Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

12.3.2. Το κλέος του Οδυσσέα: δόλος και τίσις

Στη μεταπολεμική Οδύσσεια το κλέος του νικητή στον πόλεμο έχει και αυτό την ιδιαίτερη σημασία του. Ακούγεται ως περιφερειακό και απόμακρο παρελθόν των ένδοξων κατορθωμάτων των Αχαιών στην Τροία και συνδέεται κυρίως με τον άθλο της άλωσης του ιερού κάστρου του Ίλιου από τον Οδυσσέα. Το πολεμικό κλέος του Οδυσσέα αναφέρεται στο παραδοσιακό προσωπείο του ως πορθητή (πτολιπόρθου) ήρωα της Τροίας, όπως το έχουν ακούσει πρώτα οι δικοί του στην Ιθάκη: ο Τηλέμαχος, επιστρέφοντας από την Πελοπόννησο, όπου ακούει τα ένδοξα κατορθώματα του πατέρα του στην Τροία, δηλώνει ότι γνωρίζει το μέγα κλέος (το μεγαλείο της φήμης του) στην πολεμική τέχνη και στη λήψη καίριων αποφάσεων (π 241-242) - ενώ στο ανά την Ελλάδα κλέος ἐσθλόν και εὐρύ του εξαφανισμένου στο μεταξύ άντρα της αναφέρεται επίσης και η Πηνελόπη (α 344 = δ 726 = 816).

Ωστόσο, όταν ο Οδυσσέας αποκαλύπτει την ταυτότητά του στους ξενιστές του Φαίακες, προσθέτει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη φήμη του (ι 19-20):

Είμαι λοιπόν ο Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν

για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό [κλέοςοὐρανὸν ἵκει].

Η αποκάλυψη του ονόματος του ήρωα, στη σύζευξή του με τους διάσημους δόλους και το κλέος του, που έχει φτάσει μέχρι τον ουρανό, αποτελεί εξαιρετική αφηγηματική συνθήκη ως προς τα εξής δύο σημεία:

Ο Οδυσσέας αποδίδει στον εαυτό του ένα κλέος, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, που το έχει ο ίδιος ήδη κατακτήσει· όταν σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος ήρωας στην Ιλιάδα, λ.χ. ο Έκτορας (Ζ 446) ή ο Αχιλλέας (1413) μιλάει για το δικό του κλέος, αναφέρεται σ᾽ ένα μελλοντικό κλέος, που πρόκειται να αποδοθεί από τους άλλους. Εξάλλου, η κάπως εγωκεντρική φήμη που διαφημίζει στους Φαίακες ο Οδυσσέας δεν συνδέεται άμεσα με την τέλεση μιας πολεμικής πράξης, όπως συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην Ιλιάδα, αλλά με το τραγούδι που επαινεί αυτή την πολεμική πράξη, στην οποία πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο ήρωας: ο αοιδός Δημόδοκος, που ψάλλει με την υποστήριξη της Μούσας τα κλέα ἀνδρῶν (θ 73), δοξάζει με το πρώτο τραγούδι του μέρος από μια φιλονικία ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα, που η δόξα του έφτανε στα ύψη του ουρανού (κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε, θ 74). Η αοίδιμη αυτή ἔρις υποστηρίζεται από μερικούς ερμηνευτές ότι μπορεί να υπαινίσσεται τη διένεξη ανάμεσα στους δύο άριστους των Αχαιών για το αν η Τροία θα κυριευτεί με την πολεμική ανδρεία του Αχιλλέα ή με τη μῆτιν (την πολύτροπη ευφυΐα) του Οδυσσέα. Αμέσως μετά, ο τυφλός αοιδός ψάλλει (θ 494 κ.ε.), κατά παραγγελία του ανώνυμου ακόμη Οδυσσέα, τον λόχον (ενέδρα, θ 515) με τον δούρειο ίππο, με τον οποίο κυριεύτηκε η Τροία, προκαλώντας στον μέτοχο της αοίδιμης ιστορίας ακροατή της ἐλεεινότατον ἄχος (θ 531) και στους αμέτοχους στην ιστορία Φαίακες τέρψη (θ 542). Σημασία έχει ότι τα δύο τραγούδια του Δημοδόκου υμνούν τον θρίαμβο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στον τρωικό κύκλο (πριν από την άλωση και κατά την άλωση της Τροίας).

Αμέσως μετά την αυτοσύστασή του στους Φαίακες, ο επώνυμος πλέον φιλοξενούμενος τους, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Δημόδοκο, θα διηγηθεί με τους εκτενείς «Απολόγους» του τα προσωπικά του, μεταπολεμικά του βάσανα και πάθη (μετά την άλωση). Ο Οδυσσέας έτσι από ακροατής του δικού του πολεμικού (τρωικού) κλέους, ως πορθητής της Τροίας (ἔργων πρηκτήρ «στο έργο άξιος»), που του προκαλεί ἄχος, αναδεικνύεται σε γοητευτικό αφηγητή (μύθων ρητήρ «στον λόγο ικανός», I 443) του μεταπολεμικού του «κλέους», θέλγοντας ως επαγγελματίας, ἐπισταμένος αοιδός τους Φαίακες (λ 367-369). Στο ουτοπικό περιβάλλον της Σχερίας ο Οδυσσέας, επικαλούμενος το κλέος του μαζί με το αποκαλυπτικό του όνομα, δεν πρόκειται να δώσει κάποια μάχη, όπως συμβαίνει με τους πολεμιστές στην Ιλιάδα· αλλά με τους επόμενους «Απολόγους» του βρίσκεται στην εξαιρετική θέση του ήρωα-αοιδού του δικού του κλέους.

Το προσωπικό επομένως κλέος του Οδυσσέα έχει, εκτός από υποκειμενική, και αντικειμενική διάσταση, καθώς ανακλάται τόσο στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου όσο και κυρίως στο έργο του ίδιου του ποιητή: ο ήρωας έχει κλέος, επειδή ακριβώς είναι ο πολύτροπος πρωταγωνιστής, τα κατορθώματα του οποίου μετά την άλωση της Τροίας διηγείται ο ποιητής στο προοίμιο της Οδύσσειας (α 1 κ.ε.). Ο αυτοέπαινος του ήρωα στους Φαίακες, τη στιγμή μάλιστα που αποκαλύπτει την ταυτότητά του, είναι συγχρόνως έπαινος του ποιητή για τον πρωταγωνιστή του αλλά και για το δικό του έργο που τον δοξάζει.

Στη Σχερία ο Οδυσσέας αναφέρεται σ᾽ ένα κλέος που δεν συνδέεται με τα κατορθώματα των ηρώων στην πρώτη γραμμή της μάχης, αλλά με μια ιδιότητα κατά κανόνα αμφίσημη και ίσως αντιηρωική, τον δόλο. Αν στην πολεμική Ιλιάδα η κατάκτηση του κλέους προϋποθέτει τη χρήση βίας και την αποφασισμένη ετοιμότητα του πολεμιστή να αντιπαρατεθεί σώμα με σώμα με τον αντίπαλό του, στη μεταπολεμική Οδύσσεια ο δόλος, ως φανέρωση της μήτιος, επιτρέπει τη χρήση πλάγιων μέσων, όπως είναι η απόκρυψη της ταυτότητας, η πονηριά και η εξαπάτηση, ενόψει της επιβίωσης και του νόστου. Ως προς το χαρακτηριστικό της μήτιος, ο πολυμήχανος Οδυσσέας συγγενεύει με την πολύβουλη Αθηνά, με την υποστήριξη της οποίας σχεδιάζεται, πραγματοποιείται και εδραιώνεται ο νόστος. Στη δέκατη τρίτη ραψωδία, όπου καταστρώνεται το σχέδιο της μνηστηροφονίας, η θεά, στην ανωτερότητα του προστατευόμενου ήρωά της ως προς το πολύστροφο μυαλό του ανάμεσα στους θνητούς συμπαρατάσσει τη δική της αξεπέραστη φήμη ως προς την εξυπνάδα και την πανουργία ανάμεσα στους θεούς (ν 297-299):

αν είσαι εσύ μες στους θνητούς πρώτος στις αποφάσεις και στα πλάνα λόγια,

εγώ φημίζομαι [κλέομαι] πως ξεχωρίζω σ᾽ όλους τους θεούς

και για το ξύπνιο μου μυαλό και για την πανουργία.

Η φήμη του δόλου, που διαφημίζει στους Φαίακες ο Οδυσσέας, διαφοροποιείται όχι μόνο από το ιλιαδικό αλλά ακόμη και από το παραδοσιακό του, τρωικό μέγα κλέος και εὐρύ, που ακούν οι δικοί του στην Ιθάκη. Η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος μπορεί να γνωρίζουν εξ ακοής το διάσημο κλέος του άρχοντα της Ιθάκης με τον δούρειο ίππο, αγνοούν όμως τις μετατρωικές περιπλανήσεις του Οδυσσέα, που τον ανάγκασαν να προσθέσει στην πολεμική αρετή της βίας τη μῆτιν προκειμένου να επιβιώσει. Αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του ο Οδυσσέας συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται περισσότερο να αποκαλύψει στη Σχερία, για να μπορέσει να γυρίσει ζωντανός στο σπίτι του.

Ο Οδυσσέας εξάλλου έχει μάθει τουλάχιστον από την αφιλόξενη συνάντηση του με τον πρώην γείτονα των Φαιάκων Πολύφημο, την οποία διηγείται στους Φαίακες, ότι η πολεμική δύναμη, μόνη της, είναι αναποτελεσματική και ότι απαιτούνται επιπρόσθετα τα πλανερά λόγια και η μῆτις για να μπορέσει να απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της βίας του τερατόμορφου γίγαντα. Στην πρώτη συνάντησή του με τον Κύκλωπα ο ήρωας συστήνεται ως πολεμιστής της Τροίας, υπό τη σκέπη του κλέους του βασιλιά Αγαμέμνονα, που μαζί με τους συντρόφους του αναζητούν τον δρόμο του γυρισμού (ι 259-266):

Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,

που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι, το μέγα κύμα περνώντας

της θαλάσσης· γυρεύοντας να πάμε σπίτι μας, πέσαμε σ᾽ άλλη οδό

και σ᾽ άλλους δρόμους - έτσι ασφαλώς το θέλησε ο Δίας αποφασίζοντας.

Κι όμως ανήκουμε, και το καυχιόμαστε [εὐχόμεθα], στο μέγα στράτευμα

του Ατρείδη Αγαμέμνονα, που τώρα απέραντη δεσπόζει η δόξα του [μέγιστον κλέος]

κάτω από κάθε ουρανό [ὑπουράνιον]· αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη

κι αφάνισε τόσους και τόσους.

Εγκλωβισμένος μέσα στη σπηλιά ο Οδυσσέας, ως ξένος/ικέτης, μεταθέτει, με χαρακτηριστική ιλιαδική έπαρση (εὐχόμεθα), το δικό του, προοιμιακό κατόρθωμα της άλωσης της Τροίας (πρβ. «αφού της Τροίας | πάτησε το κάστρο το ιερό», α 2) στον Αγαμέμνονα («αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη […]», ι 265).

Προς το παρόν ο Οδυσσέας δεν έχει αντιληφθεί ότι βρίσκεται μπροστά σ᾽ ένα α-πολίτιστο τέρας, που τοποθετεί τον εαυτό του πέρα από την ηθική τάξη του ηρωικού κόσμου· αν και «πολύφημο», δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει κλέος. Αν εξάλλου ο ήρωας χρησιμοποιήσει το πολεμικό του κλέος, εξοντώνοντας τον Κύκλωπα, θα αυτοεγκλωβιστεί μαζί με τους εταίρους του μέσα στη σπηλιά. Αναπόφευκτα, η μετάθεση του δικού του πολεμικού κλέους στου αρχιστρατήγου των Αχαιών αποδεικνύεται αρνητική και ανίσχυρη, υποχρεώνοντας τον ήρωα να αντιμετωπίσει την ανθρωποφαγική βία του γίγαντα με τη χρήση πρώτα δολίων ἐπῶν (ι 282). Επικαλείται έτσι το ξακουστό του (κλυτόν), όπως λέει, όνομα Οὔτις («Κανένας», ι 364-367) - αποτελεσματική ανωνυμία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί το λεξιπαίγνιο της πανουργίας του (μῆτις-οὔτις).

Όταν η έξοδος από τη σκοτεινή σπηλιά του Κύκλωπα περατώνεται με επιτυχία, ο Οδυσσέας, παρά την αντίθετη προτροπή των εταίρων, θέλοντας να κατοχυρώσει το κλέος του, διεκδικεί την αυτουργία της πράξης και συστήνεται στον τυφλωμένο Πολύφημο, όπως λίγο πολύ στο προοίμιο του έπους και στην Ιλιάδα, ως πτολιπόρθιος/πτολίπορθος (ι 504, πρβ. 530), προκαλώντας όμως τώρα ο ίδιος την οργή του Ποσειδώνα, που θα έχει ως αποτέλεσμα τον καθυστερημένο και μοναχικό του νόστο.

Σε αντίθεση προς την Ιλιάδα, όπου ο πόλεμος εντοπίζεται αποκλειστικά στα ξένα (την Τροία), στην Οδύσσεια μεταφέρεται και στην πατρίδα (την Ιθάκη). Το πολεμικό θέμα στην Οδύσσεια συνδέεται με την εκδίκηση (τίσιν) που παίρνει ο Οδυσσέας στο πλαίσιο του εσωτερικού του νόστου εξοντώνοντας τους αλαζονικούς μνηστήρες. Ως προέκταση του άθλου με τον δούρειο ίππο, με τον οποίο ο πτολίπορθος Οδυσσέας κατέκτησε το πολεμικό του κλέος, η μνηστηροφονία εκτελείται στον κλειστό χώρο του βασιλικού οίκου ως ενέδρα (λόχος, υ 49) - στρατήγημα με το οποίο βρήκε τον θάνατο ο Αγαμέμνονας, και εφαρμόζεται ανεπιτυχώς εναντίον του Τηλεμάχου από τους μνηστήρες.

Όμως, κατά ειρωνικό τρόπο, το κλέος της πιο σημαντικής αριστείας της Οδύσσειας συγκαλύπτεται από τον πρωταγωνιστή της παρά αποκαλύπτεται. Σε αντίθεση προς την Ιλιάδα, όπου το κλέος του πολεμιστή, μαζί με το όνομα ή τη γενεαλογία του, ενταγμένο στη ρητορική της επηρμένης συχνά θριαμβολογίας (εὔχους) διατυμπανίζεται, στην Ιθάκη η αποκάλυψη της μήτιος επιβάλλει τη συγκάλυψη του κλέους μαζί με την ταυτότητα του Οδυσσέα. Ο ήρωας μαθαίνει από τα προηγούμενα πάθη του (πρβ. τη θριαμβική αποκάλυψη της ταυτότητάς του στον Πολύφημο, που προκάλεσε την οργή του Ποσειδώνα, ι 262, 502 κ.ε.), δείχνοντας ασυνήθιστη αυτοσυγκράτηση ακόμη και απέναντι στους εξοντωμένους καταχραστές του οίκου του (χ 412). Αργότερα, προκειμένου να αποφευχθεί η άμεση αντεκδίκηση των συγγενών των εξοντωμένων μνηστήρων, ο Οδυσσέας, αντιδρώντας στην επιφυλακτικότητα της Πηνελόπης να τον αναγνωρίσει ως σύζυγο, δίνει τις ακόλουθες εντολές: με εξάρχοντα τον αοιδό Φήμιο, να οργανωθεί γιορτή μέσα στο παλάτι, ώστε να δοθεί η εντύπωση σε όσους βρίσκονται έξω ότι η Πηνελόπη δεν άντεξε και παντρεύεται τελικά τον άριστο μνηστήρα της. Η είδηση του φόνου θα πρέπει να μείνει κρυφή, μέχρις ότου ο Οδυσσέας έρθει στο κτήμα του Λαέρτη (ψ 135-140):

Έτσι που κάποιος ακούγοντας απέξω να πει:

«Γίνεται γάμος» - περαστικός στον δρόμο

αλλά κι οι γύρω γείτονες.

Να μην κυκλοφορήσει κι απλωθεί στην πόλη η φήμη [κλέος εὐρύ]

του μεγάλου φονικού με τους μνηστήρες, προτού βρεθούμε εμείς

πέρα στο χτήμα το πολύδεντρο - εκεί θα στοχαστούμε

ό,τι καλύτερο ο Ολύμπιος μας χαρίσει.

Ο πολυμήχανος ήρωας χρησιμοποιεί τον πολύφημο αοιδό (χ 376) της Ιθάκης και το τραγούδι του ως μέσο παραπλάνησης των συγγενών των μνηστήρων. Το κλέος-είδηση της μνηστηροφονίας έχει αμφίσημη λειτουργία: οι έξω θα νομίσουν ότι τελικά η Πηνελόπη, που μέχρι τώρα υπολόγιζε τη «φωνή του κόσμου» (δήμοιο φῆμις, π 75 = τ 527), δεν άντεξε και τελικά παντρεύτηκε τον άριστο μνηστήρα της. Μέσα ωστόσο στο παλάτι ο θάνατος των καταχραστών της περιουσίας του Οδυσσέα γιορτάζεται ως γεγονός, που καλύπτει την επανένωση των αναγνωρισμένων συζύγων στη μορφή ενός δεύτερου «γάμου».

Τελικά, στον βαθμό που το κλέος προϋποθέτει τον πρώιμο θάνατο του πολεμιστή ήρωα, όπως τον εγκωμιάζουν τόσο η Ιλιάδα όσο και στον επίλογό της η Οδύσσεια (ω 93-94), φαίνεται ότι θα αποτελούσε σκάνδαλο να το ιδιοποιηθεί ένας βασιλιάς που επιστρέφει σώος και θριαμβευτής στο σπίτι του. Γι᾽ αυτό τα θέματα του νόστου και της τίσεως, άμεσα συνδεδεμένα με τους δόλους και τη μῆτιν του Οδυσσέα, δεν προσαρτώνται ρητά στο κλέος του ήρωα μέσα στην κύρια αφηγηματική δράση της Οδύσσειας. Το τραγούδι του Φήμιου σκεπάζει το κλέος-φήμη της μνηστηροφονίας, σε σημείο που να υποστηρίζεται ότι το μεταπολεμικό έπος δεν εγκωμιάζει τόσο τα κλέα ἀνδρῶν (που θεωρούνται υλικό της ιλιαδικής κυρίως ποίησης) όσο το κλέος της αοιδής. Αυτό προκύπτει και από ένα επιπρόσθετο σημείο.

Το «γαμήλιο» τραγούδι του Φήμιου και ο χορός μέσα στο παλάτι της Ιθάκης καλύπτει τη διαδικασία του αναγνωρισμού των συζύγων, που απολήγει στην ερωτική τους ένωση στον ιδιαίτερο θάλαμό τους. Το ευφρόσυνο αυτό σκηνικό είναι εντελώς αντίθετο με ό,τι συμβαίνει στην αρχή του έπους (α 325-344). Εκεί ο περικλυτός Φήμιος ψάλλει τον πικρό (λυγρόν) νόστο των Αχαιών προκαλώντας την τέρψη των μνηστήρων, κατ᾽ εντολή των οποίων ο αοιδός εκτελεί το τραγούδι του. Όμως, για την Πηνελόπη, που επιμένει να αναθυμάται την απέραντη δόξα (κλέος ευρύ, α 344) του Οδυσσέα, ο λυγρός νόστος εκλαμβάνεται ως λυγρή ἀοιδή, ενισχύοντας το ἄλαστον πένθος της για τον αγνοούμενο άντρα της (α 342-344):

σπαράζει την καρδιά μου

μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο [πένθος ἄλαστον].

Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει

η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη [κλέος εὐρύ], απλωμένη στην Ελλάδα

και μέσα στο Άργος.

Γι᾽ αυτό ο αοιδός καλείται από τη βασίλισσα της Ιθάκης να αντικαταστήσει το θλιβερό τραγούδι του με ένα πιο θελκτήριο, ηρωικό και ένδοξο, από αυτά με τα οποία οι αοιδοί δοξάζουν (κλείουσιν) τα έργα των θεών και των ανθρώπων (α 337-340). Στην εικοστή τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας ο Φήμιος, αποτρέποντας τη διάδοση τους κλέους της μνηστηροφονίας, μετατρέπει την αρχική τέρψη των μνηστήρων σε στόνον ἀεικέα («βόγγο βαρύ, πανάσχημο», ω 184), που μόλις διαδοθεί ως φήμη (ὄσσα, ω 413) στους συγγενείς τους θα προκαλέσει ἄχος (ω 420) και ἄλαστον πένθος (ω 423). Μέσα ωστόσο στο παλάτι η αοιδή του σκορπίζει στους ενοίκους του παλατιού τέρψη. Επιβεβαιώνεται έτσι η πρώιμη απάντηση του Τηλεμάχου στη μητέρα του (α 351-352) ότι οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν (μᾶλλον ἐπικλείουσιν) το τελευταίο τραγούδι, που θα μπορούσε να είναι η ίδια η Οδύσσεια.

Λ. Πόλκας