Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.8. Αἰδώς και ἔλεος

Επειδή η αἰδώς μέσω της νεμέσεως λειτουργεί ανασταλτικά στην ανεξέλεγκτη δράση, συνδυάζεται συχνά με αισθήματα, όπως είναι: η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο σεβασμός που εμπνέει τον φόβο προς κάποιον ανώτερο, η συμπάθεια ή ο οίκτος, και ο ἔλεος, κυρίως προς τους «ξένους» και τους ικέτες, που βρίσκονται σε ανίσχυρη θέση και χρειάζονται βοήθεια. Η αἰδώς αποτρέπει τον ισχυρό (οικοδεσπότη ή ικετευόμενο) από το να βλάψει τον ανυπεράσπιστο (ξένο ή ικέτη του)· διαφορετικά ενδέχεται η αφιλόξενη ή ανελέητη συμπεριφορά του να αποκαλυφθεί δημόσια, υποκινώντας την εκδίκηση των θεών. Ο ἔλεος, από την άλλη μεριά, προκαλεί τον δυνατό να θεωρήσει, συνειδητοποιώντας την αξιοθρήνητη κατάσταση του άλλου (ξένου ή ικέτη), ότι τα ξένα βάσανα θα μπορούσαν να αφορούν και δικούς του, ή να γίνουν και δικά του. Έτσι, αἰδώς και ἔλεος, στα συμφραζόμενα της ξενίας ή/και της ικεσίας, συνιστούν αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο - σχέση που, με τα παρεπόμενα ενδεχόμενα της προσφοράς φαγητού, των δώρων/λύτρων και του ύπνου, αποτελεί μια μορφή φιλότητος.

Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αἰδῶ και ἔλεον των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα ἄποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο. Στην αρχή του έπους, ενώ όλοι οι Αχαιοί ζητούν από τον Αγαμέμνονα να σεβαστεί (αἰδεῖσθαι, Α 23) τον γέροντα ιερέα Χρύση και τα αμέτρητα λύτρα που προσφέρει για να πάρει πίσω την κόρη του, ο βασιλιάς των Αχαιών διώχνει τον σεβάσμιο γέροντα ικέτη απειλώντας τον με θάνατο.

Στον επίλογο της Ιλιάδας το προηγούμενο αρνητικό σκηνικό αντιστρέφεται. Εξάλλου, η απώλεια της αἰδοῦς και του ἐλέου εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα. Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45):

Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του, και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.

Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά (Ω 503-506):

Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάστηξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάστηξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου.

Στη μεταπολεμική Οδύσσεια ξένοι, ικέτες και επαίτες, χαρακτηρίζονται αἰδοῖοι, που αξίζουν τη φιλία και τον σεβασμό των άλλων. Αυτό σημαίνει ότι ο οικοδεσπότης όχι μόνο δεν πρέπει να βλάψει τον απροστάτευτο ξένο του, αλλά και οφείλει να υπολογίζει στο πώς θα εισπράξουν οι γύρω του μια ενδεχόμενη, αφιλόξενη συμπεριφορά του. Τα αναμενόμενα αισθήματα της αἰδοῦς και του ἐλέους στην Οδύσσεια εκμαιεύονται κατά κανόνα από τον πολυμήχανο πρωταγωνιστή της, προκειμένου να κερδίσει και να διασφαλίσει ξενία και νόστο. Πίσω από το προσωπείο του ανυπεράσπιστου ξένου/ικέτη, με το οποίο ο Οδυσσέας εμφανίζεται ως πολύπαθος και κατατρεγμένος (πολύτλας) ταξιδευτής, κρύβεται ο πολύμητις ήρωας, που ξέρει πότε και πώς να χρησιμοποιεί με διπλωματικό τρόπο τα κολακευτικά, συχνά πλανερά, λόγια του, για να καταστεί, με την υποστήριξη της πολύβουλης Αθηνάς, ἐλεεινὸς φίλος και αἰδοῖος στους ξενιστές του. Η φιλοξενία του ήρωα στους Φαίακες προετοιμάζεται στην ακτή της Σχερίας με τον ἔλεον που ζητάει ως πολύπαθος ξένος/ικέτης από την ανυποψίαστη Ναυσικά (ζ 175-179):

Έλεος όμως σου ζητώ [ἐλέαιρε]. Εσύ είσαι η πρώτη που απαντώ,

έτσι φριχτά βασανισμένος· άλλον δεν ξέρω στους ανθρώπους

που κατοικούν αυτή τη γη κι αυτή την πόλη.

Και σου ζητώ την πόλη να μου δείξεις,

κι ένα κουρέλι να σκεπαστώ, αν έχεις φέρει εδώ μαζί σου

κάποιο πανί, να με τυλίξει.

Ανάλογα με το πρόσωπο που έχει κάθε φορά απέναντί του ο ήρωας ξέρει να καρπώνεται αυτό που επιθυμεί. Εδώ ο ἔλεος, που μεταφράζεται στο αίτημα για πομπή στην πόλη των Φαιάκων και ρούχο, χαρακτηρίστηκε ήδη από τον αρχαίο σχολιαστή κερδαλέον (πονηρό), που αντιστοιχεί στο «ζήτα λίγα για να πάρεις πολλά». Αργότερα, μέσα στο μέγαρο των Φαιάκων, ο Οδυσσέας, προσπέφτοντας στα γόνατα της μητέρας της Ναυσικάς Αρήτης, θα ζητήσει άμεσο νόστο (η 142-152).

Η θαλπωρή που απολαμβάνει ο Οδυσσέας ως ξένος/ικέτης μακριά και έξω από το σπίτι του (στους Φαίακες και στο καλύβι του Εύμαιου) είναι εντελώς αντίθετη προς την αφιλόξενη υποδοχή που του επιφυλάσσουν οι αλαζόνες μνηστήρες, μαζί με τις άπιστες δούλες, μέσα στο παλάτι του. Στο προσωπείο του ξένου/ικέτη έχει προστεθεί τώρα, με την παρέμβαση της Αθηνάς, η ιδιότητα του ζητιάνου, που παρά ταύτα προξενεί τη συμπάθεια μόνο της οικοδέσποινας Πηνελόπης. Και το ρούχο έχει εδώ τη σημασία του: όταν ο ξένος της βασίλισσας της διηγείται πως συνάντησε κάποτε τον θείο Οδυσσέα, που φορούσε χλαίνη διπλά θηλυκωμένη με χρυσή περόνη, η Πηνελόπη, αναγνωρίζοντας τα σήματα-ενδύματα του εξαφανισμένου άντρα της, υπόσχεται στον ξένο της «πολύτιμη φιλία» τ 253-254):

Ξένε μου, σε συμπάθησα απ᾽ την αρχή [πάρος ἐὼν ἐλεεινός], μα τώρα θα μου γίνεις

φίλος πολύτιμος [φίλος αἰδοῖος] σε τούτο το παλάτι.

Μένει για τη συνέχεια η μετακίνηση του Οδυσσέα από τον ρόλο του ἐλεεινοῦ, φίλου και αἰδοίου ξένου σ᾽ εκείνον του άρχοντα της Ιθάκης και αναγνωρισμένου συζύγου της Πηνελόπης.

Από τα προηγούμενα συμπεραίνεται ότι η αἰδώς αποτελεί θεμελιώδη αρχή συμπεριφοράς στα δύο ομηρικά έπη. Γι᾽ αυτό και μερικοί μελετητές των επών υποστηρίζουν ότι η κοινωνία που περιγράφεται στον Όμηρο διαθέτει κατεξοχήν τα χαρακτηριστικά του «πολιτισμού της ντροπής». Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται σε διάκριση προς τον «πολιτισμό της ενοχής» των επόμενων αιώνων, όπου ο άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τις εντολές του κοινωνικού του περιβάλλοντος και συναισθάνεται πλέον ότι παραβαίνει μια ηθική εντολή ή ένα πρότυπο συμπεριφοράς, γι᾽ αυτό και νιώθει ένοχος ανεξάρτητα από το τι λένε ή τι του επιβάλλουν να πράξει οι άλλοι.

Ωστόσο, η διάκριση αυτή κρίνεται απόλυτη, επειδή προϋποθέτει ότι τα δρώντα πρόσωπα στα ομηρικά έπη, ως μέλη μιας πρωτόγονης, κατά κάποιον τρόπο, κοινωνίας, δεν διαθέτουν ακόμη προσωπική συνείδηση για τις πράξεις τους, υπακούοντας τυφλά στις εντολές της κοινότητάς τους. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται από τα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά και θα μπορούσε να θεωρηθεί λίγο πολύ εξωπραγματικό, εφόσον είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο αν θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνία (πρωτόγονη ή σύγχρονη), τα μέλη της οποίας να μην έχουν αφομοιώσει κοινωνικά και ηθικά πρότυπα συμπεριφοράς. Οι ήρωες και ηρωίδες των ομηρικών επών έχουν τα δικά τους πρότυπα συμπεριφοράς και όχι μόνο υπολογίζουν στο τι περιμένει από αυτούς η κοινότητά τους να πράξουν αλλά έχουν εσωτερικεύσει αυτές τις προσδοκίες. Γι᾽ αυτό και δεν μπορούν να διανοηθούν ότι μπορούν να αποκλίνουν από τις αρχές αυτές. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις ένα ηρωικό υποκείμενο μπορεί να κάνει τις αξίες της κοινότητάς του δικές του.

Η διαφορά επομένως ανάμεσα στον ομηρικό «πολιτισμό της ντροπής» και στον μεταγενέστερο «πολιτισμό της ενοχής» είναι κυρίως ποσοτική. Αυτή η ποσοτική διαφορά οφείλεται κυρίως στο ότι οι ήρωες και οι ηρωίδες στο έπος είναι εξέχοντα πρόσωπα, που ενδιαφέρονται για την εικόνα τους, καθώς μάλιστα δρουν σε μια κοινωνία όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι ιδιαίτερα έντονες. Αλλά ακόμη και αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ποσοτικά και όχι ποιοτικά, που απαγορεύουν τη ριζική διάκριση ανάμεσα στην εξωτερική αἰδῶ και στην εσωτερική ενοχή.

Λ. Πόλκας