ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Browning, R. 1995. H ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα. Μτφρ. Μ. Κονομή. σελ. 33-37.
- Saladin, J.-C. 2000. La Bataille du grec à la Renaissance. σελ. 29-30.
- Versteegh, Ch. 1977. Greek Elements in Arabic Linguistic Thinking. σελ. VII, 2, 3-5.
- Kαραντζόλα, Ε. 2001. Από τον Ουμανισμό στον Διαφωτισμό: Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και της γραμματικής της. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. A. Φ. Xριστίδης, 928-934. σελ. 931-932.
- Πετρούνιας, Ε. 2001. H προφορά της αρχαίας ελληνικής τους νεότερους χρόνους. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. A. Φ. Xριστίδης, 947-957. σελ. 947-949.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Οι τύχες της αρχαίας ελληνικής
Πέτρος Διατσέντος (2007)
Kαραντζόλα, Ε 2001. Από τον Ουμανισμό στον Διαφωτισμό:
Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και της γραμματικής της. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. A. Φ. Xριστίδης, 928-934. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ. 931-932.© Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι τα μαθήματα φιλολογικού και θεολογικού περιεχομένου συνιστούσαν το αποκλειστικό αντικείμενο διδασκαλίας. Mετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση που παρείχαν τα «κοινά σχολεία» ––κατά την οποία στους νάρθηκες των ναών ή, συχνότερα, στα κελιά των μοναστηριών, οι μαθητές διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή με βάση λειτουργικά βιβλία όπως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι, το Ωρολόγιο και το Ευχολόγιο, καθώς και στοιχεία αριθμητικής (Σκαρβέλη-Nικολοπούλου 1989, 176)–, ακολουθούσε η φοίτηση σε σχολεία μέσου (ή και ανωτέρου) επιπέδου. Tα λιγοστά αυτά ιδρύματα, όπως η Σχολή των Φιλανθρωπηνών των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και συνέχισε τη λειτουργία της έως τα μέσα του 17ου (Xατζόπουλος 1991, 45-47), ήταν οργανωμένα με βάση τη βυζαντινή παράδοση: ο λόγιος που εκτελούσε χρέη δασκάλου δίδασκε σε μικρή ομάδα μαθητών αρχαίους έλληνες συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας. Αρχαία ελληνικά και φιλοσοφία παρέμειναν, για πολλές δεκαετίες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, τα προνομιακά αντικείμενα της κατ’ οίκον διδασκαλίας, την οποία προέκριναν οι ευπορότερες οικογένειες.
Παρόμοια είναι η εικόνα και στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, όπου στα λιγοστά κατώτερα ελληνικά σχολεία που λειτούργησαν κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, οι μαθητές παράλληλα με την ιταλική και τη λατινική γλώσσα διδάσκονταν και την (αρχαία) ελληνική. Αξιόλογη ήταν και εδώ η δράση μεμονωμένων λογίων, όπως του Μιχαήλ Αποστόλη, στον οποίο ανήκει και η πρωτοβουλία χρήσης της αρχαίας ελληνικής ως γλώσσας της διδασκαλίας, αντί της λατινικής που φαίνεται ότι είχε επικρατήσει στη βενετοκρατούμενη Κρήτη (Bακαλόπουλος 1964, 230-231).
Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς γραμματικά εγχειρίδια χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι οι δάσκαλοι της εποχής αξιοποιούσαν κατά το δοκούν τις ποικίλες μελέτες που είχαν σωρευτικά παραχθεί από την εποχή των Αλεξανδρινών έως το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (λ.χ. τα Eρωτήματα γραμματικά του Mανουήλ Mοσχόπουλου· βλ. Constantinides 1982, 105-106), χωρίς να αποκλείεται και μια, σχετικά περιορισμένη, κυκλοφορία, σε χειρόγραφη μορφή, των ουμανιστικών γραμματικών που είχαν συνταχθεί στη Δύση. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι, εκτός από το διδακτικό τους έργο, οι περισσότεροι λόγιοι είχαν αναπτύξει και συγγραφική δραστηριότητα, όπως μαρτυρούν λ.χ. τα συγγράμματα για τη διδασκαλία των «γραμματικών» του Ματθαίου Καμαριώτη, του πρώτου δασκάλου του πατριαρχικού σχολείου μετά την Άλωση, ή η Επιτομή της καθ’ Έλληνας Γραμματικής του Iωάννη Zυγομαλά, πρώτου μετά την αναδιοργάνωση του 1556 σχολάρχη.
Σύμφωνα με τις πηγές, το πρόγραμμα διδασκαλίας στα σχολεία μέσης και ανώτερης βαθμίδας στο σύνολο των τουρκοκρατούμενων και βενετοκρατούμενων περιοχών αρχίζει να συγκλίνει στα μέσα του 17ου αιώνα, χωρίς όμως να αίρονται στο σύνολό τους τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά του εκάστοτε καθιδρύματος. Ως πρότυπο λειτούργησε άτυπα, όπως και παλαιότερα, η Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Η σχολή αυτή είχε εγκαινιάσει τη λειτουργία της αμέσως μετά την Άλωση και, χάρη στην αναδιοργάνωση που επιχειρήθηκε έναν αιώνα αργότερα (1556-1565), αποτέλεσε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του υπόδουλου ελληνισμού. Με την περαιτέρω αναδιοργάνωσή της το 1663, παγιώθηκε η λειτουργία τριών κύκλων σπουδών (Χατζόπουλος 1991). Η μέση βαθμίδα (όπως άλλωστε και η κατώτερη) παρέμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής. Στο επίπεδο αυτό, οι μαθητές διδάσκονταν τα «γραμματικά» (δηλαδή τη γραμματική και το συντακτικό της αρχαίας ελληνικής) και την «κυκλοπαιδεία»· στο ανώτερο «τμήμα» κυριαρχούσε η μελέτη της θεολογίας και της (αριστοτελικής) φιλοσοφίας, έτσι όπως τη συστηματοποίησε ο Θεόφιλος Kορυδαλλέας, ενώ η παρουσία «επιστημονικών» μαθημάτων ήταν συνάρτηση των προσωπικών αντιλήψεων του εκάστοτε σχολάρχη. Tο βασικό αυτό μοντέλο οργάνωσης της μέσης και της ανώτερης εκπαίδευσης ακολούθησαν λίγο πολύ όλες οι σχολές που λειτούργησαν στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας: οι σχολές των Ιωαννίνων και των Aγράφων, οι σχολές Επιφανίου και Nτέκα στην Αθήνα, η Νέα Ακαδήμεια της Μοσχόπολης, η Πατμιάδα, η Αθωνιάδα, η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, το Ελληνομουσείο της Δημητσάνας.