Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.11. Η ηθική των θεών: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

Αν και στα δύο έπη εφαρμόζεται ο λεγόμενος «θεϊκός μηχανισμός» (η ανθρωπομορφική κατά κανόνα παρέμβαση των ολυμπίων στα πράγματα των θνητών), εντούτοις ο μηχανισμός αυτός παίρνει διαφορετικές τροπές στα δύο έπη και προσαρμόζεται στη διαφορετική φυσιογνωμία και θεματολογία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Η Ιλιάδα ως πολεμικό έπος προβάλλει κατεξοχήν τα έντονα πάθη των ηρώων και τις δυστυχίες που αυτά συνεπάγονται. Στην πολεμική παθολογία των ηρώων αντιστοιχούν τα πάθη των αθανάτων, τα οποία επηρεάζουν με αποφασιστικό τρόπο την τύχη των θνητών, ανεξάρτητα από το αν έχουν οδυνηρά ή ευεργετικά αποτελέσματα. Όπως οι ήρωες μοιράζονται στο πεδίο της μάχης ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς, έτσι και οι ολύμπιοι, ανάλογα με τις παραδοσιακές τους συμπάθειες και αντιπάθειες, επιλέγουν τους προστατευόμενους και τους αντιπάλους τους στον χώρο των θνητών και πράττουν ανάλογα.

Μερικά παραδείγματα: Αχαιοί και Τρώες ορκίζονται ότι από την έκβαση της μονομαχίας του Μενελάου με τον Αλέξανδρο θα κριθεί η έκβαση του ιλιαδικού πολέμου. Προσεύχονται μάλιστα στον Δία και στους ολυμπίους να τιμωρήσουν όποιον πατήσει τους όρκους. Όμως, ο ποιητής, προετοιμάζοντας το ακροατήριό του για το αδιέξοδο της μονομαχίας, λέει ότι ο γιος του Κρόνου δεν άκουσε την προσευχή των θνητών (Γ 302). Πρώτη λοιπόν παραβιάζει τους όρκους η θεά Αφροδίτη. Τη στιγμή που ο Μενέλαος ετοιμάζεται να εξοντώσει τον αντίπαλό του, η θεά, προστάτιδα από το μυθολογικό επεισόδιο της «Κρίσης του Πάρη» του τρωαδίτη ήρωα, τον αρπάζει ξαφνικά από το πεδίο της μάχης και τον μεταφέρει τυλιγμένο με ομίχλη στον θάλαμο της Ελένης. Αμέσως μετά, με την όψη γριάς υφάντρας, εξαναγκάζει την κόρη του Δία να κάνει έρωτα με τον εραστή της, ενώ ο Μενέλαος αναζητεί μάταια τον αντίπαλό του στο πεδίο της μάχης. Το δραματικό αυτό επεισόδιο οι αθάνατοι το παρακολουθούν από τον Όλυμπο διασκεδάζοντας (Δ 1-4):

Οι θεοί από την άλλη, καθισμένοι κοντά στο Δία πάνω στο χρυσό πάτωμα, συζητούσαν, και ανάμεσά τους η σεβάσμια Ήβη κερνούσε νέκταρ· εκείνοι έπιναν ο ένας στην υγεία του άλλου με χρυσά ποτήρια, κοιτάζοντας την πολιτεία των Τρώων.

Ο χρυσός («χρυσό πάτωμα», «χρυσά ποτήρια») και το νέκταρ, υπογραμμίζοντας την άφθαρτη φύση των θεών, υπαινίσσονται το αγεφύρωτο χάσμα που συντηρείται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη. Από την άλλη μεριά όμως η απόσταση αυτή μετριάζεται, καθώς οι αθάνατοι διασκεδάζουν όπως οι θνητοί: δέχονται τις υπηρεσίες του οινοχόου (της Ήβης), κάνουν προπόσεις ο ένας στον άλλον και, γενικότερα, απολαμβάνουν σαν θεατές τη δραματική μονομαχία μέσα σε κλίμα ψυχαγωγικής χαλάρωσης. Ο Δίας μάλιστα, με πειραχτικά λόγια, λέει ότι η Ήρα και η Αθηνά, που αδικημένες στο μυθολογικό επεισόδιο της «Κρίσης του Πάρη» υπερασπίζονται τον απατημένο Μενέλαο, «τέρπονται» παρακολουθώντας τη δραματική σκηνή (Δ 10), ενώ η Αφροδίτη λύτρωσε από τον θάνατο τον προστατευόμενό της Πάρη.

Ο παντοδύναμος θεός, συμμετέχοντας στο διασκεδαστικό κλίμα των αθανάτων, όχι μόνο δεν απέτρεψε την Αφροδίτη από την «παράτυπη» ενέργειά της αλλά στη συνέχεια την ενισχύει. Υποκύπτοντας στις πιέσεις της γυναίκας του, που θέλει τον όλεθρο των Τρώων και όχι απλώς την αναγνώριση του Μενελάου ως νικητή, παραγγέλλει στην Αθηνά να παραβιάσει τους όρκους της μονομαχίας και να συνεχίσει τον ιλιαδικό πόλεμο. Η Αθηνά άλλο που δεν θέλει. Παίρνει τη μορφή του Λαοδόκου και εξωθεί τον τρωαδίτη Πάνδαρο να τοξεύσει ύπουλα τον Μενέλαο, προκειμένου να αναιρεθεί η ανακωχή ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες (Δ 86 κ.ε.).

Με δόλιο επίσης τρόπο η ίδια θεά συμβάλλει αργότερα στην εξόντωση του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Παίρνοντας τη μορφή του αδελφού του Έκτορα Δηίφοβου εξωθεί πρώτα τον τρωαδίτη ήρωα να αντιμετωπίσει τον γιο της Θέτιδας, ύστερα όμως τον εγκαταλείπει αβοήθητο. Τη συμπεριφορά αυτή της θεάς ο Έκτορας την αναγνωρίζει λίγο πριν το τέλος του ως απάτη (Χ 226 κ.ε., 297-299). Τέλος, με ύπουλο τρόπο ο Απόλλωνας οδηγεί στον θάνατο τον Πάτροκλο. Χτυπά πρώτα πισώπλατα τον φίλο του Αχιλλέα και ύστερα τον αποσβολώνει, ώστε να γίνει εύκολη λεία πρώτα για τον Εύφορβο και ύστερα για τον Έκτορα. Λίγο πριν από τον θάνατό του και ο αχαιός ήρωας αναγνωρίζει πως η εξόντωσή του οφείλεται πάνω απ᾽ όλα στον Δία και στον γιο του Απόλλωνα (Π 786 κ.ε., 846-850).

Στα παραδείγματα αυτά το ευρύτερο πλαίσιο των θεϊκών παρεμβάσεων είναι τραγικό, καθώς οι ύπουλες ενέργειες των αθανάτων έρχονται σε αντίθεση προς τις ηρωικές των θνητών. Γενικότερα, το μεγαλείο της δράσης των ηρώων τονίζεται ακριβώς από την τύχη που τους επιφυλάσσουν οι θεοί. Και αυτό είναι μια επιπρόσθετη τραγική όψη της ζωής τους στο έπος της Ιλιάδας. Οι θνητοί μπορεί να εύχονται και να ελπίζουν ότι οι ολύμπιοι, κυρίως ο Δίας, θα υποστηρίξουν στο τέλος τους αδικημένους· ωστόσο, αυτή η εξέλιξη, όπως φάνηκε προηγουμένως, δεν καθορίζει της πλοκή της Ιλιάδας. Προβάλλεται αντίθετα η ιδέα ότι το καλό με το κακό, που στέλνουν στους θνητούς οι θεοί, είναι αξεδιάλυτα μπλεγμένα. Στην πραγματικότητα αυτή οφείλουν να συμμορφώνονται οι θνητοί, όπως λέει ο Αχιλλέας στον γέροντα Πρίαμο (Ω 525-533): η διανομή των αγαθών και των συμφορών από τον Δία γίνεται αδιακρίτως, χωρίς ηθικά κριτήρια και δίχως λόγο. Στην καλύτερη θέση βρίσκεται ο θνητός που του τυχαίνουν όχι αποκλειστικά τα αγαθά δώρα του Δία αλλά τα ανάμεικτα (αγαθά και δυστυχίες)· στη χειρότερη θέση βρίσκεται εκείνος στον οποίο λαχαίνουν τα δώρα μόνο με τις συμφορές, καθώς ζει περιφρονημένος από θεούς και θνητούς. Για τον Αχιλλέα τόσο ο γέροντας πατέρας όσο και ο ίδιος οφείλουν να υποταχθούν στο δεύτερο κυρίως μερίδιο κληροδοσίας, όπως το έχουν ορίσει οι «απίκραντοι» θεοί.

Στην Οδύσσεια οι ολύμπιοι εξακολουθούν να παρεμβαίνουν με ανεξήγητο τρόπο στα ανθρώπινα ζητήματα, ωστόσο τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους είναι από ηθική άποψη περισσότερο δικαιολογημένα από ό,τι των θεών της Ιλιάδας. Παρεμβαίνουν όχι μόνο λιγότεροι στα ανθρώπινα πράγματα (με πρωταγωνιστές τον Δία και την Αθηνά) αλλά και, παρά τον εξανθρωπισμό τους, παίρνουν μεγαλύτερες αποστάσεις από την ηρωική δράση από ό,τι οι θεοί στην Ιλιάδα. Το κυριότερο: θεωρούν πως για ό,τι συμβαίνει στη γη δεν ευθύνονται μόνον οι ίδιοι αλλά και οι θνητοί.

Στην πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας ο Δίας επικαλείται το παράδειγμα του Αιγίσθου, για να δείξει ότι οι ολύμπιοι όχι μόνο δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα βάσανα των θνητών, αλλά ότι αντίθετα επιχειρούν με προειδοποιήσεις να τους αποτρέψουν από τη συμφορά. Έτσι έπραξαν και με τον Αίγισθο, ο οποίος, αν και προειδοποιήθηκε μέσω του Ερμή να μη δολοφονήσει τον Αγαμέμνονα και να μην παντρευτεί την Κλυταιμνήστρα, αυτός προχώρησε στην άνομη πράξη του, με αποτέλεσμα να τον εκδικηθεί ο γιος του Αγαμέμνονα Ορέστης. Επομένως, και οι θνητοί, καταλήγει ο Δίας απαντώντας κατά κάποιον τρόπο στον ιλιαδικό Αχιλλέα, ευθύνονται για ό,τι τους συμβαίνει στη ζωή και όχι μόνον οι θεοί (α 32-34):

Αλίμονο, είναι αλήθεια ν᾽ απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν

στους θεούς τα βάρη τους· έρχεται λένε το κακό από μας -

κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους [σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν], πάσχουν και βασανίζονται,

και πάνω απ᾽ το γραφτό τους.

Το προσωπικό «φταίξιμο» αντιπροσωπεύει τα σφάλματα των θνητών, που προέρχονται κυρίως από την απερίσκεπτη ή και αλαζονική τους συμπεριφορά, με την οποία υπερβαίνεται το ορισμένο μέτρο. Η αρχαία λέξη που ορίζει την υπέρμετρη πράξη είναι ἀτασθαλίη (σε χρήση μόνο σε πτώσεις του πληθυντικού αριθμού), ενώ ο δράστης και οι άστοχες ή υβριστικές πράξεις του χαρακτηρίζονται με το επίθετο ἀτάσθαλος, -ος, -ον. Αν ευσταθεί η άποψη ότι ο υπαινιγμός του Δία για τις ατασθαλίες των θνητών φωτογραφίζει τους αλαζόνες μνηστήρες, η θεά Αθηνά, που αναλαμβάνει στη συνέχεια να διεκπεραιώσει στο έπος τη βούληση του Δία υποστηρίζοντας τον Τηλέμαχο και τον Οδυσσέα, υποδηλώνει με τον δικό της τρόπο την επικείμενη τιμωρία των καταχραστών της βασιλικής περιουσίας (α 47): την ίδια μοίρα να ᾽χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.

Εξάλλου, η ευθύνη που φέρουν οι θνητοί για τις πράξεις τους αφορά και στους εταίρους του Οδυσσέα, οι οποίοι σφάζουν τα βόδια του Ήλιου, παρά τις προειδοποιήσεις του αρχηγού τους. Αποτέλεσμα: ο Δίας, αποδεχόμενος τη διαμαρτυρική οργή του Ήλιου, τους στερεί τη ζωή και τον νόστο. Στο προοίμιο της Οδύσσειας ο ποιητής προεξαγγέλλει τον χαμό των εταίρων στη Θρινακία τονίζοντας τις δικές τους ατασθαλίες· με τον ίδιο, λίγο πολύ, τρόπο που ο Δίας με την Αθηνά υπαινίσσονται την επικείμενη τιμωρία των μνηστήρων (α 5-9):

Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,

να σώσει τους συντρόφους.

Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ᾽ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα [σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν],

νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια

του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.

Οι θεοί, όπως ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας, δεν παύουν και στην Οδύσσεια να υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα και τους ευνοούμενούς τους αντιμαχόμενοι τους εχθρούς τους, ακόμη και όταν πρόκειται για τους ευσεβείς και ενάρετους Φαίακες. Οι θνητοί επίσης γνωρίζουν ότι η αρετή τους (η ευημερία και επιτυχία τους) εξαρτάται από τους θεούς. Όμως οι αινιγματικές παρεμβάσεις των θεών της Ιλιάδας στα πράγματα των θνητών στην Οδύσσεια συμπληρώνονται από την πλευρά των θνητών με όψεις μιας γενικής δικαιοσύνης. Ο μεταμορφωμένος σε ζητιάνο Οδυσσέας, φίλος του εξαφανισμένου άρχοντα της Ιθάκης, εκφράζει τη διπλή αυτή άποψη θεοδικίας στον πιο υπεύθυνο από τους μνηστήρες Αμφίνομο (σ 132-148):

Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,

όσο οι θεοί τού δίνουν προκοπή [ἀρετήν] κι αισθάνεται να τον κρατούν

τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν

να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας

τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.

Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται

σ᾽ αυτή τη γη, ανάλογα του πώς, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη ζωή του

ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.

Εμένα θέλησε η μοίρα κάποτε να ζήσω ευτυχισμένος·

έπραξα όμως αδικίες μεγάλες [ἀτάσθαλα], στη δύναμή μου

ενδίδοντας, υπολογίζοντας στις πλάτες του πατέρα μου

ή και των αδελφών μου. Γι᾽ αυτό κανείς ποτέ δεν πρέπει

να πατεί το δίκιο· παρά, με δίχως κομπασμό, να δέχεται

τα δώρα των θεών, όσα κάθε φορά του δίνουν.

Όχι, όπως βλέπω εδώ, να μηχανεύονται ανόσια έργα [ἀτάσθαλα] οι μνηστήρες,

ρημάζοντας ξένα αγαθά, προσβάλλοντας γυναίκα ομόκλινη

κάποιου που, ξέρω, δεν θα μείνει πια πολύν καιρό

μακριά από πατρίδα και δικούς - μπορεί να βρίσκεται

κιόλας κοντά.

Θα ᾽ταν λοιπόν καλύτερο για σένα να σ᾽ εξαιρούσε ένας θεός,

και να γυρνούσες σπίτι σου· να μη βρεθείς μπροστά του,

όποτε εκείνος επιστρέψει στο πατρικό νησί.

Όπως ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα, έτσι και ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια αναγνωρίζει την καθοριστική επέμβαση των θεών στα ανθρώπινα ζητήματα, δίνοντας μάλιστα αρχικά και αυτός έμφαση στο ανεξέλεγκτο γύρισμα της ζωής των θνητών από την ευτυχία στη δυστυχία, όταν το ορίσει ο Δίας· ο οποίος ωστόσο αποκαλείται «προστάτης θνητών και αθανάτων». Όπως ο καιρός, έτσι και η τύχη των ανθρώπων γυρίζει από το καλό στο κακό, όταν οι αθάνατοι αποφασίσουν να στείλουν συμφορές στους θνητούς. Η στάση βέβαια των θνητών απέναντι στη μυστηριώδη συμπεριφορά των θεών για τον μεταμορφωμένο Οδυσσέα δεν είναι η συμμόρφωση, όπως έλεγε ο ιλιαδικός Αχιλλέας, αλλά η υπομονή. Κάτι ξέρει ο πολύτλας ήρωας από την ιδιότητα αυτή, εφόσον χάρη στην υπομονή του αλλά και στην πολύτροπη, όπως του καιρού, φύση του μπόρεσε να γυρίσει στην Ιθάκη.

Εξάλλου, αν η ζωή εμφανίζεται και από τον Οδυσσέα ως τροχός της τύχης, ρυθμιστές δεν είναι τώρα μόνον οι θεοί αλλά και οι θνητοί. Ο μεταμορφωμένος ζητιάνος αναγνωρίζει πως και ο ίδιος συντέλεσε στο γύρισμα της ζωής του από την ευτυχία στη δυστυχία, επειδή έπραξε «αδικίες μεγάλες» (ἀτάσθαλα). Ο μεταμορφωμένος ήρωας στο σημείο αυτό λέει προφανώς ψέματα στον Αμφίνομο. Όμως, και ο ίδιος από νικητής πολεμιστής της Τροίας κατάντησε περιπλανώμενος ναυαγός όχι μόνο εξαιτίας των ατασθαλιών των συντρόφων του, που έφαγαν τα βόδια του Ήλιου, αλλά, όπως τον κατηγορεί ο Ευρύλοχος, και από το δικό του λάθος (τούτου ἀτασθαλίῃσιν, κ 437) να θελήσει να μπει στη σπηλιά του Πολύφημου, με αποτέλεσμα να φαγωθούν οι εταίροι του. Επιπρόσθετα, με την αλλαγή της ζωής του άρχοντα της Ιθάκης δικαιολογείται ποιητικά η υποκριτική μεταμόρφωσή του σε ζητιάνο και επιτρέπεται και η σύγκρισή του με τους μνηστήρες, οι οποίοι μηχανεύονται «ανόσια έργα» (ἀτάσθαλα) στο παλάτι. Το μήνυμα του λόγου προς τον Αμφίνομο εμφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο, παράδοξο: η υπομονετική στάση απέναντι στα όποια δώρα των θεών, για την οποία ο μεταμορφωμένος ήρωας μίλησε προηγουμένως, υποδεικνύεται τώρα ως μέτρο δικαίου, το οποίο δεν επιτρέπεται να παραβαίνει κάποιος με τη χρήση βίας. Διαφορετικά κινδυνεύει εύλογα να τιμωρηθεί.

Έτσι, αν ο αλληγορικός λόγος του ιλιαδικού Αχιλλέα τονίζει τη μοιραία υποταγή των θνητών σε ό,τι τους επιφυλάσσουν οι θεοί, ο προειδοποιητικός λόγος του Οδυσσέα στον Αμφίνομο τον επαναλαμβάνει παραλλαγμένο αλλά και τον συμπληρώνει, υποδηλώνοντας ότι με την έμμετρη συμπεριφορά τους οι θνητοί μπορεί να αποφύγουν την οποιαδήποτε βλάβη. Οι θεοί, για παράδειγμα, μπορεί να εξαιρέσουν τον Αμφίνομο από την επικείμενη τιμωρία των υπόλοιπων μνηστήρων, αν ο ίδιος αποφασίσει έγκαιρα να εγκαταλείψει τη συντροφιά τους.

Το γενικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι στην Οδύσσεια οι θεοί εμφανίζονται με διπλή όψη. Από τη μια μεριά είναι μυστήριοι, δωρητές του καλού και του κακού, απέναντι στους οποίους οι θνητοί δεν μπορούν να αντιτάξουν παρά την υπομονή, και βρίσκονται εκτός ηθικής. Με τον τρόπο αυτό ενεργούν κυρίως ο Ποσειδώνας και ο Ήλιος, έχοντας τη συγκατάθεση ή την υποστήριξη και του Δία, ενώ ο στόχος τους είναι οι Φαίακες, οι εταίροι και ο αρχηγός τους στο πρώτο μέρος της Οδύσσειας. Από την άλλη μεριά ωστόσο οι ολύμπιοι εμφανίζονται ως τιμωροί και εκδικητές όσων υπερβαίνουν το μέτρο, γι᾽ αυτό και μπορούν με την όψη τους αυτή να οδηγήσουν τους θνητούς σε δίκαιες πράξεις. Έτσι δρουν ο Δίας και κυρίως η Αθηνά με στόχο τους αλαζόνες μνηστήρες στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, όπου η όψη αυτής της θεοδικίας επικρατεί προοδευτικά της πρώτης. Η επικράτηση αυτή διαπιστώνεται και από το ότι, σε αντίθεση προς την παραδοσιακή Ιλιάδα, τα προειδοποιητικά σήματα των θεών στην Οδύσσεια αλλά και των θνητών, όπως του μεταμορφωμένου Οδυσσέα στον Αμφίνομο, στο τέλος εκπληρώνονται. Ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας εξοντώνει, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τους μνηστήρες, οι οποίοι πληρώνουν για τα εγκλήματά τους, όπως ο Αίγισθος για τον φόνο του Αγαμέμνονα. Κατ᾽ επέκταση, οι ισχυρισμοί των θνητών ότι η τιμωρία των μνηστήρων οφείλεται στους θεούς, καθώς επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των αφηγηματικών δρωμένων, είναι μια μορφή ποιητικής αλήθειας. Για τον γέροντα Λαέρτη η ύπαρξη των θεών αποδεικνύεται από το ότι οι μνηστήρες τιμωρήθηκαν για την αλαζονική τους συμπεριφορά (ω 351-352):

Ω Δία πατέρα, αλήθεια υπάρχετε οι θεοί στον Όλυμπο ψηλά,

αν πράγματι οι μνηστήρες πλήρωσαν την αλαζονική τους ύβρη [ἀτάσθαλον ὕβριν].

Φαίνεται ότι για τον γέροντα πατέρα του Οδυσσέα υπάρχει κάποιος πρακτικός λόγος τον οποίο οφείλουν να εξυπηρετούν οι θεοί αν θέλουν να τους πιστεύουν οι θνητοί. Αυτός ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι τελικά τιμωρούν τους αλαζόνες, επιβάλλοντας τη δικαιοσύνη. Αν οι θεοί ήταν άδικοι, αν ενεργούσαν πάντοτε σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες τους για να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα, η ίδια τους η ύπαρξη θα κλονιζόταν.

Ειδικότερα, στην Οδύσσεια διαμορφώνεται μια πιο επείγουσα ανάγκη, ώστε οι θεοί να ενεργήσουν δίκαια. Η ανάγκη αυτή δημιουργείται από τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί από την αρχή του έπους στην Ιθάκη. Η τύχη του άρχοντα του παλατιού αγνοείται, ενώ οι μνηστήρες ρημάζουν την περιουσία του και διεκδικούν τη γυναίκα του. Από την άλλη μεριά, τα όρια αντίστασης της Πηνελόπης εξαντλούνται, ενώ ο γιος της Τηλέμαχος φαίνεται ότι ούτε μπορεί να ανατρέψει το χαοτικό σκηνικό μέσα στο παλάτι ούτε είναι σε θέση να κινητοποιήσει τους αδρανείς Ιθακησίους. Έναντι λοιπόν της τραγικής εξέλιξης που παίρνουν τα πολεμικά δρώμενα της Ιλιάδας, της Οδύσσειας επιβάλλουν μια εξέλιξη σαφέστερα αναγνωρίσιμη ως ηθικολογική, ώστε οι αδικημένοι να δικαιωθούν και οι άδικοι να τιμωρηθούν.

Όπως στην Ιλιάδα έτσι και στην Οδύσσεια οι ολύμπιοι δεν αποτελούν αξεπέραστα πρότυπα αρετής, ανταποκρίνονται ωστόσο στο επιτακτικό αίτημα των θνητών για δικαιοσύνη. Κατά τα άλλα, οι ιδιότητες των θεών παραμένουν βασικά οι ίδιες και στα δύο ποιήματα. Έχουν όμως ταιριάξει διαφορετικά, προκειμένου να υπηρετήσουν διαφορετικούς στόχους: την τραγική όψη της ζωής των θνητών στην πολεμική Ιλιάδα, και το ενδιαφέρον για ποιητική δικαιοσύνη στη μεταπολεμική Οδύσσεια.

Λ. Πόλκας