Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Φ*"

24 items total [1 - 10]
φατική λειτουργία [phatic function]
Κατά τον Jakobson, μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Η φατική λειτουργία έχει ως στόχο να εγκαταστήσει και να διατηρήσει «ανοιχτή» την επαφή ανάμεσα στον πομπό και στον δέκτη, αλλά και να δείξει ότι αυτή τελείωσε. Τέτοιο ρόλο παίζουν τα της καθημερινής λεκτικής διεπίδρασης κλπ., τα οποία κατ' ουσίαν δεν προσφέρουν πληροφορία...
φατνιακό σύμφωνο [alveolar consonant]
Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσής τους. Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας ακουμπήσει στα (επάνω συνήθως) φατνία, δηλαδή στα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια. Φατνιακά είναι τα κλειστά σύμφωνα [t d], όπως αυτά προφέρονται στην αγγλική (βλ. και οδοντικό σύμφωνο), τα εξακολουθητικά...
φατνοουρανικό σύμφωνο [alveo(lo) palatal consonant]
Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσής τους. Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν η προράχη (το επίπεδο μπροστινό μέρος) της γλώσσας πλησιάζει στα επάνω φατνία και η ράχη της προς τον ουρανίσκο [ɕ ʑ]. Οι φθόγγοι αυτοί δεν είναι πολύ συχνοί και απαντούν, μεταξύ άλλων, στην πολωνική και την κινεζική. Εδώ πρέπει να...
φθόγγος [speech sound]
Βλ. φωνητική
 
φιλοσοφία της γλώσσας [philosophy of language]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
φρασεολογισμός [phraseologism]
Βλ. φράση
 
φράση [phrase]
Μονάδα γλωσσικής οργάνωσης ανάμεσα στην πρόταση (από την οποία είναι μικρότερη) και τη λέξη (από την οποία είναι συνήθως ευρύτερη). Οι λέξεις μιας πρότασης, οι οποίες διατάσσονται γραμμικά στον οριζόντιο, συνταγματικό άξονα σύμφωνα με την αρχή α+β+γ+δ, δεν συνάπτουν ισότιμες σχέσεις μεταξύ τους, π.χ. στην πρόταση χρόνος, συμφωνία κλπ.), οι οποίες, σύμφωνα με πρόσφατα μοντέλα, αναπτύσσονται επίσης σε φραστικό επίπεδο....
φραστικό λέξημα [phrasal lexeme]
Βλ. φράση
 
φύλο και γλώσσα [gender and language]
Tο θέμα της σχέσης γλώσσας και φύλου έχει τεθεί με διαφορετικές μορφές στο πλαίσιο της γλωσσολογίας, μορφές που σημαδεύονται και σημασιοδοτούνται τόσο από τις ενδογλωσσολογικές εξελίξεις όσο και από τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που τις περιβάλλουν. Ήδη από τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της γλώσσας η συζήτηση του γραμματικού γένους, δηλαδή της μορφολογικής τάξης (π.χ. 'θηλυκό', 'αρσενικό', 'ουδέτερο') στην οποία ανήκει ένα ουσιαστικό,...
φυσικός ομιλητής/τρια [native speaker]
Όρος που αναφέρεται σε κάποιο άτομο για το οποίο μια συγκεκριμένη γλώσσα αποτελεί τη μητρική ή τη λεγόμενη πρώτη γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα που κατακτήθηκε με φυσικό τρόπο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Κατά συνέπεια, οι φυσικοί ομιλητές συχνά θεωρούνται καλά ενημερωμένες και αξιόπιστες πηγές γλωσσικών και πολιτισμικών πληροφοριών, επειδή διαθέτουν άμεση γνώση και εμπειρία του πραγματικού πλαισίου στο...
< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go