Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

4.5. Εγκωμιάζοντας την ορθή φιλοσοφία

Ο Λυσίας ως μέτοικος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα και, συνεπώς, δεν μπορούσε να μιλήσει στην Εκκλησία του Δήμου ή στα δικαστήρια. Μπορούσε όμως να μισθώνει τα αντικείμενα της τέχνης του σε όσους αναγκάζονταν ή ήθελαν να αγορεύσουν δημόσια. Γρήγορα απέκτησε ιδιαίτερη φήμη ως συντάκτης δικανικών λόγων (Κακριδής 3.6.Α [σ. 140-141]). Η επιτυχία του προερχόταν από τη μεγάλη ικανότητά του να μιμείται την ομιλία των απλών ανθρώπων και ταυτόχρονα να την εξωραΐζει, προσθέτοντας ευφωνία στη σειρά των λέξεων και δομή στη διάρθρωση των επιχειρημάτων. Ήταν επίσης εξαιρετικός στη συναισθηματική κινητοποίηση του ακροατηρίου. Οι λόγοι του θαυμάστηκαν για την επιμελημένη απλότητα με την οποία ηθογραφείται ο ομιλητής, τη σαφήνεια της διήγησης, την κυριολεξία στην έκθεση των συλλογισμών και τη συγκινητική ατμόσφαιρα που μεταδίδουν.

Όταν αργότερα συστηματοποιήθηκε η ρητορική τέχνη, έγινε φανερό ότι η πειστικότητα ενός ρητορικού λόγου κρίνεται τεχνικά σε τρεις τομείς: στην αξιοπιστία ή φερεγγυότητα του ομιλητή (ἦθος), στην ποιότητα των επιχειρημάτων του (πρᾶγμα) και στη συγκίνηση που προκαλούν τα λόγια του στους αποδέκτες (πάθος). Αυτός ήταν ο κατεξοχήν χώρος της ρητορικής ως τέχνης και ονομαζόταν ἔντεχνοι πίστεις. Αλλά ο ομιλητής μπορούσε επίσης να αναγνώσει νόμους ή ιδιωτικά συμβόλαια, να φέρει μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας, να παράσχει τους δούλους του για βασανισμό (προκειμένου να θεωρηθεί αξιόπιστη η μαρτυρία τους) ή να καλέσει σε αντιπαράθεση τον αντίδικό του. Επειδή αυτές οι αποτελεσματικές μέθοδοι αφορούσαν την προσκόμιση στοιχείων και δεδομένων ευνοϊκών για την υπόθεση, αλλά δεν ήταν μέρος της τέχνης του ρήτορα ως συντάκτη λόγων, ονομάζονταν ἄτεχνοι πίστεις. Ο Λυσίας υπήρξε ένας από τους πρώτους άριστους χειριστές και των δύο μέσων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί άλλοι.

Η αρχαία λογοτεχνική κριτική χώρισε τα ύφη του έντεχνου λόγου σε τρεις γενικές κατηγορίες: το υψηλό, το μέσο και το χαμηλό. Η ταξινόμηση δεν ήταν αξιολογική. Ένας συγγραφέας μπορούσε να είναι καλός ή κακός χρήστης οποιουδήποτε τύπου. Ο Θουκυδίδης θαυμάστηκε για το υψηλό του ύφος. Ο Λυσίας ήταν άριστος χρήστης άλλοτε του χαμηλού και άλλοτε του μέσου ύφους.

 

Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν συχνά στις πράξεις και στα κατορθώματά τους. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους μπορούσαν να επικαλούνται ανερυθρίαστα την αξία του προσώπου και της οικογένειάς τους και τη μεγάλη προσφορά τους στην πόλη. Σπάνια όμως κατέγραφαν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τις συγκινητικές λεπτομέρειες του βίου τους - εκτός αν βρίσκονταν στο δικαστήριο και ήθελαν να επηρεάσουν τους δικαστές. Τότε μπορούσαν να φέρουν ολόκληρη την οικογένειά τους (γυναίκα και παιδιά), προκειμένου να προκαλέσουν τον οίκτο των κριτών. Στις άλλες περιπτώσεις, αν χρειαζόταν να αναφέρουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έκαναν σε τρίτο πρόσωπο δίχως ιδιαίτερο συναισθηματισμό. Ως προς αυτό ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών ακολουθούσαν το παλαιό παράδειγμα του Ησιόδου.

Ωστόσο, η δύναμη της κατακτημένης γνώσης μπορούσε να σπάσει το φράγμα της φυσικής συστολής. Στην αγωνιώδη προσπάθεια ορθής περιγραφής και ερμηνείας των φαινομένων του κόσμου και της ιστορίας τόσο οι γιατροί και οι φιλόσοφοι όσο και οι ιστορικοί και οι ποιητές εξέφραζαν έντονα την προσωπική τους εκτίμηση για τις κρυμμένες αιτίες και τους αφανείς λόγους, δηλώνοντας σε πρώτο πρόσωπο, ρητά και υπερήφανα, με ποιους από τους προγενεστέρους τους, σε ποια σημεία και γιατί διαφωνούν. Οι εσωτερικές συγκινήσεις και διακυμάνσεις της ψυχής ήταν πολύ ανθρώπινα πράγματα για να βρουν έκφραση στον προφορικά ή γραπτό λόγο που προοριζόταν για την αιωνιότητα. Απέναντι στην ασημαντότητα του ατομικού βίου και των συγκινησιακών μεταπτώσεών του ορθωνόταν το μεγαλείο του έργου που ξεπερνά τη χρονική φθορά.

Το πρώτο γνήσια αυτοβιογραφικό κείμενο που μας διέσωσε η αρχαιότητα είναι η Έβδομη επιστολή του Πλάτωνα. Το κείμενο διαπνέεται από έναν τόσο προσωπικό τόνο, που δεν μοιάζει με κανένα προγενέστερο ή σύγχρονό του έργο. Σε προχωρημένη ηλικία και απαλλαγμένος από το βάρος της δημοσίευσης, ο συγγραφέας έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση της απογοήτευσης που αισθάνθηκε για την πολιτική κατάσταση της Αθήνας και για την αναξιοκρατία που μάστιζε όλες συλλήβδην τις ελληνικές πόλεις. Μίλησε επίσης για την απόφασή του να αδιαφορήσει για την πρακτική πολιτική και να ασχοληθεί με την ὀρθήν φιλοσοφίαν, δηλαδή την έγκυρη θεωρητική γνώση που προηγείται της πράξης. Γράφει συγκεκριμένα:

Όταν ήμουν νέος, είχα την επιθυμία, όπως και πολλοί άλλοι, να ασχοληθώ με την πολιτική (τὰ κοινὰ τῆς πόλεως). Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω, ευθύς μόλις ενηλικιωθώ και γίνω κύριος του εαυτού μου. Τότε, όμως, συνέβησαν οι ακόλουθες αλλαγές στα πολιτικά πράγματα της πόλης μου.

Επειδή πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι και λοιδορούσαν το πολίτευμα, έγινε πραξικόπημα υπό την αρχηγία 51 ανδρών. Έντεκα πήγαν στην Αθήνα, άλλοι δέκα στον Πειραιά, ως επικεφαλής των οικονομικών και διοικητικών αναγκών της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι τριάντα έγιναν άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Από αυτούς κάποιοι έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί δικοί μου και με παρακίνησαν από την αρχή να συμπορευτώ μαζί τους - όπως και θα μου ταίριαζε. Αν αναλογιστεί κανείς το νεαρό της ηλικίας μου, καθόλου περίεργο δεν ήταν που πίστεψα ότι ίσως λύτρωναν την πόλη από την αδικία και την οδηγούσαν, με σωστή διακυβέρνηση, σε έναν δίκαιο τρόπο ζωής. Περίμενα, λοιπόν, με αγωνία να δω τι θα κάνουν. Όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι άνθρωποι αυτοί έκαναν το προηγούμενο πολίτευμα να λάμπει σαν χρυσός μπροστά τους. […]

Ύστερα από λίγο χρόνο, η εξουσία των τριάκοντα κατέρρευσε και μαζί τους κατέρρευσε και το πολίτευμα που είχαν εγκαθιδρύσει. Συνέχισε, ωστόσο, να με μαγνητίζει η επιθυμία να ασχοληθώ με τα κοινά και την πολιτική - αν και με μικρότερη ένταση τώρα. Πολλά στοιχεία θα έκαναν κάποιον να απογοητευτεί σε μια τόσο ταραγμένη εποχή όπου οι αντεκδικήσεις συχνά ξεπερνούσαν τα όρια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι πολιτικοί εξόριστοι που ανέτρεψαν το πολίτευμα των τριάκοντα έδειξαν μετριοπάθεια και επιείκεια. […]

Ενώ είχα ξεκινήσει με όρεξη μεγάλη για την πολιτική και για τη δράση, καθώς παρατηρούσα όλες αυτές τις αλλαγές που έφερναν τα πάνω κάτω, άρχισε να με πιάνει πραγματικός ίλιγγος. Βεβαίως δεν σταμάτησα ούτε στιγμή να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση. Ιδίως το θέμα του πολιτεύματος με απασχολούσε έντονα. Ανέμενα όμως με υπομονή την κατάλληλη στιγμή να δράσω. Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όλες συνολικά οι πόλεις είχαν άσχημη διακυβέρνηση, γιατί η νομοθεσία τους βρισκόταν σε κατάσταση τόσο άθλια που δεν επιδεχόταν την παραμικρή θεραπεία, αν δεν γινόταν υπεράνθρωπη προσπάθεια που να έχει ως βοηθό της και την τύχη. Έτσι, αναγκάστηκα να καταφύγω στον λόγο και να επαινώ την ορθή φιλοσοφία, αφού μέσα από αυτή -θεώρησα- μπορεί κανείς να διακρίνει όλα τα δίκαια πράγματα και στον πολιτικό και στον ιδιωτικό τομέα. Και δεν θα σταματήσουν ποτέ οι συμφορές των ανθρώπινων γενεών -συμπέρανα-, αν δεν αναλάβουν την πολιτική εξουσία όσοι ορθά φιλοσοφούν ή αν οι άρχοντες των πόλεων, από κάποια θεία βουλή οδηγημένοι, δεν συμβεί να φιλοσοφήσουν αληθινά.

 

Ο Πλάτων γεννήθηκε το 427 στην Αθήνα (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 7 [σ. 110-135]). Ήταν ο τρίτος γιος μιας πλούσιας αστικής οικογένειας που είχε σημαντικό παρελθόν δύο αιώνων στα πολιτικά πράγματα της πόλης. Ειδικά από την πλευρά της μητέρας του, το οικογενειακό δέντρο του Πλάτωνα έφτανε μέχρι τον μεταρρυθμιστή νομοθέτη Σόλωνα. Ο σημαντικός αυτός οίκος δεν ήταν διόλου παρηκμασμένος. Ο σοφιστής και θεατρικός συγγραφέας Κριτίας, ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του ολιγαρχικού πραξικοπήματος των Τριάκοντα τυράννων, ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Πλάτωνα. Ο Χαρμίδης, ένα άλλο μέλος της ίδιας ομάδας, υπήρξε αδελφός της. Αυτούς εννοεί ο συγγραφέας της επιστολής πίσω από την αόριστη δήλωση των συγγενών που τον παρακινούσαν να αναλάβει πολιτική δράση.

Σε νεαρή ηλικία ο Πλάτων γνωρίστηκε με τον Σωκράτη. Στα γυμναστήρια, στην αγορά και στα σπίτια των πλούσιων Αθηναίων γνώρισε επίσης τη διδασκαλία όσων ξένων σοφών έρχονταν στην Αθήνα για να διδάξουν. (Η ριζική διαφοροποίηση του Σωκράτη από το κίνημα των υπόλοιπων σοφιστών είναι, σε μεγάλο βαθμό, δικό του επίτευγμα.) Ο Αθηναίος σοφός άσκησε έντονη γοητεία πάνω στον νεαρό Πλάτωνα -όπως και σε πολλούς άλλους νέους της εποχής- όχι μόνο με την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητά του, αλλά και με την απαρασάλευτη ηθική στάση του απέναντι στον θάνατο. Όλοι οι νέοι του σωκρατικού κύκλου επιθυμούσαν γνώση πληρέστερη από αυτή των ποιητών και των ρητόρων, γνώση που να μπορεί όχι μόνο να πείσει τους άλλους αλλά επίσης να εξηγήσει ικανοποιητικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και, αν ήταν δυνατό, να τη βελτιώσει.

 

Όπως είχε άσπονδους εχθρούς, ο Σωκράτης είχε επίσης πιστούς ακόλουθους και φίλους. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου τους ορισμένοι εγκατέλειψαν αγανακτισμένοι την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά Μέγαρα. Κάποιοι πήγαν ύστερα στην Κυρήνη, άλλοι στην Ηλεία, άλλοι στην Ερέτρια. Οι περισσότεροι κατέληξαν στα μέρη καταγωγής τους. Αφού είχαν χάσει τον δάσκαλό τους, είχε εκλείψει και ο λόγος παραμονής τους στην Αθήνα. Οι καλύτεροι και πιο ενθουσιώδεις μαθητές, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, ίδρυσαν σχολές φιλοσοφίας και άρχισαν να γράφουν διαλόγους σε πεζό λόγο με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 9 [σ. 157-162]). Έτσι, δημιουργήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, ένα εντελώς καινούργιο λογοτεχνικό είδος που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ποίηση δίχως μέτρο. Οι διάλογοι αυτοί ονομάστηκαν σωκρατικοί λόγοι. Από το θέατρο το νέο είδος είχε αντλήσει τον διαλογικό χαρακτήρα, από την πραγματική ζωή τους χαρακτήρες και την πεζολογία. Οι σωκρατικοί λόγοι δεν ήταν πιστή καταγραφή αληθινών συζητήσεων αλλά δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας, δηλαδή λογοτεχνία.

Οι σωκρατικοί συγγραφείς κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της ιστορικής αληθοφάνειας. Στόχος τους ήταν να πείσουν ότι αυτοί, και όχι οι ανταγωνιστές τους, διατηρούσαν την αυθεντική διδασκαλία του Σωκράτη. Οι αποκλίσεις στην ηθογράφηση και την επιχειρηματολογία του κοινού δασκάλου ήταν πράγματι μεγάλες. Αυτός που είχε την τόλμη να αναγνωρίζει την άγνοιά του και διακήρυττε δημόσια ότι δεν είχε τίποτε θετικό να διδάξει, μόνο να απορήσει και να μάθει από τη συζήτηση με άλλους, είχε κατορθώσει, με την εκπληκτική ειρωνεία του, να μεταδώσει στους φίλους που τον ακολουθούσαν μια τόσο διαφορετική εικόνα του προσώπου του και της αποστολής του, ώστε, όταν ο ίδιος εξέλιπε, εκείνοι δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν τη μορφή του στις εικόνες των συναδέλφων τους και άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους. Υπήρξαν τόσες ψυχικές αναπαραστάσεις του Σωκράτη όσοι ήταν και οι μαθητές του. Κάπως λιγότερες ήταν οι λογοτεχνικές του εικόνες. Η ιστορία διέσωσε, σε υπολογίσιμη έκταση, μόνο αυτές του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Αν δεν ήταν οι καλύτερες και πιστότερες, σίγουρα ήταν αυτές που κέρδισαν τους περισσότερους οπαδούς στο αναγνωστικό κοινό των επόμενων αιώνων.

 

Ανάμεσα σε εκείνους που εγκατέλειψαν αηδιασμένοι την Αθήνα μετά την εκτέλεση του Σωκράτη ήταν και ο Πλάτων. Φεύγοντας από τα Μέγαρα λέγεται ότι πήγε στην Κυρήνη, ότι επισκέφθηκε τις κοινότητες των Πυθαγορείων στην Κάτω Ιταλία και ότι κατέληξε στην Αίγυπτο. Τελικά επέστρεψε στην Αθήνα. Σε επόμενο ταξίδι προορισμός του ήταν οι Συρακούσες, που τις κυβερνούσε ο τύραννος Διονύσιος Α'. Εκεί ο σαραντάχρονος Πλάτων γνώρισε τον εικοσάχρονο Δίωνα και συνδέθηκε στενά μαζί του. Από την επαφή αυτή αναδύθηκε η ελπίδα ότι ίσως οι ιδέες πολιτικής αναμόρφωσης που σχεδίαζε μπορούσαν κάποτε να βρουν πρακτική εφαρμογή.

Οι συνθήκες, όμως, δεν ήταν ακόμη κατάλληλες. Παρά τις ποιητικές φιλοδοξίες του τυράννου, ο Πλάτων αισθάνθηκε ότι στην αυλή του μπορούσε να βρει κανείς μόνο τρυφή και καλοπέραση. Τελικά συγκρούστηκε με τον Διονύσιο και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στις Συρακούσες. Η επιστροφή του στην Αθήνα υπήρξε ένας οδυσσειακός νόστος. Λέγεται ότι πουλήθηκε δούλος και ότι τελικά ανέκτησε την ελευθερία του, όταν κάποιος γνώριμός του, κατά τύχη παρών στην Αίγινα όπου είχε καταλήξει, τον εξαγόρασε αντί σημαντικού ποσού. Έτσι βρέθηκε πίσω στη γενέθλια πόλη.

Όταν είκοσι χρόνια αργότερα ο Διονύσιος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο συνονόματος αλλά πολιτικά άπειρος γιος του, ο Δίων κάλεσε τον Πλάτωνα πάλι στη Σικελία για να διδάξει αυτοπροσώπως τον νεαρό μονάρχη. Αν ο Διονύσιος Β' κατόρθωνε να φιλοσοφήσει αληθινά, τότε με τη πολιτική δύναμη που διέθετε θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα την ιδανική πολιτεία που σχεδίαζε ο Πλάτων. Ο φιλόσοφος δέχτηκε την πρόσκληση, αλλά το σχέδιο απέτυχε οικτρά. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Δίωνα, διαβλέποντας τη δύναμη που θα αποκτούσε ο ίδιος αν ο τύραννος ασπαζόταν τις πλατωνικές ιδέες, κατόρθωσαν να τον δυσφημήσουν τόσο πολύ, ώστε να πετύχουν την εξορία του. Ο Πλάτων εγκατέλειψε άπραγος τις Συρακούσες. Δεν απογοητεύτηκε όμως εντελώς. Λίγα χρόνια αργότερα ξαναπήγε, για τρίτη φορά, στην ισχυρή πόλη της Σικελίας. Ο αγαπημένος Δίων είχε θεωρήσει και πάλι τις συνθήκες ευνοϊκές για την πολιτική αναμόρφωση της πόλης. Η προσπάθεια δεν είχε, όμως, ούτε αυτή τη φορά τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το πλατωνικό πολιτικό ιδεώδες δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί επί γης. Ωστόσο, η έμπρακτη εμμονή του φιλοσόφου να υλοποιήσει τις ιδέες του δείχνει πόσο απείχε ο πολιτικός στοχασμός του από το πνεύμα της ουτοπίας.

Αμέσως πριν από το πρώτο ή ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, ο Πλάτων ίδρυσε στην Αθήνα μια σχολή. Ήταν η πρώτη οργανωμένη και νομικά κατοχυρωμένη σχολή φιλοσοφίας στην αρχαιότητα. Μέχρι τότε οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες και οι σοφιστές δημιουργούσαν κύκλους μαθητών που κατόπιν διέδιδαν παραλλαγές της διδασκαλίας τους, χωρίς κάποια θεσμική οργάνωση. Οι «σχολές» αυτές δήλωναν όμοιες τάσεις έρευνας και δημιουργικής παραγωγής, δηλαδή ένα κοινό πνεύμα, το οποίο αναπτυσσόταν από τη φυσική έλξη και διάθεση μίμησης που ασκεί η λάμψη ενός σπουδαίου δασκάλου. Οι κύκλοι αυτοί έπαιρναν το όνομά τους από τον δάσκαλο ή τον τόπο (πυθαγόρειοι, ελεάτες, αναξαγόρειοι, σωκρατικοί κλπ.). Ο Πλάτων όμως ίδρυσε μια επίσημη σχολή, το νομικό καθεστώς της οποίας οριζόταν ως θίασος (λατρευτικός κύκλος) προς τιμήν των Μουσών, και έδρα είχε το ίδιο το σπίτι του ιδρυτή. Πολύ κοντά βρισκόταν η Ακαδήμεια, ένα από τα τρία γυμνάσια της Αθήνας. Λόγω της τοπικής αυτής εγγύτητας -που ήταν αναντίρρητα ηθελημένη, αφού φιλοσοφικές συζητήσεις διεξάγονταν κυρίως στα γυμνάσια, εκεί που αθλούνταν καθημερινά οι πλούσιοι νέοι- η πλατωνική σχολή κατέληξε να γίνει γνωστή με το ίδιο όνομα. Οι γιατροί είχαν ήδη παρόμοιες οργανωμένες αδελφότητες. Αλλά αυτοί ήταν ειδικευμένοι ερευνητές των νόσων και της υγείας. Με την ίδρυση της Ακαδήμειας (ή Ακαδημίας, όπως έχει καθιερωθεί), ο Πλάτων δημιούργησε έναν νέο θεσμό οργανωμένης έρευνας, συζήτησης και προβληματισμού πάνω στα μεγάλα πολιτικά, ηθικά, κοσμολογικά και μεταφυσικά ζητήματα, ο οποίος επρόκειτο να έχει μεγάλη ιστορία - και όχι μόνο στην αρχαιότητα. Οι απαρχές του πανεπιστημίου, ως θεσμοθετημένου χώρου ελεύθερης έρευνας και διδασκαλικής δράσης, ανιχνεύονται εδώ. Ωστόσο, επειδή στην αρχαία νομοθεσία δεν υπήρχε η έννοια της συλλογικής ευθύνης, υπεύθυνος για τη λειτουργία της σχολής πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Πλάτων. Μετά τον θάνατό του, αρχηγός της σχολής εκλέχθηκε από τα μέλη ο Σπεύσιππος, ανεψιός του ιδρυτή από την αδελφή του. Όταν απεβίωσε και αυτός, τη διεύθυνση ανέλαβε ο Ξενοκράτης. Δημιουργήθηκε έτσι μια διαδοχή που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια και να ονομαστεί, αργότερα, χρυσῆ σειρά.

 

Κατά τον 5ο αιώνα οι ελληνικές πόλεις υπολογίζεται ότι υπερέβαιναν τις χίλιες. Η πολυμορφία ήταν αναπόφευκτη. Όλες είχαν, βεβαίως, τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ελληνικού τρόπου ζωής: ναούς, στοές, γυμνάσια, αγορά, τόπο συνέλευσης των πολιτών και, από τον 4ο αιώνα, θέατρο. Η ρυμοτομία ήταν, ωστόσο, σε όλες αυθόρμητη και άναρχη. Κεντρικός πολεοδομικός σχεδιασμός δεν υπήρχε. Η διαμόρφωση του εδάφους καθόριζε τη θέση των δημόσιων κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Γύρω από αυτό το σημείο αναφοράς, που σηματοδοτούσε τον χώρο του πολιτικού βίου, αναπτύσσονταν σταδιακά οι ιδιωτικές κατοικίες των πολιτών, αφήνοντας για τη μετακίνηση στενούς και τεθλασμένους δρομίσκους. Τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών έτρεχαν σε ανοιχτούς υπονόμους. Για τα όρια της ιδιοκτησίας και παρόμοιες διεκδικήσεις γειτόνων, οι διαφωνίες λύνονταν τοπικά και κατά περίπτωση και, αν έφταναν στα δικαστήρια, με τη χρήση μαρτύρων.

Ο Ιππόδαμος, ένας αρχιτέκτονας από τη Μίλητο γεννημένος στην αρχή του 5ου αιώνα, ήταν ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε ρυμοτομικό σχέδιο. Στον πολεοδομικό σχεδιασμό που πρότεινε τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια θα απάρτιζαν οικοδομικά τετράγωνα, καθώς οι προσχεδιασμένοι δρόμοι της πόλης θα τέμνονταν κάθετα. Το σχέδιο υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους και εφαρμόστηκε για την ανάπτυξη του Πειραιά. Ο ίδιος σχεδίασε την ορθογώνια ρυμοτομία των Θουρίων, της αθηναϊκής αποικίας στην Κάτω Ιταλία, ίσως και της Ρόδου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιππόδαμου κτίστηκε και η νέα πολιτεία της Μεσσήνης, όταν η Μεσσηνία απελευθερώθηκε από τους Σπαρτιάτες με τη συνδρομή των Θηβαίων. Ωστόσο, ο Ιππόδαμος δεν ήταν ένας πολεοδόμος με τη σημερινή, εξειδικευμένη έννοια του όρου. Ήταν, όπως μαθαίνουμε από τις πηγές, ο πρώτος πολιτικός στοχαστής ο οποίος, χωρίς να έχει πολιτευτεί ή νομοθετήσει, ασχολήθηκε θεωρητικά με το πρόβλημα της άριστης πολιτείας. Το ρυμοτομικό σχέδιο του Πειραιά και των Θουρίων ήταν μέρος μιας πολύ ευρύτερης προσπάθειας πολιτικού σχεδιασμού.

Ως προς το μέγεθος της άριστης πόλης, ο Ιππόδαμος πίστεψε ότι δέκα χιλιάδες πολίτες ήταν αρκετοί. Αυτούς τους χώρισε σε τρεις κατηγορίες: σε τεχνίτες, γεωργούς και πολεμιστές. Με όμοιο τρόπο διαίρεσε τη γη σε τρία μέρη: την ιερή, τη δημόσια και την ιδιωτική. Η πρώτη θα ήταν αφιερωμένη στους θεούς, η τελευταία μοιρασμένη εξίσου στους γεωργούς.

Όπως φαίνεται από την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης, η πρόταση δεν ήταν επεξεργασμένη στις λεπτομέρειές της. Για παράδειγμα, δεν ήταν σαφές αν οι ίδιοι οι πολεμιστές ή κάποια τέταρτη μερίδα του πληθυσμού θα καλλιεργούσαν τη δημόσια γη που θα έτρεφε τους υπερασπιστές της πόλης. Αν ο Ιππόδαμος εννοούσε ότι οι γεωργοί, εκτός από τη δική τους, θα είχαν την υποχρέωση να καλλιεργούν και τη δημόσια γη, τότε ποιος ήταν ο λόγος να μην αυξηθεί το μέγεθος των κλήρων της ιδιωτικής γης και να απαλειφθεί εντελώς η δημόσια; Επίσης, οι άοπλοι τεχνίτες και γεωργοί θα γίνονταν σχεδόν δούλοι όσων έφεραν όπλα, αφού αναγκαστικά οι άρχοντες της πόλης θα έπρεπε να εκλέγονται από την κατηγορία των οπλιτών. Αλλά με αυτή τη διευθέτηση, ήταν ασαφές τι τελικά θα καθιστούσε τους γεωργούς και τους τεχνίτες πολίτες, αφού δεν θα είχαν τη δυνατότητα ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων.

Η κριτική του Αριστοτέλη δείχνει ξεκάθαρα πόσο ρεαλιστικός ήταν ο πολιτικός στοχασμός στην Ελλάδα. Η άριστη πολιτεία, όποια μορφή και αν είχε, θα έπρεπε να είναι εφαρμόσιμη στην πράξη και, για να το πετύχει αυτό, όφειλε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι οποιαδήποτε αβάσιμη εξιδανίκευσή τους. Το ζήτημα δεν ήταν πώς τάχα θα έπρεπε να φέρονται οι άνθρωποι, αλλά πώς όντως ενεργούν. Ο πολιτικός στοχασμός οδηγούσε αναπόφευκτα στην επιστήμη της ανθρώπινης ψυχολογίας. Έθετε, επίσης, το πρόβλημα των δυνατοτήτων και των ορίων της παιδείας. Έτσι αντιλήφθηκε το θέμα και ο Πλάτων.

 

Ο Πλάτων κατανόησε ότι υπάρχει βεβαίως κοινή φύση σε όλους τους ανθρώπους (και εξαιτίας αυτής μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά των άλλων), αλλά ότι οι άνθρωποι διαφέρουν σημαντικά ως μονάδες. Ορισμένες διαφορές καθορίζονται από το φύλο, άλλες από την ηλικία, άλλες από τον τρόπο αγωγής. Υπάρχουν, όμως, και φυσικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους ίδιου φύλου και ίδιας ηλικίας και όμοιας αγωγής που δεν μπορούν να εξηγηθούν τόσο απλά. Ο ένας έχει, από νεαρή ηλικία, έφεση στη μουσική και το τραγούδι, ο άλλος στις κατασκευές, ο τρίτος γεννιέται με ανεπτυγμένη κτητικότητα, ο τέταρτος κάνει αλλόκοτες ερωτήσεις για την προέλευση του κόσμου που φέρνουν σε αμηχανία τους γονείς του, ο πέμπτος δείχνει ακατανόητη επιθετικότητα. Οι τάσεις αυτές είναι εμφανείς σε κάθε παιδί και φαίνεται να είναι δοσμένες από τη φύση. Ο πολιτικός φιλόσοφος που θέλει να αναμορφώσει την κοινωνία δεν μπορεί να τις αγνοήσει.

Ύστερα από πολλή σκέψη, ο Πλάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι μετέχουμε ψυχικά σε όλες τις συμπεριφορές των συνανθρώπων μας, ακόμη και στις πιο εγκληματικές, αλλά δεν μετέχουμε στον ίδιο βαθμό. Η ατομική ψυχολογία είναι μια συγκεκριμένη σχέση, ένας λόγος, ανάμεσα στα μέρη της ψυχής. Στις επιμέρους υποδιαιρέσεις τους οι τάσεις της ανθρώπινης ψυχής ενδέχεται να είναι περισσότερες από τρεις, αλλά μπορούν να ταξινομηθούν γενικά στις εξής σφαίρες ενεργειών: στο μέρος που υπολογίζει και σκέφτεται (λογιστικόν), στο μέρος που θίγεται από τις προσβολές των άλλων, αμύνεται για τα δίκαιά του και επιτίθεται όταν ασφυκτιά από τους περιορισμούς που του έχουν τεθεί (θυμικόν), και στο μέρος που επιθυμεί τη σωματική ευχαρίστηση με κάθε είδους απολαύσεις (ἐπιθυμητικόν). Κατά τον Πλάτωνα, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ανεπτυγμένα τα τρία αυτά μέρη στον ίδιο βαθμό. Οι εντάσεις και οι δυσλειτουργίες στις πόλεις προέρχονται από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη θέση που κατέχει μέσα στην κοινωνία. Έτσι όμως δημιουργείται αδικία, και η αδικία προκαλεί αναγκαστικά διενέξεις. Δικαιοσύνη τελικά -συμπέρανε ο Πλάτων- είναι να κάνει ο καθένας αυτό για το οποίο είναι κατάλληλα φτιαγμένος. Και επειδή το λογιστικό μέρος είναι φτιαγμένο από τη φύση για να άρχει και τα άλλα δύο μέρη, ως υποδεέστερα, για να υπακούουν, θα ήταν λογικό να δημιουργηθούν τρεις διαβαθμισμένες τάξεις στην κοινωνία, από τις οποίες η μία θα κυβερνά, η άλλη θα υπερασπίζεται την πόλη και η τρίτη θα παράγει τα απαραίτητα τρόφιμα και λοιπά αγαθά από τη γη και τις αναγκαίες τέχνες.

Η ένταξη των ανθρώπων σε μία από αυτές τις τάξεις θα γινόταν με βάση τη φυσική τους προδιάθεση και, λόγω κληρονομικότητας, θα μπορούσε να είναι σχετικά σταθερή. Ωστόσο, η αναβάθμιση ή ο υποβιβασμός ενός μέλους, ανάλογα με την αξία ή την απαξία του, θα έπρεπε να μείνουν ανοιχτές δυνατότητες της πολιτείας. Παρά την όποια κανονικότητα, η φύση ενίοτε αποτυγχάνει στους στόχους της και άλλοτε κάνει θαυμαστά άλματα. Η δημόσια εκπαίδευση θα αναλάμβανε τον ρόλο της εμπέδωσης των ταξικών διαφορών στη συνείδηση του πληθυσμού. Στον πλατωνικό σχεδιασμό οι γυναίκες προβλεπόταν να έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και προσφορά στην κοινωνία τους από την παραδοσιακή μητρότητα. Η σπαρτιατική πολιτική πρακτική επηρέασε οπωσδήποτε τον Πλάτωνα.

Η τριμερής αυτή διάκριση της κοινωνίας θυμίζει σε κάποια σημεία την παλαιότερη πρόταση του Ιππόδαμου. Όμως εδώ, εκτός από τις διαφορές, οι λεπτομέρειες για την επίτευξη του σχεδίου έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας. Ο Πλάτων κατέγραψε αυτές τις απόψεις στον εκτενέστερο διάλογο των ώριμων χρόνων του, την Πολιτεία, ένα ογκώδες και σημαντικό έργο. Εκεί παρουσιάζεται ο Σωκράτης να συνομιλεί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του ίδιου του συγγραφέα (προς χάριν της αληθοφάνειας της συζήτησης) και να εκθέτει την πλατωνική διδασκαλία σε αδρές και εύληπτες γραμμές. Ο Πλάτων επανήλθε στο ίδιο θέμα κατά τα γηρατειά του με ένα ακόμη ογκωδέστερο έργο, τους Νόμους. Εδώ η συζήτηση ανάμεσα σε έναν Σπαρτιάτη, έναν Κρητικό και έναν ανώνυμο Αθηναίο είναι ακόμη πιο λεπτομερής και πραγματιστικά προσηλωμένη στις επιμέρους ρυθμίσεις που θα πρέπει να ισχύουν στην άριστη πόλη. Για πρώτη φορά ο Πλάτων, γέρος πια, άφησε πίσω από το προσωπείο του ανώνυμου Αθηναίου συζητητή να διαφανεί η προσωπική του συμβολή στο ζήτημα της πολιτείας και της νομοθεσίας της. Η ορμή και η απογοήτευση των νεανικών χρόνων θα έβρισκαν την όψιμη πλήρωσή τους.

 

Μέχρι και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, η έννοια και το περιεχόμενο της φιλοσοφίας δεν είχαν παγιωθεί. Φιλοσοφία σήμαινε, γενικά, φιλομάθεια και πνευματική καλλιέργεια. Ο όρος αναφερόταν ειδικά στην ικανότητα επιτυχούς διάρθρωσης και διατύπωσης σημαντικών σκέψεων με έντεχνη χρήση του λόγου.

Ένας λίγο πρεσβύτερος συμπολίτης του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης (436-338), είχε μαθητεύσει στον Γοργία και ανέπτυσσε, την ίδια ακριβώς περίοδο, το δικό του πρόγραμμα εκπαίδευσης των νέων και ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ισοκράτη ήταν ανταγωνιστικό προς το πλατωνικό και είχε στόχευση αμεσότερα πολιτική.

Ο Ισοκράτης είχε ένα σαφές σχέδιο για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η συνολική προσωπικότητα του νέου:

 

Πρώτα πρώτα αυτός που θέλει να συνθέσει, προφορικά ή γραπτά, λόγους άξιους για έπαινο και τιμή δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί με μικρές και ιδιωτικές υποθέσεις αντεγκλήσεων και αντιδικίας, αλλά θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τα μεγάλα και ευγενή και σπουδαία θέματα, αυτά που προάγουν τους ανθρώπους και σχετίζονται με τα κοινά, δηλαδή τα δημόσια πράγματα. Αν δεν βρει τέτοια θέματα, τίποτε δεν θα καταφέρει. Στη συνέχεια, από τις πράξεις που υποστηρίζουν το θέμα του θα επιλέξει να αναπτύξει τις πιο κατάλληλες και συμφέρουσες για την προοπτική του. Όποιος συνηθίζει να σκέφτεται τέτοιες σπουδαίες πράξεις, να τις εξετάζει από κάθε πλευρά και να τις αξιολογεί, θα αποκτήσει (όχι μόνο τώρα σε σχέση με τον λόγο που συνθέτει, αλλά και στο μέλλον για ζητήματα άλλα) την ίδια αντιληπτική ικανότητα, ώστε τελικά να αναπτυχθούν μαζί οι δυνάμεις της όμορφης ομιλίας και της φρόνιμης σκέψης. Τέλος, είναι προφανές ότι όποιος θέλει να πείσει τους άλλους δεν θα παραμελήσει ο ίδιος την αρετή, αλλά θα εστιάσει όλες τις δυνάμεις του νου του εκεί, για να κερδίσει τη λαμπρότερη από τους συμπολίτες του δόξα.

Τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν στο μέσον του 4ου αιώνα, όταν ο Ισοκράτης ήταν ήδη 83 ετών. Με αφορμή μια προσωπική αντιδικία σχετική με τα έξοδα κάποιας δημόσιας λειτουργίας, ο ρήτορας, σκηνοθετώντας την απολογία του, συνόψισε ολόκληρη την προσφορά του στην παιδεία και την πολιτική της Αθήνας.

Το βάθρο του πολιτικοεκπαιδευτικού προγράμματος του Ισοκράτη ήταν η πίστη στη βαθιά ενότητα του ανθρώπου. Ενώ είναι εμπειρικά σαφές ότι τα λόγια βρίσκονται συχνά σε διαφωνία με τα έργα και ότι, πίσω από την ομιλία, είναι κρυμμένες οι αληθινές σκέψεις και τα συναισθήματα του ομιλητή, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η κατάλληλη παιδεία θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη ενότητα σκέψεων, λόγων και έργων. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό δεν είναι αναγκαίο -ισχυριζόταν- να ξεκινήσει κανείς από τις ίδιες τις κρυμμένες σκέψεις και να επιχειρήσει την αναμόρφωσή τους. Αντίθετα με τον Πλάτωνα, που πίστευε ότι χωρίς μια γνώση δομημένη στέρεα μέσα στη ψυχή κανένα έργο και κανένας λόγος δεν έχουν αληθινή αξία, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η σωστή καλλιέργεια του λόγου συμπαρασύρει με θετικά αποτελέσματα τόσο τη σκέψη όσο και τη δράση.

Η εξαγγελλόμενη παιδεία του Ισοκράτη (ἡ ἀληθὴς φιλοσοφία, όπως την ονόμαζε ο ίδιος) βρισκόταν πολύ κοντά στο πνεύμα των σοφιστών και εκείνης της παραδοσιακής παιδείας που εστιαζόταν στην ανάγνωση της ποίησης και την αξία της απομνημόνευσης εκτενών κειμένων. Ο Ισοκράτης, που είχε διακριθεί ως νέος στη δικανική ρητορική, απέρριψε τις ιδιωτικές υποθέσεις ως ακατάλληλες για την ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των μαθητών του και ενθάρρυνε την ανάπτυξη θεμάτων και λόγων αληθινά πολιτικών, δηλαδή συμβουλευτικών και επιδεικτικών. Επίσης, απέρριψε τις φυσικές έρευνες για τα θεμέλια της πραγματικότητας, δηλαδή την κοσμολογία σε όλες της τις εκφάνσεις, καθώς και τις αυστηρά λογικές συζητήσεις για τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη του, ενώ οι μελέτες αυτές αρχικά οξύνουν την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητα των μαθητών, αν παραταθούν για πολύ, καταλήγουν να μην προσφέρουν τίποτε πιο ουσιαστικό από την υιοθέτηση ενός πνεύματος άσκοπης και ατελέσφορης εριστικότητας. Η μέθοδος της αντιλογίας ήταν απλό μέσο για την επίτευξη του μόνου αξιόλογου σκοπού: της ηθικής και πολιτικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου μέσα από τον λόγο. Όσους δεν συμφωνούσαν με το εκπαιδευτικό πρόγραμμά του, αλλά επιδίδονταν στις -κατά τη γνώμη του- άσκοπες έρευνες περί φύσης και λογικής, ο Ισοκράτης τους αποκαλούσε «σοφιστές». Μέγιστο σοφιστή θεωρούσε τον Πλάτωνα.

Ενώ ο Πλάτων προβληματιζόταν πάνω στο θέμα του ορθού πολιτεύματος και κατέληξε να πιστεύει ότι μια γνήσια πολιτική αναμόρφωση απαιτεί την ανάληψη της εξουσίας από τους πραγματικούς γνώστες-φιλοσόφους, ο Ισοκράτης, πιο προσγειωμένος, αποδεχόταν την πολιτική κατάσταση του τόπου και της εποχής του και καλούσε τους νέους να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, εμπνεόμενοι από ένα όραμα πολιτικής και στρατιωτικής ενότητας των Ελλήνων εις βάρος των Περσών. Αυτό το ανέφικτο, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όραμα το είχε πρώτος εξαγγείλει ο Γοργίας με έναν διάσημο λόγο που εκφώνησε στην Ολυμπία στο πλαίσιο των αγώνων του 392. Πρότυπό του ήταν αναμφίβολα οι ελληνικές επιτυχίες στους Περσικούς Πολέμους. Όμως, οι επιτυχίες εκείνες ήταν αμυντικές και προήλθαν από τον φόβο υποδούλωσης. Για μια κοινή ελληνική επεκτατική πολιτική έναντι των Περσών χρειαζόταν ομόνοια και ομογνωμία τέτοια που οι ελληνικές πόλεις δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στην ιστορία τους. Ο τόσο έντονος τοπικισμός των Ελλήνων δεν μπορούσε να παραμεριστεί με πολιτική πειθώ: μπορούσε μόνο να κατασταλεί με τη βία.

Σπύρος I. Ράγκος