Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εφημερεύων
1 item total
εφημερεύων -ουσα -ον [efimerévon] Ε12 : που εφημερεύει: ~ γιατρός. Εφημερεύον νοσοκομείο.

[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύων `που έχει σειρά για υπηρεσία΄ μεε. του ἐφημερεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go