τρέμουσαν φωνὴν ἔδωκεν ἡ Μαριώρα, ἡ ὁποία ἦτο κάτωχρος ὡς νεκρὰ, τῆς εἶπε μὲ τόνον σοβαρώτατον, ὅτι ἡ θέσις της ἦτο δεινή. Δὲν ἠδύνατο νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν, θὰ παρεπέμπετο εἰς τὴν εἰσαγγελίαν καὶ ἀπ' ἐκεῖ εἰς τὸ κακουργοδικεῖον, τὸ ὁποῖον ἐξάπαντος θὰ τὴν κατεδίκαζε νὰ κάμῃ δέκα χρόνια τοὐλάχιστον εἰς τὰς γυναικείας φυλακάς. Ἡ οἰκογένεια τῆς δηλητηριασθείσης εἶχε μεγάλα μέσα καὶ σήμερα, κορίτσι μου, μπορεῖς νὰ κρεμάσῃς ἄνθρωπο, ὅταν ἔχῃς μέσα. Αὐτὴ ὅμως δὲν εἶχε κανένα. Ποιὸς θὰ τὴν ἐπροστάτευε; ποιὸς θὰ ἐσκοτίζετο κι' ἅν τὴν ἔστελναν 'ς τὴν καρμανιόλα;

−Μὰ εἶντα κακὸ ἔκαμα ἐγώ; ἐψέλλισεν ἡ νεᾶνις μὲ φωνὴν σβεννυμένην.

−Τίποτε δὲν ἔκαμες, σὲ πιστεύω, ἀλλ' ἔγεινες ἀφορμὴ χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, νὰ φαρμακωθῇ ἐκείνη ἡ γυναῖκα καὶ νὰ ἔλθῃ σὲ σκοτομὸ τὸ ἀνδρόγυνο. Ἀλλὰ καὶ τίποτε νὰ μὴν ἔκαμες, νὰ ἐξετάζῃς τί θ' ἀποδειχθῇ, ὄχι τί ἔκαμες. Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔχουν τὰ μέσα, ἠμποροῦν ν' ἀποδείξουν ὅ,τι θέλουν. Οἱ ψευδομάρτυρες εὑρίσκονται εὔκολα, μὲ ὀλίγα δὲ μπιλλιετάκια ἀπὸ ὑπουργοὺς καὶ βουλευτὰς εἰς τὸν εἰσαγγελέα καὶ τὸν ἀνακριτὴν, ἠμποροῦν νὰ σὲ παραστήσουν ὅπως θέλουν. Ἐσὺ δὲν τὰ ξέρεις αὐτὰ, κορίτσι μου. Κ' εἶσαι σὺ γιὰ φυλακὴ, ἕνα τόσο νέο καὶ εὔμορφο κορίτσι; Καὶ μιὰ μέρα μόνο νὰ κάμῃς ἐχάθηκες, κατεστράφης. Ἄφησε τὰ βάσανα ποῦ ἔχεις νὰ τραβήξῃς κλεισμένη μέσα 'ς ἕνα βρωμερὸ μπουδροῦμι χρόνια, καὶ σκέψου ὅτι κι' ἄν βγῇς ζωντανὴ ἀπὸ κεῖ μέσα, θὰ σὲ θεωρῇ ὁ κόσμος σὰν τῂς παλῃογυναῖκες ποῦ κάνουν ἀληθινὰ κακουργήματα καὶ δὲν θἄχουν μάτια νὰ σὲ δοῦν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ συγγενεῖς σου.

Ἡ Μαριώρα δὲν εἶχεν πλέον ζωὴν ἐν ἑαυτῇ.

Οἱ λόγοι τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὸν νόμον, τῆς ἐνέπνεον μυστηριώδη τινὰ καὶ τερατώδη τρόπον, παραλύοντα τὰς δυνάμεις καὶ τὴν διάνοιαν αὐτῆς.

Ἀλλ' ἐν τῇ καταπλήξει ἐκείνῃ τῆς ἀκάκου καὶ ἀθῴας ψυχῆς της, συνῃσθάνετο τὴν ἀδικίαν, ἥτις τὴν περιέσφιγγε μὲ τοὺς βρόχους καὶ μετ' ἀπεριγράπτου πικρίας, μὲ τὸ παράπονον τοῦ κορυδαλοῦ τοῦ μύθου, εἶπε:

−Ἄχ! τόσο κακὸς εἶν' ὁ κόσμος!

Ὁ ὑπαστυνόμος ἐσιώπα, ὡς θέλων ν' ἀφήσῃ νὰ ἐνεργήσουν οἱ λόγοι του.

Καὶ πράγματι ἡ νεᾶνις ἐνθυμηθεῖσα μὲ ποῖα ὄνειρα ἤρχετο εἰς τὰς Ἀθήνας, μὲ ποίας χρυσᾶς ἐλπίδας, ἐνθυμηθεῖσα τὴν γηραιὰν μητέρα της, ἡ ὁποία βεβαίως θἀπέθνησκε μανθάνουσα τὴν δυστυχίαν της, ἐνθυμηθεῖσα τἀδέλφια της, ἤρχισε νὰ κλαίῃ μὲ δάκρυα πικρότατα.

Ὁ ὑπαστυνόμος, σιωπῶν πάντοτε ἤρχισε νὰ βηματίζῃ, ἐπὶ τέλους δὲ πλησιάσας ἐστάθη ἐνώπιον τῆς νεάνιδος ἥτις συνεκάλυπτε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς χεῖρας, δακρύουσα εἰσέτι, καὶ τῆς εἶπε ταπεινώσας ὀλίγον τὴν φωνήν.

Ἄκουσε κορίτσι μου· ἐγὼ σὲ λυποῦμαι, γιατὶ εἶσαι καλὸ καὶ ὤμορφο κορίτσι, καὶ δὲν θέλω νὰ χαθῆς. Θέλω νὰ σὲ σώσω, ἀλλὰ πρέπει νὰ θέλῃς καὶ σύ.

Ἡ νεάνις τὸν ἠτένισε μὲ βλέμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἠκτινοβόλησεν ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ ἐλπὶς, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν ἀπορία. Ἄν ἤθελε νὰ σωθῇ αὐτή!

− Μόνον ἐγώ, ἐξηκολούθησεν ὁ ὑπαστυνόμος μετὰ νευρικῆς ταραχῆς, ἠμπορῶ νὰ σὲ σώσω καὶ νὰ σοῦ πῶ ἄιντε, κόρη μου, πήγαινε στὸ καλὸ· καὶ νὰ σὲ προστατεύσω μάλιστα ὅσον καιρὸν θὰ μείνῃς 'ς τὴν Ἀθήνα κ' ἐπὶ τέλους ναὔρω καὶ κανένα καλὸ παιδὶ νὰ σὲ ἀποκαταστήσω. Ἀλλά…

Ἐνταῦθα πάλιν διεκόπη κ' ἔκαμε βήματά τινα, μεθ' ὅ πλησιάσας, ἐξηκολούθησε, ταπεινώσας ἔτι περισσότερον τὴν φωνήν.

−Ἀλλά… διὰ νὰ τὸ κάμω αὐτὸ εἶνε μεγάλη δουλειά… πῶς νὰ σοῦ πῷ;… Θὰ πάω ἐνάντια εἰς τὰ χρέη μου καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἔχω μεγάλαις μπλεξιαῖς!

Ὁ ὑπαστυνόμος ἐφαίνετο δυσκολευόμενος νὰ ἐξακολουθήσῃ, τὸ χρῶμά του μετεβάλλετο καὶ οἱ ὀφθαλμοί του προσελάμβανον τὴν ὑαλώδη στίλβην τῆς ἀμηχανίας.

Εἰς τὴν ἀθῴαν ἐκείνην καὶ ἀδύνατον ὕπαρξιν διέβλεπε μίαν δύναμιν ἀδάμαστον, ἡ ὁποία τὸν ἀπήλπιζεν ἐκ προκαταβολῆς εἰς τὰ σχέδιά του.

Ἐπὶ τέλους ὁ κυνισμός του ὑπερίσχυσε καὶ πλησιάσας ἐψιθύρισε πρὸς τὴν νεάνιδαν φράσεις τινάς.

Ἡ Μαριώρα ἀνετινάχθη ὡς δορκὰς πληγεῖσα, καὶ γενομένη κατακόκκινη, ἐνῷ οἱ ὀφθαλμοί της ἐξέφραζον ἄπειρον φρίκην.

−Δὲν θέλω νὰ μέ σώσετε, δὲν θέλω τίποτε, τίποτε, εἶπε μὲ ἀνέκφραστον περιφρόνησιν καὶ φόβον.

Καὶ ὀπισθοδρομοῦσα συγχρόνως ἔφθασεν εἰς τὴν θύραν,

Ἡ δὲ τρέμουσα χείρ της ἔσυρε τὸν σύρτην.

− Καλὸ, μὴ μ' ἀκούσης, ἀλλὰ θὰ κτυπήσῃς τὸ κεφάλι σου, εἶπεν ὁ ὑπαστυνόμος, χωρὶς νὰ κινηθῇ ἐκ τῆς θέσεώς του. Μόνον ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ σὲ σώσω…

Καὶ ἔθηκε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ κώδωνος.

−Ὄχι, εἶπεν ἡ Μαριώρα, ἕνας ἄλλος ἠμπορεῖ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὁ Θεός! ποῦ ξέρει ὅτι δὲν ἔκαμα κανένα κακόν.

Ἡ νεᾶνις μὲ αὐτόματον κίνησιν ἔσυρε τὸ θυρόφυλλον, ἀλλὰ συγχρόνως ὁ κώδων ἤχησεν ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς χειρὸς τοῦ ἀστυνόμου καὶ εἷς κλητὴρ ἐνεφανίσθη πρὸ αὐτῆς.

− Ὁδήγησε αὐτὴν τὴν γυναῖκα εἰς τὴν Εἰσαγγελίαν, εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ὑπαστυνόμος, νεύων συγχρόνως πρὸς τὸν κλητῆρα νὰ μὴ ἐκτελέσῃ τὴν διδομένην διαταγήν.

Καὶ πλησιάσας ἐψιθύρισεν εἰς τὸ οὗς τῆς νεάνιδος.

− Λοιπὸν θὰ 'πᾷς 'ς τὴν Εἰσαγγελία καὶ 'ς τὴ φυλακὴ ἤ θἄρθῃς σπίτι;… Ἔλα στὸ νοῦ σου, κορίτσι μου, μὴν εἶσαι κουτή. Γιὰ τὸν ψύλλο μὴ κάψῃς τὸ πάπλωμα.

− Θὰ πάω καὶ 'ς τὴν Εἰσαγγελία καὶ 'ς τὴν φυλακή, ἀπήντησεν ἡ νεᾶνις μὲ ἄκαμπτον ἀπόφασιν. Ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς ἄς γείνω.

Ὁ ὑπαστυνόμος ἐστράφη πρὸς τὸν κλητῆρα·

− Νὰ τὴν κρατήσῃς ἐδῶ καὶ σήμερον, ἀλλ' ὑπὸ περιορισμόν. Εἶν' ἀνάγκη νὰ τὴν ἀνακρίνω ἀκόμη.

Ὁ κλητὴρ ἔνευσε πρὸς τὴν νεάνιδα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ εἰς τὸ βάθος τῆς αὐλῆς, ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἀσυνομικὸν κατάστημα ἀνήρ τις εὐπρεπέστατος τὴν περιβολὴν, τὸν ὁποῖον ἡ Μαριώρα, καίτοι εἰς ἄκρον τεταραγμένῃ, ἀνεγνώρισεν ὡς τὸν μεσήλικα κύριον ὅστις διέβαινε συχνὰ πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ ὑποδηματοποιοῦ.

Ὁ ὑπαστυνόμος ὑπεκλίθη πρὸ αὐτοῦ μετὰ σεβασμοῦ ἰδιαιτέρου, ἀλλ' ὁ μεσόκοπος κύριος οὐδεμίαν σχεδὸν ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὸν περιποιητικὸν ἐκεῖνον χαιρετισμὸν, διότι ἅμα εἰσελθὼν προσήλωσε τὸ βλέμμα εἰς τὴν Μαριώραν.

− Αυτὸ εἶνε τὸ κορίτσι ποῦ συνελάβατε χθὲς διὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ τσαγκάρη; ἠρώτησε τὸν ὑπαστυνόμον.

− Μάλιστα, κύριε Σταρόπουλε.

Ὁ κλητὴρ ἀκούσας ἐσταμάτησε μετὰ τῆς νεάνιδος.

− Ἀκριβῶς δι' αὐτὸ ἦλθα, ἐξηκολούθησεν ὁ κ. Σταρόπουλος, διότι, ἐπειδὴ κατοικῶ ἐκεῖ πλησίον, γνωρίζω τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἔμαθα ὅτι αὐτὸ τὸ κορίτσι εἶνε θῦμα. Ὡς γνωρίζετε, ἡ αὐτοκτονία τῆς συζύγου τοῦ τσαγκάρη ἦτο ἁπλοῦν ψεῦδος διὰ νὰ μπλέξῃ μὲ τὴν ἐξουσίαν αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα καὶ τὸν ἄνδρα της. Τί τέρατα ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος!

− Πράγματι, κύριε Σταρόπουλε, ὑπέλαβεν ὁ ὑπαστυνόμος μὲ ταχεῖαν καὶ ἀδιόρατον λάμψιν σαρκαστικοῦ μειδιάματος.

Οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Μαριώρας, ἀκροωμένης τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ Σταροπούλου, ἐξέπεμψαν ἀκτινοβολίαν ἀναθαρρήσεως.

Ὁ ὑπαστυνόμος διέταξε τὸν κλητῆρα νὰ πάῃ ἐκεῖ ποῦ τοῦ εἶχεν εἴπει μὲ τὸ κορίτσι, ἀλλ' ὁ κ. Σταρόπουλος ἠμπόδισε διὰ χειρονομίας σχεδὸν ἐπιτακτικῆς:

−Παρακαλῶ, παρακαλῶ, νὰ μείνῃ ἐδῶ τὸ κορίτσι. Πρὸ ὀλίγου ἤμουν μὲ μίαν κυρίαν ἀπὸ τὸν Σύλλογον τῶν Κυριῶν, ἡ ὁποία ἅμα ἔμαθε τὴν ὑπόθεσιν, μὲ παρεκάλεσε νὰ ἔλθω νὰ παραλάβω τὸ κορίτσι καὶ τὸ προστατεύσω, διότι ἄν μείνῃ ἔτσι εἰς τὴν τύχην, Κύριος εἶδε τί ἔχει νὰ τραβήξῃ ἀκόμη. Ἡ φιλανθρωπία μᾶς ὑποχρεώνει νὰ φροντίσωμεν… Λοιπὸν δὲν πιστεύω νὰ εἶνε πλέον ἀνάγκη νὰ τὴν κρατῆτε ἐδῶ…

− Μὰ… μὰ ἡ ὑπόθεσις… δὲν ἐξεκαθαρίσθη ἀκόμη καλὰ, κύριε Σταρόπουλε, ἐψέλλισεν ὁ ὑπαστυνόμος, μὴ δυνάμενος νὰ κρύψῃ τὴν δυσαρέσκειάν του.

− Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ξεκαθαρισθῇ, ἀφοῦ εἶνε ἀποδεδειγμένον ὅτι δὲν ἔγεινε τίποτε. Ἔπειτα καὶ ἀληθινὴ ἄν ἦτον ἡ δηλητηρίασις, τί φταίει τὸ κορίτσι; Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει κανεὶς λόγος διὰ νὰ κρατῆται περισσότερον εἰς τὴν ἀστυνομίαν αὐτὴ ἡ δυστυχὴς νέα.

− Μὰ… ἄν ζητηθῇ ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν;

− Εἶμαι ὑπόλογος ἐγὼ, ἀπήντησε μὲ τόνον ὀλίγον ἀγέρωχον ὁ κ. Σταρόπουλος. Εἶμαι ἀρκετὰ γνωστὸς, νομίζω, ὥστε νὰ μοῦ ἔχετε τόσην ἐμπιστοσύνην.

Εἶτα μειδιάσας καλοκαγάθως.

− Μὴ μᾶς ἀποθαρρύνετε, κύριε ὑπαστυνόμε, προσέθηκεν, εἰς τὰς φροντίδας μας, ἀπὸ τὰς ὁποίας ὡς μόνον κέρδος ἔχομεν τὴν ἠθικὴν εὐχαρίστησιν, ὅτι κάμνομεν τὸ καλόν. Ἐὰν ἔλειπα ἐγὼ, πόσα δυστυχῆ πλάσματα ἀπροστάτευτα θὰ ἐχάνοντο. Λοιπὸν βοηθήσατέ με εἰς τὴν φιλάνθρωπον φροντίδα μου καὶ μὴ μοῦ φέρετε ἐμπόδια.

−Κανένα ἐμπόδιον, ἔσπευσε νἀπαντήσῃ ὁ ὑπαστυνόμος. Κ' ἐμένα ἡ ψυχή μου τὸ ἐλυπήθηκε τὸ καϋμένο τὸ κορίτσι, κἤθελα νὰ τὸ προστατεύσω ὅπως ἠμποροῦσα, ἀλλ' αἱ ἀπαιτήσεις τῆς ὑπηρεσίας…

− Εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν ἡ ὑπηρεσία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀπαιτήσεις. Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἔγκλημα, ἡ ἀστυνομία δὲν ἔχει ἀφορμὰς νὰ ἀναμιχθῇ περισσότερον εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν. Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅτι ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐγγυῶμαι ἐγὼ νὰ παρουσιάσω τὸ κορίτσι, ἅμα τὸ ζητήσετε.

Καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν νεάνιδα τῆς εἶπε, χωρὶς νὰ περιμείνῃ τὴν συγκατάθεσιν τοῦ ὑπατυνόμου.

− Πᾶμε, κόρη μου.

Χαιρετίσας δὲ τὸν ὑπαστυνόμον διὰ κλίσεως τῆς κεφαλῆς διηυθύνθη πρὸς τὴν θύραν, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τῆς Μαριώρας, ἥτις τόσον τρόμον καὶ τόσην φρίκην εἶχεν αἰσθανθῆ εἰς τὸ ἀστυνομικὸν κατάστημα, ὥστε προθύμως ἔδραξε τὴν περίστασιν νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ 'κεῖ μέσα. Πρὸς δὲ τὸν Σταρόπουλον, καί τοι ἕως τώρα οὗτος τῆς ἐνέπνεε δυσπιστίαν καὶ φόβον, ᾐσθάνθη εὐγνωμοσύνην καὶ μετεμελεῖτο, σκεπτομένη ὅτι εἶχε παραγνωρίσει τὴν ἀγαθότητα τῶν προθέσεων τοῦ ἀνθρώπου.

Τὴν στιγμὴν δὲ ἐκείνην τῆς ἐφαίνετο ὅτι γλυκύτης ἁγίου περιέβαλε τὸ ὑπόξανθον γένειον, τὴν εὔχρουν μορφήν του καὶ τὴν σιμὴν καὶ στρογγύλην μύτην του.

Τῳόντι δὲ ὁ Σταρόπουλος εἶχε φυσιογνωμίαν ἀγαθωτάτου ἀνδρὸς, ζῶντος καὶ ἐργαζομένου μόνον διὰ τοὺς δυστυχεῖς καὶ ἀποκλήρους.

Ὁ ἀστυνόμος παρηκολούθησε, διὰ νὰ τὸν προπέμψῃ, μέχρι τῆς θύρας, ταραττόμενος καὶ ἀσχάλλων, ὡς ἐὰν τὸν ἐστένευον τὰ ἐνδύματά του , ὅταν δ' ἔφθασαν εἰς τὴν θύραν τοῦ καταστήματος, ἐχαιρέτισεν ἐκ νέου τὸν κ. Σταρόπουλον, μὲ μειδίαμα ὑπόξυνον, καὶ ἐψιθύρισε μετὰ πείσματος, ὅταν οὗτος ἀπεμακρύνθη:

− Ὁ φιλάνθρωπος!… Μπερμπάντη, ποῦ θέλεις νὰ περάσῃς κ' ἐμένα γιὰ κωθῶνι, σάματι δὲν σὲ ξέρω τί φεῖδι κολοβὸ εἶσαι!

Ἐξερχομένη ἐκ τοῦ ἀστυνομικοῦ καταστήματος ἡ Μαριώρα ὑπέστη ζωηρὰν ἔκπληξιν.

Ἐπὶ τοῦ ἀπέναντι πεζοδρομίου ἵστατο ὁ νέος, ὅστις διήρχετο συχνὰ πρὸ τῆς παρὰ τὴν Μητρόπολιν οἰκίας, καὶ τῆς ἀπηύθυνεν ἐρωτολογήματα καὶ ὅστις εἶχε κατορθώσει ἐπὶ τέλους νὰ τῆς προξενῇ παράδοξον ταραχήν.

Οἱ βαθυκύανοι ὀφθαλμοί του ἐσπινθηροβόλησαν, ὅταν τὴν εἶδε, καὶ μειδίαμα ἐπλανήθη εἰς τὰ χείλη του.

Ἡ νεᾶνις ᾐσθάνθη ὅτι αἱ παρειαί της ἐφλογίσθησαν ὑπὸ ἐρυθήματος καὶ ἐταπείνωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπὸ τὸ βλέμμα τοῦ νεανίου, τὸ ὁποῖον τώρα εἶχε μελαγχολικὴν ἐρωτηματικὴν ἔκφρασιν.

Συγχρόνως ἤκουσε φωνήν τινα γνωστὴν αὐτῇ, ἀναφωνοῦσαν:

− Ἀριστοτέλη! Ἀριστοτέλη!

Καὶ στραφεῖσα εἶδε τὸν υἱὸν τῆς μαγίσσης, διατηροῦντα ἀκόμη ἴχνη τινὰ μελανὰ τῶν μωλώπων τῆς προτεραίας εἰς τὸ πρόσωπον, ἀλλ' ἀνακτήσαντα τὸ ἀρειμάνιον ἦθός του, τὸ ὁποῖον συνεπλήρου νέα κίτρινη μαγκούρα, χονδροτέρα τῆς παλαιᾶς, κρεμαμένη ἀπὸ τὸν βραχίονά του.

Ἡ νεᾶνις εἶδεν ὅτι ὁ Θεμιστοκλῆς ἀπηυθύνετο πρὸς τὸν ἄγνωστον νεανίαν, ὅστις ἐπλησίασε πρὸς αὐτὸν καὶ ἤρχισαν νὰ ὁμιλῶσιν.

Ὅταν δὲ ἔκαμπτε τὴν γωνίαν τῆς ὁδοῦ, εἶδε καὶ τὸν ὑπαστυνόμον πλησιάσαντα τοὺς δύο ἐκείνους καὶ ὁμιλοῦντα πρὸς αὐτοὺς οἰκειότατα.

Καθ' ὁδὸν προαίσθημάτι τὴν ἔκαμε νὰ στραφῇ καὶ εἶδε τὸν Ἀριστοτέλη παρακολουθοῦντα ἐξ ἀποστάσεως· τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι τῆς ἔνευσε, θέσας τὸν δάκτυλον ἐπὶ τοῦ στόματος, ὅτι ἤθελε νὰ τῆς ὁμιλήσῃ.

Ἡ νεᾶνις δὲν ἐστράφη πλέον, ἀλλ' ἐβάδιζε τεταραγμένη, αἰσθανομένη ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος τὴν παρηκολούθει, ὅτι ἐξήταζε τὰς κινήσεις της, τὸ παράστημά της.

Καὶ ἡ αἰδημοσύνη ἐδυσχέραινε τὰς κινήσεις της, ἐβάρυνε τοὺς πόδας της καὶ τὴν ἠνάγκαζεν ἄκουσαν νὰ κύπτῃ τὴν κεφαλήν.

Τῆς ἐφαίνετο ὅτι ἐβάδιζεν ὡς ὀγδοηκοντοῦτις γραῖα, ἕνα κουβάρι, καὶ τὴν ἠνώχλει ἡ ἰδέα ὅτι θὰ ἔκαμνε κακὴν ἐντύπωσιν εἰς τὸν ἄγνωστον, ἐνῷ συγχρόνως ἠπόρει διατί τῆς ἐκίνει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἀπησχόλει τὰς σκέψεις της ὁ νέος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἦτο παντελῶς ἄγνωστος εἰς αὐτὴν καὶ ὁ ὁποῖος ἐπὶ τέλους δὲν θὰ ἦτο καὶ πολὺ καλὸν ὑποκείμενον, ἀφοῦ εἶχε φιλίαν μὲ τὸν ἀδελφὸν τῆς Σταματίνας.

Ἀφοῦ διῆλθον τὰς κεντρικωτέρας ὁδοὺς, εἰς τὰς ὁποίας ὁ Σταρόπουλος προεπορεύετο ὀλίγον, ὡς διὰ νὰ μὴ φαίνεται ὅτι συνεπορεύετο μετὰ τῆς Μαριώρας, ὁ φιλάνθρωπος κύριος ἤρχισε νὰ τὴν ἐρωτᾷ, ἄν τοῦ ἐγνώριζε χάριν ποῦ τὴν ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν.

−Ξέρεις τί ἄτιμοι ἄνθρωποι εἶν' αὐτοί; τῆς ἐπανελάμβανε.

Ἡ νεᾶνις ἀπήντησεν ὅτι οὐδέποτε θὰ ἐλησμόνει τὴν εὐεργεσίαν, τὴν ὁποίαν τῆς ἔκαμεν· ἀλλ' ἄν δὲν τοῦ τὸ ἐγνώριζε αὐτὴ, θὰ τοῦ τὸ ἐγνώριζεν ὁ Θεός.

Ὁ δὲ κ. Σταρόπουλος, ἀφοῦ τῆς παρέστησε διὰ περιφράσεων τὸ μέγεθος τοῦ κινδύνου, ὅν διέτρεχεν εἰς τὴν ἀστυνομίαν, τὴν ἠρώτησε ταπεινώσας τὴν φωνὴν, καὶ ἀτενίσας αὐτὴν μὲ τακερὸν βλέμμα, τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ ἐκληφθῇ καὶ ὡς πατρικόν·

− Καὶ μ' ἀγαπᾷς, λίγο−λίγο;

Ἡ νεᾶνις τὸν ἠτένισεν ἀποροῦσα, μὲ τὸν τρόμον τῆς ἀνησυχίας καὶ τοῦ δέους εἰς τὸ βλέμμα, ἀλλ' ἡ μορφὴ τοῦ φιλανθρώπου εἶχε τοιαύτην ἔκφρασιν πατρικῆς ἀγαθότητος, ὥστε ἀναθαρρήσασα ἀπήντησε·

− Σᾶς ἀγαπῶ, σἄν πατέρα μου.

Ὁ φιλάνθρωπος ἐμόρφασεν, ὡς ἐὰν κατέπιε κινίνην.

− Ὄχι σἄν πατέρα· σἄν ἀδελφὸ τοὐλάχιστον, εἶπεν.

Εἶχον φθάσει πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ κ. Σταροπούλου, μικροῦ νεοκτίστου καὶ κομψοῦ μεγάρου, μὲ πρόσοψιν λάμπουσαν ἐκ μαρμάρων, μὲ θύραν ὑψηλὴν, τῆς ὁποίας αἱ χάλκιναι λαβαὶ ἔστιλβον ὡς χυρσὸς, μὲ ὡραῖον μαρμάρινον ἐξώστην.

Ὁ κ. Σταρόπουλος εἵλκυσε μικρὰν ὀρειχαλκίνην σφαῖραν ἐξέχουσαν ἐπὶ τῆς παραστάδος καὶ ἡ θύρα ἠνοίχθη.

Ἀλλὰ πρὶν ἤ εἰσέλθῃ ἡ Μαριώρα, δὲν ἠδυνήθη νἀντιστῇ εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ στραφῇ καὶ πάλιν, διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν τὴν παρηκολούθει ἀκόμη ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ υἱὸς τῆς μαγίσσης ὠνόμασεν Ἀριστοτέλην.

Καὶ πράγματι τὸν διέκρινεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ὁδοῦ, ἡμικρυπτόμενον εἰς τὴν γωνίαν καὶ νεύοντα πρὸς αὐτὴν πάλιν ὅτι ἤθελε νὰ τῆς ὁμιλήσῃ.

Ἀλλ' ὁ Σταρόπουλος ἀντιληφθεὶς τὸ κίνημά της, ἠκολούθησε τὴν διεύθυνσιν τοῦ βλέμματος αὐτῆς καὶ ἰδὼν τὸν Ἀριστοτέλην, πρὶν οὗτος προφθάσῃ νἀποσύρῃ τὸν δάκτυλον ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ἐταράχθη καὶ ἠρώτησε τὴν νεάνιδα σκυθρωπῶς.

−Ποῖος εἶν' αὐτός;

Ἐὰν δὲν ἤρχετο οὕτως ἐξ ἀπροόπτου ἡ ἐρώτησις, ἡ νεᾶνις θὰ ἐψεύδετο ἴσως, προσποιουμένη ὅτι δὲν ἐννόει περὶ τίνος τὴν ἠρώτων, ἀλλ' εἰς τὴν ἀπότομον ἐκείνην ἐρώτησιν δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ ἀπαντήσῃ.

− Δὲν τὸν γνωρίζω.

Καὶ ἔγεινε κατακόκκινη.

− Αὐτὸς ὅμως φαίνεται ὅτι σὲ γνωρίζει καὶ σἄν νὰ μοῦ φάνηκε ὅτι σοῦ ἔγνεψε κἄτι τι.

−Δὲν τὸν γνωρίζω ἐπανέλαβεν ἡ κόρη, καταστενοχωρημένη καὶ, ὡς διὰ νὰ κρύψῃ τὴν ταραχήν της, εἰσῆλθε πρώτη.

Ὁ κ. Σταρόπουλος τὴν παρετήρει μετὰ δυσπιστίας.

Διὰ μαρμαρίνης κλίμακος, στρωμένης μὲ στενὸν τάπητα καὶ περιστοιχιζομένης ὑπὸ στιλπνοῦ κιγκλιδώματος, ἀνέβησαν εἰς τὸν προθάλαμον, ὅπου ὁ οἰκοδεσπότης εἰπὼν λέξεις τινὰς εἰς ἠλικιωμένην ὑπηρέτριαν μὲ ὄμματα γαλῆς, ἀπῆλθεν ἀφήσας τὴν Μαριώραν ἔκθαμβον ἐν μέσῳ τῆς πρωτοφανοῦς δι' αὐτὴν πολυτελείας τοῦ οἴκου καὶ μόλις τολμῶσαν νὰ πατήσῃ ἐπὶ τῶν ταπήτων, οἵτινες ἐκάλυπτον τὸ δάπεδον.

Ἀλλὰ τίς ἦτο ὁ προστάτης τῆς Μαριώρας;

Ἐὰν ὁ πρὸ εἰκοσαετίας Σταρόπουλος ἔβλεπε τὸν σημερινὸν κύριον Σταρόπουλον, πολὺ θὰ ἐξεπλήσσετο.

Ὁ πρὸ εἰκοσαετίας Σταρόπουλος ἦτο ταπεινὸς ὑπαλληλίσκος ἐφορείας, πτωχὸς, κρυμμένος εἰς τὰ βάθη ἀποκέντρου τινὸς ἐπαρχίας τῆς Πελοποννήσου.

Ἀλλ' ὅταν τις εἶνε φιλόδοξος, δὲν βραδύνει νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς ἀφανείας.

Ὁ Σταρόπουλος δὲ δὲν ἦτο μόνον φιλόδοξος, ἀλλὰ καὶ ἐπιτήδειος καί, ὡς προέβλεπεν ὁ προϊστάμενός του, ἦτο προωρισμένος νὰ πάῃ μπρὸς, πολὺ μπρός. Διαβολεμένος ἄνθρωπος, βρὲ ἀδελφὲ, παμπόνηρος!

Τῳόντι ὁ Σταρόπουλος δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς ἐπαρχιακῆς ἀφανείας.

Ἐκμεταλλευθεὶς κομματικὰς ἐκδουλεύσεις, μετετέθη εἰς Ἀθήνας, ὅπου παρουσιάζετο εὐρὺ στάδιον εἰς τὴν ἐπιτηδειότητά του.

Τὸ ὄνειρόν του ἦτο νὰ πλουτίσῃ, νἀπολαύσῃ τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου, διότι ἠγάπα τὰς ἡδονὰς ὅσον καὶ τὰ χρήματα, καὶ νὰ πολιτευθῇ, ὡς ὀνειροπολεῖ πᾶς Ἕλλην. Ἀλλ' ὁ Σταρόπουλος ἐπόθει νὰ πολιτευθῇ, ὄχι τόσον διὰ νὰ διορθώσῃ τὰ κακῶς ἔχοντα εἰς τὸν τόπον, ὅσον διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν φιλοδοξίαν του καὶ νὰ ὑποβοηθήσῃ τὴν πραγματοποίησιν τῶν δύο πρώτων πόθων του.

Καὶ πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν σκοπῶν του ἐθεώρει ὅλα τὰ μέσα θεμτιά.

Τὸ μόνον ὅπερ ἐθεώρει ἀθέμιτον, ἦτο τὸ σκάνδαλον.

Πολλάκις εἶχεν ἀκούσει τὸν μακαρίτην πατέρα του διατυποῦντα τὴν ἑξῆς γνώμην μὲ τὴν ἀγροτικήν του ἀφέλειαν:

«Ἄν μπορῇς νὰ κλέψῃς καὶ δὲ μπορῇς νὰ κρύψῃς, κακὸς κλέφτης εἶσαι».

Καὶ ὁ εὐστροφώτερος καὶ μᾶλλον καλλιεργημένος νοῦς τοῦ υἱοῦ διετύπωσε τὴν πατρικὴν συμβουλὴν ὡς ἑξῆς καὶ της κατέστησε κανόνα τοῦ βίου του.

«Δύνασαι νὰ διαπράξῃς οἱανδήποτε ἀτιμίαν διὰ τὸν σκοπόν σου, ἀλλ' εἶνε ἀπαραίτητον νὰ ἔχῃς ὑπόληψιν».

Ὁ Σταρόπουλος ἀνῆλθεν εἰς τὰς ἀνωτάτας θέσεις τοῦ ὑπουργείου τῶν Οἰκονομικῶν διὰ προσλιπαρήσεων, κολακειῶν καὶ ρᾳδιουργειῶν, οὕτω τεχνηέντως πλεκομένων, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται τοιαῦται, ἀλλὰ μᾶλλον ζῆλος ὑπὲρ τῆς ὑπηρεσίας.

Ἕν ἐκ τῶν κυρίων μελημάτων του ἦτο ν' ἀποφεύγῃ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς.

Οὕτω δὲ κατώρθωσε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ ὅλα τὰ κόμματα καὶ νὰ διατηρῆται εἰς τὴν θέσιν του, ὡς δυσαναπλήρωτος, πρᾶγμα ἐκ τῶν σπανιωτάτων καὶ τότε, ὡς καὶ σήμερον.

Πράγματι δὲ εἶχε κατορθώσει νὰ δημιουργήσῃ φήμην ἀρίστου λογιστοῦ καὶ οἰκονομολόγου καὶ, ἐὰν ἀπελύετο ἐκ τοῦ ὑπουργείου, θὰ ἦτο περιζήτητος εἰς τὴν Τράπεζαν.

Μετ' οὐ πολὺ δὲ τῳόντι ἀνεμίχθη εἰς τὴν Τράπεζαν καὶ ἐχώθη εἰς παντοίας ἐπιχειρήσεις ὡς οἰκονομολογικὴ πλέον αὐθεντεία.

Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι, εὑρεθεὶς ἐνώπιον ἀφθόνων χρημάτων, ἐθαμβώθη καὶ ἐπὶ στιγμὴν ἐλησμόνησε τὴν πατρικὴν συμβουλὴν, καὶ μικρὸν σκάνδαλον ἐξεπήδησεν εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ περιεφέρετο μὲ τοὺς κωδωνίσκους του, ἐφελκύον τὴν γενικὴν περιέργειαν.

Εὐτυχῶς ὁ κ. Σταρόπουλος δὲν ἦτο ἀκόμη τόσῳ γνωστὸς, ὥστε νἀπασχολήσῃ ἐπὶ πολὺ τὴν περιέργειαν καὶ τὴν κακολογίαν. Ἀφ' ἑτέρου δὲ ὅσοι τὸν ἐγνώριζον, ἦσαν καταγοητευμένοι μὲ τοὺς γλυκεῖς καὶ περιποιητικοὺς τρόπους του, διότι οὐδέποτε ἠρνεῖτο χάριν ζητουμένην, ἤρκει ἡ ἐκτέλεσις αὐτῆς νὰ μὴ ἦτο ἐπιζήμιος εἰς αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εὕρισκε τρόπον, ὥστε ἡ ζημία νὰ πίπτῃ εἰς τὸ δημόσιον, εἰς τὴν Τράπεζαν ἤ εἰς ἄλλον τινά.

Ἐκτὸς δὲ τούτου εἶχεν ἤδη ἀρχίσει νὰ σχηματίζεται ἡ φήμη, ὅτι ἦτο εὐσπλαγχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφωσιωμένος εἰς τοὺς δυστυχεῖς καὶ πάσχοντας, καὶ τὸ σκάνδαλον ἐτάφη μὲ τὸν ἐπιτάφιον:

«Θὰ εἶνε συκοφαντία. Τί ἄθλιος κόσμος! ἅμα δοῦν κανένα καλὸν καὶ χρήσιμον ἄνθρωπον, κυττάζουν νὰ τὸν χαντακώσουν».

Ἤ:

«Τί μὲ μέλει ἐμένα, ἀφοῦ κάνω τὴς δουλειές μου».

Καὶ ἡ ἀδιαφορία εἰς τοιαύτας περιστάσεις εἶνε ἴση μὲ τὴν συγχώρησιν.

Ἡ ἔκρηξις τῆς Κρητικῆς ἐπαναστάσεως καὶ ἡ συσσώρευσις ἐν Ἀθήναις καὶ Πειραιεῖ πολυαρίθμων γυναικοπαίδων, κινούντων τὸν οἶκτον καὶ τὴν συμπάθειαν, παρέσχεν εἰς τὸν κ. Σταρόπουλον λαμπρὰν εὐκαιρίαν διὰ νὰ ἑδραιώσῃ τὴν ἀνατέλλουσαν φήμην του ὡς φιλανθρώπου καὶ συγχρόνως πρὸς συντέλεσιν τοῦ προγράμματος τοῦ βίου του.

Ὁ κ. Σταρόπουλος δὲν προσελήφθη εἰς τὴν ἐπιτροπὴν, τὴν συσταθεῖσαν πρὸς περίθαλψιν τῶν γυναικοπαίδων καὶ πρὸς ἀποστολὴν βοηθημάτων εἰς τὴν ἀγωνιζομένην νῆσον. Ἀλλ' αὐτοβούλως προσέφερε τὰς ὑπηρεσίας του εἰς τὴν ἐπιτροπὴν, ἐπιθυμῶν, ὡς ἔλεγε μὲ τρέμουσαν ἐκ συγκινήσεως φωνὴν, νὰ ἐργασθῇ ὑπὲρ τῶν δυστυχῶν ἐκείνων ὄντων, ἀφοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ καὶ φονευθῇ εἰς τὴν ἡρωϊκὴν νῆσον.

Καὶ ὁ πατριωτισμός του μετὰ τῆς φιλανθρωπίας του ἐξεχείλιζον εἰς μελοδραματικὰς φράσεις, τὰς ὁποίας ὕγραινον ἐνίοτε καὶ δάκρυά τινα, διότι ὁ κ. Σταρόπουλος εἶχεν εὐκολίαν γυναικὸς εἰς τὸ νὰ δακρύῃ κατὰ βούλησιν.

Πολλάκις δὲ, ὅταν διὰ ξένων καὶ ἡμετέρων πλοίων ἔφθανον εἰς Πειραιᾶ τὰ γυναικόπαιδα, τὸν ἔβλεπον οἱ παρατυγχάνοντες δακρύοντα μεταξὺ αὐτῶν καὶ τρέχοντα δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ, ἵνα φροντίσῃ πρὸς ἐγκατάστασιν τῶν ἀτυχῶν ἐκείνων ὄντων.

Καὶ αἱ ἐφημερίδες συχνὰ πυκνὰ ἀνέφερον τοὺς μόχθους καὶ τὰς μερίμνας «τοῦ φιλανθρώπου καὶ φιλοπάτριδος κ. Σταροπούλου ὑπὲρ τῶν θυμάτων τῆς βαρβαρικῆς θηριωδίας», καίτοι δὲν εἶχεν εἰσαχθῆ ἀκόμη εἰς τὴν ἀθηναϊκὴν δημοσιογραφίαν τὸ σύστημα, τὸ ὁποῖον τόσους ἀνέδειξε φιλανθρώπους, ἐγκρίτους καὶ εὐπατρίδας, λαμπροὺς καὶ εὐφυεστάτους.

Ὅταν δὲ ἡ ἐπιτροπὴ ἠθέλησε ν' ἀναθέσῃ τὴν διανομὴν βοηθημάτων εἰς πρόσωπον ἐμπιστοσύνης, οὐδεὶς ἐκρίθη καταλληλότερος τοῦ κ. Σταροπούλου.

Καὶ ὁ ἡμέτερος φιλάνθρωπος ἀφωσιώθη εἰς τὴν ἀνατεθεῖσαν αὐτῷ ἐντολήν, περιτρέχων τὰς συνοικίας, εἰς τὰς ὁποίας εἶχον ἐγκατασταθῆ πρόσφυγες, ἱδρώνων καὶ μοχθῶν, θῦμα ἐντελῶς τῆς ἀγαθότητος καὶ τοῦ πατριωτισμοῦ του.

Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι οἱ πρόσφυγες δὲν διετήρησαν ἐπὶ πολὺ τὴν πεποίθησιν ταύτην εἰς τὴν αὐταπάρνησιν καὶ ἐθελοθυσίαν τοῦ ἀνδρός, διότι φῆμαι δυσάρεστοι ἤρχισαν νὰ κυκολοφορῶσι περὶ αὐτοῦ.

Κατὰ τὰς φήμας ταύτας ὁ κ. Σταρόπουλος μετεχειρίζετο τὰ βοηθήματα πρὸς ἐκβίασιν τῶν γυναικῶν, ἐκμεταλλευόμενος τὴν πεῖναν καὶ τὴν δυστυχίαν αὐτῶν.

Ἐψιθυρίζετο μάλιστα, ὅτι ὁ φιλάνθρωπος εἶχε φάγει μίαν νύκτα δυνατὸν ξυλοκόπημα παρά τινος Κρητός, ἔχοντος εὐειδῆ ἀδελφήν.

Ἀλλ' ἤδη ἡ φήμη αὐτοῦ ὡς χρηστοῦ ἀνδρός, ἀνωτέρου πάσης ὑποψίας, εἶχεν ὁριστικῶς ἑδραιωθῆ καὶ πᾶσα κακολογία ὠλίσθαινεν ἐπ' αὐτῆς, ὡς αἰχμὴ ἐπὶ χαλυβδίνης ἀσπίδος, χωρίς ν' ἀφήσῃ τὸ ἐλάχιστον ἴχνος.

Οἱ μὲν ἐντόπιοι ἀπέδιδον τὰς διαδόσεις εἰς τὸν γκρινιάρικον καὶ καχύποπτον χαρακτῆρα τῶν Κρητῶν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τοὺς μεμφθῶσιν ἐπὶ ἀχαριστίᾳ, ἐκ δὲ τῶν προσφύγων πολλοὶ δὲν ἠδύναντο νὰ πιστεύσωσιν, ὅτι ἄνθρωπος τόσῳ γλυκὺς καὶ εὐσπλαγχνικὸς εἰς τὸ φανερὸν ἦτο δυνατὸν νὰ εἶνε τόσῳ ἀσυνείδητος καὶ κακοήθης εἰς τὸ κρυπτόν.

Ἐπὶ τέλους δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ πάσχοντες παρ' αὐτοῦ ἠναγκάσθησαν νὰ σιωπήσωσιν, ἵνα μὴ ἐπισύρωσι τὴν γενικὴν κατακραυγήν.

Καὶ ὁ ἡμέτερος φιλάνθρωπος ἐξηκολούθησε τὸ ἔργον του, γελῶν ἐνδομύχως διὰ τὴν ἀνθρωπίνην κουταμάραν καὶ δακρύων εἰς τὸ φανερὸν διὰ τὰ θύματα τῶν τουρκικῶν καταδιωγμῶν.

Ἐπὶ τριετίαν ὁλόκληρον εἰργάζετο ὁ κ. Σταρόπουλος ὑπὲρ τῶν προσφύγων, διανέμων χρήματα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἡμίση συνήθως ἔμενον εἰς τὸ θυλάκιόν του· ὅταν δὲ ἔληξεν ἡ ἐπανάστασις, εὑρέθη μὲ περιουσίαν μεγάλην, τὴν ὁποίαν ἐπηύξησε διὰ προικὸς σημαντικῆς, νυμφευθεὶς νεάνιδα εὔπορον καὶ καλῆς οἰκογενείας.

Καὶ ἡ φήμη του ὡς φιλανθρώπου εὑρίσκετο εἰς τὸ κορύφωμα αὐτῆς, χωρὶς νὰ δύναταί τις ν' ἀναφέρῃ μίαν ὡρισμένην εὐεργεσίαν αὐτοῦ.

Ὁσάκις ἐγίνετο φιλανθρωπικόν τι ἔργον καὶ προεκαλοῦντο ἔρανοι, ὁ κ. Σταρόπουλος ἔσπευδε νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ἐπιτροπήν, ἡ δὲ διατυμπάνισις τοῦ ὀνόματός του ὡς ὀργανωτοῦ τῆς φιλανθρώπου πράξεως ἀπέκρυπτε τὴν ἐκ τοῦ καταλόγου τῶν ἐράνων ἀπουσίαν τοῦ ὀνόματός του. Ἀφοῦ εἶνε στὴν ἐπιτροπή, θὰ ἔχῃ δώσει ἰδιαιτέρως. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐφρόντιζε διὰ τῶν ἀνθρώπων του νὰ διαδίδῃ ὅτι τὰ ἀνωνύμως ἀναγραφόμενα ποσὰ εἶχον δωρηθῆ ὑπ' αὐτοῦ, ἐκ μετριοφροσύνης δὲ δὲν ἠθέλησε ν' ἀναγραφῇ τὸ ὄνομά του.

Ἡ σύζυγός του ἦτο γυνὴ μικρόνους, ἀλλ' ἀγαθωτάτη καὶ γλυκεῖα, μὲ μορφὴν συμπαθῆ, ἐκφράζουσαν παθητικὴν ὑπακοὴν καὶ ἀφοσίωσιν, μὲ βούλησιν ἑτεροκίνητον.

Εἶχεν ἀκλόνητον πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπέροχον ἀξίαν καὶ τὴν ἀρετὴν τοῦ συζύγου της καὶ τὸν ἠγάπα μὲ τὴν δειλὴν ἀγάπην, ἥν ἐμπνέει ἡ φυσικὴ καὶ ἡ ἠθικὴ ἰσχὺς εἰς τὰ ἀσθενῆ πλάσματα.

Ἀπηχήσεις τινὲς τῶν ὑποκώφως κυκλοφορουσῶν περὶ τοῦ συζύγου της δυσαρέστων φημῶν, ὅτι ἦτο γυναικοθήρας καὶ τὰ τοιαῦτα, εἶχον φθάσει μέχρις αὐτῆς· ἀλλ' ἡ κυρία Σταροπούλου δὲν ἔδωκε καμμίαν πίστιν εἰς αὐτάς.

Ἄλλως τε εἶχε τοιαύτην ἰδιοσυγκρασίαν, ὥστε ἡ καρδία της ἦτο προφυλαγμένη ἀπὸ τὸ δηλητήριον τῆς ζηλοτυπίας, ἡ μόνη δὲ ἀπαίτησίς της παρὰ τοῦ συζύγου της ἦτο νὰ γείνῃ βουλευτὴς καὶ ὑπουργός. Τόσοι καὶ τόσοι ἐγίνοντο ποῦ δὲν εἶχον οὔτε τὸ χιλιοστὸν τῆς ἀξίας του!

Αὐτὴ ἦτο ἡ μόνη φιλοδοξία της, ὁ μόνος πόθος της, ὁ ἐξερχόμενος ὀλίγον ἐκ τῶν ὁρίων τὴς παθητικῆς ὑποταγῆς.

Ἀλλ' ἴσως ἄν δὲν συνὲπιπτεν ἡ φιλοδοξία της μὲ τὴν τοῦ κ. Σταροπούλου, θὰ ἐθυσίαζε καὶ αὐτὴν εἰς τὴν βούλησιν τοῦ συζύγου της.

Ἡ Μαριώρα κατεγοητεύθη ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τῆς κυρίας, ἥτις ἐφέρετο πρὸς τὰ ὑπηρετρίας της ἀληθῶς ὡς πρὸς τὰ τέκνα της. Πάντοτε μὲ μειδίαμα εἰς τὰ χείλη, πάντοτε γλυκεῖα καὶ ἐπιεικὴς οὐδέποτε θυμωμένη. Ὅταν ἤκουσε μάλιστα τὰς περιπετείας τῆς νεάνιδος, συνεκινήθη μέχρι δακρύων.

Τῆς ἔκαμε καινουργῆ καὶ κομψὰ ἐνδύματα, καὶ ἡ Μαριώρα ἐν τῇ εὐεξίᾳ ἐκείνῃ ἤρχισε ν' ἀνακτᾷ τὴν προτέραν ζωηρότητα καὶ εὐθυμίαν, ἀναθάλλοντος τοῦ κάλλους αὐτῆς μὲ ὅλην του τὴν δροσερότητα καὶ χάριν.

Ἀλλὰ καὶ ὁ κ. Σταρόπουλος τῆς ὡμίλει μὲ πατρικὸν τόνον καὶ συχνὰ τῆς ἔλεγε, ὅτι, ἄν δὲν τὸν δυσηρέστει, θὰ ἐφρόντιζε νὰ τὴν ἀποκαταστήσῃ.

Ἡ δὲ Μαριώρα τόσον ἀνεθάρρησεν, ὥστε ἐλησμόνησεν ἐντελῶς τὴν ἥκιστα πατρικὴν φράσιν, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε ψιθυρίσει ἄλλοτε, διαβαίνων πρὸ τῆς παρὰ τὴν Μητρόπολιν αὐλῆς, καὶ ἥτις τότε τόσον τὴν εἶχεν ἐκπτοήσει.

Καὶ βαθμηδὸν ἀπετελέσθη μεταξύ των εἶδός τι οἰκειότητος, μὴ ἐξερχομένης τοῦ σεβασμοῦ, ὅν ἡ νεᾶνις ὤφειλε πρὸς αὐτὸν ὡς αὐθέντην καὶ προστάτην αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ ἐχούσης κἄτι τι, τὸ ὁποῖον ἀνεβίβαζε τὴν Μαριώραν ὑπὲρ τὴν σφαῖραν τὼν ἄλλων ὑπηρετῶν.

Ὁ κ. Σταρόπουλος εἰσερχόμενος τὴν ἐχαιρέτα φαιδρῶς, πολλάκις δὲ τὴν ἐσταμάτα καὶ τὴν ἠρώτα περὶ διαφόρων πραγμάτων, ἄν ἦτο εὐχαριστημένη εἰς τὸ σπίτι του, ἄν τῆς ἤρεσεν ἡ Ἀθήνα, ἄν εἶδε τὸν Βασιληᾶ καὶ τὴν Βασίλισσαν, ἄν εἶχεν ὑπάγει εἰς τὸν Βασιλικὸν κῆπον. Ἄλλοτε, τὴν πρωΐαν ὅταν τοῦ ἐκόμιζε τὸν καφὲ μὲ τὸ γάλα, τῆς ἔλεγεν ὅτι εἶχε παχύνει καὶ ἐνίοτε ἡ χείρ του ἐθώπευε πατρικῶς τὰς παρειάς της, ἡ δὲ νεᾶνις ἐδέχετο τὴν θωπείαν, μὴ βλέπουσα τίποτε τὸ ἔκτροπον εἰς τὸ πατρικὸν θώπευμα ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἦτο ὡς πατέρας της ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν.

Ἐν τῷ μεταξὺ τούτῳ ὁ Ἀριστοτέλης ἤρχισε νὰ διέρχεται πολλάκις τῆς ἡμέρας πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ κ. Σταροπούλου, ἐντυχὼν δὲ μίαν ἡμέραν τὴν Μαριώραν εἰς τὴν θύραν, τῆς εἶπε πρὶν ἤ προφθάσῃ νἀποσυρθῇ, ὡς ἔπραττε συνήθως, ἅμα τὸν ἔβλεπε.

−Θέλω νὰ σοῦ πῶ κἄτι τι γιὰ καλό σου.

Ἡ Μαριώρα δὲν τοῦ ἔδωκε καμμίαν ἀπάντησιν καὶ ἔκλεισε τὴν θύραν, ἀλλ' ἡ περιέργεια ἤρχισε νὰ μὴ τὴν ἀφίνῃ ἥσυχον.

Τί ἆρά γε ἤθελε νὰ τῆς εἴπῃ;

Ἐνεθυμεῖτο ὅτι καὶ τὴν ἡμέραν καθ' ἥν τὴν ἀπέλυσαν ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν, τὴν παρηκολούθει νεύων ὅτι ἤθελε νὰ τῆς ὁμιλήσῃ.

Πολλάκις ἀπεφάσιζε νὰ φανῆ γενναία καὶ νἀκούσῃ τί θὰ τῆς ἔλεγεν.

Ἐπὶ τέλους δὲν θὰ τὴν ἔτρωγεν.

Ἀλλ' ἅμα τὸν ἔβλεπε, κατελαμβάνετο ὑπὸ ἀκατανικήτου δέους καὶ ἔφευγε.

Ὁ Ἀριστοτέλης ἤρχισε νὰ φαίνεται μελαγχολικὸς, διήρχετο χωρὶς νὰ τῆς ὁμιλήσῃ καὶ μόνον τὴν ἠτένιζε μὲ περίλυπον βλέμμα.

Τὸ κακόμοιρο τὸ παιδί! ἤρχιζε νὰ τὸ λυπᾶται.

Νύκτα τινὰ μάλιστα ἤκουσε μίαν νεανικὴν φωνὴν, ἡ ὁποία λυπητερὰ ἐτραγούδει ἀπὸ τὸν δρόμον·

Ἔφυγε ὁ νοῦς μου ἔφυγε κ' εἰς τὰ βουνὰ 'σκορπίσθη Ἤ μαγεμένο μ' ἔχουνε ἤ ὁ Θεὸς μὡργίσθη.

Ὅταν δὲ τὸ ᾆσμα κατέληξε διὰ περιπαθοῦς στεναγμοῦ, ἄλλη τις φωνὴ ἠκούσθη λέγουσα:

−Πᾶμε, Ἀριστοτέλη, εἶνε περασμένα μεσάνυχτα.

Ἦτο αὐτὸς, δὲν ὑπῆρχεν ἀμφιβολία.

Καὶ ἡ νεᾶνις ἤκουσε μετὰ πολλῆς συγκινήσεως τὸ τελευταῖον δίστιχόν του, τὸ ὁποῖον ἐξέφραζε καὶ διὰ τῶν λέξεων τὴν ἐρωτικὴν ἀπελπισίαν ἀρειμανίου:

Φᾶτέ με μπάλαις, φᾶτέ με, φᾶτέ με μπαλαρμάδες, Νὰ λείψω ἀπὸ τὰ βάσανα, νὰ λείψω ἀπ' τοὺς καυγάδες!

Ἡ Μαριώρα ἐβράδυνε πολὺ νὰ ἐπανεύρῃ τὸν ὑπὸ τοῦ ᾄσματος διακοπέντα ὕπνον της.

Τὸ πνεῦμά της ἀπησχολεῖτο ἐπιμόνως ὑπὸ τοῦ νεανίου ἐκείνου καὶ αἱ σκέψεις της ἀπέληγον πάντοτε εἰς τὸ ἐρώτημα. «Μὰ τί θέλει νὰ μοῦ πῇ;»

Ἡ περιέργεια τῆς Εὔας εἶχε διεγερθῆ ἐν αὐτῇ.

Ὅταν δ' ἐπὶ τέλους ἀπεκοιμήθη, πάλιν ὁ Ἀριστοτέλης ἐνεφανίσθη εἰς τὰ ὄνειρά της.

Ὠνειρεύετο ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὴν λεωφόρον Ὄλγας, εἰς περίπατον μετὰ τοῦ τετραετοῦς κορασίου τοῦ κ. Σταροπούλου.

Αἴφνης, ἐνῷ ἔκαμπτε τὴν γωνίαν τοῦ κήπου τοῦ Χατζηδημητρίου, ἐνεφανίσθη πρὸ αὐτῆς ὁ ἄγνωστος καὶ τῆς ἔφραξε τὴν ὁδόν.

Ἠθέλησε νὰ φύγῃ, ἀλλ' οἱ πόδες της εἶχον παραλύσει καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ κινηθῆ.

Ἀπεπειράθη νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ μετὰ τραχύτητος, ἀλλὰ ἡ γλῶσσά της εἶχε παραλύσει καὶ αὐτή.

Ἀλλὰ τὸ ἦθος τοῦ νεανίου δὲν εἶχε τίποτε τὸ ἐκφοβιστικόν· τοὐναντίον, ἦτο ἱκετευτικὸς καὶ μελαγχολικὸς καὶ μὲ φωνὴν ἡ ὁποία ὡμοίαζε μᾶλλον μὲ στεναγμὸν τῆς εἶπε·

−Τί σοὔκαμα καὶ μὲ ἀποφεύγεις ἔτσι;

Καὶ οἱ γαλανοὶ ὀφθλαμοί του ἐδάκρυσαν.

−Δὲν ξέρεις τί ὑποφέρω, ἀφ' ὅτου σ' ἐγνώρισα, προσέθηκεν, ἀφ' ὅτου ἤρχισες νὰ κρύβεσαι ἅμα μὲ βλέπῃς. Ὁ ὕπνος μου ἐχάθη καὶ γυρίζω τὴ νύκτα 'ς τοὺς δρόμους σὰν τρελλός. Μ' ἀκοῦς ποῦ περνῶ ἀπ' ἔξω καὶ καμμιὰ φορὰ λέγω τὰ ντέρτια μου μὲ κανένα τραγοῦδι;

Καὶ ἐνῷ ἔλεγε ταῦτα, ἐπλησίαζε σιγὰ σιγὰ καὶ ἡ νεᾶνις ᾐσθάνετο τὴν πνοήν του ἐπὶ τοῦ προσώπου της διάθερμον.

Ἠθέλησε ν' ἀπομακρυνθῇ, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο· ἦτο ὡς ἀπολιθωμένη. Καὶ ἐκ τοῦ ἀγῶνος τὸν ὁποῖον κατέβαλλε τὴν περιέλουεν ἱδρώς.

Ἡ λεωφόρος ἦτο ἔρημος καὶ σιγὴ ἄκρα ἐπεκράτει εἰς τὰ πέριξ.

Ὁ νεανίας ἔκυψε καὶ, περιβαλὼν τὴν ὀσφύν της μὲ τοὺς βραχίονάς του, τὴν ἐφίλησε μὲ φλογερὸν φίλημα.

Ἡ δὲ Μαριώρα τόσον ἐταράχθη, ὥστε ἐξύπνησε καὶ ἐν τῷ σκότει τοῦ δωματίου εἰς ὅ ἐκοιμᾶτο τῆς ἐφάνη ὅτι διέκρινεν ὑπόλευκόν τι ἀντικείμενον φεῦγον καὶ γενόμενον ἄφαντον μετὰ μίαν στιγμήν.

Παρῆλθεν ἱκανὴ ὥρα, ἕως οὗ συνέλθῃ ἐκ τῆς ταραχῆς της.

Ἦτον ἄνθρωπος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶχεν ἴδει, ἤ ἦτο φάντασμα;

Κρυερὸς φόβος τὴν κατελάμβανε καὶ ἐχώθη ὑπὸ τὸ σκέπασμα, σκεπάσασα καὶ τὴν κεφαλήν της.

Ἤθελε νὰ ἴδῃ ἄν ἡ θύρα τοῦ δωματίου της ἦτον ἀνοικτὴ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα.

Ἀλλὰ συγχρόνως τὸ φίλημα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔλαβε κατ' ὄναρ, τῆς ἔκαμνεν ἐντύπωσιν πραγματικοῦ φιλήματος. Καὶ ἐπὶ τῇ ἀναμνήσει αὐτοῦ αἱ παρειαί της ἐφλογίζοντο ὑπὸ θερμοῦ κύματος αἰδοῦς καὶ μὲ ρίγημα συστολῆς προσεπάθει νὰ κρυφθῇ περισσότερον ὑπὸ τὸ ἐφάπλωμα.

Μετ' ὀλίγον εἰσέδυσαν εἰς τὸ δωμάτιον αἱ πρῶται λάμψεις τῆς αὐγῆς καὶ ἡ κόρη προβαλοῦσα σιγὰ σιγὰ τὴν κεφαλὴν, διέκρινεν ὅτι ἡ θύρα τοῦ δωματίου της ἦτο ἀνοικτὴ, ὀρθάνοικτη, ἐνῷ αὐτὴ πρὶν ἤ κατακλιθῇ τὴν εἶχε κλείσει, χωρὶς ὅμως νὰ βάλῃ τὸν σύρτην.

Ἠγέρθη, περιμαζεύσασα αἰδημόνως τὰ ἐνδύματά της, ὡς ἐὰν ἐφοβεῖτο ὅτι τὸ φάντασμα τῆς νυκτὸς, τὸ πλάσμα ἴσως τῆς φαντασίας της, εὑρίσκετο ἐκεῖ εἰς καμμίαν γωνίαν καὶ ἀόρατον ἔβλεπε τὴν γυμνότητά της.

Καὶ μὲ βῆμα ταχὺ καὶ ἐλαφρὸν, ἀνυπόδητος ὅπως ἦτο, διηυθύνθη εἰς τὴν θύραν καὶ τὴν ἔκλεισε διὰ γοργοῦ σκιρτηματικοῦ κινήματος φόβου, σύρασα τὸν σύρτην.

Ἐνῷ δὲ ἐνεδύετο, δὲν ἔπαυε σκεπτομένη μετ' ἀνησυχίας, μήπως ἡ φαντασία της δὲν τὴν εἶχεν ἀπατήσει καὶ ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶχεν ἴδει φεῦγον ἦτο ἄνθρωπος.

Ἀλλὰ ποῖος ἠδύνατο νὰ εἶνε καὶ τὶ ἠδύνατο νὰ θέλῃ εἰς τὸ δωμάτιόν της;

Δὲν ἐπῆλθε παντάπασιν εἰς τὸ πνεῦμά της ἡ ἰδέα, μήπως ἦτο ὁ κ. Σταρόπουλος.

Μία μόνη ὑποψία ἤρχιζε ν' ἀναφαίνεται εἰς τὸ πνεῦμά της· μήπως ἦτο κλέφτης καὶ κατὰ λᾶθος εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιόν της, ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ δωμάτια τῶν κυρίων;

Ἡ ἰδέα αὕτη τῆς ἐφάνη πιθανή, καὶ ὅταν μετά τινας ὥρας εἶδε τὴν κυρίαν, ἀνεκοίνωσε πρὸς αὐτὴν τὸ συμβάν, ἡ δὲ κυρία Σταροπούλου κατελήφθη ὑπὸ τρόμου.

Τὴν αὐτὴν ἀνακοίνωσιν ἡτοιμάζετο νὰ κάμῃ μετ' ὀλίγον καὶ πρὸς τὸν κύριον, ἀλλ' οὗτος προλαβὼν τὴν ἠρώτησε μὲ πονηρὸν μειδίαμα:

−Τί ὄνειρο εἶδες ἀπόψε, Μαριώρα;

−Ἕνα ἄσχημο ὄνειρο, ἀπήντησε ἡ νεᾶνις προσπαθοῦσα νὰ μειδιάσῃ καὶ αὐτή. Καὶ ἀφηγήθη πως, ἐξυπνήσασα ἐξαφνικά, ἐνόμισεν ὅτι διέκρινεν ἕνα ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος ἔφευγε μουλωχτὰ ἀπὸ τὴν κάμαράν της. Κ' ἐπῆρε μιὰ τρομάρα!

Ὁ κ. Σταρόπουλος ἀνεγέλασε μὲ τὴν αὐτὴν πονηρὰν λάμψιν τοῦ βλέμματος, ἡ ὁποία δὲν διέφυγε τὴν ἀντίληψιν τῆς νεάνιδος, καίτοι δὲν ἠδύνατο νὰ τὴν ἐξηγήσῃ.

−Μπᾶ! πολὺ φοβᾶσαι βλέπω, κι' ἀπὸ τὸ φόβο σου βλέπεις φαντάσματα. Μὴ θέλῃς συντροφιὰ γιὰ νὰ μὴ φοβᾶσαι; προσέθηκε καμμύων τὸν ὀφθαλμόν.

−Εἰς τὸ σπίτι μας ἐκοιμούμεθα ὅλα τ' ἀδέλφια μαζῆ κ' ἡ μητέρα, ἀπήντησεν ἐν τῇ ἀφελείᾳ της ἡ Μαριώρα, μὴ ἐννοήσασα τὸν ὑπαινιγμὸν τοῦ κυρίου της· ἀλλὰ δὲν ἐφοβήθηκα στὴ μοναξιὰ παρὰ μόνο χθές.

−Γι' αὐτὸ ἦλθε τὸ κακόμοιρο τὸ φάντασμα νὰ σοῦ κάμῃ συντροφιά, καὶ σύ, ἀντὶ νὰ ξεθαρρέψῃς, ἐφοβήθηκες. Αὐτὸ εἶνε ἕνα εἶδος ἀχαριστίας.

Ἡ νεᾶνις ἐσιώπα, μὴ ἐννοοῦσα.

−Γιά 'πές μου, ἐπανέλαβεν ὁ κ. Σταρόπουλος, ἄν ξανάλθῃ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ φάντασμα, δὲν θὰ τὸ ἀφήσῃς νὰ σοῦ κάμῃ συντροφιά;

Ἡ νεᾶνις συνεστάλη ἐν ριγήματι δέους ἐπὶ τῇ ἰδέᾳ τοιαύτης ἐπισκέψεως· ἀλλ' ἐκλαμβάνουσα τοὺς λόγους τοῦ κυρίου ὡς ἀστεϊσμὸν ἄκακον, ἐγέλασε καὶ αὐτή, δείξασα τοὺς λευκοτάτους καὶ ὡραίους ὀδόντας της, καὶ εἶπε:

−Ἄν ἔλθῃ θἄβρῃ τὴν πόρτα ἀμπαρωμένη· ἀλλὰ μὴ μοῦ λέτε τέτοια πράγματα, ἀφέντη, νὰ χαρῆτε, γιατὶ θὰ μὲ κάμετε καὶ δὲν θὰ μπορῶ νὰ κοιμηθῶ πλιά. Ἐγὼ νομίζω πῶς ἦτονε κλέφτης.

−Ποῦ ἤθελε νὰ σοῦ κλέψῃ τὴν καρδιὰ ἴσως, ὑπέλαβεν ὁ Σταρόπουλος μὲ τὸ αὐτὸ μειδίαμα.

Ἡ Μαριώρα τὸν προσέβλεψεν ἐπὶ στιγμὴν ἐν ἀπορίᾳ, ἔπειτα ἐρυθρυάσασα ἐταπείνωσε τοὺς ὀφθαλμούς.

−Καὶ ὁμολογουμένως ἀξίζει νὰ γείνῃ κανένας κλέφτης γιὰ νὰ κλέψῃ τέτοιο θησαυρό.

Καὶ οἱ λόγοι τοῦ κ. Σταροπούλου θὰ ἐγίνοντο ἴσως σαφέστεροι, ἄν τὴν στιγμὴν ἐκείνην δὲν εἰσήρχετο ἡ κυρία, ἡ ὁποία ὑπὸ τοιούτου τρόμου κατελήφθη ἐπὶ τῆ ἰδέᾳ ὅτι εἶχον εἰσέλθει κλέπται εἰς τὴν οἰκίαν των καὶ ὅτι ἡ ζωή των ἴσως διέτρεχε κίνδυνον, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν. Ἀλλ' ὁ κ. Σταρόπουλος τὴν καθησύχασε λέγων, ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἦτο κλέπτης, ἀφοῦ ὅλαι αἱ ἐξωτερικαὶ θύραι εὑρέθησαν κλεισταί, οὐδὲν δὲ εἶχε ταραχθῇ ἐν τῇ οἰκίᾳ, οὐδὲν ἔλειπεν. Ἡ Μαριώρα θὰ ὠνειρεύθη. Καμμιὰ φορὰ βλέπει κανεὶς ὄνειρα τόσον ζωηρὰ ποῦ νομίζει ὅτι εἶνε πραγματικά.

Οἱ λόγοι οὗτοι προφερθέντες μὲ σοβαρὰν καὶ ἀνδρικὴν πεποίθησιν ἔπεισαν καὶ ἐνεθάρρυναν καὶ τὴν κυρίαν καὶ τὴν ὑπηρέτριαν.

Ἀλλὰ διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον ἡ τελευταία δὲν παρέλειπε τοῦ λοιποῦ νὰ θέτῃ τὸν σύρτην εἰς τὴν θύραν τοῦ δωματίου της ἑκάστην ἑσπέραν.

Καίτοι ὅμως ἐλησμόνησε τὸ φάντασμα, δὲν ἠδύνατο νὰ λησμονήσῃ τὸ φίλημα, τὸ ὁποῖον κατ' ὄναρ ἔλαβε καί, ὅταν τὸ ἐνεθυμεῖτο, ἡ παρθενική της αἰδημοσύνη ἐσκίρτα ἔμφοβος καὶ αἱ χεῖρές της ἀνετείνοντο διὰ νὰ συγκαλύψωσι τὸ πρόσωπον.

Ὅταν δ' ἐπανεῖδε τὸν Ἀριστοτέλην, τόσην ἐντροπὴν ᾐσθάνθη καὶ μετὰ τόσης βιαιότητος ἀπεσύρθη ἐκ τοῦ παραθύρου, τὸ ὁποῖον ἐξεσκόνιζεν, ὥστε παρ' ὀλίγον νὰ πέσῃ, προσκόψασα ἐπί τινος τραπέζης καὶ συντρίψασα ὑαλοσφαίρωμα λυχνίας ἐπ' αὐτῆς τεθειμένον.

Καὶ μὅλα ταῦτα ᾐσθάνετο ζωηρότατον πόθον νὰ τὸν βλέπη καί, ὅταν ὁ νέος ἀπεμακρύνετο, ἐκούφωνε τὰ παραθυρόφυλλα καὶ λαθραίως τὸν παρετήρει ἀπομακρυνόμενον. Ἐὰν δὲ παρήρχετο ἡ ἡμέρα χωρὶς νὰ τὸν ἴδῃ, κατελαμβάνετο ὑπὸ βαρείας μελαγχολίας, καὶ ἐνίοτε, ὅταν τὴν νύκτα τὸν ἤκουεν ἐκφράζοντα μὲ στίχους τὰ παράπονα τοῦ ἔρωτος αὑτοῦ, ᾐσθάνετο ὑγραινομένους τοὺς ὀφθαλμούς της.

Ἐνίοτε ἐξήρχετο εἰς περίπατον μετὰ τοῦ κορασίου τοῦ κ. Σταροπούλου καὶ τῆς ἡλικιωμένης ὑπηρετρίας τῆς οἰκίας, πάντοτε δὲ ᾐσθάνετο, ὅτι τὴν παρηκολούθει ἐξ ἀποστάσεως ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἐνίοτε τὸν διέκρινε διὰ τοῦ κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ. Ὑπὸ τοιαύτης δὲ συγκινήσεως κατελαμβάνετο κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας, ὥστε ἀπήντα ἄλλ' ἀντ' ἄλλων εἰς τὰς ἐρωτήσεις τῆς συντρόφου της ἤ δὲν τὰς ἤκουε παντάπασι καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρέτρια τῆς ἔλεγε:

−Καϋμένη Μαριώρα, τί ἀφῃρημάδα εἶν' αὐτή! ποῦ ταξιδεύει ὁ νοῦς σου;

Ἀλλ' ὁ Ἀριστοτέλης ἐφαίνετο ἀρκετὰ διακριτικός, ὥστε νὰ μὴ τὴν πλησιάζῃ, ὅταν δὲν ἦτο μόνη.

Ἡμέραν τινὰ ὅμως ἡ Μαριώρα εἶχεν ἐξέλθῃ μόνη μετὰ τοῦ κορασίου.

Ἦτο τετάρτη ὥρα μετὰ μεσημβρίαν, συνήθως δὲ ἐξήρχετο τὴν πρωΐαν, ὥστε εἶχε σχεδὸν πεποίθησιν, ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης δὲν θὰ τὴν παρηκολούθει τὴν ἡμέραν ἐκείνην.

Ἀλλ' ἐνῷ εἰσήρχετο εἰς τὸν βασιλικὸν κῆπον, τῆς ἐφάνη ὅτι διέκρινε τὸν νεανίαν ἐρχόμενον ἐκ τοῦ βάθους τῆς ὁδοῦ Κηφισσιᾶς.

Ἡ νεᾶνις ὠχρίασε καὶ ἐτάχυνε τὸ βῆμα, ἐλπίζουσα ὅτι δὲν θὰ κατώρθωνε νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ εἰς τοὺς ἑλιγμοὺς τοῦ κήπου.

Ἀλλ' ἐνῷ ἐβάδιζε διὰ τῆς δυτικῆς πλευρᾶς ἐκλέγουσα τὰς σκιερωτέρας διόδους, διέκρινε τὸν νεανίαν κατακόκκινον ἐκ τῆς σπουδῆς, ἐρχόμενον πρὸς τὴν αὐτὴν διεύθυνσιν.

Παρετήρει δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τῶν ρωθώνων του ἀνοιγοκλειομένων, ὡς κύων ἰχνηλάτης.

Ἡ Μαριώρα ἐτάχυνε περισσότερον τὸ βῆμα καὶ ἐν τῆ ταραχῇ της ἐλησμόνησε τὸ κοράσιον, τὸ ὁποῖον μεῖναν ὀπίσω ἤρχιζε νὰ φωνάζῃ κλαυθμυρῶς:

−Μαριώρα! Μαριώρα γιατὶ μ' ἀφῆκες καὶ φεύγεις; Θὰ τὸ πῶ τῆς μαμᾶς.

Ἡ Μαριώρα ἐστάθη ἐπὶ στιγμὴν διστάζουσα, ἀλλ' ἔπειτα ἐντραπεῖσα, μὴ θέλουσα νὰ ἴδῃ ὁ ἄγνωστος, ὅτι τὸν ἐφοβεῖτο, ἐπέστρεψε διὰ νὰ παραλάβῃ τὸ κοράσιον.

Εὐτυχῶς ὁ Ἀριστοτέλης, ἀπολέσας τὰ ἴχνη της, εἶχε στραφῆ πρὸς ἀνατολὰς διὰ μέσου τῶν πρασιῶν τῶν λεμονοδένδρων.

Καὶ ἡ Μαριώρα, ἐνῷ διὰ τῆς χειρὸς ἐθώπευε τὸ κοράσιον, προέβαλε τὴν κεφαλὴν ἐκ τοῦ ἄκρου λόχμης τινὸς καὶ ἀπεθαύμαζε τὸ λεβέντικον ἀνάστημά του.

Ἀλλ' ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ὁποῖος, βαδίζων κατεσκόπευε τὰ πέριξ ἐστράφη ἀποτόμως καὶ ἐπρόφθασε νὰ ἴδῃ τὸ πρόσωπον τῆς νεάνιδος, ἥτις τόσον ἐταράχθη, ὥστε ἔφυγε τρέμουσα σχεδὸν καὶ σύρουσα τὸ παιδίον, τὸ ὁποῖον καταπλαγὲν ἐκ τῆς ὁρμῆς ἐκείνης δὲν ἔβαλε τὴν ἐλαχίστην κραυγὴν, ἀλλ' ἐκρέματο ὡς σταφυλὴ, εἰς τὸν βραχίονα τῆς κόρης, συστρεφόμενον, ὡς ἀδράχτιον, τῶν μικρῶν κνημῶν του καμπτομένων, συμπλεκομένων, συρομένων ἐπὶ τῆς ἄμμου, τοῦ πιλικίου του ἐκφυγόντος ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ κρεμασθέντος εἰς τὸν αὐχένα του.

Ἀλλ' ἰδοῦσα ὅμιλον στρατιωτῶν ἐρχόμενον ἐξ ἀντιθέτου διευθύνσεως, ἠναγκάσθη νἀναχαιτίσῃ τὴν ὁρμήν της, χωρὶς νὰ τολμήσῃ νὰ στραφῇ πρὸς τὰ ὀπίσω.

Οἱ στρατιῶται, ἀφοῦ ἀντήλλαξαν λέξεις τινὰς ταπεινοφώνως, ἐστάθησαν ἐν γραμμῇ ἐγκαρσίως τῆς διόδου, ἐμποδίζοντες αὐτὴν νὰ περάσῃ καὶ ἀπευθύνοντες αὐτῇ χονδροειδῆ ἄσεμνα ἐρωτολογήματα.

Ἐνῷ δὲ ἡ νεᾶνις φοβισμένη ἡτοιμάζετο νὰ στραφῇ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἠκούσθη ἐπιφώνησις ἠχηρὰ καὶ ἐπιτακτική:

−Ρέ, ρέ! τ' εἶν' αὐτά;

Οἱ δὲ στρατιῶται καταπλαγέντες ἀφῆκαν τὴν νεάνιδα νὰ περάσῃ.

Ἦτο ἐκεῖνος· ἡ Μαριώρα ἀνεγνώρισε τὴν φωνήν του καὶ στραφεῖσα δειλῶς τὸν εἶδεν ἀτενίζοντα τοὺς στρατιώτας μὲ ὀργίλον βλέμμα, ἐνῷ οὗτοι ἐμουρμούριζον σαρκαστικῶς:

−Ἐθύμωσε γιατὶ τοῦ πειράξαμε τὴν ξαδέρφη…

Ἀλλ' ὁ Ἀριστοτέλης δὲν ἐπήντησεν τίποτε, σπεύδων νὰ φθάσῃ τὴν νεάνιδα καὶ μετ' ὀλίγον ἐβάδιζον πλησίον ἀλλήλων.

Ἡ Μαριώρα ἔβλεπεν ὅτι ἦτο οὐ μόνον ἀδύνατον, ἀλλά καὶ γελοῖον νὰ προσπαθήσῃ νὰ φύγῃ.

Ἄλλως τε ἠσθάνετο καὶ εὐγνωμοσύνην τινὰ πρὸς τὸν Ἀριστοτέλην, διότι τὴν εἶχε σώσει ἀπὸ τὴν σκαιότητα τῶν στρατιωτῶν.

Καὶ τρέμουσα σύσσωμος ἐκ συγκινήσεως, ᾐσθάνθη τὸν νεανίαν καταφθάσαντα καὶ παραπορευόμενον.

ᾘσθάνετο μόνον τὴν σκιάν του πίπτουσαν ἐπ' αὐτῆς σχεδὸν βαρεῖαν, καὶ τὸ βῆμά του τρίζον ἐπὶ τῆς ἄμμου, μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσῃ πρὸς αὐτὸν τοὺς ὀφθαλμούς.

−Ἐπὶ τέλους!… εἶπεν ὁ νεανίας. Τόσῳ κακὴν ἰδέαν ἔχεις γιὰ μένα καὶ μὲ ἀποφεύγεις ἔτσι; Τί κακὸ εἶδες ἀπὸ μένα; προσέθηκε, μαλακώσας τὴν φωνήν του καὶ δώσας εἰς αὐτὴν μελαγχολικὸν τόνον.

Ἡ Μαριώρα ἔμενεν ἄφωνος, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς χαμηλωμένους πάντοτε.

−Γιατί μὲ φοβᾶσαι ἔτσι; ἐξηκολούθησεν ὁ Ἀριστοτέλης. Δὲν εἶμαι θηρίο, οὔτε τρώγω ἀνθρώπους…

−Δὲν εἶπα ἐγὼ… ἐψέλλισεν ἡ νεᾶνις, μὰ δὲν θέλω νὰ μᾶς βλέπουνε μαζῆ. Τί θὰ ποῦν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἄν τὸ μάθουνε ἤ ἄν μὲ δοῦνε;

−Ἄν ποῦνε τίποτε, ἔρχεσαι 'ς τὸ δικό μας σπίτι… Πᾶμε νὰ καθήσουμ' ἐκεῖ 'ς τὸν πάγκο νὰ τὰ ποῦμε.

−Ὄχι, ὄχι, εἶπεν ἡ νεᾶνις ἀπομακρυνομένη, δὲν μπορῶ νὰ καθήσω, εἶνε περασμένη ὥρα καὶ πρέπει νὰ γυρίσω σπίτι.

−Ἔλα τώρα, γιατὶ μᾶς βλέπουν καὶ θὰ νομίσουν… Δὲν θὰ καθίσωμε πολλὴν ὥραν. Νὰ σοῦ πῶ μόνον ἐκεῖνα ποῦ ἔχω νὰ σοῦ πῶ καὶ φεύγεις ἀμέσως. Ἔλα μὴν κάνῃς γινάτια, γιατὶ μᾶς βλέπουν, σοῦ λέγω.

Πράγματι ἡ νεᾶνις ἀναβλέψασα εἶδεν εἰς τὴν παράπλευρον δίοδον ἀνθρώπους καὶ ἐν τῇ παραζάλῃ της ἠκολούθησεν εὐπειθῶς τὸν νεανίαν, ὅστις τὴν ἐκράτει ἐκ τῆς χειρὸς, καὶ ἐκάθισαν ἐπί τινος ἑδράνου.

Ἡ Μαριώρα ἀπεσύρθη ἐν συστολῇ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ θρανίου καὶ ἐκράτει πρὸ αὐτῆς, ὡς ἀσπίδα τρόπον τινὰ, τὸ κοράσιον, τὸ ὁποῖον παρετήρει μετά τινος δέους τὸν ἄγνωστον ἐκεῖνον· ὁ δὲ Ἀριστοτέλης, ἵνα μὴ τὴν ἐκφοβίσῃ, ἔμεινεν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τοῦ ἑδράνου· καὶ οὕτω τῆς ἀφηγεῖτο ὅτι ἦτο υἱὸς καθηγητοῦ, ὅτι ἦτο φοιτητὴς, ὅτι ἦσαν εὐκατάστατοι, ὅτι εἶχε μίαν ἀδελφὴν εἰς τὴν ἡλικίαν της σχεδὸν καὶ ὅτι ἄν ἐπήγαινεν εἰς τὸ σπίτι των, θὰ ἐπερνοῦσε πολὺ καλά.

−Ἐγὼ εἶμαι εὐχαριστημένη εἰς τὸ σπίτι ποῦ εἶμαι, ἀπήντησε μετά τινος ταχύτητος ἡ νεᾶνις.

Καὶ ἀποτόμως ἠγέρθη διὰ νἀπομακρυνθῇ.

Ἀλλ' ὁ Ἀριστοτέλης τὴν ἐκράτησεν ἐκ τῆς χειρὸς καὶ ἱκευτικῶς τῆς εἶπε:

−Μαριώρα, δὲν θέλω νὰ μείνῃς εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι, γιατὶ ὁ Σταρόπουλος δὲν εἶνε τίμιος ἄνθρωπος…

Ἡ νεᾶνις ἤκουσε κατάπληκτος τὰς τελευταίας φράσεις τοῦ Ἀριστοτέλους.

Ἐπωφεληθεὶς δὲ τὴν ἐντύπωσιν ταύτην τῶν λόγων του, ὁ νέος ἐξηκολούθησε:

−Δὲν θέλω νὰ μείνῃς εἰς τὸ σπίτι αὐτοῦ τοῦ ἀχρείου ἀνθρώπου, γιατί… (καὶ ἀφοῦ ἔρριψε ταχὺ βλέμμα πέριξ, ἐξέτεινε τοὺς βραχίονας καὶ τὴν ἐνηγκαλίσθη) γιατὶ σἀγαπῶ χρυσῆ μου Μαριώρα, ποῦ πάω νὰ τρελλαθῶ!

Καὶ κύψας ἤγγισε φλογερὰ χείλη εἰς τὸ στόμα τῆς κόρης, μ' ὅλην τὴν ἀντίστασιν αὐτῆς, ἀναστρεφομένης καὶ ἐμποδιζούσης αὐτὸν μὲ τὰς χεῖράς της.

Ἡ περίπτυξις αὕτη διήρκεσε μίαν μόνην στιγμήν, μεθ' ὅ ἡ νεᾶνις ἀποσπασθεῖσα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀπεμακρύνθη χωρὶς νὰ εἴπῃ λέξιν, καὶ λαβοῦσα ἐκ τῆς χειρὸς τὸ κοράσιον, διηυθύνθη πρὸς τὴν ἔξοδον τοῦ κήπου, ὠχριῶσα καὶ ἐρυθριῶσα ἐναλλάξ, ζαλισμένη, μόλις βλέπουσα.

Ὁ Ἀριστοτέλης τὴν παρηκολούθησε μέχρι τινὸς ψιθυρίζων:

− Μαριώρα μου μὴ θυμώνῃς, γιατὶ μοῦ βάζεις μαχαίρια στὴν καρδιά. Τί νὰ κάνω ἀφοῦ σἀγαπῶ;… Ἄν δὲν μἀγαπήσῃς, θὰ σκοτωθῶ. Τέτοια ζωὴ τί τὴ θέλω; … Δὲν μὲ λυπᾶσαι, Μαριώρα;

Ἀλλ' ἡ νεᾶνις ἔφευγε μετὰ σπουδῆς, σύρουσα ὥς τι ἄψυχον τὸ ταλαίπωρον κοράσιον.

Ἐνόμιζεν ὅτι πάντες ὅσους συνήντα τὴν εἶχον ἴδει ἀσπαίρουσαν εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ νέου ἐκείνου καὶ ὅτι ὅλα τὰ βλέμματα, τὰ ὁποῖα τυχαίως τὴν ἠτένιζον, τὴν ἐχλεύαζον ἤ τὴν ἐλεεινολόγουν.

− Πῶς κατήντησα! πῶς κατήντησα! ἔλεγεν ἐνδομύχως καὶ δάκρυα ἐθάμβωνον τοὺς ὀφθαλμούς της.

Παρ' ὀλίγον δὲ νὰ τὴν ἀνατρέψῃ μία ἅμαξα, ἐρχομένη ἐκ τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου.

Ἐπανειλημμένως καὶ αὐτομάτως ἡ χείρ της ἐτέθη ἐπὶ τῶν χειλέων, ὡς διὰ νἀφαιρέσῃ κηλῖδα ὁρατὴν, ἥν εἶχεν ἀφήσει τὸ φίλημα ἐκεῖνο.

Καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἀπεσύρθη εἰς ἕν δωμάτιον καὶ ἔκλαυσεν ἐπὶ μακρόν.

Κατείχετο ὑπὸ παροξυσμοῦ ἀπελπισίας, ὑπὸ ταραχῆς σχεδὸν ὑστερικῆς.

Τῆς ἐφαίνετο ὅτι μετὰ τοῦ φιλήματος ἐκείνου ἀπέπτη ἡ ἁγνότης αὐτῆς, ὅτι μὲ τὸν κλονισμὸν τοῦ ἐναγκαλισμοῦ ἐκείνου εἶχεν ἀνθορροήσει, ὡς δενδρύλλιον ἀνθισμένον, ἡ παρθενικὴ αὐτῆς ψυχή. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι τὸ λεπτότατον πτίλον, ὅπερ κοσμεῖ τὰς πτέρυγας τῆς πεταλούδας, εἶχεν ἐκτιναχθῆ ἐκ τοῦ πτερώματος τῆς ἁγνῆς αὐτῆς ψυχῆς, ἥτις ἔμεινε δύσμορφος καὶ ἐξουθενωμένη.

Ἀνατραφεῖσα μὲ τὰ αὐστηρὰ καὶ ἁγνὰ ἤθη τῶν ἡμετέρων χωρικῶν ἐπίστευεν ὅτι τὸ πρῶτον φίλημα τῆς κόρης πρέπει νὰ λάβῃ ἐκεῖνος ὅστις θὰ λάβῃ καὶ τὸ τελευταῖον, ὅτι τὸ φίλημα ἐκεῖνο ἀποτελεῖ δεσμὸν ἄρρηκτον καὶ ἰσόβιον.

Ἑπομένως διὰ τοῦ ἐν τῷ Βασιλικῷ κήπῳ φιλήματος ὁ νεανίας, τὸν ὁποῖον μόλις ἐγνώριζε, τὴν ὑπεδούλωσε διὰ παντὸς, καὶ ὅτι μόνος ὁ θάνατος ἠδύνατο νὰ τὴν χωρίσῃ ἀπ' αὐτόν.

Ἀλλ' ὅσῳ παρήρχετο ὁ πυρετὸς τῆς πρώτης ταραχῆς, ἤρχιζε νὰ τὴν παρηγορῇ ἡ ἰδέα, ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης τὴν ἠγάπα εἰλικρινῶς.

Ἀλλ' ἄν δὲν τὴν ἠγάπα, ἄν τὴν ἐνέπαιζεν, ἄν τὴν ἠπάτα;

Ὤ! τότε δὲν τῆς ὑπελείπετο παρὰ ὁ θάνατος.

Δὲν ἔπρεπεν, οὔτε ἠδύνατο νὰ ζήσῃ οὐδ' ἐπὶ στιγμήν.

Εἰς τὸν νέον ἐκεῖνον ἀνῆκε πλέον διὰ παντός.

Ἀλλ' οὐχ ἦττον κατὰ τὰς ἑπομένας ἡμέρας τὸν ἀπέφευγεν ὡς καὶ πρὶν, καίτοι οὐδ' ἐπὶ στιγμὴν ἐγκατέλειπε τοὺς διαλογισμούς της.

Ἐν τούτοις πολλάκις ὠθεῖτο ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, νὰ τὸν δοκιμάσῃ, ἄν τὴν ἠγάπα εἰλικρινῶς καὶ τιμίως, ἀλλ' ἡ αἰδημοσύνη αὐτῆς τὴν ἠμπόδιζεν.

Ἄλλως τε δὲ ὁσάκις τὸν ἔβλεπε, διεγίνωσκεν εἰς τὸ βλέμμα του τὴν εἰλικρινεστέραν ἀγάπην.

Καὶ ἡ ὡραία της κεφαλὴ ἐπληροῦτο ὀνειροπολημάτων εὐτυχίας, ὁμοίων μ' ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἡ φαντασία της ἔπλαττεν ἄλλοτε ἐν Τήνῳ, ἅτινα τὴν νύκτα ἐλάμβανον ζωὴν καὶ ὄψιν πραγματικότητος εἰς τὰ ὄνειρά της.

Ἀλλ' ἐν τῷ μεταξὺ τούτῳ ἡ πρὸς αὐτὴν διαγωγὴ τοῦ φιλανθρώπου ἤρχισε νὰ τὴν ἀνησυχῇ.

Αἱ χειρονομίαι αὐτοῦ ἤρχισαν νὰ ὑπερβαίνωσι τὰ ὅρια τῶν πατρικῶν θωπειῶν, οἱ δὲ λόγοι του καθίσταντο ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ σκανδαλωδῶς σαφεῖς.

Ὁσάκις τὴν συνήντα εἰς τοὺς διαδρόμους, ἦτον ἀδύνατον νὰ μὴ ἐκτείνῃ πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, τὴν πρωΐαν δὲ ὅταν μετέβαινεν εἰς τὸν θάλαμόν του, ὁ φιλάνθρωπος ἔκαμνεν ἐφορμήσεις, τὰς ὁποίας μετὰ δυσκολίας ἀπέκρουεν ἡ ἀτυχὴς κόρη, καίτοι ὁ φιλάνθρωπος ἔδιδεν εἰς πάντα τὰ κινήματά του ταῦτα παιγνιώδη ἐπίφασιν.

Ἀλλ' ἡ κόρη ἐννοοῦσα ὅτι ὑπὸ τὰ παιγνίδια ἐκεῖνα ἐκρύπτοντο κτηνώδεις ὀρέξεις, ὑπὸ τοιαύτης κατελήφθη ἀνησυχίας καὶ φόβου, ὥστε ἤρχισε πάλιν νὰ ὠχριᾷ καὶ νὰ φθίνῃ, τῶν μεγάλων καστανῶν ὀφθαλμῶν της πληρουμένων μελαγχολίας.

Οὐδέποτε πλέον ἐλησμόνει νὰ θέτῃ τὸν σύρτην εἰς τὴν θύραν τοῦ δωματίου της· νύκτα δὲ τινὰ τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουσε τριγμὸν εἰς τὴν θύραν, ὡς ἐὰν προσεπάθει τις νὰ τὴν ἀνοίξῃ.

Ἡ Μαριώρα δὲν ἔκλεισε μάτι κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην.

Ἡ αὐτὴ ἀπόπειρα ἐπανελήφθη καὶ τὴν ἑπομένην νύκτα, ἐπὶ τέλους δὲ ἤκουσε τὴν φωνὴν τοῦ κ. Σταροπούλου ψιθυρίζουσαν διὰ τῆς κλειδαρότρυπας:

−Μαριώρα! Μαριώρα! ἄνοιξε, θέλω νὰ σοῦ 'πῶ κἄτι τι, ἄνοιξε, σὲ παρακαλῶ.

Ἡ νεᾶνις οὐδὲν ἀπήντησεν, ἀλλ' ἦτο ἑτοίμη νὰ ριφθῇ κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἄν τυχὸν ὁ κύριος κατώρθωνε ν' ἀνοίξῃ τὴν θύραν.

Καὶ ἔτρεμεν, ὡς καλαμόφυλλον, τὸ δυστυχισμένον πλάσμα, καὶ ἀνεκάθητο ἐπὶ τῆς κλίνης της, ὅπου ἔμεινε πάλιν ἄγρυπνος μέχρι πρωίας.

Τὴν ἐπιοῦσαν ὁ φιλάνθρωπος τῆς εἶπεν ὀρθὰ κοφτὰ ὅτι τὴν ἠγάπα καὶ ἤθελε νὰ τὴν ἀπολαύσῃ, καὶ ὅτι ἦτο ἐκ τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες πᾶν ὅ,τι θέλουν τὸ ἀποκτοῦν. Ἠδύνατο, διὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του, νὰ πράξῃ τὰ πάντα, νὰ θυσιάσῃ χρήματα, νὰ γείνῃ δοῦλος τῶν θελήσεών της, ἤ νὰ φανῇ ἄγριος καὶ ἀμείλικτος διώκτης αὐτῆς, τῆς ὑπέσχετο ἀποκατάστασιν, προῖκα, πολύτιμα φορέματα καὶ κοσμήματα, προστασίαν.

Ἀλλ' ἡ Μαριώρα ἠπείλησεν ὅτι, ἄν ἐπέμενε νὰ τῆς ἀπευθύνῃ τοιαύτας προτάσεις,θὰ τὸ ἔλεγεν εἰς τὴν κυρίαν καὶ θἀνεχώρει.

−Ἠμπορεῖς νὰ πῇς ὅ,τι θέλεις εἰς τὴν κυρίαν· δὲν θὰ σὲ πιστεύσῃ. Ἄν φύγῃς, θὰ σὲ γυρίσω πίσω μὲ τὴν ἀστυνομίαν, ὅπως σὲ πῆρα ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν.

Ἐκ τῆς φυσιογνωμίας τοῦ κ. Σταροπούλου ἤρθη τὸ προσωπεῖον τοῦ καλοκαγάθου ἀνδρός, τοῦ μοχθοῦντος ὑπὲρ τῶν δυστυχῶν, καὶ ἐφάνη ἡ σκληρὰ καὶ χυδαία μορφὴ τοῦ ἀσυνειδήτου κτήνους, ἡ ὁποία ἐπροξένησεν εἰς τὴν Μαριώραν φρίκην.

−Ἐν ἀνάγκῃ, ἐξηκολούθησε, θὰ σὲ καταγγείλω εἰς τὴν ἀστυνομίαν, ὅτι μοῦ ἔκλεψες διάφορα πράγματα καὶ τότε καλὰ ξεμπερδέματα. Μὲ μένα δὲν τὰ βγάζεις πέρα, μόνον ἄνοιξε τὰ μάτια σου. Ὅταν κτυπᾷ τὸ γυαλὶ 'ς τὸ σίδερο, πάντοτε τὸ γυαλὶ σπάζει.

−Τότε θὰ σκοτωθῶ, ἀπήντησεν ἀποφασιστικῶς ἡ νεᾶνις. Τί μπορεῖτε νὰ μοῦ κάμετε ἅμα σκοτωθῶ;

Ὁ κ. Σταρόπουλος, ἰδὼν τὴν ἀποφασιστικὴν καὶ στυγνὴν λάμψιν τὴν ὁποίαν ἐξέπεμπον οἱ ὀφθαλμοί της, ἤλλαξε τακτικήν.

Τῆς ἐξέφρασε ἔρωτα διάπυρον, ὡς δεκαοκταέτης νέος, τὴν ἱκέτευσε, μονονουχὶ γονατίσας πρὸ αὐτῆς, τῆς ὑπεσχέθη νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν σύζυγόν του καὶ νὰ τὴν νυμφευθῇ, νὰ τὴν καταστήσῃ κυρίαν εἰς τὸν οἶκον καὶ τὰ πλούτη του, νὰ τὴν ἐνδύσῃ μὲ χρυσάφι, νὰ τὴν δακτυλοδεικτῇ ὁ κόσμος, ὅταν μάλιστα μετά τινα καιρὸν θὰ ἐγίνετο βουλευτὴς καὶ ὑπουργός, πιθανῶς δὲ καὶ πρωθυπουργός.

Ἀλλ' ἡ Μαριώρα, ἔμεινεν ἄκαμπτος, δηλώσασα μάλιστα ὅτι, ἐὰν τῆς ἐπαναλάμβανεν αὐτὰς τὰς προτάσεις ὁ κ. Σταρόπουλος, θἀνεχώρει ἀμέσως, καὶ ἐὰν τὴν ἐστενοχώρει, θὰ ηὐτοκτόνει.

Τὴν ἑπομένην νύκτα ἐκοιμήθη ταχέως, μὴ ἀντέχουσα πλέον εἰς τὴν ἀϋπνίαν, ἀφοῦ ἠσφάλισε τὴν θύραν μὲ τὸν σύρτην.

Ἐκοιμᾶτο δὲ βαθέως, ὅτε, μετὰ τὸ μεσονύκτιον, ἀφυπνισθεῖσα ἀποτόμως εἶδε καθήμενον παρὰ τὸ προσκεφάλαιόν της τὸν κ. Σταρόπουλον καὶ κύπτοντα τὸ πρόσωπον πρὸς αὐτήν.

Ἔβαλε κραυγὴν τρόμου καὶ ἀνετινάχθη περίφοβος, ἀλλ' ὁ φιλάνθρωπος ἔθηκε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ στόματος αὐτῆς καὶ διὰ τῆς ἄλλης χειρὸς τὴν ἐκράτησεν ἐπὶ τῆς κλίνης.

−Μῂ φοβᾶσαι, τῆς ἐψιθύριζε, μὴν εἶσαι ἀνόητη! Γιατί κάνεις ἔτσι;

Ἀλλ' ἡ νεᾶνις καταβαλοῦσα ὑπεράνθρωπον δύναμιν, ἀνετινάχθη ἐκ τῆς κλίνης καὶ λυσίκομος καὶ ἡμίγυμνος, μὲ τοὺς ροδολεύκους βραχίονάς της γυμνούς, μόνον μὲ τὸν χιτῶνα, τὸν ὁποῖον καὶ ἐν τῇ ὑστάτῃ ἐκείνῃ ταραχῇ δὲν ἐλησμόνησε νὰ περιμαζεύσῃ, ἵνα κρύψῃ τὸ παρθενικόν της στῆθος, ἔδραμεν εἰς τὴν θύραν.

Ὁ Σταρόπουλος ὅμως τὴν κατεδίωξε και καταφθάσας αὐτὴν εἰς τὸν διάδρομον, τὴν ἐνηγκαλίσθη, πυρέσσων ἐκ τῆς ἐξάψεως ἥν διέγειρεν εἰς τὰς κτηνώδεις αἰσθήσεις του ἡ γυμνότης τῆς κόρης, καὶ ἔκυψεν ἵνα φιλήσῃ μὲ τὰ μολυσμένα χείλη του τὸ παρθενικὸν σῶμα, τὸ ὁποῖον ἔτρεμεν εἰς τὴν ἀγκάλην του.

Ἀλλ' ἡ Μαριώρα τὸν ἀπώθησε καὶ συγχρόνως χαμηλώσασα διὰ ταχείας κινήσεως ἐξέφυγεν ἐκ τοῦ κρίκου των βραχιόνων του.

Μὴ ἔχουσα δὲ ἄλλην διέξοδον, ἔδραμε πρὸς τὸν θάλαμον τῆς κυρίας.

Ἀλλὰ τὸν εὗρε κλειστόν.

Τὸ φῶς τοῦ διαδρόμου ἦτο σβυστὸν παραδόξως, ὡς παραδόξως εἶχεν ἀνοιχθῆ καὶ ἡ θύρα τοῦ δωματίου τῆς νεάνιδος.

Ὁ δὲ φιλάνθρωπος ἐπωφελούμενος τὸ σκότος ἐξηκολούθησε τὴν καταδίωξίν του· καὶ ἡ ταλαίπωρος νεᾶνις, λησμονήσασα ἐν τῇ ταραχῇ της ὅτι ὁ πρόδρομος δὲν εἶχε διέξοδον, ἔδραμε μετὰ τόσης ὁρμῆς εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ, ὥστε προσκρούσασα εἰς τὸν τοῖχον κατέπεσεν.

Ἐπρόφθασεν ὅμως νἀναφωνήσῃ:

−Κυρία! Κυρία! βοήθεια!

Ὁ Σταρόπουλος οὐδόλως ἐκπτοηθεὶς εἰσεχώρησε καὶ ἐκεῖ, ἡ δὲ ἡμιλιπόθυμος νεᾶνις τὸν ἤκουε πλησιάζοντα ψηλαφητεὶ καὶ ἀσθμαίνοντα ὡς θηρίον. Διέκρινε δὲ ἤδη τὴν στίλβουσαν φαλάκραν του εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, ὅτι ἠκούσθη τρίζον τὸ κλεῖθρον τοῦ θαλάμου τῆς κυρίας.

−Κυρία! βοήθεια! ἐπανέλαβε μὲ ἀσθενεστέραν φωνήν.

Ἡ κυρία Σταροπούλου, νομίσασα ὅτι εἶχον εἰσέλθῃ κλέπται εἰς τὴν οἰκίαν ἐφοβήθη μεγάλως.

Ἐσκέφθη νὰ κραυγάσῃ καὶ νὰ ζητήσῃ βοήθειαν, ἀλλ' ἔπειτα μετέγνωσε σκεφθεῖσα ὅτι οὕτω θὰ ἐφανέρωνεν εἰς τοὺς κλέπτας τὸν κοιτῶνά της καὶ θὰ τοὺς ἠνάγκαζεν ἴσως νὰ τὴν στραγγαλίσωσιν, ἵνα παύσῃ κραυγάζουσα.

Ἀλλ' ἔπειτα, ὅταν ἤκουσε τὴν ὑπηρέτριαν πίπτουσαν μετὰ δούπου καὶ καλοῦσαν αὐτήν, ἡ ἀγαθότης καὶ ὁ οἶκτος ὑπερίσχυσαν τῆς δειλίας εἰς τὴν καρδίαν της, καί, φορέσασα κοιτωνίτην, ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, κρατοῦσα κηρίον μὲ χεῖρα τρέμουσαν, καὶ ἡτοιμάσθη νὰ στρέψῃ τὸ κλειδί, ὅτε ἤκουσε πάλιν τὴν φωνὴν τῆς ὑπηρετρίας:

−Κυρία, βοήθεια!

Τότε τῆς ἐπῆλθεν ἐκ νέου ἡ ἰδέα νὰ φωνάξῃ τοὺς ὑπηρέτας, οἵτινες ἐκοιμῶντο εἰς τὴν ὀπισθίαν αὐλήν. Ἀλλ' ἄλλη τις σκέψις τὴν ἠμπόδισε. Καὶ μετὰ θάρρους ἀνοίξασα τὴν θύραν ἐπρότεινε τὸ κηρίον εἰς τὸν διάδρομον, οὗτινος μέγα μέρος ἐφωτίσθη.

Πρὶν δὲ προβάλῃ καὶ τὴν κεφαλὴν ἠρώτησεν:

−Ἐσὺ εἶσαι, Μαριώρα;

−Ἐγὼ, κυρία, ἀπήντησε τρομώδης καὶ κλαυθμυρὰ ἡ φωνὴ τῆς νεάνιδος.

−Καὶ τί ἔχεις;

Οἱ λυγμοὶ καὶ τὰ δάκρυα ἔπνιγον τὴν κόρην.

−Ὁ κύριος… ὁ κύριος.. μὲ… ἐψέλλισε μὴ δυνηθεῖσα νὰ συμπληρώσῃ τὴν φράσιν της.

−Ὁ κύριος! … εἶπεν ἡ κυρία Σταροπούλου, ἐξερχομένη εἰς τὸν πρόδομον ἔκπληκτος.

Καὶ ἐὰν οἱ ὀφθαλμοί της δὲν ἦσαν θαμβωμένοι ὑπὸ τοῦ φωτός, θὰ διέκρινε μίαν σκιὰν ἀποσυρομένην ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ ἄκρου τοῦ διαδρόμου.

−Ὁ κύριος! … ἐπανέλαβεν ἡ οἰκοδέσποινα. Καὶ τί θέλει μὲ σένα ὁ κύριος αὐτὴν τὴν ὥραν;

−Μὲ κυνηγᾷ… εἶπεν ἡ νεᾶνις, ἐξακολουθοῦσα νὰ κλαίῃ.

Ἡ κυρία Σταροπούλου εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ βάθος τοῦ διαδρόμου καὶ εἶδε τὴν ταλαίπωρον νεάνιδα ἱσταμένην εἰς τὴν γωνίαν μὲ τὸ ὑποκάμισον μόνον, συμμαζευμένην διὰ νὰ κρύπτῃ τὴν γυμνότητά της καὶ τρέμουσαν ἐκ τοῦ φόβου.

Ἐστάθη δ' ἐπὶ στιγμὴν ἀποροῦσα καὶ μὴ δυναμένη νὰ ἐννοήσῃ.

−Ὁ κύριος σὲ κυνηγᾷ!

Βαθμηδὸν ὅμως τὸ πνεῦμά της διεφωτίζετο καὶ τὸ καλοκάγαθον πρόσωπόν της ἐγένετο ὠχρότερον.

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐφάνη προσερχόμενος ὁ κ. Σταρόπουλος, ὅστις ἔτριβε τοὺς ὀφθαλμούς, ὡς ἐὰν εἶχεν ἀφυπνισθῇ τὴν στιγμὴν ἐκείνην.

−Τί τρέχει; ἠρώτησε προσποιούμενος ἔκπληξιν. Τί θέλετ' ἐδῶ τέτοιαν ὥραν; Τί ἦσαν ἡ φωναίς; Ἐγὼ ἐνόμισα, μὲς στὸν ὕπνο μου ποῦ τὴς ἄκουσα, πῶς τὸ λιγώτερον ἔπνιγαν κανένα! Τί θέλεις ἐσὺ ἐδῶ γυμνὴ ἔτσι;

Καὶ μὲ βλέμμα διαβρωτικὸν παρετήρει τὴν ἡμίγυμνον κόρην, ἥτις μὲ τὴν δειλὴν καὶ συνεσταλμένην στάσιν της μὲ τὴν ἄφθονον κόμην της, ἡ ὁποία λυτὴ ἔπιπτεν ἐπὶ τοῦ στήθους της, καλύπτουσα αὐτὸ καὶ ἀφίνουσα νὰ διαφαίνωνται μέρη τινὰ τοῦ τραχήλου καὶ τοῦ στέρνου, λευκότατα καὶ πλήρη σφρίγους παρθενικοῦ, μὲ τὴν ἔμφοβον ἐκείνην καὶ χαριεστάτην στάσιν, ὡμοίαζε μὲ νύμφην καταδιωκομένην ὑπὸ σατύρου.

Ὅσον ὡραιοτέρα δὲ τοῦ ἐφαίνετο, τόσον περισσότερον μῖσος ἠσθάνετο κατ' αὐτῆς, τώρα ὅτε ἔβλεπεν ὅτι ἡ ἀπόλαυσις τοῦ κάλλους ἐκείνου ἦτο, ἄν οὐχὶ ἀδύνατος, τοὐλάχιστον δύσκολος.

−Αὐτὴ λέγει, ξέρω κ' ἐγώ; ὅτι τὴν κυνηγᾷς, εἶπεν ἡ κυρία Σταροπούλου μὲ φωνὴν ταλαντευομένην μεταξὺ ἀγανακτήσεως καὶ δυσπιστίας. Εἶνε ἀληθινὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, Μιχαλάκη;

Ὁ φιλάνθρωπος ἀνεγέλασε:

−Καὶ κάθεσαι κι' ἀκοῦς αὐτὴν τί λέει; εἶπε. Δὲν τὴν κατάλαβες ἀκόμη τί εἶνε; Αὐτὴ βλέπει φαντάσματα, φαίνεται δὲ ὅτι εἶνε καὶ ὑπνοβάτις. Τὰ ἴδια δὲν ἔλεγε καὶ τὴν ἄλλη φορά; Τὸ πρᾶγμα εἶνε φῶς φανερόν. Εἶχες ἀμπαρωμένη τὴν πόρτα σου, ναὶ ἤ ὄχι;

−Μάλιστα, κατένευσεν ἡ νεᾶνις.

−Τότε λοιπὸν πῶς ἠμποροῦσαν νὰ μποῦν εἰς τὴν κάμαρά σου καὶ νὰ σὲ κυνηγήσουν, Ἀφροδίτη;

Ἡ ρητορικὴ αὕτη τὴν μὲν Μαριώραν ἔφερεν εἰς ἀμηχανίαν, τὴν δὲ ἀγαθὴν οἰκοδέσποιναν κατέπεισεν ἐντελῶς.

− Ξέρω κ' ἐγώ; εἶπε μὲ τὸ εὐμάλακτον τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀπονηρεύτων πνευμάτων.

Ἔπειτα μὴ θέλουσα νἀφήσῃ τὴν νεάνιδα ἀναπολόγητον προσέθηκε:

−Λοιπὸν βλέπεις, Μαριώρα, ὅτι ἔκαμες λᾶθος καὶ μᾶς ἀνησύχησες ἄδικα; Ἔβλεπες ὄνειρο καὶ σοῦ φάνηκε ἀληθινό. Ἄλλη φορὰ νὰ βάζῃς τὸν σύρτη τῆς πόρτας σου καὶ νὰ θέτῃς ἕνα πανὶ βρεγμένο μπρὸς 'ς τὸ κρεββάτι σου, διότι λέγουν ὅτι οἱ ὑπνοβάται ἅμα πατήσουν σὲ νερὸ ξυπνοῦν.

Ὁ φιλάνθρωπος δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ μειδιάσῃ ὑπὸ τὸν βραχὺν ψαρόν του μύστακα.

−Ἴσως εἶδα ὄνειρο, εἶπεν ἡ νεᾶνις μὲ φωνὴν δειλὴν μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσῃ τὸ βλέμμα. Ἀλλὰ 'γὼ θὰ φύγω, κυρία, διὰ νὰ μὴ σᾶς ἀνησυχῶ.

Καὶ μετὰ τῶν τελευταίων λέξεων ἀνέβλυσαν ἐκ νέου τὰ δάκρυά της.

−Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ φύγῃς, κόρη μου, εἶπε μετ' ἀγαθότητος ἡ κυρία γιὰ τόσο μικρὸ πρᾶγμα. Ἔπειτα μήπως φταίῃς ἐσύ; Αὐτὰ γίνονται χωρὶς νὰ θέλῃς. Ἀλλ' ἅμα κάμῃς αὐτὸ ποῦ σοῦ εἶπα, δηλαδὴ νὰ βάζῃς ἕνα πανὶ βρεγμένο μπροστὰ 'ς τὸ κρεββάτι σου, δὲν θὰ σοῦ συμβῇ πλειά αὐτὸ ποῦ παθαίνεις τώρα.

−Ὄχι, κυρία, θὰ φύγω· δὲν ἔχω κανένα παράπονο μὲ τὸ σπίτι σας, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μείνω. Θὰ πάω πίσω 'ς τὴν πατρίδα μου.

−Νὰ φύγῃς! νὰ φύγῃς! εἶπεν ὀργίλως ὁ φιλάνθρωπος, καὶ τὸ πρόσωπόν του προσέλαβεν ἀπαισίαν καὶ βδελυρὰν ἔκφρασιν κακίας. Νὰ φύγῃς τώρα ἀμέσως μάλιστα, ἀχρεία, ποῦ ἦλθες νὰ μοῦ βάλῃς σκάνδαλα εἰς τὸ σπίτι. Καὶ τὰ φορέματα ποῦ σοῦ κάμαμε νὰ τἀφήσῃς ἐδῶ.

Καὶ ἐπιφωνήσας: «Τί ἀχαριστία!» διηυθύνθη εἰς τὸν κοιτῶνά του.

Ἡ Μαριώρα κλαίουσα ἐπέμενε νἀναχωρήσῃ ἀμέσως, καίτοι ἦτο νὺξ βαθεῖα ἀκόμη.

Ἀλλ' ἡ ἀγαθὴ κυρία Σταροπούλου τὴν ἠμπόδισε. Ποῦ θὰ πήγαινε τέτοια ὥρα; Ἀδύνατον νὰ τὴν ἀφήσῃ· θὰ ἦτον ἀπανθρωπία. Νὰ μὴν ἀκούῃ τὸν κύριον· δὲν ἦτο κακός, ἀλλ' ἦτο θυμωμένος κ' εἰς τὸ θυμό του κανεὶς λέγει καὶ κανένα λόγο παραπάνω. Νὰ μείνῃ τοὐλάχιστον ἕως τὸ πρωΐ, ἕως στὰς ὀκτὼ−ἐννιά.

−Μοῦ ὑπόσχεσαι ὅτι θὰ μείνῃς; Μ' ἐμένα δὲν πιστεύω νὰ ἔχῃς κανένα παράπονο, κι' ἀφοῦ σὲ παρακαλῶ ἐγώ… Θὰ μείνῃς λοιπόν; Μοῦ τὸ ὑπόσχεσαι;

Ἡ νεᾶνις κατεύνασε μὲ τὴν κεφαλήν.

−Λοιπὸν πήγαινε τώρα στὴν κάμαρά σου, κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ κοιμήσου, νὰ μὲ περιμένῃς δὲ ὥστε νὰ ξυπνήσω. Ἀκοῦς; νὰ μὲ περιμένῃς.

Καὶ ἡ κυρία Σταροπούλου ἀνέμενεν ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τοῦ θαλάμου της μὲ τὸ κηροπήγιον εἰς τὴν χεῖρα, ἕως οὗ ἡ κόρη ἀπεμακρύνθη καὶ τὴν ἤκουσεν εἰσερχομένην εἰς τὸ δωμάτιον καὶ κλείουσαν τὴν θύραν.

Κλεισθεῖσα εἰς τὸ δωμάτιόν της ἡ Μαριώρα, ἐνεδύθη τὰ παλαιά της ἐνδύματα, ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχεν ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Τῆνον, καὶ ἐκάθησεν ἐπὶ τῆς κλίνης της, προσπαθήσασα νὰ συγκεντρώσῃ τάς σκέψεις της.

Μήπως τῳόντι εἶχεν ἴδῃ ἁπλοῦν ὄνειρον;

Ἐγνώριζε καὶ αὐτὴ ὅτι ὑπῆρχον ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἠγείροντο τὴν νύκτα, καὶ ἔκαμνον διαφόρους ἐργασίας κοιμώμενοι, ἀλλ' εἰς αὐτὴν οὐδέποτε εἶχε συμβῆ τοιοῦτόν τι ἐν Τήνῳ καὶ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Μαστροκωσταντῆ.

Ἐκτὸς δὲ τούτου εἶχεν ἀκούσει ὅτι οἱ ὑπνοβάται δὲν ἐνθυμοῦνται ἅμα ἐξυπνήσουν τί ἔπραξαν κοιμώμενοι.

Ἕνας τοιοῦτος ἦτον εἰς τὸν Ξώπυργον τῆς Τήνου.

Ἀλλ' αὐτὴ ἐνεθυμεῖτο κάλλιστα τὰ συμβάντα κατὰ τὰς φοβερὰς ἐκείνας στιγμάς, τοὺς λόγους καὶ τὰς κτηνώδεις ἀποπείρας τοῦ αὐθέντου της.

Ἔπειτα καὶ τὰ προηγούμενα δὲν ἐπεβεβαίουν τὰ γεγονότα τῆς νυκτὸς ἐκείνης;

Ἡ Μαριώρα ἐν τῇ ἁπλότητι αὑτῆς ἀπέδιδε πάντα ταῦτα εἰς τὴν κακοτυχίαν της, μὴ ἐννοοῦσα ὅτι εἰς μίαν πτωχὴν κόρην τὸ κάλλος εἶνε συνήθως πρόξενον μεγάλων συμφορῶν.

Καὶ ἔκλαιεν ἐν ἀπελπισίᾳ, συσπειρωμένη ἐπὶ τῆς κλίνης της, ἀνασκιρτῶσα ἔμφοβος ἐπὶ τῷ ἐλαχίστῳ τριγμῷ, ἐπὶ τῷ ἐλαχίστῳ θορύβῳ εἰς τὸν διάδρομον.

Ἀλλ' οὐδὲν τὸ ἔκρυθμον συνέβη μέχρι πρωίας, ἥτις τὴν εὗρεν ἄγρυπνον, ὠχροτάτην, μὲ ὀφθαλμοὺς περιμελανιασμένους καὶ ἐρυθροὺς ἐκ τῶν συγκινήσεων καὶ τῶν δακρύων.

Ἡ κυρία ἐβράδυνεν ὀλίγον νὰ ἐξυπνήσῃ. Ὅταν δὲ περὶ τὴν ἐνάτην καὶ ἡμίσειαν ἐπρόβαλεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου της, εὗρε τὴν Μαριώραν ἱσταμένην εἰς τὸν πρόδομον μὲ ἦθος ἱκετικὸν καὶ περίλυπον.

Καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν ἠπόρησε, μὴ ἐνθυμηθεῖσα ἀμέσως τὰ συμβάντα τῆς νυκτός· ἔπειτα ἀναμνηθεῖσα, προσεπάθησε νὰ τὴν πείσῃ νὰ μείνῃ, λέγουσα ὅτι ἦτο εὐχαριστημένη μαζί της, διότι ἦτο τίμιο καὶ 'πιδέξιο κορίτσι καὶ ὅτι ἡ κόρη της, ἡ ὁποία τὴν ἠγάπα πολύ, θὰ ἐστενοχωρεῖτο.

Τῆς ὑπέσχετο δὲ ὅτι ὁ κύριος δὲν θὰ τῆς ἔλεγε πλέον τίποτε· θὰ τοῦ ὡμίλει αὐτή.

Ἀλλὰ βλέπουσα ὅτι ἡ νεᾶνις ἔμενεν ἀμετάπειστος, τὴν συνεβούλευσε νὰ μεταβῇ μὲ σύστασίν της εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιμανδρίτου κ. Ἀπόστα, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀνάγκην ὑπηρετρίας.

Τῆς τὸν παρέστησε δὲ ὡς ἅγιον ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου τὸ στόμα ἀπέσταζε ἁγιωσύνην.

Καὶ τοιαύτην ἰδέαν εἶχε πράγματι περὶ αὐτοῦ ἡ ἀγαθὴ δέσποινα ἰδέαν, τὴν ὁποίαν συνεμερίζοντο καὶ πολλοὶ ἄλλοι.

Ὁ κ. Ἀπόστας, ἐποφθαλμιῶν θέσιν ἐπισκόπου, ἐδίδασκεν ὡς τόσον εἰς τὰ γυμνάσια ἱερὰ μαθήματα καὶ ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ἠθικὴν καὶ εὐσέβειαν.

Εἰς τὸ γυμνάσιον αὐστηρὸς, εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατανυκτικὸς καὶ πειστικὸς, ὑποδακρύων διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀναμένουσαν αὐτὰς τιμωρίαν.

Ἀλλ' ὑπὸ τὸ ράσον του ἔκρυπτε πολλὰ ὁ ὁσιώτατος ἀρχιμανδρίτης, ἐξ ὧν τινα ἀπεκάλυψε τὸ ἑξῆς συμβεβηκός.

Εἶχεν ὑπηρέτριάν τινα ροδοπάρειον καὶ ζωηρὰν, μὲ τὴν ὁποίαν τὸν συνέδεν ὑπερβολικὴ οἰκειότης.

Μίαν πρωίαν δὲ ἐπεσκέφθησαν τὸν ἀρχιμανδρίτην, ὅστις μόλις πρὸ μικροῦ εἶχεν ἐξυπνήσει, δύο κύριοι μὲ τοὺς ὁποίους συνενοεῖτο, ἵνα ἐκλεχθῇ ἐπίσκοπος εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτῶν. Ὁ πανοσιώτατος ἐφαίνετο στενοχωρημένος διὰ τὴν ἀπροσδόκητον ἐκείνην καὶ εἰς ἀκατάλληλον ὥραν γενομένην ἐπίσκεψιν, ὅτε ἡ θύρα ἠνοίχθη βιαίως καὶ ἡ νεαρὰ ὑπηρέτρια εἰσώρμησεν, ὡς οἰστρηλατουμένη φοράδα, καὶ, χωρὶς νὰ ἴδῃ τοὺς ἐπισκέπτας, ἐπήδησεν εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ ἵππευσεν ἐπ' αὐτῶν, πρὸς μεγάλην κατάπληξιν τῶν ξένων.

Τὸ παιγνίδιον τοῦτο, φαίνεται, ἐγίνετο ἑκάστην πρωίαν, ὡς εἰσαγωγὴ τίς οἶδε ποίων ἄλλων παιγνιδίων· ἀλλὰ τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἀντὶ τέρψεως, μεγάλην στενοχωρίαν καὶ ἀγανάκτησιν ἐπροξένησεν εἰς τὸν πανοσιώτατον, ὅστις ἠθέλησε νὰ δικαιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, λέγων ὅτι ἡ ὑπηρέτρια ἐξ ἅπαντος θὰ εἶχε προσβληθῆ ὑπὸ δαίμονος. Καὶ ἐψιθύρισεν ἐξορκισμόν τινα.

Αὐθημερὸν δὲ ἀπέπεμψε τὴν ἀπρόσεκτον ὑπηρέτριαν, ἥτις μὲ τὴν ἀνοησίαν της, περιῆγεν εἰς κίνδυνον τὰ φιλόδοξα σχεδιά του, καὶ ἔκτοτε ἔμενε μόνον μὲ τὴν γηραιὰν ὑπηρέτριαν, ἥτις τοῦ ἐχρησίμευεν ὡς μαγείρισσα καὶ θυρωρός.

Γνωρίζουσα δὲ τοῦτο ἡ κυρία Σταροπούλου, ἡ ὁποία εἰλικρινῶς τὸν ἐθεώρει ὡς ἐνάρετον καὶ εὐσεβῆ κληρικὸν, συνέστησεν εἰς τὴν Μαριώραν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πανοσιωτάτου.

Κατώρθωσε δὲ διὰ μεγάλης ἐπιμονῆς νὰ τὴν πείσῃ νὰ παραλάβῃ καὶ τὰ ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχον κάμει, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ τῆς δώσῃ καὶ τοὺς μισθούς της, ὅτε ἐνεφανίσθη ὁ κ. Σταρόπουλος, ἀπαίσιος τὴν μορφὴν καὶ σκληρός.

−Αὐτὰ τὰ φορέματα σοῦ εἶπα νὰ τ' ἀφήσῃς ἐδῶ, ἀνεφώνησεν ἁρπάζων τὸ δέμα τῶν ἐνδυμάτων ἐκ τῆς χειρὸς τῆς νεάνιδος, καὶ νὰ φύγῃς ἀμέσως ἀπὸ τὸ σπίτι μου κουτσομπόλα, ἀχάριστῃ!

Καὶ τὴν ὤθησε πρὸς τὴν κλίμακα.

Ἡ κυρία ἀπεπειράθη νὰ παρέμβῃ, ἀλλ' ὁ φιλάνθρωπος ἀπωθήσας καὶ αὐτὴν εἶπε μετὰ σφοδρότητος:

−Μὴν ἀνακατεύεσαι! Ἐγὼ εἶμαι καλὸς καὶ ἀνεκτικὸς, ἀλλ' ὅταν μὲ πειράξουν εἰς τὴν οἰκογενειακήν μου τιμήν!… Αὐτὴ ἠθέλησε νὰ μᾶς βάλῃ σπιουνιαῖς καὶ ραδιουργίαις. Εἶνε τέρας!

Ἡ κυρία Σταροπούλου ἔμεινεν ἀδρανής, τῶν ἀγαθῶν της ὁρμῶν κατευνασθεισῶν ὑπὸ τῆς ἰσχυρᾶς ἐπιδράσεως, ἥν ἐξήσκει ἐπὶ τοῦ πνεύματος αὐτῆς ὁ σύζυγος. Ἀλλ' ἡ ψυχή της ἐπόνει, ἐνῷ ἔβλεπε τὴν νεάνιδα κατερχομένην τὴν κλίμακα μὲ βῆμα κλονούμενον.

Ἡ Μαριώρα δὲν ἔβλεπεν.

Ἐνόμιζεν ὅτι ὅλον ἐκεῖνο τὸ μέγαρον εἶχε καταπέσῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της· ὑπὸ τόσης ζάλης καὶ θαμβώσεως κατείχετο.

Ἐξελθοῦσα δὲ εἰς τὴν ὁδόν, ἀντὶ νὰ διευθυνθῇ πρὸς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ἐπορεύθη ἀσκόπως, μὴ ἀκούουσα τὰ βωμολόχα ἐπιφωνήματα, τὰ ὁποῖα τῆς ἀπηύθυνον οἱ παραπορευόμενοι ἀναιδεῖς, ἐπανειλημμένως κινδυνεύσασα νὰ καταπατηθῇ ὑπὸ ἁμαξῶν, τῶν ἁμαξηλατῶν ἐκπεμπόντων βλασφημίας, μετὰ τὰ ἐπανειλημμένα «ἐμπρός!» τὰ ὁποῖα ἡ νεᾶνις δὲν ἤκουεν.

Αἴφνης πρὸ τοῦ Πανεπιστημίου, ᾐσθάνθη ὅτι ἀνήρ τις ὠρθώθη πρὸ αὐτῆς καὶ ἀναβλέψασα εἶδεν ἐνώπιόν της τὸν Ἀριστοτέλην μὲ τὸ εὐρύ του στῆθος, μὲ πρόσωπον ἐκφράζον ἔκπληξιν.

Μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα ὁ νεανίας ἐννόησε τί περίπου εἶχε συμβῆ καὶ κἄτι τι περισσότερον μάλιστα.

−Δὲν σοῦ τἄλεγα ἐγώ; τῆς εἶπεν. Ἔφυγες ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Σταροπούλου, αἴ; Καὶ θὰ ἔφυγες, διότι θὰ 'προσπαθοῦσε… Δὲν σοῦ τᾦπα 'γὼ πῶς εἶνε ἄτιμος ἄνθρωπος; Βρὲ τὸν μπερμπάντη, τὸν ὑποκριτή!

Ἡ νεᾶνις, ἀντὶ πάσης ἀπαντήσεως, ἤρχισε νὰ κλαίῃ.

Καὶ ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ της καὶ τῇ συναισθήσει τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς ἐρημιᾶς της, τῆς ἦλθε νὰ ριφθῆ εἰς τὸ ἀνδρικὸν ἐκεῖνο στῆθος, νὰ στηρίξῃ ἐπ' αὐτοῦ τὴν ἀδυναμίαν της καὶ νὰ ἀνακουφισθῇ διὰ τῶν δακρύων ἡ βαρυαλγοῦσα καρδία της.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην, ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην στηρίγματος ἀδελφικοῦ, φιλοστόργου καρδίας δυναμένης νὰ ἀκούσῃ τὸν πόνον της καὶ νὰ τὴν παρηγορήσῃ.

Ἀλλ' ἡ αἰδημοσύνη της ἠμπόδισε τὴν πρώτην ἐκείνην ὁρμὴν τῆς πασχούσης καρδίας της.

Ἐν τοσούτῳ ἠκολούθησε τὸν νεανίαν εἰς τὸ περιβολάκι τοῦ Πανεπιστημίου, ὅταν οὗτος τῆς εἶπε μὲ ἀδελφικὸν καὶ πραϋντικὸν τόνον:

−Πᾶμε ἐδῶ νὰ μοῦ τὰ πῇς.

Ἦτο Κυριακὴ καὶ τὸ Πανεπιστήμιον ἦτο κλειστόν· τὰ προπύλαια καὶ τὸ κηπάριον ἦσαν ἔρημα· μόνο ἄστεγός τις πιναρὸς ἦτο ἐξηπλωμένος ἐπὶ ἑνὸς θρανίου.

Ἀλλ' ἡ νεᾷνις ἀπήντα μόνον διὰ δακρύων καὶ λυγμῶν εἰς τὰς ἐρωτήσεις, τὰς ὁποίας τῆς ἀπηύθυνεν ὁ Ἀριστοτέλης, ὅστις ἐκλαμβάνων τὰ δάκρυα ἐκεῖνα ὡς ἀπαντήσεις καταφατικάς, ἀνεφώνησεν ἐπὶ τέλους:

−Βρὲ τὸν ἄτιμο! θὰ δῇς τί θὰ τοῦ κάμω γώ! θὰ τὸν ρεζιλέψω.

−Ὄχι, εἶπεν ἡ Μαριώρα ἐν μέσῳ τῶν κλαυθμῶν της, μὴ τοῦ κάμῃς τίποτε… ἡ κυρία εἶναι ἅγια γυναῖκα.

−Τί σημαίνει, ἀφοῦ αὐτὸς εἶνε κακοῦργος;… Ἀκοῦς τὸν ἄτιμο, ἀκοῦς!… Καλὰ σοῦ τὰ ἔλεγα ἐγώ, ἀλλὰ δὲν ἤθελες νὰ μ' ακούσῃς. Ἄν εἶχες ἔλθῃ σπίτι μας, θὰ τὰ πάθενες αὐτά;

−Μὰ δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ ἔλθω σπίτι σας, εἶπεν ἡ νεᾶνις, χωρὶς νὰ ὑψώσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν παρακαθήμενον Ἀριστοτέλην.

−Γιατί;

−Θὰ πάω 'ς ἄλλο σπίτι, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ γυρίσω 'ς τὴν πατρίδα μου.

−Καὶ σ' ἀφίνω ἐγώ, νομίζεις, νὰ πᾷς 'ς ἄλλο σπίτι νὰ πάθῃς πάλι τὰ ἴδια καὶ χειρότερα;

Ἡ νεᾶνις τὸν ἠτένισε μετά τινος ἀπορίας, ἀλλὰ καὶ μετὰ τρυφερᾶς εὐγνωμοσύνης.

−Ἐγὼ ποῦ εἶμαι τρελλαμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, γλυκειά μου Μαριώρα, ἐγὼ νὰ σ' ἀφήσω νὰ τραβᾷς τέτοια βάσανα καὶ τέτοιους κινδύνους; εἶπεν ὁ νέος προσηλῶν εἰς αὐτὴν περιπαθὲς βλέμμα. Καλλίτερα σκοτώνομαι ἑφτὰ φορὲς παρὰ νὰ σοῦ γείνῃ καμμιὰ προσβολή.

Αἱ ὠχραὶ παρειαὶ τῆς Μαριώρας ἐγένοντο περιπόρφυροι καὶ οἱ δάκτυλοί της προσέτριβον ἐν ἀμηχανίᾳ τὴν παρυφὴν τῆς ποδιᾶς της.

−Δὲν μὲ πιστεύεις λοιπὸν ἀκόμη πῶς σ' ἀγαπῶ; ἐξηκολούθησεν ὁ Ἀριστοτέλης μὲ τὸν περιπαθέστερον τόνον τῆς φωνῆς του. Δὲν τὸ βλέπεις 'ς τὰ μάτια μου, εἰς τὸ περιπάτημά μου εἰς τὸ πρόσωπόν μου, εἰς ὅλα μου, πῶς εἶμ' ἀρρωστημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποῦ σοὔχω; Θέλεις νὰ μὲ ἰδῇς νεκρό, γιὰ νὰ μὲ πιστέψῃς; Δὲν πιστεύω νὰ εἶσαι τόσῳ σκληρά. Ἠμπορῶ ἐγὼ πλειά νὰ ζήσω χωρὶς ἐσέ, χωρὶς τὴν χρυσῆ μου τὴν Μαριώρα, ποῦ δὲν λείπει στιγμὴ ἀπὸ τὴν καρδιά μου κι' ἀπὸ τὸ νοῦ μου; Ἄν θέλῃς νὰ σκοτωθῶ ἤ νὰ σκοτώσω ἄνθρωπο, πήγαινε 'ς ἄλλο σπίτι. Τί τὴ θέλω τὴ ζωή, ἀφοῦ δὲν μ' ἀγαπᾷς; Ζωὴ θὰ εἶνε πλειὰ αὐτὴ ἤ μαρτύριο; Ἄχ! Μαριώρα, νὰ εἴξευρες πόσον σἀγαπῶ, νἄξευρες τί φλόγα ἔχω στὴν καρδιά. Καὶ σὺ δὲν μ' ἀγαπᾷς, τὸ βλέπω, δὲν μ' ἀγαπᾷς καθόλου… Γιατί, χρυσό μου; Τόσῳ κακὸς λοιπὸν σοῦ φαίνομαι, τόσῳ ἄσχημος;

Εἰς τοὺς καστανοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς Μαριώρας ἀνέβλυσαν ἐκ νέου δάκρυα.

Τί νὰ τοῦ εἴπῃ; ὅτι δὲν τὸν ἠγάπα; θὰ ἐψεύδετο, διότι τώρα πρὸ πάντων ᾐσθάνετο ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος εἶχε σκλαβώσει ἐντελῶς τὴν καρδιάν της.

Ἐν τῇ ἐγκαταλείψει καὶ τῇ ἀπελπισίᾳ της, τὸ ἀόριστον αἴσθημα, ὅπερ μέχρι τοῦδε ἐκίνει εἰς τὴν καρδίαν της ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀνεφάνη ἔρως ἐναργής, ἔρως περιπαθής, τὸν ὁποῖον ἀφ' ἐνὸς παρέσυρεν ἡ ἀπελπισία ἀφ' ἑτέρου δὲ συνεῖχεν ἡ παρθενικὴ συστολή. Ναί, τὸν ἠγάπα· ἡ καρδία της ἐσκίρτα ἐπὶ τῷ ἀκούματι τῶν μελαγχολικῶν ἐρωτολογημάτων του, καὶ εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της κἄτι τι τῆς ἔλεγεν ὅτι ἡ μοῖρά της εἶχε συνδεθῆ ἐσαεὶ καὶ ἀρρήκτως πρὸς τὸν νέον ἐκεῖνον.

ᾘσθάνετο ὅτι εἰς τὸν κόσμον ἐκεῖνον, τὸν πλήρη κινδύνων διὰ τὴν ἀθῳότητά της, εἰς τὸν κόσμον ἐκεῖνον, ὅπου ἔμενεν ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος, μόνον παρὰ τοῦ νέου ἐκείνου ἠδύνατο νὰ ἐλπίσῃ προστασίαν ἡ δειλὴ καὶ ἀσθενὴς ὕπαρξις αὐτῆς.

Καὶ μετὰ τόσης ὁρμῆς ἡ καρδίη της τὴν ὤθει πρὸς αὐτόν, ὥστε ἠναγκάσθη διὰ νὰ μὴ εἴπῃ τι, τὸ ὁποῖον ἡ παρθενική της αἰδημοσύνη ἀπέκρουε, νὰ ἐγερθῆ ἀποτόμως.

−Ἄφησέ με 'ς τὴ δυστυχία μου, κύριε Ἀριστοτέλη… εἶπε χωρὶς νἀτενίσῃ τὸν νεανίαν. Ἐγὼ εἶμαι μιὰ δυστυχισμένη νέα, φτωχὴ καὶ ξένη, καὶ εἶνε κρῖμα νὰ μὲ γελᾷς. Ἐγὼ δὲν σοῦ ταιριάζω τοῦ λόγου σου, ποῦ εἶσαι πλούσιος καὶ θἀγαπήσῃς καμμιὰ πλούσια, ὄχι ἐμένα μιὰ δούλα καταφρονεμένη.

Καὶ τὰ δάκρυα ἐξηκολούθουν νὰ τρέχωσιν ἐπὶ τῶν παρειῶν της.

−Λοιπὸν τόσῳ κακὴ ἰδέα ἔχεις γιὰ μένα; εἶπεν ὁ Ἀριστοτέλης, ὅστις ἐπίσης εἶχεν ἐγερθῆ. Μὲ νομίζεις γιὰ κανένα ἄτιμον ἄνθρωπον, ποῦ θέλω νὰ σὲ γελάσω; Τότε μὴ γυρίσῃς πλειὰ νὰ μὲ κυττάξῃς, κ' ἐγὼ δὲν θὰ σοῦ μιλήσω πλειά.

Καὶ ἐκινήθη διὰ νἀπέλθῃ.

Ἀλλ' ἡ νεᾶνις ὕψωσε πρὸς αὐτὸν τοὺς γλυκεῖς ὀφθαλμούς της, ἔχοντας σχεδὸν ἱκετευτικὴν ἔκφρασιν, καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἐσταμάτησε.

−Δὲν ἔχω παρὰ μόνον τὸν Θεὸ καὶ… ἐψέλλισεν ἡ Μαριώρα καὶ λυγμοὶ τὴν διέκοψαν.

−Κ' ἐμὲ, Μαριώρα μου, ἔχεις κ' ἐμὲ, ποῦ σ' ἀγαπῶ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή… Γιατὶ νὰ μοῦ λὲς ἐκεῖνα τὰ σκληρὰ λόγια, ὅτι δὲν μοῦ ταιριάζεις, ὅτι εἶσαι φτωχὴ καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλα;

Ἀφοῦ σἀγαπῶ ἐγὼ, μοῦ φαίνεσαι ἡ καλλίτερη τοῦ κόσμου. Ὅσοι ἀγαποῦν τὴς πλούσιες, δὲν ἀγαποῦν τὴς ἴδιες, ἀλλὰ τὰ χρήματά των· ἐνῷ ἐγὼ ἀγαπῶ ἐσένα καὶ μόνον, Μαριώρα μου, καὶ δὲν ἐξετάζω τίποτε ἄλλο. Λοιπὸν θἄρθῃς σπίτι μας νὰ σὲ βλέπω, δὲν θέλω παρὰ μόνον νὰ σὲ βλέπω κοντά μου, νὰ μὴ μὲ τρώγῃ ἡ ζήλεια κ' ἡ ἀνησυχία.

Ἡ Μαριώρα ἐσκέφθη ἐπί τινας στιγμὰς μεθ' ὅ εἶπε:

−Θἄρθω.