ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Πολυγλωσσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Γ1] 

A.-Φ. Xριστίδης (2001) 

Κείμενο 1: Παρέμβαση του Χ. Λάζου στο πρώτο στρογγυλό τραπέζι με θέμα "Γλώσσα και Έθνος". Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς"γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση:. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 26-28 Μαρτίου 1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης.Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 914-918, ©Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

X. Λάζος: Kυρίες και κύριοι, η εισαγωγική συμβολή μου στο θέμα "Έθνος και Γλώσσα" περιορίζεται στη σύντομη παρουσίαση μιας βασικής ιδέας του Φίχτε, η οποία κατά τους τελευταίους δύο αιώνες είχε πολύ ουσιαστικές επιπτώσεις σε τρία κρίσιμα ζητήματα:

  • α) Στη χάραξη των συνόρων, δηλαδή των εδαφικών ορίων μιας επικράτειας μέσα στην οποία ασκείται η πολιτική εξουσία.
  • β) Στις διαδικασίες αντιπροσώπευσης και συμμετοχής στη συγκρότηση και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
  • γ) Στους τρόπους και τους κανόνες αναδιανομής των αγαθών που παράγονται από τη συνεργασία των ανθρώπων μέσα στα όρια της επικράτειας. Tο ερώτημα που τίθεται είναι πώς συνδέονται το έθνος και η γλώσσα, ώστε να δίνουν συγκεκριμένες απαντήσεις σε αυτά τα κατεξοχήν πολιτικά ζητήματα.

Eπειδή σε προηγούμενες παρεμβάσεις διατυπώθηκαν επιφυλάξεις σχετικά με τη σύνδεση έθνους και γλώσσας, θέλω να σας υπενθυμίσω ότι ανεξάρτητα από την κριτική που μπορούμε να ασκήσουμε σε αυτή τη διατύπωση -το και στα ελληνικά είναι ένας αρκετά περίεργος σύνδεσμος- η σχέση έθνους και γλώσσας είναι ένα δεδομένο της πρόσφατης ιστορίας μας. Όπως ξέρετε, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι βασικές συνοριακές και πληθυσμιακές ρυθμίσεις στα Bαλκάνια, αυτές που κατά τη γνώμη μου ακόμα πληρώνει η πρώην Γιουγκοσλαβία, έγιναν με βάση το δόγμα του Προέδρου Wilson· το οποίο είχε ως βασική αρχή τη συνένωση των εθνών σε ομοιογενείς πολιτικά και εδαφικά επικράτειες και ως κύριο κριτήριο τη γλώσσα. Aυτή ήταν ηβάση για τις ανταλλαγές πληθυσμών και τη χάραξη των συνόρων, που δημιούργησαν μιαν εντελώς νέα κατάσταση στην περιοχή. Γύρω από αυτή τη σύνδεση έθνους, γλώσσας και κράτους είχε διαμορφωθεί μια ευρύτατη συναίνεση όχι μόνον μεταξύ των "μεγάλων" που επέβαλαν τις ρυθμίσεις, αλλά και των "μικρών" που τις υπέστησαν. Συνεπώς, η σχέση είναι πραγματική και είχε ουσιαστικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων.

Tο κείμενο του Φίχτε που θα σχολιάσω είναι από τους Λόγους προς το Γερμανικό Έθνος και ορίζει τη γλώσσα ως το εσωτερικό σύνορο που χωρίζει τους ανθρώπους. Aλλά, μια και μιλάμε για σύνορα, για τις φιλοσοφικές και πολιτικές δυσκολίες της χάραξής τους, για τη σημασία των ρομαντικών στους οποίους αναφέρθηκε προηγουμένως ο κ. Calvet, αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με διαταγή του γερμανικού Γενικού Eπιτελείου, οι Λόγοι τυπώθηκαν σε εκατομμύρια αντίτυπα και μοιράστηκαν στους φαντάρους που πολεμούσαν στα χαρακώματα ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Oι Λόγοι, λοιπόν, είναι ένα κείμενο χαρακωμάτων.

Tο απόσπασμα που θα σχολιάσω είναι από τον 13ο Λόγο και αναπτύσσει το επιχείρημα ότι η γλώσσα είναι το εσωτερικό σύνορο που ορίζει την πνευματική έννοια του έθνους. Το παραθέτω σε αυτοσχέδια μετάφραση, γιατί θεωρώ ότι συλλαμβάνει μιαν ουσιαστική διάσταση των εθνών και ότι, με αυτή την έννοια, συστήνει τη φιλοσοφική μήτρα από την οποία γεννιούνται τα βασικά επιχειρήματα με τα οποία εντοπίζεται η σχέση έθνους και γλώσσας.

"Τα πρώτα, τα πρωταρχικά και αληθινά φυσικά σύνορα των κρατών είναι αναμφίβολα τα εσωτερικά τους σύνορα. Όποιοι μιλούν την ίδια γλώσσα (Was die selbe Sprache redet) είναι, πριν από κάθε ανθρώπινο τέχνημα, ήδη συνδεδεμένοι, από μόνη τη φύση, με μια πολλαπλότητα αόρατων δεσμών· καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, είναι ικανοί να συνεννοούνται όλο και πιο καθαρά, ανήκουν στο ίδιο σύνολο και συστήνουν από τη φύση ένα όλο, ένα και αδιαίρετο (es gehφrt zusammen, und ist natürlich Eins, und ein unzertrennliches Ganzes). Ένα τέτοιο σύνολο δεν μπορεί να δεχτεί στους κόλπους του κανέναν άλλο λαό διαφορετικής προέλευσης και γλώσσας· ούτε μπορεί να θέλει να αναμειχτεί μαζί του, δίχως να χάσει τον προσανατολισμό του και δίχως να διαταράξει βίαια τη συνέχεια και την πρόοδο του πολιτισμού του. Μόνο από αυτό το εσωτερικό σύνορο, που είναι χαραγμένο από την ίδια την πνευματική φύση του ανθρώπου, απορρέει η χάραξη των εξωτερικών συνόρων της χώρας που κατοικεί"(Fichte 1992, 324).

Δεν έχω τον χρόνο να σχολιάσω εξαντλητικά ή να αξιολογήσω αυτό το σύντομο κείμενο. Θέλω απλώς να κρατήσω μια σειρά από ιδέες που προκύπτουν άμεσα από αυτό.

  • α) Για τον Χέρντερ και τον Φίχτε το ζήτημα της συγκρότησης της πολιτικής κοινωνίας δεν αποτελεί ένα δυσεπίλυτο φιλοσοφικό πρόβλημα. Η φυσική ενότητα ενός λαού, αυτή που τον συστήνει ως έθνος, δεν είναι εδαφική ούτε πολιτική, αλλά πρώτα από όλα γλωσσική. Με βάση, λοιπόν, τη συνεννόηση και την αλληλεγγύη που εξασφαλίζει η γλώσσα, μπορεί να οικοδομηθεί μια πολιτική κοινωνία που θα έχει σταθερότητα και διάρκεια.
  • β) Όπως παρατηρεί ο Μπαλιμπάρ, στον Φίχτε η γλώσσα είναι η ουσία του κοινωνικού δεσμού, γιατί διαμορφώνει φυσικά, δηλαδή χωρίς τεχνητές κατασκευές, χωρίς πολιτικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις, χωρίς συμβολαιϊκές ή συναινετικές διαδικασίες, το στοιχείο της βαθύτερης συνάφειας και της συνεννόησης των μερών μεταξύ τους και με το όλο. Και τούτο γιατί στο μέτρο που η γλώσσα διαμορφώνει αφ' εαυτής έναν κοινό χώρο συνομιλίας και έναν κοινό ολικό νοητό ορίζοντα μέσα από τον οποίο αναδύεται κάθε φορά το νόημα, εμπεριέχει ήδη το στοιχείο της συνεννόησης των ανθρώπων μεταξύ τους και με το πολιτικό μόρφωμα που οργανώνει και ασκεί την εξουσία.
  • γ) Η φύση του φυσικού στοιχείου της γλώσσας είναι πνευματική, γιατί σε αυτήν έχει εναποτεθεί ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάθε λαός εκφράζει τη σχέση του με τον κόσμο και με τον εαυτό του. Το σχήμα μιας φύσης πνευματικής και ενός πνεύματος που διέπεται από τους κανόνες της φύσης μόνον σε πρώτη όψη είναι παράδοξο, γιατί η γλώσσα είναι το στοιχείο που συστήνει την ενότητα της πραγματικότητας -έτσι όπως δίνεται αρθρωμένη μέσα στη γλώσσα- και της νόησής της. Συγχρόνως, η γλώσσα συστήνει τον ορίζοντα μέσα στον οποίο κάθε εμπειρία, κάθε φράση που την αρθρώνει και με αυτόν τον τρόπο τη φανερώνει, κάθε λέξη που συντάσσεται με τις άλλες μέσα στη φράση, εγγράφεται ευθύς εξαρχής και συνδέεται με ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων επικοινωνίας που έχει ήδη αποκατασταθεί μέσα στη γλώσσα. Αυτός ο ορίζοντας, αυτό το νοητό υπόβαθρο, που δίνει νόημα στον λόγο των ανθρώπων, αντιστοιχεί στην ιδιαίτερη μορφή ζωής της κοινότητας. Κατά συνέπεια, η διατήρηση της συνέχειας της γλώσσας ταυτίζεται με τη διατήρηση της πνευματικής συνέχειας ενός λαού. Γι' αυτό τον λόγο τα ουσιαστικά σύνορα που χωρίζουν τους λαούς είναι εσωτερικά, πνευματικά. Eπιπλέον, τα εξωτερικά πολιτικά σύνορα της επικράτειας οφείλουν να συμπίπτουν με τα γλωσσικά, δηλαδή τα πνευματικά.
  • δ) Η ανάμειξη λαών ιστορικά, πολιτιστικά και γλωσσικά ανομοιογενών καταστρέφει την πνευματική τους ταυτότητα, τη φορά και το νόημα της ιστορίας τους. Αποκόβοντάς τους από τη ζωοποιό παράδοση της κοινότητας και τις μορφές ζωής μέσα στις οποίες ξεδιπλώνεται, τους κλείνει το μέλλον και τους καταδικάζει σε θάνατο· γιατί τους αποδιαρθρώνει τον πνευματικό ορίζοντα μέσα στον οποίο η ιστορία τους αποκτά νόημα, προσανατολισμό και προοπτική. Η ανάμειξη της γλώσσας τους με μια άλλη γλώσσα, ή ακόμα χειρότερα η υποκατάστασή της από μιαν άλλη, ισοδυναμεί με την παρεμβολή μιας νεκρής οθόνης ανάμεσα στον αισθητό και τον νοητό κόσμο, που μετατρέπει τη γλώσσα σε ένα σύστημα αυθαίρετων σημείων αποκομμένων από το υπόβαθρο που τους έδινε ζωή.
  • ε) Στην αρχέγονη γλώσσα ενός αρχέγονου λαού, δηλαδή ενός λαού που διατήρησε τη γλώσσα και την πνευματική του ταυτότητα δίχως ουσιαστικές αλλοιώσεις (κατά τον Φίχτε τέτοιοι λαοί είναι ο γερμανικός και ελληνικός), η λέξη δεν είναι απλά ένα αυθαίρετο σημείο, αλλά σύμβολο [Sinnbild] που σε κάθε γλωσσικό ενέργημα πραγματώνει άμεσα την αναγκαία ενότητα του αισθητού και του νοητού κόσμου, σμιλεύοντας με φυσικό τρόπο τον πνευματικό και κοινωνικό δεσμό που συστήνει ένα σύνολο ανθρώπων ως ενιαίο και αδιαίρετο έθνος. Εδώ ο όρος σύμβολο δεν έχει μόνον τη γλωσσική ή φιλοσοφική σημασία του, κρατάει επίσης την αρχαϊκή σημασία ενός πράγματος κομμένου στη μέση, ενός πράγματος που μοιράζεσαι με τον άλλο, αλλά και ενός πράγματος της μοίρας, που όταν ενωθεί, αποκαθιστά την ενότητα και γίνεται το φυσικό σημείο αναγνώρισης των μελών μιας κοινότητας, που υπάρχει και συνεχίζει να υπάρχει μόνον όσο υπάρχει και το σύμβολο.

Στην προοπτική που ανοίγουν οι προηγούμενες παρατηρήσεις, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τις εύλογες ανησυχίες πολλών κρατών-μελών, που διαβλέπουν τις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης και της ραγδαίας διάδοσης των αγγλικών στη γλώσσα και την πολιτιστική τους ταυτότητα. Ίσως μπορούμε επίσης να διακρίνουμε καλύτερα και τις φανταστικές απειλές, ιδίως όσες θεμελιώνονται στην ιδέα ότι τα έθνη "συστήνουν από τη φύση ένα όλο, ένα και αδιαίρετο" με σαφή και ευδιάκριτα εσωτερικά πνευματικά σύνορα. Και τούτο γιατί η ίδια η συστατική-εκφραστική θεωρία της γλώσσας που κάνει λόγο για την ιδιαιτερότητα των εθνών, συνάμα απαγορεύει να τα ορίσουμε ως ολότητες κλειστές, ως οντότητες ικανές να συλλάβουν μέσα από μια συλλογική ή ατομική αναστοχαστική διαδικασία τον νοητό ορίζοντα που τους δίνει υπόσταση και να τον φανερώσουν αυτόν καθ' εαυτόν, παρόντα μες στην απόλυτη διαφάνεια της αυτοσυνειδησίας του. Γιατί αυτός ο ορίζοντας δεν αποτελεί ένα όλο με ιεραρχημένες λογικές δομές, αλλά ένα απέραντο ρίζωμα που διέπεται από την αρχή ότι κάθε σημείο του μπορεί να συνδεθεί με οποιοδήποτε άλλο και ότι το σύνολο και η σειρά των διαδρομών που μπορεί κανείς να πάρει ή να διανοίξει είναι δίχως τέλος.

Tώρα, στην ιστορία της Ευρώπης, η αλληλεπίδραση και η διαπλοκή των γλωσσών και των ιδεών είναι ένα φαινόμενο τόσο βαθιά ριζωμένο στον πολιτισμό μας και την καθημερινή μας ζωή, ώστε κάθε απόπειρα να οριστεί αυστηρά η ιδιοτυπία ενός εθνικού πολιτισμού πολύ γρήγορα προσκρούει σε αναπόφευκτα και ενδεχομένως ανυπέρβλητα εμπόδια. Όπως έδειξα στην εισήγησή μου, είναι αυτονόητο ότι η ιστορική περιπέτεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία συνδέεται εγγενώς με τη νεωτερικότητα και μπαίνει ως φιλοσοφικό και πολιτικό πρόβλημα ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, πράγματι θα πολλαπλασιάσει με γεωμετρική πρόοδο αυτές τις συνδέσεις. Παράλληλα, οι νέες τεχνολογίες της πληρoφορικής έχουν ήδη θέσει, με ωμό και αγοραίο τρόπο, το ζήτημα της ηγεμονίας μιας γλώσσας στο σύνολο του πλανήτη.

Ενώπιον αυτής της πραγματικότητας, η μόνη δυνατή προσέγγιση είναι η συγκρότηση ενός πεδίου δημοσίου διαλόγου, που θα θεμελιώνεται στην αρχή ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες είναι πρόσωπα ελεύθερα και ίσα, τα οποία έχουν ένα αίσθημα δικαιοσύνης και είναι έτοιμα να αποδεχτούν δίκαιες διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα επιδιώξουν από κοινού να επεξεργαστούν και να εφαρμόσουν ρυθμίσεις τις οποίες θα σέβονται ως αμοιβαία δεσμευτικές. Σε αυτό το πλαίσιο, η διατήρηση και η ανάπτυξη του γλωσσικού πλουραλισμού μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί ως κεντρικό πολιτικό αίτημα, ως μία από τις βασικές ελευθερίες που πρέπει να εγγυώνται και να προωθούν οι θεμελιώδεις καταστατικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή η θέση έχει ως αφετηρία την εκτίμηση ότι οι Ευρωπαίοι καλούνται σήμερα, μέσα σε συνθήκες κρίσης που παράγονται από τις βαθιές αλλαγές που γνωρίζει ο κόσμος και οι κοινωνίες μας, να επινοήσουν, να διαπραγματευτούν και να εφαρμόσουν ρυθμίσεις που θα κρίνουν όχι μόνον το δικό τους μέλλον, αλλά και το μέλλον των επόμενων γενεών. Προφανώς, ένας διάλογος τέτοιας λογής δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Δεν μπορεί παρά να είναι ένας διάλογος πολυμερής και πολυεπίπεδος. Και βεβαίως δεν μπορεί να διεξαχθεί άπαξ και διά παντός. Είναι μια συνεχής διαδικασία, που δεν εξαντλείται στη διατύπωση των ελάχιστων κανόνων που συγκροτούν τον πολιτικό καταστατικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επιστρέφει αναστοχαστικά και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ρυθμίσεων με στόχο να τις προσαρμόσει, να τις ενισχύσει ή να τις διορθώσει. Με δυο λόγια, είναι ένας συνεχής διάλογος που διεξάγεται στους κόλπους μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών, η οποία συγκροτείται με όρους πολιτικούς ανεξάρτητα από εθνικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές, γλωσσικές ή φυλετικές διαφορές. Έχω τη γνώμη ότι αυτή είναι μία από τις θεμελιώδεις προκλήσεις του σήμερα και ότι η εξέλιξη των εθνών και των γλωσσών τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των ευρωπαίων πολιτών να αναλάβουν τις προκλήσεις και να επινοήσουν αυθεντικά πρωτότυπες λύσεις που θα δίνουν μορφή στο μέλλον τους.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:26