Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τάβλι
1 item total
τάβλι το [távli] Ο44 : 1. τεχνικό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια και πούλια, με δύο παίχτες, επάνω σε ειδικό άβακα: Παίξαμε μια παρτίδα ~. Είναι άσος στο ~. 2. ο δίφυλλος ορθογώνιος, συνήθ. ξύλινος, άβακας επά νω στον οποίο παίζεται το τάβλι: Φέρε το ~ να παίξουμε. ταβλάκι το YΠΟKΟΡ: Tι λες, παίζουμε κανένα ~;

[μσν. τάβλι `παιχνίδι με ζάρια΄ < ταβλί(ζω) -ι (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. τάβλ(α) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go