Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφόδελος
2 items total [1 - 2]
ασφόδελος ο [asfóδelos] Ο20 : φυτό με λογχοειδή φύλλα, λευκορόδινα συνήθ. άνθη που σχηματίζουν τσαμπί στην κορυφή και κονδυλώδεις ρίζες: Aνθισμένος ~. || Λιβάδι με ασφόδελους, ο Άδης.

[λόγ. < αρχ. ἀσφόδελος]

ασφοδελός -ή -ό [asfoδelós] Ε1 : (λογοτ.) που περιέχει ασφόδελους: Aσφοδελό λιβάδι / ~ λειμώνας, ο Άδης.

[λόγ. < αρχ. ἀσφοδελός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go