Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

1.3. Τα ομηρικά έπη και η ιστορία

Εξαιρετικά πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα είναι και η σχέση των δύο ομηρικών επών με την ιστορία. Τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια προϋποθέτουν τον τρωικό πόλεμο, επεισόδιο που για τους αρχαίους Έλληνες θεωρούνταν αυθεντικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυθεντικότητα δεν σημαίνει ακριβή γνώση των ιστορικών γεγονότων, αλλά περισσότερο ό,τι οι αρχαίοι νόμιζαν ως πραγματικό γεγονός. Στη νεότερη εποχή παρόμοιες αντιλήψεις ενισχύθηκαν, έπειτα μάλιστα από τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann, 1822-1890) και πολλών διαδόχων του στην Τροία (σημερινό Χισαρλίκ της ΒΔ Τουρκίας) και στην κυρίως Ελλάδα (Μυκήνες, Πύλος). Υποστηρίχθηκε έτσι η άποψη ότι οι επονομαζόμενοι στα δύο ομηρικά έπη ως Αργείοι, Αχαιοί ή Δαναοί, που προέρχονταν από έναν παλαιότερο ένδοξο πολιτισμό, τον μυκηναϊκό (1600-1200 π.Χ.), κυρίευσαν με πολιορκία μια πόλη στην περιοχή του Ελλησπόντου, την Τροία, η οποία βρέθηκε να έχει καταστραφεί από φωτιά (περίπου 1100-1200 π.Χ.). Στο μεταξύ, η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β το 1952 από τους Μάικλ Βέντρις (M. Ventris) και Τζον Τσάντγουικ (J. Chadwick), γλώσσας της μυκηναϊκής εποχής και πρώιμης μορφής της ελληνικής, που συντηρήθηκε στο ονοματολόγιο των δύο ομηρικών επών, ενίσχυσε την υπόθεση ότι μέσα από τη μακρά ποιητική παράδοση των δύο ομηρικών επών διασώθηκαν γεγονότα της ένδοξης μυκηναϊκής περιόδου. Η ένδοξη αυτή εποχή παύει να υπάρχει γύρω στο 1200, για να ακολουθήσει η παρακμή, η περίοδος των λεγόμενων «σκοτεινών χρόνων» (1100-800 π.Χ.), που συνδέεται με την κάθοδο των Δωριέων στον ελλαδικό χώρο.

Ως προς το ζήτημα της ιστορικότητας του τρωικού πολέμου, μέχρι και σήμερα, αρχαιολόγοι, ιστορικοί και φιλόλογοι, στηριζόμενοι τόσο σε αρχαιολογικά ευρήματα στον λόφο του σημερινού Χισαρλίκ όσο και σε σχετικά επιγραφικά και ιστορικά δεδομένα, επιχειρούν να συνδυάσουν το «όνειρο της Τροίας», που κέντρισε τη φαντασία ποιητών και καλλιτεχνών μετά τον Όμηρο, με την «πραγματική» ύπαρξη της πόλης των Χετταίων Βιλούσα (Wilus[s]a και Taruwisa/Trus[w]isa) -σημαντικό κέντρο εμπορίου που ταυτίζεται με την ομηρική πόλη Ἴλιος/Τροία- ενώ το εθνώνυμο Αχιγιάβα (Ahhiyawa) των χεττιτικών πηγών συνδέεται με τη χώρα των Αχαιών του Ομήρου, οι οποίοι επιτέθηκαν στην Τροία. Το συμπέρασμα είναι διπλό: το σκηνικό της ομηρικής αφήγησης είναι ιστορικό, και ο τρωικός πόλεμος εξαιρετικά πιθανός - που σημαίνει ότι πρέπει να πάρουμε τον Όμηρο στα σοβαρά.

Για τις προηγούμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί οι επόμενες επιφυλάξεις. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν είναι, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τόσο επαρκή και διαφωτιστικά, ώστε να αποδεικνύεται η βέβαιη εμπλοκή των μυκηναίων Αχαιών στην καταστροφή της Τροίας· πόσο μάλλον όταν η χρονολογία παρακμής των Μυκηνών και η καταστροφή της Τροίας χρονολογικά γειτονεύουν. Από την άλλη μεριά, η αναφορά λέξεων, κυρίως ονομάτων, της γραμμικής Β στα ομηρικά έπη δεν αποτελεί για πολλούς ειδικούς ικανό και ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο, για να εμπιστευθεί κάποιος και τα ίδια τα ιστορούμενα γεγονότα των δύο επών στις λεπτομέρειές τους. Εξάλλου, υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση (περίπου τετρακοσίων χρόνων) ανάμεσα στα δύο ομηρικά έπη και στην καταστροφή της Τροίας. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν η παράδοση των γεγονότων της μυκηναϊκής εποχής εκτιμηθεί συνεχής, έχει αναμφισβήτητα στο μεταξύ υποστεί μέσα στα έπη παραμορφώσεις, επεκτάσεις, επανερμηνείες, μετασχηματισμούς και προσαρμογές στα πολιτιστικά δεδομένα της εποχής του ποιητή.

Εξάλλου, η Οδύσσεια, καθώς επεκτείνεται στις θαλασσινές περιπλανήσεις ενός ήρωα, όπου προβάλλουν η σχεδόν απόκοσμη γεωγραφία και πολλά μαγικά και τερατικά στοιχεία, είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να σχετίζεται άμεσα με την ιστορική πραγματικότητα. Σε σχέση με τον κλειστό κάπως ορίζοντα της Ιλιάδας, που αναφέρεται σε θρύλους ηρώων σε δεδομένο κάπως χώρο και χρόνο, το οδυσσειακό έπος ανοίγεται στον κόσμο της νοβελιστικής περιπέτειας και του παραμυθιού. Σημαντικά όμως στοιχεία του πολιτισμού, της οικονομίας και της πολιτικής, που συντηρούνται στα δύο έπη, συγχρονίζονται με την εποχή της σύνθεσής τους. Οι λεγόμενοι «σκοτεινοί χρόνοι», με τους αποικισμούς, την ακμή του θαλάσσιου εμπορίου και την περιφερειακή κοινωνική οργάνωση σε κοινότητες, από τις οποίες θα προκύψουν σύντομα οι πόλεις-κράτη, δεν εκτιμώνται σήμερα ως πλήρης παρακμή αλλά ως μεταβατική εποχή. Στο πλαίσιό της η αντιμετώπιση των νέων συνθηκών επέβαλε, μέσω της νέας αριστοκρατικής τάξης που είχε διαδεχθεί τους μυκηναίους βασιλείς, την αναζήτηση δρόμων επικοινωνίας με την παράδοση. Τέλος, τα δύο ομηρικά έπη είναι έργα λογοτεχνίας και όχι ιστορίας ή χρονογραφίας. Μ᾽ αυτή την έννοια, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είναι τόσο λειψά παραδείγματα ιστορίας όσο έργα ποιητικής δημιουργίας, τα οποία, μέσα από μια πανελλήνιου χαρακτήρα προοπτική, διηγούνται το πώς οι Έλληνες του 8ου αι. π.Χ. έβλεπαν το ένδοξό τους παρελθόν.

Λ. Πόλκας