Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

4.4. Ο ποιητής και ο αοιδός

Οι φιλοξενούμενοι αοιδοί στο εσωτερικό των ομηρικών επών (ένας ή περισσότεροι, επώνυμοι ή ανώνυμοι) ανακαλούν ως έναν βαθμό τη μορφή του επικού ποιητή σε αρχαϊκότερη όμως και πιο παραδοσιακή εκδοχή. Τούτο συμβαίνει, εκτός των άλλων, και επειδή οι συμβάσεις της ομηρικής ποίησης δεν επιτρέπουν ακόμη την προσωπική και ονομαστική προβολή μέσα στο έπος του ποιητή που το συνέθεσε. Πρόκειται για τυπολογική απαγόρευση, η οποία αίρεται για πρώτη φορά στη Θεογονία του Ησιόδου, λίγα μόλις χρόνια μετά τη σύνθεση της Οδύσσειας. Στα μεταγενέστερα μάλιστα Έργα του Ησιόδου εμπλέκονται ακόμη και αυτοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή, τα οποία αναφέρονται κυρίως στη δικαστική διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση.

Στα ομηρικά ωστόσο έπη το υποκείμενο του ποιητή παραμένει κατά κάποιον τρόπο στη σκιά. Όταν σπάνια υποβάλλεται, υποδηλώνεται με την προσωπική αντωνυμία: μοι, ἡμεῖς και ἐγώ στην Ιλιάδα· μοι και ἡμῖν στην Οδύσσεια. Και τούτο συμβαίνει όπου ο ποιητής εκ προοιμίου στρέφεται προς τη Μούσα, ζητώντας ή να του υπαγορεύσει εκείνη το ποίημά του (α 1) ή να τον στηρίξει μνημονικά, για να παραθέσει τον μακρύ κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο (Β 484, 486, 488). Και στις δύο περιπτώσεις η συμπλήρωση του ενικού αριθμού της προσωπικής αντωνυμίας με πληθυντικό αριθμό προϋποθέτει ότι ο ποιητής αισθάνεται μέλος σε συλλογικό σινάφι ραψωδών, εξ ονόματος του οποίου και μιλά. Κι ακόμη πως συντάσσεται και αυτός στο σώμα των ακροατών, που θα ακούσουν το υπαγορευμένο από τη Μούσα ποίημα. Η υπόνοια εξάλλου του επικού ποιητή αναγνωρίζεται και στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις, όπου ο ίδιος προσφωνεί κάποιον ήρωα σε κλητική πτώση. Στη Ιλιάδα, λόγου χάριν, τούτο συμβαίνει με τον αγαπημένο εταίρο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο (ο ποιητής τον προσφωνεί κάποτε Πατρόκλεις)· στην Οδύσσεια με τον χοιροβοσκό Εύμαιο (ο ποιητής τρυφερά τον αποκαλεί και Εὔμαιε συβώτα).

Με τους όρους αυτούς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο επικός ποιητής υποδύεται κατά κάποιον τρόπο τον παραδοσιακό αοιδό, ειδικότερα στα σημεία εκείνα που ομολογεί την εξάρτησή του από τη Μούσα ή τις Μούσες. Τούτο φαίνεται καθαρότερα στον πρώτο στίχο της Ιλιάδας, όπου η προσφώνηση του ποιητή πραγματοποιείται με το ρήμα ἄειδε, ενώ στην Οδύσσεια το παραδοσιακό αυτό ρήμα αντικαθίσταται με τη προστακτική του ρήματος ἐννέπω, ομόρριζου με τη λέξη ἔπος, που θα πει «λέγω», «ιστορώ», «διηγούμαι».

Πάντως, ούτε ο ποιητής της Ιλιάδας ούτε πολύ περισσότερο ο ποιητής της Οδύσσειας ταυτίζονται με τον παραδοσιακό αοιδό. Χρησιμοποιούν εντούτοις αυτό το προσωπείο, επειδή τους συνδέει με την προηγούμενη παράδοση και τους προσθέτει τελετουργικό κύρος. Η αίσθηση αυτή είναι εντονότερη στην Ιλιάδα, όπου λείπουν άλλοι επώνυμοι αοιδοί, με εξαίρεση το αντιπαράδειγμα του αοιδού Θάμυρη. Τη θέση του αοιδού φαίνεται να την καταλαμβάνει εδώ ο ίδιος ο ποιητής. Έτσι εξηγείται καλύτερα και η προγραμματική προβολή της παραδοσιακής σχέσης ποιητή και Μουσών στο προοίμιο του καταλόγου των πλοίων στη δεύτερη ιλιαδική ραψωδία (Β 484-493).

Ο ποιητής επικαλείται τις Μούσες, τις προσφωνεί ολυμπιάδες και θεές, και τους αναγνωρίζει παντογνωσία και πανταχού παρουσία. Σε αντίθεση προς τον ίδιο και τους ομοτέχνους του, για τους οποίους δηλώνει προσωπική άγνοια ως προς τα ένδοξα κατορθώματα των ηρώων - οι ποιητές μόνον ακουστά τα έχουν. Η μνημονική επομένως υποστήριξη των Μουσών είναι εντελώς απαραίτητη στον ποιητή της Ιλιάδας, προκειμένου να συντάξει επακριβώς τον κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών, που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Γιατί το πλήθος τους υπήρξε αναρίθμητο και τα ονόματά τους αδιάγνωστα. Μόνος του ο ποιητής δηλώνει ανίκανος να ανταποκριθεί στον ποιητικό αυτόν προορισμό. Ακόμη κι αν διέθετε, λέει, δέκα γλώσσες και άλλα τόσα στόματα, φωνή αράγιστη και ατσάλινη καρδιά, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει ένα τέτοιο χρέος μόνος του.

Ασφαλώς εδώ περιγράφεται η πιο αρχαϊκή μορφή αοιδού, εξαρτημένου απόλυτα από τις Μούσες, ενώ συγχρόνως προκαταβάλλονται οι στοιχειώδεις και απαραίτητες ικανότητες ενός παραδοσιακού ραψωδού: απέραντη μνήμη, ακαταπόνητη ευγλωττία, ονοματολογική ακρίβεια, δυνατή φωνή, ακούραστο στήθος. Στην Οδύσσεια ωστόσο, η οποία διαθέτει, όπως είδαμε, δύο επώνυμους και δύο ανώνυμους αοιδούς, η σχέση αρχαϊκού αοιδού και επικού ποιητή, χωρίς να καταργείται, σαφώς τροποποιείται. Εδώ φαίνεται να χειρίζεται ο ποιητής τη μορφή του αοιδού ως άλλοθί του, για να επιτύχει το στήσιμο μιας κλίμακας με τρεις βαθμίδες: ο αοιδός αποτελεί τη βάση της κλίμακας· ακολουθεί ο εσωτερικός αφηγητής, και αδιόρατος στην κορυφή της σκάλας στέκεται ο ίδιος ο ποιητής. Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε.

Στο μεταξύ καταγράφονται κάποιες ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μας ότι ο ποιητής της Οδύσσειας χειρίζεται με διαφορετικό τρόπο απ᾽ ό,τι ο ποιητής της Ιλιάδας τους δύο δικούς του επώνυμους αοιδούς. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών. Αυτό όμως είναι και το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας, επικεντρωμένο ειδικότερα στη μορφή του Οδυσσέα. Τούτο σημαίνει ότι, σχεδόν ειρωνικά, ο ποιητής υποδηλώνει ότι ο αυτοδίδακτος Φήμιος, ως προς το σημείο αυτό, αποτελεί μικρογραφία του: συμπυκνώνει σ᾽ ένα τραγούδι του το θέμα που ο ποιητής απλώνει σ᾽ ένα ολόκληρο έπος.

Όσο για τον Δημόδοκο, είναι φανερό ότι ο ποιητής εκμεταλλεύεται τα δύο ακραία τραγούδια του ως γέφυρα προς τη μεριά του Οδυσσέα. Όχι μόνο γιατί τα δύο αυτά τραγούδια εξυμνούν, καθένα με τον τρόπο του, το κλέος του ήρωα και συντελούν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του μπροστά στους Φαίακες. Αλλά και επειδή, όπως θα δούμε, ο Οδυσσέας έμπρακτα διαδέχεται τον αοιδό Δημόδοκο και με τους «Μεγάλους Απολόγους» του αποδεικνύει πως μπορεί να τον συναγωνιστεί με τη δική του αφηγηματική τέχνη.

Τέλος, ο προσωπικός χειρισμός των δύο αοιδών από τον ποιητή της Οδύσσειας φαίνεται και από τον συντακτικό τρόπο με τον οποίο προβάλλονται τα τραγούδια τους μέσα στο έπος. Γιατί τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου όσο και τα τρία τραγούδια του Δημοδόκου δεν συντάσσονται σε ευθύ λόγο και ως εκ τούτου δεν μπαίνουν σε εισαγωγικά, όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, όχι μόνο με τους «Απολόγους» του Οδυσσέα αλλά και με άλλες εσωτερικές αφηγήσεις της Οδύσσειας· του Νέστορα, του Μενελάου, του Εύμαιου. Αντ᾽ αυτού, τα τραγούδια και των δύο αοιδών, ασχέτως προς την έκτασή τους, συντάσσονται σε πλάγιο, όπως λέμε, λόγο· εξαρτώνται δηλαδή από το ρήμα ἄειδε, με το οποίο και εισάγονται. Αυτό σημαίνει ότι ελέγχονται από τον ποιητή· αυτός αποφασίζει το περιεχόμενό τους, την έκτασή τους, τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας κρατάει στο χέρι του τους δύο αοιδούς και τους κινεί λίγο πολύ σαν μαριονέτες. Τακτική που δεν εμποδίζει ωστόσο να εκλαμβάνονται από τον ακροατή και τον αναγνώστη του έπους οι δύο αοιδοί, ο Φήμιος και ο Δημόδοκος, ως αντικατοπτρισμοί του ίδιου, ως είδωλά του.

Δ. Ν. Μαρωνίτης