Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

7.3. Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον άγριο νικητή της

Οι παλαιότεροι Ρωμαίοι δεν διέθεταν υψηλή λογοτεχνία. Άνθρωποι πρακτικοί και ακαλλιέργητοι αρχικά, είδαν την ιστορική μοίρα να τους προορίζει για κατακτήσεις που θα έφερναν τελικά «ειρήνη και ασφάλεια» (όπως επαναλάμβανε το ρωμαϊκό σύνθημα ο απόστολος Παύλος). Ο πόλεμος τους ήταν προσφιλής και η αποτελεσματική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της κυριαρχίας. Στη δημιουργία κανόνων για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και στην απονομή της δικαιοσύνης οι Ρωμαίοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα. (Ακόμη και σήμερα η ρωμαϊκή νομοθεσία αποτελεί πρότυπο πρακτικού δικαίου.) Στα γράμματα και τις τέχνες, όμως, χρειάστηκε να δοθεί ένα έναυσμα από αλλού για να μπορέσει η ρωμαϊκή κοινωνία να υπερβεί το όριο των αγροτικών ασμάτων και της λαϊκής τέχνης. Το έναυσμα δόθηκε από την επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό - της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας αρχικά, της κυρίως Ελλάδας και των ελληνιστικών βασιλείων στη συνέχεια.

Ο πρώτος άνδρας που έφερε, καθώς λεγόταν, σε επαφή τη Ρώμη με τον ποιητικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένας απελεύθερος από τον Τάραντα, που ονομαζόταν Λίβιος Ανδρόνικος. Ο άνθρωπος αυτός, ελληνικής καταγωγής τουλάχιστον κατά το ήμισυ, παρουσίασε γύρω στο μέσον του 3ου αιώνα μια διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας στα λατινικά και δημιούργησε έναν κύκλο μαθητών, τους οποίους άρχισε να μυεί στην ποιητική παραγωγή των Ελλήνων. Ο Ανδρόνικος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ορθή μεταφορά του ελληνικού έπους στη λατινική και αναζήτησε αρχαϊκές εκφράσεις και ομόλογους θεούς των Ρωμαίων για να αποδώσει τους λεκτικούς αρχαϊσμούς και το πάνθεο του Ομήρου. Επίσης, παρουσίασε μια τραγωδία και μια κωμωδία, γραμμένες σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, σε μια μεγάλη γιορτή της Ρώμης όπου η παντομίμα και ο χορός είχαν μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία. Στις επόμενες δεκαετίες ο εκρωμαϊσμός της ελληνικής τραγωδίας θα ολοκληρωνόταν με τους πρώτους αμιγώς Λατίνους ποιητές.

Ωστόσο, το πλέον κατάλληλο μέσο για την έκφραση της δικής τους ιδιαίτερης φωνής στον χώρο του θεάτρου οι Ρωμαίοι το βρήκαν στην κωμωδία. Ο Πλαύτος (περ. 250-184) και ο Τερέντιος (περ. 190-159) ακολούθησαν βασικά τη γραμμή που είχε χαράξει ο Μένανδρος με τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία, αλλά εμπλούτισαν τόσο τη θεματολογία όσο και τη μορφή της. Τα έργα τους είναι τα αρχαιότερα αρτίως σωζόμενα δείγματα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας.

Η γενέθλια πράξη για την ανάπτυξη υψηλής λογοτεχνίας στον λατινόφωνο κόσμο προήλθε από έναν πρώην δούλο. Δύο αιώνες αργότερα, η λατινική ποίηση θα βρισκόταν σε τέτοια ακμή, ώστε οι θεράποντές της να συναναστρέφονται τους ανθρώπους της πολιτικής δράσης στα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας (Παπαγγελής κεφ. 4.4 [σ. 61-68]). Στον λεγόμενο «χρυσό αιώνα» των λατινικών γραμμάτων, η ποίηση βρέθηκε άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική πραγματικότητα.

Η επικράτηση του Αυγούστου, η μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή λίμνη -«η θάλασσά μας», όπως έλεγαν με υπερηφάνεια οι Ρωμαίοι- και η προσδοκία μιας γενικής ειρήνης στη ρωμαϊκή οικουμένη δημιούργησαν πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξη των γραμμάτων: αφενός ελεύθερο χρόνο και αφετέρου ανάγκη εξύμνησης της νέας τάξης πραγμάτων που εκπροσωπούσε ο ισόθεος αυτοκράτορας. Το έργο ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο Βιργίλιος (70-19), αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η ελληνική μυθολογία είχε ήδη εμπνεύσει τους Ρωμαίους και διαποτίσει τη θρησκεία τους. Η εξύμνηση του Αυγούστου και της ενωμένης αυτοκρατορίας του έπρεπε να περάσει μέσα από ένα ηρωικό παρελθόν -σκέφτηκε ο Βιργίλιος-, όπως ο θρυλικός πόλεμος της Τροίας και οι αντίστοιχες ηρωικές περιπλανήσεις του Αινεία.

Χρονολογικά ο Βιργίλιος δεν ήταν ο πρώτος επικός ποιητής της Ρώμης. Το λατινικό έπος είχε ανθίσει νωρίτερα, αν και βρισκόταν σε φανερή παρακμή στην εποχή του. Ο Βιργίλιος όμως έγινε, από την άποψη της αξίας, ο πρώτος επικός ποιητής στη λατινική λογοτεχνία, διότι κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αξεπέραστο μύθο για την αιώνια πόλη και την ιδέα της αυτοκρατορίας. Η μίμηση του Ομήρου προχώρησε πολύ πέρα από την απομίμηση ενός προτύπου. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα γραμματειακά είδη. Όλοι οι Ρωμαίοι ποιητές και πεζογράφοι είχαν έναν προγενέστερο Έλληνα για πρότυπό τους, συχνά και περισσότερους του ενός ταυτόχρονα. Άλλοτε ο Αλκαίος και η Σαπφώ, άλλοτε ο Πίνδαρος, άλλοτε ο Θεόκριτος, κάποτε μάλιστα και ο Καλλίμαχος, λειτούργησαν ως σημεία αναφοράς για τη λατινική λυρική, επική και βουκολική ποίηση. Η Αινειάδα του Βιργιλίου, πάντως, αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα στην ποιητική παραγωγή των Ρωμαίων.

 

Ο Πολύβιος αποτέλεσε το μεγάλο πρότυπο των Λατίνων ιστορικών, οι οποίοι διακρίθηκαν για την πραγματιστική αντίληψη των ιστορικών συμβάντων. Κάποιοι, όπως χαρακτηριστικά ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ήταν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης και ενδιαφέρθηκαν να καταγράψουν γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι. Πολλοί ήταν συγκλητικοί. Ιστοριογραφία για αρκετούς Ρωμαίους ιστορικούς σήμαινε κυρίως χρονογραφία και ηθικοπολιτική διαπαιδαγώγηση.

Απέναντι στους προγενέστερους χρονικογράφους, πρώτος ο Σαλλούστιος (86-34) είδε την εσωτερική συνοχή και το νόημα των γεγονότων. Πρότυπό του υπήρξε ο Θουκυδίδης, τον οποίο μιμήθηκε τόσο με την εισαγωγή δημηγοριών στην ιστορική αφήγηση όσο και με τον φιλοσοφικό και συχνά αρχαΐζοντα τρόπο γραφής. Ο νεότερος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.), που συνέθεσε ένα τεράστιο έργο Από ιδρύσεως Ρώμης, βασίστηκε περισσότερο σε προγενέστερους ιστορικούς (και στον Πολύβιο) παρά στον έλεγχο των αρχείων και την τοπογραφική έρευνα, αλλά το επιμελημένο ύφος του προδίδει σχέση τόσο με την ποίηση όσο και με τη ρητορεία της εποχής του. Ο λίγο προγενέστερος Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.), αντίθετα, είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο, γνώριζε λατινικά και αφιέρωσε, κατά δική του μαρτυρία, τριάντα χρόνια της ζωής του στη συγγραφή μιας οικουμενικής ιστορίας σε σαράντα βιβλία, που κάλυπτε όλο το διάστημα από τις απαρχές της μυθολογίας μέχρι τη σύγχρονή του εποχή. Το έργο, γραμμένο στα ελληνικά, επιγράφεται Βιβλιοθήκη και μεγάλο τμήμα του σώζεται μέχρι σήμερα.

Κατά τον Διόδωρο, το προτέρημα της ιστορίας είναι ότι μπορεί να διδάξει χωρίς να εμπλέκει τον αναγνώστη στους κινδύνους και τους πόνους που έχει η πραγματική ζωή. Ο Διόδωρος ήταν θαυμαστής του Πολύβιου. Όσοι συνέγραψαν οικουμενικές ιστορίες -ισχυρίζεται- ενοποίησαν σαν σε μια τράπεζα (χρηματιστήριον) όλη την πολιτική οικονομία των λαών και όπως η θεία πρόνοια δημιουργεί κυκλικά επανερχόμενες αναλογίες ανάμεσα στην τάξη των άστρων και τις φύσεις των ανθρώπων (σχέσεις που μελετά η αστρολογία), έτσι και αυτοί έδωσαν νόημα στο φαινομενικά άρρυθμο και τυχαίο.

Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (περ. 56-120), πιο πολύπλοκος τόσο στη σκέψη όσο και στο εξεζητημένο ύφος από τον Λίβιο, ασχολήθηκε επίσης με την εθνογραφία και περιέγραψε τα γερμανικά φύλα απέναντι στους Ρωμαίους, με τρόπο που θυμίζει την αντιπαράθεση Ελλήνων και βαρβάρων στο έργο του Ηροδότου. Αντιλαμβανόμενος τη διάσταση ανάμεσα στις εξαγγελίες των ανθρώπων και τις κρυμμένες προθέσεις των έργων τους, ο Τάκιτος παρουσίασε μια αντίληψη της ανθρώπινης φύσης που ρέπει προς την απαισιοδοξία - όπως συμβαίνει και με τον Θουκυδίδη. Στην καταγραφή των συμβάντων του 1ου αιώνα μ.Χ., πάντως, ο Τάκιτος δεν έχανε ευκαιρία να δηλώσει ότι η μοναρχία αποτελεί προϋπόθεση της οικουμενικής ειρήνης.

 

Ο Κικέρων (106-43) αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή των λατινικών γραμμάτων. Δεν συνδύαζε μόνο τον άνθρωπο της δράσης με τον λόγιο διανοούμενο, δεν δημιούργησε μόνο, με πρότυπο τον Δημοσθένη, ένα σχεδόν ανυπέρβλητο ύφος στον λατινικό πεζό λόγο, αλλά υπήρξε επίσης ο πρωτεργάτης για την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στη Ρώμη. Για ένα μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης παράδοσης η κατανόηση των ελληνικών ρητορικών και φιλοσοφικών ιδεών ήταν διαμεσολαβημένη από σχέσεις, έννοιες και όρους που εισήγαγε αυτός στα λόγια λατινικά.

Ιδανικό του Κικέρωνα υπήρξε ο πολιτικός ρήτορας που διαθέτει εκτενέστατη παιδεία. Η καθαρότητα της σκέψης του ίδιου αποτυπώθηκε περισσότερο στους πολιτικούς λόγους, τις επιστολές και τις θεωρητικές περί ρητορικής πραγματείες παρά στα φιλοσοφικά του συγγράμματα. Ως φιλόσοφος, ο Κικέρων υπήρξε εκλεκτικός. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή, αλλά η θεατρικότητα της σκηνοθεσίας και η ηθογράφηση των προσώπων δεν φτάνει στο επίπεδο των πλατωνικών προτύπων.

Αν και ο Κικέρων μετέφρασε στα λατινικά τον Τίμαιο, τον βασικό κοσμολογικό διάλογο του ύστερου Πλάτωνα, οι οντολογικές και μεταφυσικές θεωρήσεις των Ελλήνων φιλοσόφων δεν θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στους πρακτικούς ορίζοντες του ρωμαϊκού νου. Όπως ακριβώς ο Σωκράτης είχε κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό των κοσμολογικών ενοράσεων της Ιωνίας στην εύφορη γη των καθημερινών ασχολιών της Αττικής -άποψη κικερώνεια αυτή-, έτσι και ο ίδιος ο Κικέρων θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον άνθρωπο θεωρημένο ως μέρος της κοσμικής πραγματικότητας -άποψη κοινή στις ελληνιστικές σχολές- στον αυτόνομο δημιουργό κοινωνικών κανόνων και πολιτικών θεσμών. Ακόμη και στην πραγματεία Περί της φύσης των θεών ο Κικέρων δεν χάνει την επαφή με τη γήινη πραγματικότητα. Αν εξαιρέσουμε τον Λουκρήτιο, έναν Επικούρειο που έζησε την ίδια εποχή, η ρωμαϊκή φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε με ζητήματα κοσμολογικά ούτε με ερωτήματα που αφορούν τη μεταφυσική δομή του κόσμου. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης ζωής σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι αισθάνονταν έλξη προς τον στωικισμό.

 

Τα ελληνικά γράμματα συνέχιζαν τη δική τους πορεία, ανεπηρέαστα από τις εξελίξεις στον λατινόφωνο κόσμο. Οι Ρωμαίοι μάθαιναν ελληνικά για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας τους και για να μορφωθούν. Οι Έλληνες και οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Ασίας δεν ενδιαφέρονταν για τη λατινική γλώσσα, με εξαίρεση όσους είχαν άμεση σχέση με τη διοίκηση. Η ελληνιστική εξακολουθούσε να είναι η κοινή γλώσσα των λαών της ανατολικής Μεσογείου και παράλληλα η γλώσσα ενός κυρίαρχου και ενιαίου πολιτισμού - παρά τις έντονες τοπικές διαφοροποιήσεις.

Στους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης η ελληνική ποίηση έχανε εμφανώς έδαφος έναντι της ιστοριογραφίας και της ρητορείας. Με εξαίρεση τα ολιγόστιχα επιγράμματα και ορισμένα είδη θρησκευτικής ποίησης, κατά κύριο λόγο υμνητικής, τον έμμετρο λόγο υποκαθιστούσε ο έντεχνος πεζός. Η αυθεντική ποίηση, σε αντιδιαστολή προς τη λόγια, προϋποθέτει άφεση στον κόσμο των ενορμήσεων και του ονείρου: αποτελεί ένα είδος θεόσταλτης μανίας, που είναι δυσεύρετη σε περιόδους πνευματικής κόπωσης ή αγωνίας. Ενώ λοιπόν οι Ρωμαίοι με την ειρήνη χαλάρωναν τον δεσμό της ανάγκης και του χρέους που δημιουργούσαν παλαιότερα οι συνεχείς πολεμικές διενέξεις, κατακτητικές και εμφύλιες, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Ανατολής ένιωθαν μια αυξανόμενη τάση λύτρωσης έξω από τον παρόντα κόσμο. Η τάση αυτή θα έβρισκε έκφραση είτε στη φιλοσοφία είτε στη θρησκεία, είτε στη νέα ένωση που προήλθε από την κοινή ανάγκη για αποκάλυψη και γνώση.

 

Ο Επίκτητος (περ. 55-135) ήταν ένας δούλος από τη Φρυγία που βρέθηκε στο σπίτι ενός πλούσιου απελεύθερου στη Ρώμη. Το πραγματικό του όνομα δεν είναι γνωστό. Επίκτητος σημαίνει «αποκτημένος» - προσωνύμιο ταιριαστό σε σκλάβο. Αν και χωλός από παιδί, διέθετε μεγάλη διορατικότητα και έμφυτη τάση σοφίας. Κάποια στιγμή ο δεσπότης του αποφάσισε να του χαρίσει την ελευθερία. Ο Επίκτητος παρακολούθησε τα μαθήματα που έδινε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Μουσώνιος Ρούφος και έγινε ο πιο διάσημος μαθητής του.

Ο Μουσώνιος Ρούφος ήταν ένας στωικός που δίδασκε ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή θεωρητική ενασχόληση, αλλά η ίδια η τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης και συνεπώς παιδεία και άσκηση κατάλληλη για άνδρες και γυναίκες, δούλους και βασιλείς. Λέγεται ότι ο Μουσώνιος Ρούφος αλληλογραφούσε με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, έναν άνδρα από την Καππαδοκία που είχε ασκητικές τάσεις, ταξίδεψε ως την Ινδία, συμβούλεψε ελληνικές πόλεις, αναμετρήθηκε με αυτοκράτορες και τελικά, σύμφωνα με τον θρύλο, αναλήφθηκε στους ουρανούς (Κακριδής 5.5.Ζ [σ. 278]). Κάποιοι θεώρησαν ότι ο Μουσώνιος Ρούφος και ο Απολλώνιος ήταν οι δύο σοφότεροι άνδρες του αιώνα τους. Σε εποχή που είχε πλέον επιβληθεί ο χριστιανισμός, ένας φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια συνέκρινε τον Απολλώνιο με τον Ιησού.

Όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός (81-96) εκδίωξε όλους τους φιλόσοφους και αστρονόμους από τη Ρώμη, ο Επίκτητος αναχώρησε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Η πόλη είχε ήδη πάνω από έναν αιώνα ζωής και αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους. Εκεί ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας και άρχισε να διδάσκει. Η φήμη του σύντομα ξεπέρασε τα στενά όρια της Ηπείρου και της ρωμαϊκής Αχαΐας. Οι μαθητές του κατάγονταν από διάφορους τόπους της Μεσογείου.

Αν και Ρωμαίος, ο Μουσώνιος Ρούφος δίδασκε στα ελληνικά. Ο Επίκτητος τον ακολούθησε σε πολλά σημεία: έμεινε πιστός στις βασικές θέσεις της στωικής ηθικής, πίστευε στη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, δίδασκε στα ελληνικά. Όπως παλαιότερα ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο σκεπτικός Πύρρων και ο κυνικός Διογένης, έτσι και ο Επίκτητος θεώρησε ότι έργο του φιλοσόφου δεν είναι η καταγραφή θεωριών αλλά η προσωπική επαφή και η ανθρώπινη σχέση με όσους επιθυμούν να μάθουν και να βελτιωθούν. Την προφορική διδασκαλία του διέσωσε ο Αρριανός, στον οποίο χρωστούμε επίσης την εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου (Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις). Ο Αρριανός, που καταγόταν από τη Βιθυνία και ήρθε στη Νικόπολη για να μαθητεύσει, εντυπωσιάστηκε από τον Επίκτητο και κατέγραψε τα λόγια του σε οκτώ βιβλία (Διατριβαί), από τα οποία σώζονται τα μισά. Αργότερα έκανε μια επιτομή του έργου (Ἐγχειρίδιον) για τη διευκόλυνση των αναγνωστών (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 266-267]).

Ο Επίκτητος δεν διέθετε εκτενή παιδεία. Γνώριζε βεβαίως τον Όμηρο και κάποιους τραγικούς ποιητές, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα -αυτοί εξάλλου παρουσίαζαν τη μορφή του αγαπημένου του Σωκράτη- και φυσικά τους στωικούς, ιδίως τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο. Αλλά μέριμνά του δεν ήταν η εξήγηση των προγενεστέρων. Ήταν η ίδια η ζωή και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ζει κανείς ανεπηρέαστος από τις μεταπτώσεις της τύχης, ελεύθερος και ευτυχισμένος.

Ο Επίκτητος προειδοποιούσε τους μαθητές του για τους κινδύνους της λογιότητας, ρωτώντας ρητορικά τον εαυτό του:

Αν θαυμάζω την ίδια την ικανότητα της ερμηνείας αυτή καθαυτή, δεν έχω γίνει, αντί για φιλόσοφος, φιλόλογος, με τη διαφορά ότι αντί για τον Όμηρο εγώ εξηγώ τον Χρύσιππο;

Ταυτόχρονα ο πρώην δούλος προέτρεπε τους πολιτικά ελεύθερους μαθητές στην ουσιαστική ελευθερία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 13.3 [σ. 229-230):

Όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, ας μην επιθυμεί και ας μην αποφεύγει πράγματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων. Αλλιώς θα είναι δούλος εκείνων.

Σπύρος I. Ράγκος