Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.7. Αἰδώς, ὕβρις και νέμεσις

Η υπόληψη των ηρωικών μορφών στα ομηρικά έπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητάς τους κρίνουν τη συμπεριφορά τους. Γι᾽ αυτό τον λόγο, το τι θα πουν «οι άλλοι», η κοινή γνώμη, ενδιαφέρει και απασχολεί τους ήρωες και τις ηρωίδες των ομηρικών επών. Η θετική ανταπόκριση στις κρίσεις των άλλων εκφράζεται με τη λέξη αἰδώς, στην οποία αντιστοιχεί η νεοελληνική ντροπή, ενώ η πράξη που απορρέει από την αἰδῶ δηλώνεται με το ρήμα αἰδέομαι «ντρέπομαι, τιμώ κάποιον, τον σέβομαι». Η αἰδώς έχει αποτρεπτικό κατά βάση χαρακτήρα. Αναστέλλει ή εμποδίζει την πραγματοποίηση μιας ενέργειας, επιβάλλοντας συχνά στους ήρωες και στις ηρωίδες το αίσθημα ότι, αν προχωρήσουν στην εκτέλεσή της, κινδυνεύουν να διαπράξουν κάτι που, ως ανάρμοστο ή απαράδεκτο, θα προκαλέσει την έντονη αποδοκιμασία των άλλων. Ωστόσο, η λειτουργία της αἰδοῦς δεν είναι μόνο αποτρεπτική αλλά και έμμεσα προτρεπτική, υποδεικνύοντας την εκτέλεση μιας εναλλακτικής πράξης που είναι κοινωνικά αποδεκτή.

Ο διπλός, αποτρεπτικός και συνάμα προτρεπτικός, χαρακτήρας της αἰδοῦς συντηρείται στην επικριτική, πολεμική κραυγή αἰδώς, Ἀργεῖοι! Η έκφραση αυτή εντοπίζεται σε παραινετικά κυρίως συμφραζόμενα της Ιλιάδας και διατυπώνεται με σκοπό να δημιουργήσει στους πολεμιστές το αίσθημα ότι θα μπορούσαν να στιγματιστούν δημόσια, αν υποχωρήσουν και δεν παραμείνουν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης. Επειδή οι ήρωες είναι πάνω απ᾽ όλα άνθρωποι, που προτιμούν τα αγαθά της ειρήνης από τον πόλεμο, χρειάζονται στις κρίσιμες στιγμές την αἰδῶ, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μάχιμης περίστασης. Έτσι, στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδας, καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικά στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτορας απειλεί να κάψει τα καράβια τους, ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του επικρίνοντάς τους (Θ 228-235):

Ντροπή [αἰδώς], Αργείοι, ρεζίληδες, ομορφονιοί! Πού πήγαν οι καυχησιές σας, όταν λέγαμε πως είμαστε πολύ γενναίοι, αυτές που διαλαλούσατε στη Λήμνο, καυχησιάρηδες, την ώρα που τρώγατε κρέατα πολλά βοδιών που έχουν κέρατα ολόρθα, και πίνατε κρατήρες γεμάτους ως επάνω από κρασί, πως ο καθένας σας στον πόλεμο θα σταθεί αντίκρυ σε εκατό και διακόσιους Τρώες. Τώρα δεν μπορούμε να τα βάλουμε ούτε με έναν, τον Έκτορα, που γρήγορα θα κάψει τα καράβια μας με καυτερή φωτιά.

Ο βασιλιάς των Αχαιών θυμίζει στους πολεμιστές του τους κομπασμούς και τις απειλές που διατύπωναν εναντίον των αντιπάλων τους σε μια νικηφόρα πολεμική τους επιχείρηση στη Λήμνο, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Τροία, προκαλώντας τους να κάνουν πράξη τώρα τις θριαμβολογίες αυτές. Η παραίνεσή του είναι έμμεση, καθώς εξαντλείται στην επίπληξη των πολεμιστών, των οποίων τα μεγάλα λόγια (ότι τάχατες είναι ἄριστοι στον πόλεμο και πως πρόκειται να κατατροπώσουν όλους τους Τρώες) βρίσκονται σε διάσταση με την πράξη (τώρα πανικοβλημένοι δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ούτε τον έναν Έκτορα). Οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί (ρεζίληδες, ομορφονιοί, καυχησιάρηδες) εκθέτουν τους Αχαιούς στην κοινή γνώμη, δημόσια και εξωτερικά, ενώ η αἰδώς είναι το συναίσθημα που τους λείπει και το οποίο θα μπορούσε, αν υπήρχε, να διαλύσει τη δυσάρεστη εντύπωση που προκαλεί η ασυνέπεια λόγων και έργων τους.

Τα γνωρίσματα και τα παρεπόμενα της αἰδοῦς εξελίσσονται με τον πλέον δραματικό τρόπο, όταν αφορούν μεμονωμένους ήρωες όπως τον τρωαδίτη Έκτορα. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι η αἰδώς τον Έκτορα έχει εξ αποτελέσματος την ίδια σημασία και λειτουργία στην Ιλιάδα με την πολεμική αρετή του Αχιλλέα. Όπως δηλαδή η παλληκαριά του αχαιού ήρωα στο μεγαλύτερο μέρος της Ιλιάδας αποτελεί πηγή συμφορών για το στρατόπεδο των Αχαιών και ξεκόβει τον ήρωα από κάθε είδους συνεργασία με τους συμπολεμιστές του, έτσι και η αἰδώς του Έκτορα προκαλεί βάσανα στους δικούς του και στην πόλη του και τον απομακρύνει από τις αξίες του οίκου και της πόλης του. Ωστόσο, η αναλογική αυτή σύγκριση δεν θα μπορούσε να είναι ακριβής, δεδομένου ότι ο τρωαδίτης ήρωας κόβει τους δεσμούς με την κοινότητά του, όχι γιατί αισθάνεται ότι αυτή τον αδίκησε και ο ίδιος απορρίπτει τις αρχές της, αλλά ακριβώς επειδή συναισθάνεται τόσο τη θέση που έχει ο ίδιος μέσα σ᾽ αυτήν όσο και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή τη θέση του. Δικαιολογημένα λοιπόν η αἰδώς του Έκτορα τον καθιστά τον κατεξοχήν τραγικό ήρωα του έπους της Ιλιάδας, στον βαθμό που απομακρύνεται από την κοινότητά του σεβόμενος και υπερασπιζόμενος τις ίδιες τις αρχές της.

Στην έκτη ραψωδία της Ιλιάδας ο Έκτορας, υποκινούμενος από το αίσθημα της αἰδοῦς, αρνείται να υπακούσει στις φρόνιμες συμβουλές της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τον προτρέπει (Ζ 407-439), στο όνομα του παιδιού τους και της συζυγικής τους σχέσης, να μην αντιμετωπίσει τους Αχαιούς και τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας αλλά μέσα, πάνω στις επάλξεις του κάστρου μαζί με τους συμπολεμιστές του. Όμως, για τον Έκτορα η υπεράσπιση της πόλης του σημαίνει να θυσιαστεί πολεμώντας γενναία στην εμπροσθοφυλακή της μάχης, έξω από τα τείχη της Τροίας, γιατί μόνον έτσι θα κερδίσει μεγάλη δόξα (βλ. κεφ. 12.2.3 [σ. 255]). Όλα τ᾽ άλλα, λέει στη γυναίκα του, είναι για τους κακούς (Ζ 441-446):

Κι εγώ, γυναίκα, τα συλλογίζομαι όλα τούτα, μα ντρέπομαι [αἰδέομαι] φοβερά τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, να γυρέψω να φύγω μακριά από τον πόλεμο σαν δειλός, Ούτε η ψυχή μου το λέει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος και να πολεμώ πάντα μέσα στους πρώτους ανάμεσα στους Τρώες, κερδίζοντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα μου και για μένα τον ίδιο.

Ο Έκτορας, κατανοώντας τον πόνο της γυναίκας του, υποστηρίζει κατ᾽ αρχάς ότι το συναίσθημα της αἰδοῦς απέναντι στον λαό του, ο οποίος θα μπορούσε να τον θεωρήσει δειλό (κακόν), τον υποχρεώνει να μην υπακούσει στα λόγια της. Στον κάπως εξωτερικό και υποθετικό αυτό λόγο ο ήρωας προσθέτει έναν δεύτερο, πιο βέβαιο και εσωτερικό. Ούτε η ίδια η ψυχή του, λέει, του επιτρέπει να συμμορφωθεί στην προτροπή της γυναίκας του, γιατί ο ίδιος έχει μάθει να είναι γενναίος, κατακτώντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα του και για τον εαυτό του. Είναι προφανές ότι το «μάθημα» που έχει αφομοιώσει ο Έκτορας περιλαμβάνει την αριστοκρατική του αγωγή, στην οποία, όπως ο ίδιος ο ήρωας εννοεί, εντάσσονται πατρικές συμβουλές σαν κι αυτές που δόθηκαν στον Γλαύκο και στον Αχιλλέα (Ζ 208, Λ 784): να είναι, δηλαδή, πάντα ο πρώτος και να αναδεικνύεται ανώτερος από τους άλλους. Ο Έκτορας, με άλλα λόγια, οδηγείται στο ένδοξο τέλος του, για δύο, αντιφατικούς κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους, λόγους: δεν υποχωρεί μέσα στο κάστρο της Τροίας από ντροπή μήπως ο λαός του τον χαρακτηρίσει δειλό, ενώ την ίδια στιγμή λέει ότι μένει έξω από τα τείχη της Τροίας από προσήλωση στις αξίες «αγωγής» της κοινότητάς του, η συναίσθηση των οποίων του προκαλεί επίσης αἰδῶ.

Η λειτουργία επομένως της αἰδοῦς είναι διπλή: αποτρεπτική-εξωτερική και προτρεπτική-εσωτερική. Και οι δύο ωστόσο αυτές λειτουργίες της αἰδοῦς οδηγούν τον ήρωα στο ίδιο αποτέλεσμα: στην κατάκτηση μεγάλης δόξας. Καθώς ο Έκτορας δηλώνει στην Ανδρομάχη ότι δεν υποχωρεί μέσα στο κάστρο της Τροίας όχι μόνο επειδή ντρέπεται τι θα πει γι᾽ αυτόν ο λαός του αλλά και γιατί δεν μπορεί να παραβιάσει αυτό που του επιβάλλει η ψυχή του, δείχνει ότι δεν συμμορφώνεται παθητικά σε ό,τι του επιβάλλεται από τους άλλους, αλλά ότι έχει κατά κάποιον τρόπο εσωτερικεύσει και έχει κάνει κτήμα του τις εξωτερικές αυτές εντολές.

Η επιλογή του Έκτορα να πολεμά έξω από τα τείχη της Τροίας αποδεικνύεται στην εξέλιξη της ιλιαδικής αφήγησης ολέθρια όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για την κοινότητά του. Αν ο ήρωας δεν αισθανόταν αἰδῶ απέναντι στους Τρώες και στις Τρωαδίτισσες και υπάκουε στις συμβουλές της Ανδρομάχης, καθοδηγώντας τον πόλεμο μέσα από την πόλη της Τροίας, θα είχε ενδεχομένως σώσει τον εαυτό του και τον στρατό του. Αυτό τουλάχιστον παραδέχεται και ο ίδιος, καθυστερημένα βέβαια. Λίγο πριν αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα στην εικοστή δεύτερη ραψωδία, αναλογίζεται (Χ 98-103) μήπως θα ήταν προτιμότερο να υποχωρήσει μέσα στο κάστρο της Τροίας· αποτρέπεται ωστόσο από μια τέτοια επιλογή, καθώς υπολογίζει στις κατηγορίες που θα δεχτεί από τον Πολυδάμαντα, ο οποίος επίμονα τον συμβούλευε στη δέκατη όγδοη ραψωδία (Σ 249-283), όπως και η γυναίκα του στην έκτη, να δώσει τη μάχη μαζί με τους συμπολεμιστές του μέσα από το κάστρο της Τροίας. Μόνος τώρα ο Έκτορας, λίγο πριν από τον ένδοξο θάνατό του, αναγνωρίζει ότι η πρόταση του εταίρου του θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ καλύτερη επιλογή, όμως ο ίδιος μονολογεί ότι τότε δεν την άκουσε.

Το αδιέξοδο του Έκτορα εντείνεται όχι μόνο εξαιτίας των κατηγοριών που θα δεχθεί από ένα μέλος της κοινότητάς του για ό,τι μέχρι τώρα έπραξε μένοντας έξω από το κάστρο της Τροίας, αλλά και γι᾽ αυτό που ενδεχομένως θα υποστεί, αν επιλέξει τελικά την υποχώρηση μέσα στο κάστρο της Τροίας. Και σ᾽ αυτή την περίπτωση το συναίσθημα της αἰδοῦς παίζει καθοριστικό ρόλο (Χ 104-107):

Τώρα, αφού κατάστρεψα το στρατό από τις ανοησίες μου [ἀτασθαλίῃσιν], ντρέπομαι [αἰδέομαι] τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, μήπως καμιά φορά άλλος κατώτερος [κακώτερος] από μένα πει: «Ο Έκτορας κατάστρεψε το στρατό μας, γιατί πίστεψε πολύ στη δύναμή του.»

Η αἰδώς του Έκτορα απέναντι στον λαό του αποκτά τώρα μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς ενδέχεται να στιγματιστεί όχι από την προσβολή ενός φιλικού του προσώπου, ισότιμου στο κύρος με τον ίδιο, όπως είναι ο Πολυδάμας, αλλά από έναν κατώτερης κοινωνικής θέσης, ασήμαντο, ο οποίος στο αρχαίο κείμενο ονομάζεται κακώτερος. Ο κοινωνικός στιγματισμός και στη δεύτερη αυτή περίπτωση είναι υποθετικός, που απασχολεί όμως τον Έκτορα στο παρόν και εκλαμβάνεται ως βέβαιος. Σάμπως ο ήρωας, καθώς επιλέγει να κατακτήσει την υστεροφημία με τον ένδοξο θάνατό του, να μην μπορεί να περιμένει να διαπιστώσει αν πράγματι στο μέλλον θα χαρακτηριστεί ο ίδιος κακός και η συμπεριφορά του ολέθρια. Εξάλλου, ο ίδιος ομολογεί ότι κατέστρεψε τον στρατό του, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τις παράτολμες πράξεις του ατάσθαλες (βλ. και κεφ. 11.11 [σ. 220]). Ο ήρωας δηλαδή, όπως και στην ομιλία του με την Ανδρομάχη, παρουσιάζεται να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του, επειδή κατέχει τα πρότυπα με τα οποία οι άλλοι τον κρίνουν. Δίνει την ίδια αξία σε μια συντελεσμένη πράξη του, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ατασθαλία, με μια, αντίστοιχου περιεχομένου, κατηγορία που θα διατυπωθεί δημόσια εναντίον του από έναν κατώτερό του. Έτσι και στη δεύτερη αυτή περίπτωση η αἰδώς του Έκτορα τον αποτρέπει αφενός από το να υποχωρήσει μέσα στα τείχη της Τροίας, και τον προτρέπει αφετέρου να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, για να διαπιστωθεί τελικά, όπως ο ίδιος λέει, «σε ποιον από τους δυο θα δώσει ο Ολύμπιος δόξα» (Χ 130, βλ. και κεφ. 12.2.1 [σ. 250]).

Η απουσία της αἰδοῦς συνεπάγεται τη δικαιολογημένη αποδοκιμασία των άλλων, που παίρνει συχνά τη μορφή του θυμού ή της αγανάκτησης και δηλώνεται ως νέμεσις. Η ρηματική ενέργεια της νεμέσεως δηλώνεται με το ρήμα νεμεσσάω «οργίζομαι, θυμώνω με τη συμπεριφορά κάποιου άλλου αλλά συχνά και με τον εαυτό μου». Ενώ η αἰδώς αποτρέπει κατά κύριο λόγο κάποιον από το να ενεργήσει ανάρμοστα σε μια συγκεκριμένη περίσταση, η νέμεσις τον παροτρύνει να προσβάλει όσους στερούνται την αἰδῶ. Όταν, αντίθετα, κάποιος αισθάνεται ότι με τις ανάρμοστες πράξεις του ενδέχεται να υποκινήσει την οργή (τη νέμεσιν) των άλλων προς το πρόσωπό του, τότε διαθέτει αξιοπρέπεια, φιλότιμο, αἰδῶ. Έτσι, η νέμεσις των άλλων προκαλεί την αἰδῶ.

Η σχέση αἰδοῦς και νεμέσεως είναι συμπληρωματική, γι᾽ αυτό και συχνά στο έπος εμφανίζονται μαζί. Ο Ποσειδώνας, όπως προηγουμένως ο Αγαμέμνονας, επιχειρεί να δώσει κουράγιο στους πανικοβλημένους Αχαιούς, καλώντας τους να συναισθανθούν αἰδῶ και νέμεσιν (Ν 121-124):

Μόνο βάλτε καθένας σας ντροπή [αἰδῶ] και φιλότιμο [νέμεσιν] μέσα σας, γιατί μεγάλη μάχη έχει σηκωθεί κιόλας. Ο βροντόφωνος Έκτορας πολεμά τώρα πια κοντά στα καράβια μας, όλος δύναμη, και έσπασε πόρτες και το μεγάλο σύρτη.

Το νεοελληνικό «φιλότιμο» στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι πολεμιστές οφείλουν στις κρίσιμες στιγμές να συναισθάνονται ότι θα κατηγορηθούν δειλοί, αν δεν ανταποκριθούν στις επιταγές της μάχης. Εξάλλου, τη νέμεσιν των συμπολεμιστών του φοβάται σε μια στιγμή αδυναμίας ο Μενέλαος, όταν, πάνω από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου και υπό την άμεση απειλή του Έκτορα, διχάζεται ανάμεσα σε δύο επιλογές (Ρ 91-95):

Αλίμονο σε μένα, αν αφήσω τα όμορφα όπλα και τον Πάτροκλο, που κοίτεται εδώ για τη δική μου την τιμή, φοβούμαι μήπως κανένας από τους Δαναούς, αν τύχει και με δει, θυμώσει [νεμεσήσεται] μαζί μου· αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή [αἰδεσθείς], μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί.

Ο ήρωας καλείται στην προκειμένη περίπτωση να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να εγκαταλείψει τα όπλα και το σώμα του Πατρόκλου κινδυνεύοντας να δεχθεί την οργή των συμπολεμιστών του (τη νέμεσιν)· ή από ντροπή προς τους Αχαιούς (αἰδεσθείς) να μείνει στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο όμως να χάσει τη ζωή του. Η αἰδώς κατά κάποιον τρόπο επιδιώκει να ματαιώσει τη νέμεσιν, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη, εφόσον ο νεκρός Πάτροκλος θυσιάστηκε για την τιμή του Μενελάου. Επομένως, η αἰδώς δεν αποτελεί μόνο κίνητρο για να εμπλακεί ο πολεμιστής στη μάχη, αλλά είναι και αφορμή υπεράσπισης της τιμής των φίλων του.

Γενικότερα, η αἰδώς συντηρεί κάθε είδους φιλότητα (κοινωνική, ακόμη και ερωτική). Στην Οδύσσεια ο μνηστήρας Αγέλαος, ανυποψίαστος μαζί με την ομάδα του για το τέλος που τον περιμένει, προτείνει στον Τηλέμαχο να επιτρέψει τον γάμο της μάνας του, δίνοντας την υπόσχεση ότι έτσι ο νεαρός ήρωας θα μπορεί στο εξής, δίχως την πίεση των μνηστήρων, να κυβερνά ανενόχλητος στην Ιθάκη. Ο γιος του Οδυσσέα, που έχει σχεδιάσει μυστικά με τον πατέρα του τη μνηστηροφονία, απαντά στον Αγέλαο με διπλωματικό τρόπο, λέγοντάς του πως καταρχήν ο ίδιος δεν έχει πρόβλημα να προχωρήσει σε δεύτερο γάμο η μητέρα του· από ντροπή ωστόσο δεν θα τολμούσε να τη διώξει από το παλάτι παρά τη θέλησή της (υ 343-344):

Όμως παρά τη θέλησή της να τη διώξω, νιώθω ντροπή [αἰδέομαι], αν φύγει αναγκασμένη - μη δώσει ο θεός να γίνει αυτό.

Η αἰδώς που αισθάνεται εδώ ο Τηλέμαχος συμπληρώνεται στη δεύτερη ραψωδία με τον, ειλικρινή του τώρα, φόβο μήπως, στην περίπτωση που εξαναγκάσει τη μάνα του σε δεύτερο γάμο, δεχτεί, εκτός των άλλων, τη νέμεσιν των κατοίκων της Ιθάκης. Η απάντησή του δίνεται στον μνηστήρα Αντίνοο, οποίος απειλεί τον νεαρό ήρωα στη συνέλευση των κατοίκων της Ιθάκης ότι οι υποψήφιοι γαμπροί της Πηνελόπης δεν θα το κουνήσουν από το παλάτι όσο δεν εξελίσσεται το θέμα του δεύτερου γάμου της (β 130-137):

Αντίνοε, δεν γίνεται, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι να τη διώξω

εκείνη που με γέννησε, εκείνη που μ᾽ ανάθρεψε. Όσο για τον πατέρα μου,

κάπου στα ξένα μπορεί να ζει, μπορεί να πέθανε. Κι είναι κακό,

αν τώρα πλήρωνα του Ικαρίου πολλά, για την περίπτωση που θα ξαπόστελνα

τη μάνα μου σ᾽ εκείνον μόνος μου·

γιατί κι απ᾽ τον πατέρα της θα βρω κακή ανταπόδοση, αλλά κι ένας θεός

θα ρίξει πάνω μου διπλό κακό, όταν η μάνα μου, αφήνοντας το σπίτι,

τις Ερινύες φωνάζοντας θα με καταραστεί· τότε κι οι άνθρωποι

θα μου φορτώσουν βαριά μομφή [νέμεσις].

Από την απάντηση του Τηλεμάχου προκύπτει ότι ο φόβος του μήπως του φορτώσουν οι κάτοικοι της Ιθάκης βαριά μομφή (νέμεσιν) δεν είναι εξωτερικός αλλά εσωτερικός, καθώς στηρίζεται στη συναίσθηση του χρέους που νιώθει ο νεαρός ήρωας απέναντι στη μητέρα του, που τον «γέννησε» και τον «ανάθρεψε».

Η έλλειψη της αἰδοῦς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ὕβριν· δηλαδή στην αλαζονική συμπεριφορά, που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων. Η ὕβρις περιλαμβάνει συχνά την αδιαντροπιά και τη σκληρότητα, που δηλώνεται με τη λέξη ἀναιδείη, ενώ ο ξεδιάντροπος χαρακτηρίζεται ἀναιδής. Οι πράξεις που συνοδεύουν την αντικατάσταση της αἰδοῦς από την ὕβριν δημιουργούν καταστάσεις αποκρουστικές και απεχθείς, τα αἴσχεα, προκαλώντας την έντονη αποδοκιμασία των άλλων, εκφρασμένη με τη νέμεσιν ή και την τίσιν.

Στην Ιλιάδα θεωρείται ὕβρις από τον Αχιλλέα και από τη μητέρα του η αρπαγή της Βρισηίδας από τον Αγαμέμνονα (Α 203, 214), ο οποίος, εξαιτίας της ξεδιάντροπης συμπεριφοράς του, χαρακτηρίζεται από τον οργισμένο ήρωα, «κερδοσκόπος» και «αναιδής» (Α 149, 158). Στην Οδύσσεια υβριστές χαρακτηρίζονται, εκτός από τον Πολύφημο, οι μνηστήρες, επειδή απρόσκλητοι, με τα αδιάκοπα γλέντια τους στο παλάτι της Ιθάκης, ρημάζουν την περιουσία του εξαφανισμένου Οδυσσέα και του ανήμπορου να αντιδράσει γιου του. Η μεταμορφωμένη θεά Αθηνά, όταν έρχεται στο παλάτι της Ιθάκης με σκοπό να ξεσηκώσει τον Τηλέμαχο στην αναζήτηση του πατέρα του, εκφράζει -σκόπιμα βέβαια- την έκπληξή της για το μέγεθος της αλαζονικής ὕβρεως των μνηστήρων, καθώς έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση τόσο έντονα αποκρουστική, που θα μπορούσε να υποκινήσει τη νέμεσιν (α 227-229):

γιατί πολύ ξεδιάντροποι μου φαίνονται και ξιπασμένοι, [ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως]

έτσι που τρων αυτοί και πίνουν στο παλάτι· θα αγανακτούσε [νεμεσήσσαιτο] ασφαλώς,

τα τόσα αίσχη [αἴσχεα] βλέποντας, αν κάποιος κατά τύχη ερχόταν,

φτάνει να ήταν συνετός.

Η ὕβρις εδώ τονίζεται από τη θεά Αθηνά με το επίρρημα ὑπερφιάλως (υπέρμετρα, υπερβολικά) και εξηγείται ως έλλειψη αἰδοῦς των μνηστήρων (πολύ ξεδιάντροποι και ξιπασμένοι). Η θέα της «αναίδειας» των μνηστήρων (α 254) για την Αθηνά προκαλεί τον αποτροπιασμό (αἴσχεα), που θα μπορούσε να εκδηλωθεί ως δικαιολογημένος θυμός (νέμεσις) κάποιου συνετού ανθρώπου εναντίον τους. Εξάλλου, στην Οδύσσεια οι μνηστήρες λούζονται κατά καιρούς με σωρεία πρόσθετων αρνητικών χαρακτηρισμών (νήπιοι «μωροί», ἀτάσθαλοι και ὑπερηρονέοντες «άφρονες και αλαζόνες» ὑπέρβιοι «ανεύθυνοι και βίαιοι», ὑπερμενέοντες «καταχραστές, που ξεχωρίζουν για την ὑπερβασίην τους, την "άνομη" συμπεριφορά τους»). Η μαύρη αυτή εικόνα των μνηστήρων είναι μία από τις στρατηγικές που επινοεί ο ποιητής, ώστε να φανεί στο τέλος δικαιολογημένη η εκδίκηση που παίρνει ο Οδυσσέας για τις καταχρηστικές τους πράξεις.

Λ. Πόλκας