Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

9.7. Οπλοποιία - Μήνιδος ἀπόρρησις

Η δέκατη όγδοη ραψωδία συνδέει το ξόδι του νεκρού Πατρόκλου με την είσοδο του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης, η οποία θα εξελιχθεί σε πρωτεύουσα αριστεία του ήρωα και του έπους, για να καταλήξει στον εκδικητικό φόνο και στον φριχτό διασυρμό του Έκτορα. Το μήνυμα του Αντίλοχου για τον θάνατο του αγαπημένου εταίρου προκαλεί παράφορο θρήνο στον Αχιλλέα, που τον συμμερίζεται, ανεβαίνοντας από τον βυθό της θάλασσας, η Θέτις με σαράντα εννέα Νηρηίδες. Για να αναπληρωθούν τα συλημένα από τον Έκτορα όπλα του γιου της, η Θέτις αναλαμβάνει, μεταβαίνοντας στον Όλυμπο, να ζητήσει από τον Ήφαιστο μια δεύτερη ηφαιστότευκτη πανοπλία, την οποία ο τεχνίτης θεός την κατασκευάζει και τη διακοσμεί μέσα στη νύχτα (η διεξοδική περιγραφή της ασπίδας καλύπτει το τελευταίο μέρος της δέκατης όγδοης ραψωδίας: Σ 468-617).

Στο μεταξύ, ο Αχιλλέας, εξοπλισμένος από την Αθηνά (κροσσωτή ασπίδα προστατεύει ώμους και στήθος, χρυσή νεφέλη το κεφάλι, στην κορφή λάμπει θεήλατη φλόγα), στέκει στην τάφρο, όπου (σμίγοντας τη βροντερή κραυγή του με τη φοβερή φωνή της θεάς) απωθεί τους Τρώες. Έτσι οι Αχαιοί σώζουν το σώμα του Πατρόκλου, το αποθέτουν σε νεκρώσιμο κλινάρι, και το μοιρολογούν, με εξάρχοντα τον Αχιλλέα. Μεσολαβεί, καθώς πέφτει η νύχτα, αγορά των Τρώων, όπου, παρά τη σύσταση του Πολυδάμαντα, ο Έκτορας επιβάλλει την απόφασή του να δειπνήσει και να διανυκτερεύσει ο στρατός έξω από την τειχισμένη πόλη, έτοιμος το άλλο πρωί για νέα έφοδο στα πλοία των Αχαιών. Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων, με εντολή του Αχιλλέα, τελείται: επικήδειος λουτρός, μύρωμα και παννύχιος γόος για τον νεκρό Πάτροκλο.

Ο Δίας εποπτεύει αλλά δεν εμπλέκεται στα δρώμενα αυτής της ραψωδίας. Η Θέτις ωστόσο ανταποκρίνεται στο φονικό μένος του γιου της για τον Έκτορα, προλέγοντας στο δίστιχο 95-96 τον δικό του αφανισμό. Στο αρχαίο κείμενο ορίζεται ο Αχιλλέας ὠκύμορος· λέξη σημαδιακή που ακούστηκε από το στόμα της Θέτιδας ήδη στην πρώτη ραψωδία (417), όταν της ανατίθεται από τον γιο της εκείνη η αποστολή στον Όλυμπο, με την οποία εκμαιεύεται η προγραμματική βουλή του Δία για αποχή του Αχιλλέα από το πεδίο της μάχης, ωσότου οι Αργείοι φτάσουν στο όριο της συντριβής τους. Εκεί η Θέτις, με δάκρυα στα μάτια, ομολογεί ότι ο γιος της είναι ὠκύμορος. Η μοίρα αυτή σκιάζει τον Αχιλλέα σ᾽ όλη την έκταση του έπους. Εδώ ωστόσο συνάπτεται επιπλέον το επικείμενο τέλος του ήρωα με το τέλος του Έκτορα, συνειρμός που εφεξής επανέρχεται και δραματοποιείται. Έτσι δένονται μεταξύ τους οι τρεις φονικοί κρίκοι: Πάτροκλος-Έκτωρ-Αχιλλέας. Μολονότι ο τρίτος φόνος (μείζονος σημασίας για τα συμφραζόμενα του τρωικού πολέμου) επισυμβαίνει πέραν της Ιλιάδας, εδώ ριζώνει.

Η επόμενη, δέκατη ένατη, ραψωδία, που εγκαινιάζει την τέταρτη και τελευταία μάχιμη μέρα του έπους, φέρει την αλεξανδρινή επιγραφή «Μήνιδος ἀπόρρησις» που πάει να πει: απόρριψη, κατάργηση της οργής του Αχιλλέα, τραγικό παρεπόμενο της οποίας υπήρξε και ο θάνατος του Πατρόκλου. Η όψιμη συμφιλίωση του ήρωα με τον Αγαμέμνονα τελείται τώρα μπροστά σε όλους τους Αχαιούς και εξελίσσεται σε αμοιβαίο διάλογο, που τον ανοίγει αποφασιστικά ο Αχιλλέας, ομολογώντας το μερίδιο του δικού του λάθους. Ενώ ο Αγαμέμνων, αναγνωρίζοντας την προσωπική του τύφλωση, την αποδίδει στην Άτη, θυγατέρα του Δία, που ο ύπατος θεός αναγκάστηκε κάποτε να την εξορίσει από τον Όλυμπο.

Στο μεταξύ, μεταφέρονται και αποδίδονται διακριτικά στον Αχιλλέα τα υπεσχημένα δώρα του Αγαμέμνονα, μεταξύ των οποίων ανέπαφη και η Βρισηίδα. Η οποία, για πρώτη και τελευταία φορά, μιλά μέσα στο έπος, θρηνώντας τον Πάτροκλο και ομολογώντας την ιδιαίτερη συμπάθεια που της έδειχνε εκείνος όσο ζούσε. Την επίμονη πρόταση του Οδυσσέα για δείπνο, πριν από την αναμενόμενη σφοδρή μάχη, ο Αχιλλέας την απορρίπτει για τον εαυτό του, επιμένοντας στο πένθος και στον θρήνο του για τον αφανισμένο εταίρο. Τότε ο Δίας παρεμβαίνει, ελεεί τον σπαραγμένο γιο της Θέτιδας, και παρωθεί την Αθηνά να του σταλάξει νέκταρ και αμβροσία στο στήθος, για να τα βγάλει πέρα στον μόχθο της επικείμενης μάχης.

Αμέσως μετά ο Αχιλλέας φορεί τη νέα ηφαιστότευκτη πανοπλία με τα εξαρτήματά της, ο Αμφιμέδων και ο Άλκιμος ζεύουν τον Ξάνθο και τον Βαλίο, εκείνος επιβαίνει στο άρμα λαμπρός σαν άλλος Υπερίων, και απευθύνεται στα αθάνατα άλογα, επικαλούμενος για τον εαυτό του τύχη καλύτερη από εκείνη που επεφύλαξαν αυτά στον Πάτροκλο. Οπότε ο Ξάνθος, με φωνή δοσμένη προσώρας από την Ήρα, ανταποκρίνεται αμφίσημα: διαβεβαιώνει τον κύριό του για την παρούσα σωτηρία του, αποδίδει τον θάνατο του αγαπημένου εταίρου στον Απόλλωνα, συνάμα όμως προλέγει στον Αχιλλέα τη μέλλουσα μοίρα του δικού του θανάτου από θεό κι από θνητό (υπονοούνται ο Απόλλων και ο Πάρις). Ο Αχιλλέας βρίσκει περιττή την προειδοποίηση του Ξάνθου· ξέρει και ο ίδιος πως δεν πρόκειται να ξαναδεί, γυρίζοντας στη Φθία, μάνα και πατέρα, όμως αυτό δεν αλλάζει τώρα σε τίποτε το εκδικητικό μένος του. Εφάρματος δίνει το σύνθημα να κινήσουν τα άλογα.

Δ. Ν. Μαρωνίτης