Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Επιλεγόμενα

Διατρέξαμε την ελληνική αρχαιότητα σε αναγκαστικά περιορισμένο χώρο. Η παρουσίαση χιλίων διακοσίων ετών ιστορίας σε ένα εγχειρίδιο είναι εκ των πραγμάτων σχηματική. Από το τέλος του 8ου προχριστιανικού αιώνα έως τον λήγοντα 4ο της νέας εποχής, πολλά πράγματα άλλαξαν στον αρχαίο κόσμο. Για να φανεί η εξέλιξη, έπρεπε να τονιστούν οι διαφορές. Ωστόσο, οι αλλαγές που επήλθαν στην εκτενή περίοδο που εξετάσαμε, όσο σημαντικές και αν ήταν, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ραγδαίες εξελίξεις, στην τεχνολογία και τη νοοτροπία, που γνώρισε ο κόσμος προσφάτως.

Ο αρχαίος κόσμος υπήρξε κόσμος παραδοσιακός, σχετικά σταθερός και αρκετά συντηρητικός. Σπανίως νέες ανακαλύψεις άλλαζαν τη ζωή των περισσότερων ανθρώπων και ακόμα σπανιότερα μπορούσαν να τροποποιήσουν τις αντιλήψεις τους. Η ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς, η δημιουργία εργαλείων, η γεωργία και η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου υπήρξαν καταλυτικές αλλαγές. Όλες όμως είχαν συντελεσθεί πολύ πριν από την περίοδο που εξετάσαμε.

Έως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες μπορούσε κανείς να βρει στην ελληνική ύπαιθρο αγρότες και κτηνοτρόφους, αλιείς και τεχνίτες, μικροπωλητές και μετακινούμενους εμπόρους, των οποίων οι συνήθειες εργασίας και ο τρόπος ζωής δεν είχαν αλλάξει ιδιαίτερα από την εποχή του Ησιόδου: όργωναν τα χωράφια με ένα ζεύγος βοδιών· ξεχειμώνιαζαν τα αιγοπρόβατά τους στους κάμπους και τα μετέφεραν στα ορεινά το καλοκαίρι· χρησιμοποιούσαν βάρκες με ιστία και κουπιά· ψάρευαν με αγκίστρια και δίχτυα· πρόσεχαν καθημερινά τα σημάδια του καιρού· αντάλλασσαν τα προϊόντα τους συνήθως δίχως τη χρήση νομισμάτων· τρέφονταν καθημερινώς με αγροτικά και γαλακτοκομικά προϊόντα και σπανίως έτρωγαν κρέας· ύφαιναν μόνοι τους ρούχα, στρωσίδια και κλινοσκεπάσματα και κεντούσαν τις καλές τους φορεσιές· προστατεύονταν από τον φθόνο των συγχωριανών τους με μαγικές επικλήσεις, χειρονομίες και φυλακτά· έκαναν τάματα σε δύσκολες φάσεις της ζωής, τα οποία έσπευδαν να εκπληρώσουν με την πρώτη ευκαιρία· έβλεπαν τα αρσενικά παιδιά ως πλουτοπαραγωγικές μονάδες και θεωρούσαν τα κορίτσια δαπανηρά και εγγενώς εξαρτημένα όντα που έπρεπε να προικιστούν και να περάσουν από την επίβλεψη του πατέρα στην προστασία του συζύγου· μάθαιναν τα νέα προφορικώς από τους ξένους και τα διέδιδαν ο ένας στον άλλο· δεν γνώριζαν, οι περισσότεροι, γραφή ή ανάγνωση, αλλά θεωρούσαν καθήκον τη φιλοξενία· συχνά αυτοδικούσαν και ακόμη συχνότερα φιλονικούσαν μεταξύ τους· είχαν θρησκευτικά πανηγύρια και υπερφυσικούς προστάτες για τις κρίσιμες φάσεις της ζωής· μοιρολογούσαν τους συγγενείς τους σαν να μην πίστεψαν ποτέ στη χριστιανική ανάσταση και φαντάζονταν τον Άδη όπως περίπου τον περιγράφει ο Όμηρος. Ακολουθούσαν, με έναν λόγο, τα έθιμα και τις δοξασίες του τόπου τους δίχως να αναρωτιούνται για την αλήθεια ή την αξία τους. Ο κόσμος τους ήταν κλειστός και βραδύς. Ο δικός μας, ο σύγχρονος κόσμος, είναι ανοικτός και διαρκώς εξελισσόμενος. Τα νέα κυκλοφορούν γραπτώς με ασύλληπτη ταχύτητα, οι τηλεοπτικές και διαδικτυακές εικόνες μάς μεταφέρουν σε κάθε σημείο του πλανήτη, οι τεχνολογικές εφευρέσεις και εφαρμογές διαδέχονται η μία την άλλη. Μέσα στη διάρκεια μιας ζωής ο καθένας αναγκάζεται να ζήσει τις ζωές πολλών ανθρώπων.

Η μεγάλη τομή στη δυτική ιστορία (που έχει πλέον καταστεί παγκόσμια) ανιχνεύεται στη νεότερη εποχή με την επιστημονική επανάσταση και τη μαθηματικοποίηση της σκέψης. Η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η θυελλώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας άλλαξαν συλλήβδην ήθη, έθιμα, πρακτικές και νοοτροπίες αιώνων. Συγκριτικά με τη μεγάλη αυτή τομή, η ασυνέχεια της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας με τον Μεσαίωνα, ανατολικό και δυτικό, είναι λιγότερο πρόδηλη.

Πίσω από τις μικροαλλαγές που επιφέρει κάθε νεότερη γενεά στις αντιλήψεις της προγενέστερης για τον κόσμο και πίσω από τις αναντίρρητα πολύ σημαντικότερες κοσμοθεωρητικές μεταλλάξεις που προκαλούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα και οι πολιτικές επαναστάσεις κρύβεται μια ιστορία μακράς διάρκειας. Από την προοπτική του εξωτερικού παρατηρητή που βλέπει τις αδρές μόνο γραμμές της ιστορικής ροής, «μακρά διάρκεια» σημαίνει τη σχετικά ενιαία κοινωνική δομή, οικονομική οργάνωση και πνευματική συγκρότηση ενός χώρου για πολλούς αιώνες.

 

Κύριο μέλημα της αρχαϊκής εποχής υπήρξε η συγκρότηση αυτόνομων πόλεων. Η ιδιόμορφη αυτή κρατική οργάνωση δεν αναπτύχθηκε διαμιάς, ούτε είχε την ίδια πολιτειακή δομή σε όλους τους τόπους. Έδωσε ωστόσο καθαρά το στίγμα της πολιτικής αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων. Στην κλασική εποχή η ἰσηγορία και η ἰσονομία επεκτάθηκαν με μια σημαντική διεύρυνση του σώματος των πολιτών.

Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή η πολιτική ενότητα των Ελλήνων δεν υπήρξε ιδανικό ούτε των αρχόντων ούτε των αρχομένων. Οι πολίτες ήθελαν να ζουν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι μέσα στα όρια της περιορισμένης δικής τους επικράτειας. Αν και οι Έλληνες αισθάνονταν ότι αποτελούν φυλετική, γλωσσική και θρησκευτική ενότητα με κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα και κοινές λατρευτικές συνήθειες, η ιδέα της πολιτικής ενοποίησης τούς ήταν ξένη και απεχθής. Το όραμα μιας πολιτικής συνομοσπονδίας Ελλήνων, μιας γενικευμένης συμμαχίας (που θα μπορούσε να θεωρηθεί προάγγελος της πολιτικής τους ενοποίησης) ήρθε ως αποτέλεσμα των ηγεμονικών τάσεων, αρχικώς της Σπάρτης και, στη συνέχεια, της ισχυροποιημένης Αθήνας. Μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί ήταν, όπως φάνηκε, η βία και η επιβολή. Όμως η Αθήνα ηττήθηκε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και η Σπάρτη στάθηκε αδύναμη να αξιοποιήσει τη νίκη της.

Η πολιτική ενοποίηση των Ελλήνων (εκτός αυτών που κατοικούσαν στη Δύση) επιτεύχθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β', και της Ανατολικής Μεσογείου, σχεδόν στο σύνολό της, από τον Μέγα Αλέξανδρο. Το περσικό όνειρο μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, όπως το περιγράφει ο Ηρόδοτος, δεν το ολοκλήρωσαν οι Διάδοχοι με τους σκληρούς πολέμους αναμεταξύ τους αλλά οι Ρωμαίοι. Η κατάκτηση της Ελλάδας από τη Ρώμη αποτελεί, με την έννοια αυτή, συνέχεια της επεκτατικής πολιτικής των Περσών και των Μακεδόνων κατά τον 5ο και 4ο αιώνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να αναρωτηθούμε τι διατηρήθηκε αναλλοίωτο και τι άλλαξε στη συγκρότηση του ελληνισμού.

Η τεχνολογία του πολέμου γνώρισε σημαντικές αλλαγές στην υπερχιλιετή αυτή ιστορία. Η οπλιτική φάλαγγα, η οργανική συμμετοχή του ιππικού στις μάχες, η μαζική αξιοποίηση των πελταστών, η λοξή φάλαγγα, η μακεδονική σάρισα, οι πολιορκητικές μηχανές και οι καταπέλτες, οι τριήρεις και τα πολεμικά πλοία με τις περισσότερες σειρές κουπιών, οι πολεμικοί ελέφαντες και η ρωμαϊκή λεγεώνα ήταν ορισμένες από τις πολλές βελτιωμένες μεθόδους για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εχθρού. Στον χώρο της πολιτικής η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη της αρχαϊκής εποχής ήταν η κυριαρχία του νόμου, και της κλασικής εποχής η δημοκρατία και η ανάπτυξη της ρητορικής. Η τέχνη της πειθούς δεν χάθηκε, όταν περιορίστηκαν οι συνθήκες πολιτικής ελευθερίας που την είχαν καταστήσει απαραίτητο όπλο όποιου ήθελε να έχει δημόσιο λόγο. Αντιθέτως μάλιστα: η επιμέλεια της γλώσσας και η εκφραστική δεινότητα θεωρήθηκαν διακριτικά γνωρίσματα του ελληνικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων και διαδόθηκαν σε τομείς άσχετους με την πολιτική.

Στον χώρο του υψηλού πολιτισμού η ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης, της ποίησης και της τέχνης υποδήλωνε τη χαρακτηριστικά ελληνική αναζήτηση του ωραίου και του αληθινού μέσα στο έλλογο και το τεχνήεν. Η σημαντικότερη ωστόσο τεχνολογική αλλαγή που πέτυχε η ελληνική αρχαιότητα ήταν μάλλον η εφεύρεση της φωνητικής γραφής και η σταδιακή διάδοση του αλφαβητισμού. Ο γραπτός λόγος συμπλήρωσε τον προφορικό ως μέσο διάδοσης της γνώσης, ιδίως της εξειδικευμένης (επιστημονικής, φιλοσοφικής και φιλολογικής), και οι αρχαίες κοινωνίες προετοιμάστηκαν για να δεξιωθούν μία από κάθε άποψη σημαντικότατη αλλαγή: την πρώτη θρησκεία του Βιβλίου που έμελλε να αποκτήσει οικουμενική εμβέλεια.

Ο χριστιανισμός ήταν ασφαλώς η πιο ακραία μορφή θρησκείας που βασιζόταν στον γραπτό λόγο. Ιερές γραφές υπήρχαν σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της Ανατολής. Όμως μόνο με τον χριστιανισμό ο λόγος που καταγράφηκε σε ένα βιβλίο, ή μάλλον σε μια συλλογή βιβλίων, τη Βίβλον, απέκτησε τον χαρακτήρα της αναλλοίωτης αλήθειας, με την οποία έπρεπε ιδεωδώς να εναρμονίζονται οι ζωές των ανθρώπων. Ο αποκαλυπτικός γραπτός λόγος του χριστιανισμού υπήρξε το κοινό σημείο αναφοράς και το αυθεντικό μέτρο ορθότητας συμπεριφορών και πεποιθήσεων για τα μέλη της νέας θρησκείας που άρχισε να εξαπλώνεται στην οικουμένη. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς την ανάπτυξη της συγκριτικά εύκολης στην εκμάθηση αλφαβητικής γραφής και χωρίς τη διάδοση της σημασίας του γραπτού λόγου σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού.

Με τον χριστιανισμό η θρησκευτικότητα αυτονομήθηκε από την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτική ζωή των ανθρώπων και συχνά αντιπαρατέθηκε σε αυτήν. Οι χριστιανοί ανέπτυξαν μια αλλοκοσμική και εσχατολογική στάση σε ευθεία αντίθεση με την ενδοκοσμικότητα των άλλων μορφών λατρείας που είχε γνωρίσει ο αρχαίος κόσμος. Με αυτή την έννοια, ο χριστιανισμός υπήρξε ίσως η πρώτη αυτόνομη θρησκεία. Κανένα εθνικό, φυλετικό, κοινωνικό ή μορφωτικό στοιχείο δεν εμπόδιζε κάποιον να γίνει χριστιανός, αν το επιθυμούσε, αλλά και κανένα στοιχείο καταγωγής ή παράδοσης δεν μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να συνδυαστεί με αυτή τη νέα ιδιότητα. Με τον χριστιανισμό ο άνθρωπος απογυμνώθηκε από τις παραδόσεις και έγινε το κέντρο του κόσμου και το κύριο μέλημα του Θεού. Αντί να αναζητεί πλέον εκείνος το αναλλοίωτο και αμετάβλητο θείο στοιχείο (είτε στη φύση είτε στο εσώτερο της ψυχής του), σε μια πορεία εξύψωσης και υπέρβασης των θνητών ορίων που πολλοί Έλληνες ονόμαζαν ἔρωτα, ο Θεός και οι αντιπρόσωποι του Θεού στη γη ήταν τώρα αυτοί που μεριμνούσαν για την ανθρώπινη σωτηρία με μια χαρακτηριστική σύγκλιση προς την αδυναμία (ἔλεος, εὐσπλαγχνία, ἀγάπη). Η ενεργητική αυτή εμπλοκή του ενός και μόνου αληθινού Θεού στον κόσμο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αδιαλλαξία των χριστιανών και τη μισαλλοδοξία τους προς τις κοινές λατρευτικές συνήθειες των λαών της ρωμαϊκής οικουμένης. Η επιβολή του χριστιανισμού, στον ύστερο 4ο αιώνα, ως της μόνης αποδεκτής θρησκείας για όλες τις εθνικές ομάδες και όλες τις φυλές της αυτοκρατορίας (με μια μικρή ανοχή προς τον ιουδαϊσμό) σήμαινε την περιθωριοποίηση και σταδιακή εξάλειψη της κοινής λατρείας, των κοινών θεών και των κοινών δοξασιών των Ελλήνων. Η εσχατολογική προοπτική άρχισε να θριαμβεύει έναντι της φυσικής ἀρετῆς.

Από αξιολογικά ουδέτερο φυλετικό όνομα που ήταν αρχικώς, η λέξη Ἕλλην μετατράπηκε, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., σε σημασιολογικώς φορτισμένο (με θετικό πρόσημο) όρο, ο οποίος δήλωνε τον λαό που αγαπούσε την πολιτική ελευθερία, δεν ανεχόταν τις τυραννίες και βρισκόταν στους αντίποδες του ασιατικού απολυταρχισμού. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. η λέξη πήρε την επίσης θετική σημασία του πολιτιστικά προηγμένου και καλλιεργημένου ανθρώπου, του πεπαιδευμένου. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Όταν όμως εγκαινιάστηκε ο διάλογος των χριστιανών με την καθεστηκυία τάξη της Ρώμης κατά τον 2ο αιώνα, η λέξη Ἕλλην, από θετική που ήταν έως τότε, πήρε την αρνητική σημασία του ειδωλολάτρη και αυτού που αγνοεί την αλήθεια του ευαγγελίου.

Από τα τρία ιδεολογικά κριτήρια της ηροδότειας διάκρισης των Ελλήνων, το πρώτο, το ὅμαιμον, χάθηκε μέσα στις εκτενείς επικράτειες της Ανατολής με τις άλλοτε επιβεβλημένες και άλλοτε εκούσιες επιγαμίες, ενώ το δεύτερο, το ὁμόγλωσσον, έδωσε τη δυνατότητα να θεωρηθούν Έλληνες όλοι όσοι μεταχειρίζονταν σωστά την ελληνική, ιδιαιτέρως με την εδραίωση του Αττικισμου. Το τρίτο στοιχείο της αναγνώρισης, που θα μπορούσε να ονομαστεί «ομόδοξον» ή «ομόθρησκον», αγκάλιασε αρχικώς τον κόσμο της Ανατολής και αγκαλιάστηκε από αυτόν. Με γλώσσα κοινή και θρησκευτικές πρακτικές που ρίζωναν στο ίδιο πνευματικό υπέδαφος και εξαγίαζαν τη ζωή και τη φύση στο σύνολό της (ακόμη και στις μυστηριακές δοξασίες), το διευρυμένο ἑλληνικόν έγινε η συνιστώσα εκείνη του εν πολλοίς κοινού πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου που παρείχε λογική διάρθρωση των κοινών εμπειριών και ικανοποιούσε τον νου. Όμως με τον χριστιανισμό ο κοινός αυτός κόσμος κλονίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Έτσι, ακόμη και αν η Ανατολική Μεσόγειος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, ακόμη και αν οι επιμειξίες με αλλοεθνείς στον χώρο της κυρίως Ελλάδας ήταν περιορισμένες και η όποια φυλετική καθαρότητα των κατοίκων σχετικά ανέπαφη, το γεγονός ότι βρέθηκαν εκτός νομιμότητας «τα κοινά ιδρύματα των θεών και οι κοινές θυσίες» υποδεικνύει αντίστοιχη αλλαγή στα ὁμότροπα ἤθη. Η αλλαγή αυτή δεν ήταν ούτε ξαφνική ούτε ραγδαία. Ήταν όμως τέτοιας λογής και τόσης έκτασης ώστε δικαιολογεί την περάτωση της αφήγησής μας. Εφεξής, οι όποιες αρχαιοελληνικές επιβιώσεις ή αναβιώσεις ήταν αναμενόμενο να εμβολιάζονται στο σώμα του χριστιανισμού και με διαδοχικές αναγεννήσεις να το μεταλλάσσουν, αλλά να μην έχουν πλέον μια αυτόνομη, δική τους ζωή. Οι τρόποι με τους οποίους οι επιβιώσεις αυτές μετάλλαξαν τον ίδιο τον χριστιανισμό είναι μια άλλη ιστορία.

Δημήτρης I. Κυρτάτας

Σπύρος I. Ράγκος