Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ελληνοαμερικάνος
2 items total [1 - 2]
Ελληνοαμερικάνος ο [elinoamerikános] Ο18 θηλ. Ελληνοαμερικάνα [elinoamerikána] Ο25α : (οικ.) πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): Ελληνοαμερικάνοι γερουσιαστές.

[< Ελληνοαμερικανός με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το Aμερικάνος· Ελληνοαμερικάν(ος) -α]

Ελληνοαμερικανός ο [elinoamerikanós] Ο17 θηλ. Ελληνοαμερικανίδα [elinoamerikaníδa] Ο26 : πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): ~ κυβερνήτης της Nέας Yόρκης.

[λόγ. ελληνο- + Aμερικανός· λόγ. Ελληνοαμερικαν(ός) -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go