Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Υ"

Βρέθηκαν 6 Λήμματα [1 - 6]

υγρο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
  • 1. στην υγρή κατάσταση:
  • υγροποιώ, υγραέριο.
  • 2. στο νερό:
  • υγρόβιος.
  • 3. στην υγρασία που υπάρχει στην ατμόσφαιρα:
  • υγρόμετρο, υγροσκόπιο.

υδατο-

  • το ουσιαστικό ύδωρ ΄νερό΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στο νερό:
  • υδατόφραγμα, υδατόπτωση.

υδρο-

  • το ουσιαστικό ύδωρ ΄νερό΄ ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. που αναφέρονται στο νερό:
  • υδραντλία, υδρατμός, υδρόμυλος, υδροηλεκτρικός, υδροδοτώ, υδρόβιος.
  • 2. που αναφέρονται στα υγρά:
  • υδροδυναμική.

υπερ-

  • πρόθημα
  • 1. δηλώνει αυτό που βρίσκεται πάνω, πέρα, έξω από ορισμένα όρια:
  • υπέργειος, υπερατλαντικός, υπερπέραν.
  • 2. δηλώνει ότι κάτι ισχύει, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό:
  • υπεραγαπώ, υπεραρκετός.
  • 3. δηλώνει το ΄πολύ΄:
  • υπεραυτόματος, υπερσύγχρονος, υπερθερμαίνω.
  • 4. δηλώνει ότι ένα χαρακτηριστικό υπάρχει σε μεγάλο βαθμό:
  • υπεραγορά, υπερκατάστημα, υπερθέαμα, υπεράνθρωπος.

υπο-

  • πρόθημα
  • 1. δηλώνει αυτό που βρίσκεται κάτω από κάτι άλλο:
  • υπέδαφος, υπόγειος.
  • 2. δηλώνει πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία, επιρροή κτλ. κάποιου:
  • υπόδουλος, υποδουλώνω, υποτάσσω.
  • 3. δηλώνει το πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από μια θέση, ένα αξίωμα:
  • υποδιευθυντής, υποστράτηγος.
  • 4. δηλώνει ότι η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται λίγο, κρυφά, με δυσκολία κτλ.:
  • υποδηλώνω, υποκινώ.
  • 5. δηλώνει ότι μια ενέργεια γίνεται σε μικρό βαθμό:
  • υπολειτουργώ.
  • 6. δηλώνει υποδιαίρεση:
  • υποκατάστημα, υποσύνολο.
  • 7. δηλώνει την απουσία ορισμένων κύριων χαρακτηριστικών:
  • υπάνθρωπος, υπόκοσμος.

υστερο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι γίνεται ύστερα από κάτι άλλο:
  • υστερότοκος, υστερόγραφο.
  • 2. δηλώνει το νεότερο, το τελευταίο στάδιο μιας περιόδου:
  • υστεροελλαδικός.