Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

4.1. Θάμυρις

Ο Θάμυρις κατάγεται από τη Θράκη. Έφτασε, λέει, κάποτε στο Δώριον της Πύλου (αφού προηγουμένως είχε σταματήσει στην Οιχαλία, στο παλάτι του βασιλιά Ευρύτου), για να πάρει μέρος σε ποιητικό αγώνα. Περήφανος για την τέχνη του, καυχήθηκε πως θα βγει νικητής, ακόμη και αν τον ανταγωνιστούν οι ίδιες οι Μούσες. Χολωμένες εκείνες με την υβριστική του έπαρση, τον τιμώρησαν παραδειγματικά: τον τύφλωσαν, του πήραν πίσω το χάρισμα της θεσπέσιας αοιδής, τον έκαναν ολότελα άμουσο, να μη θυμάται καν την τέχνη του κιθαριστή (Β 594-600). Το αρνητικό αυτό παράδειγμα του Θάμυρη είναι με τον τρόπο του αντιπροσωπευτικό και αξίζει κάπως να σχολιαστεί.

Πρώτα πρώτα επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι στα χρόνια του Ομήρου, και νωρίτερα, κυκλοφορούσαν επαγγελματίες αοιδοί, φημισμένοι για την τέχνη τους, όχι μόνο στη μικρασιατική ακτή και στα παράκτια νησιά του Αιγαίου αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπου οργανώνονταν μουσικοί και ποιητικοί αγώνες με έπαθλα, κατά πάσα πιθανότητα στην αυλή του βασιλιά, ώστε να φημίζεται και ο ίδιος. Το παράδειγμα του Θάμυρη δείχνει ακόμη πως ανάμεσα στους αγωνιζόμενους αοιδούς υπήρχε έντονος ανταγωνισμός, προκειμένου να αναδειχτεί και να βραβευτεί ο καλύτερος· ότι ο μουσικός και ποιητικός αγώνας γινόταν στο όνομα των Μουσών, οι οποίες αναγνωρίζονταν ως πηγή της μουσικής αοιδής και ως αξεπέραστο πρότυπό της. Ο ανταγωνισμός επομένως του αοιδού με τις Μούσες ερμηνεύεται ως ανεπίτρεπτη και κολάσιμη πρόκληση· οι Μούσες στην εξαιρετική αυτή περίπτωση αφαιρούν αυτόματα από τον αοιδό το δώρο της αοιδής (το τραγούδι και τη μουσική) και τον σακατεύουν με τύφλωση. Όλα αυτά τα στοιχεία συστήνουν επαρκώς τη μορφή και τον ρόλο του αοιδού στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια, και επαληθεύονται λίγο πολύ, όπως θα δούμε, και στην περίπτωση των επώνυμων αοιδών που φιλοξενεί η Οδύσσεια.

Απομένει ωστόσο ένα ακόμη ερώτημα: γιατί ο ποιητής της Ιλιάδας περιορίζεται, σε αντίθεση προς τον ποιητή της Οδύσσειας, σε έναν μόνο αοιδό, επιλέγοντας μάλιστα το αρνητικό παράδειγμα του Θάμυρη; Ο περιορισμός εξηγείται ίσως με το επιχείρημα ότι σ᾽ ένα έπος όπου κυριαρχεί το μεγάθεμα του πολέμου, τα περιθώρια μουσικής απαγγελίας στενεύουν, αν δεν μηδενίζονται. Γιατί το τραγούδι και η μουσική απαιτούν άνετη και εορταστική ατμόσφαιρα, τουλάχιστον πολεμική απραξία. Τούτο επαληθεύεται από δύο ιλιαδικά παραδείγματα, στα οποία η μουσική απαγγελία συντελείται ακριβώς σε ώρα πολεμικής αποχής ή πάνδημης γιορτής.

Το πρώτο παράδειγμα εμφανίζεται στο πλαίσιο της «Πρεσβείας» της ένατης ραψωδίας. Ο Φοίνικας, ο Οδυσσέας και ο Αίας, αποσταλμένοι από τον Αγαμέμνονα, φτάνουν στη σκηνή του οργισμένου, και γι᾽ αυτό απόλεμου, Αχιλλέα, για να τον εξευμενίσουν με παρακλητικές παραινέσεις και πλούσια δώρα. Τον βρίσκουν να τέρπεται παίζοντας την περίτεχνη φόρμιγγά του, λάφυρο πολέμου από το κάστρο του Ηετίωνα (πατέρα της Ανδρομάχης), τραγουδώντας κατορθώματα γενναίων πολεμιστών (κλέα ἀνδρῶν), ενώ ο Πάτροκλος, απέναντί του καθισμένος, τον ακούει σιωπηλός (I 186-190). Μπορεί ο Αχιλλέας να μην είναι επαγγελματίας αοιδός, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να ασκεί ερασιτεχνικά τη μουσική τέχνη, χτυπώντας την κιθάρα του και τραγουδώντας ένα τραγούδι με θέμα καθαρά επικό. Αν μάλιστα σωστά ερμηνεύεται η σιωπηλή προσήλωση του Πατρόκλου ως αναμονή, για να διαδεχθεί τον Αχιλλέα στην ίδια μουσική επίδειξη, τότε ο ζευγαρωτός αυτός τρόπος έγχορδης απαγγελίας συμφωνεί με ανάλογα ζεύγη σε προφορικά έπη, όπου ο ένας ραψωδός διαδέχεται στον μουσικό λόγο τον άλλο.

Το δεύτερο παράδειγμα, ανώνυμου τώρα, αοιδού εντοπίζεται στο τέλος της δέκατης όγδοης ραψωδίας, όπου περιγράφονται η κατασκευή και ο στολισμός της δεύτερης ασπίδας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο, επειδή η πρώτη ηφαιστότευκτη πανοπλία του έχει περάσει στα χέρια του Έκτορα, ο οποίος την οικειοποιήθηκε, σκοτώνοντας και γυμνώνοντας τον Πάτροκλο που τη φορούσε. Σ᾽ αυτή τη δεύτερη λοιπόν ασπίδα χαράσσει ο τεχνουργός θεός μια πάνδημη γιορτή, με την οποία ο ποιητής σφραγίζει πανηγυρικά τη σχετική περιγραφή του. Παραφράζονται οι οικείοι στίχοι, που καταλήγουν στην εμφάνιση ενός ανώνυμου αοιδού (Σ 590-606):

Χάραξε, λέει, ο χωλός θεός πάνω στην ασπίδα και στόλισε ένα χοροστάσι, αντάξιο μ᾽ εκείνο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης στην Κνωσό. Κι ο στολισμός παρίστανε: αγόρια και κορίτσια να χορεύουν, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου από τον καρπό· λινό, λεπτό ρούχο φορούσαν οι κοπέλες, οι νέοι χιτώνες που έλαμπαν ποτισμένοι από το λάδι· στεφανωμένες εκείνες με λουλούδια, κι εκείνοι στολισμένοι με χρυσά μαχαίρια, κρεμασμένα από λουριά ασημένια· όλοι τους να χορεύουν με πόδια που πετούσαν ελαφρά και γρήγορα, όπως και όσο ο τροχός έμπειρου κεραμέα που παρακολουθεί το γύρισμά του· άλλοτε πάλι να γίνεται ο χορός αντικριστός, η μια σειρά απέναντι στην άλλη· γύρω τους κόσμος πολύς να τους κοιτά και να τους καμαρώνει, κι εκεί στο πλάι ο θείος αοιδός, χτυπώντας την κιθάρα του να τραγουδά, κρατώντας τον ρυθμό σε δύο ακροβάτες που ακροβατούσαν στη μέση του χορού.

Θεσπέσιο το τεχνούργημα του χωλού θεού, θεσπέσια και η περιγραφή του ποιητή, στους αντίποδες της φονικής μάχης. Σ᾽ αυτό το πλαίσιο, έχουμε ένα θετικό παράδειγμα ανώνυμου αοιδού, που ισορροπεί στην Ιλιάδα το επώνυμο αντιπαράδειγμα του Θάμυρη.

Πάμε στους αοιδούς της Οδύσσειας, που είναι περισσότεροι και εμπλέκονται αμεσότερα στην αφήγηση και στη δράση του έπους. Η Οδύσσεια λοιπόν διαθέτει τέσσερις αοιδούς: δύο επώνυμους και δύο ανώνυμους. Επώνυμοι είναι ο Φήμιος στην Ιθάκη και ο Δημόδοκος στη Σχερία, στο νησί των Φαιάκων. Ανώνυμοι: ένας που φευγαλέα εμφανίζεται στο γαμήλιο συμπόσιο της Σπάρτης (δ 17-18)· άλλος που εντοπίζεται στο Άργος, επιφορτισμένος μάλιστα από τον Αγαμέμνονα με πρόσθετα καθήκοντα φύλακα και συμβούλου της Κλυταιμνήστρας, όσο θα έλειπε ο σύζυγός της στην Τροία (γ 167-171). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η παρουσία αοιδού στο βασιλικό παλάτι θεωρείται την εποχή αυτή αυτονόητη - εξαίρεση αποτελεί μόνον η βασιλική αυλή του Νέστορα στην Πύλο.

Επιμένοντας ειδικότερα στους επώνυμους αοιδούς, στον Φήμιο και στον Δημόδοκο, πιστοποιούμε συστατικά στοιχεία κοινά και αποκλίνοντα. Ο Δημόδοκος φαίνεται παραδοσιακός και αρχαϊκότερος· ο Φήμιος μάλλον νεωτερικός και πιο οικείος. Διαφορά που συνοδεύει την εμφάνισή τους, το ρεπερτόριό τους, τη θέση τους και την τύχη τους μέσα στο βασιλικό παλάτι, τη συμπεριφορά και την αποδοχή τους.

Δ. Ν. Μαρωνίτης